Λύσε με! «Ο λόγος που πέταξα τις χειροπέδες του σαδομαζοχισμού» - Point of view

Εν τάχει

Λύσε με! «Ο λόγος που πέταξα τις χειροπέδες του σαδομαζοχισμού»




Ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας αφηγείται στο WE το ταξίδι της στον κόσμο του BDSM, από το 'χαίρω πολύ' ως το τελευταίο αντίο

Εισαγωγή του blog μας: Το παρακάτω κείμενο είναι ελαφρώς (όχι αυστηρώς) ακατάλληλο. Αν κάποιος δυσανασχετεί, ας μην το διαβάσει. Ας διαβάσει μόνο αυτά τα αποσπάσματα:


...Η Μαίρη ακούει Πειραϊκή Εκκλησία. Στο χώρο του γραφείου της μυρίζει λιβάνι. Και πάνω του αναπαύεται μια αγιογραφία. «Συνήθως», της λέω, «η πορεία είναι αντίστροφη: από θεούσα σε εξώλης και προώλης! Εσύ, πώς έτσι;». Γελάει. Μου λέει ότι δεν είναι κολλημένη με τη θρησκεία. Την ενδιαφέρει όμως η πνευματική της διάσταση, γιατί έχει ζήσει αρκετές εμπειρίες ώστε να πιστεύει πια ότι δεν μπορεί να διαχωριστούν οι ηδονές του πνεύματος από αυτές του σώματος. «Ό,τι κάνουμε», εξηγεί, «πρέπει να έχει νόημα». Η ίδια δεν γύρισε την πλάτη στο σαδομαζοχισμό με σκοπό να αφοσιωθεί στα θεία - παρόλο που, με έναν τρόπο, το έκανε κι αυτό. Είπε το «όχι» ως συνειδητοποιημένη και αμετανόητη ηδονίστρια. Για να φτάσει σε αυτή τη συνειδητοποίηση, χρειάστηκε να καταδυθεί περισσότερο στον κόσμο του BDSM.

...«Βλέποντας μια γυναίκα ανάμεσα σε πολλούς άντρες στεναχωρήθηκα που μοίραζε έτσι τον όμορφο εαυτό της, σαν να τον ξεφτιλίζει. Και μετά μιαν άλλη, στριπτιζέζ, πανέμορφη - την παρατηρούσα για ώρα και το βλέμμα της ήταν σαν απελπισμένη κραυγή. Δεν μπορούσα να δω σεξουαλικά το χορό της. Αισθάνθηκα την ανάγκη να ανέβω στη σκηνή, να της βάλω ένα ρούχο και να την πάρω να φύγουμε, δεν έπρεπε να είναι εκεί μέσα. Την τελευταία μέρα της έκθεσης, κάποιος με πλησίασε, με έπιασε από τον ώμο και μου λέει: "τι σου συμβαίνει, φαίνεσαι δυστυχισμένη;". Σηκώθηκα κι έφυγα. Εκείνο το βράδυ, πήρα την οριστική απόφαση να βάλω τελεία σε όλα αυτά».

Ευχόμαστε η Παναγία και όλοι οι άγιοι να καθοδηγούν τα βήματά της και τα βήματα όλων των ανθρώπων με παρόμοιες πληγές και με οποιεσδήποτε πληγές (όλοι έχουμε τα πάθη, τις εξαρτήσεις και τις πληγές μας - αυτό που ονομάζεται αμαρτία και αποτέλεσμα της αμαρτίας στη θεραπευτική σοφία των ορθόδοξων αγίων) προς την αληθινή θεραπεία, που κατ' εμάς είναι η σχέση με το Χριστό.


*****



Το πρώτο πράγμα που μου είχε κάνει εντύπωση πάνω της όταν την είδα είναι η σέξι εμφάνισή της... Ψέματα! Αυτό το περίμενα: όταν ένας άσχετος πάει να συναντήσει για πρώτη φορά μια νέα γυναίκα που έχει εντρυφήσει στο BDSM, νομίζει ότι θα υπάρχει «κάτι» στο παρουσιαστικό της που προδίδει μια ροπή προς την ακολασία. Εντελώς συμπτωματικά, υποθέτω, η Μαίρη έχει αυτό το κάτι: κάτι πληθωρικές καμπύλες, κάτι εκφραστικά χείλη που την περισσότερη ώρα μένουν μισάνοιχτά και κάτι μεγάλα μάτια που κοιτούν συνεχώς στα ίσια. Δεν έχω γνωρίσει άλλες «σκλάβες» ούτε «αφέντρες», όμως ετούτη εδώ, έστω ως «πρώην», δικαιώνει τα σχετικά κλισέ με το στιλ της αλλά και με τον τρόπο που αναφέρεται στη σεξουαλικότητά της:

«Στην ζωή μου έχω ένα έντονο ταμπεραμέντο, ισχυρό σεξουαλικό ένστικτο. Απολαμβάνω το να αφήνομαι σε ερωτικές παρορμήσεις, ανταλλάσσοντας με τους ανθρώπους ηδονή, νιώσιμο. Είναι για μένα ένας βασικός τρόπος έκφρασης. Θέλω να υπάρχει πάθος σε ό,τι κάνω».

Μιλά ανοιχτά και σοβαρά, χωρίς σεμνοτυφίες. Και ξεδιπλώνει με φυσικότητα πολύ προσωπικές εμπειρίες - το είδος των αναμνήσεων που οι περισσότεροι θα διπλοκλείδωναν σε απαραβίαστη θυρίδα, πριν λιώσουν το κλειδί στο χυτήριο. Στον έρωτα είναι αμφισεξουαλική, αλλά στον τρόπο που επικοινωνεί στρέιτ. Αποφασίζει ότι το «Μαίρη» θα πάρει τη θέση του πραγματικού της ονόματος, το οποίο -δεύτερη σύμπτωση- είναι εξωτικό, όπως θα ταίριαζε σε μια τύπισσα που κάποτε είχε «πλύνε-βάλε» τα βινύλια και τους κορσέδες. Και που αισθανόταν τόσο άνετα με αυτά, όσο εξοικειωμένη νιώθει η «μέση Μαίρη» με τα καλσόν της. Μου λέει ότι ακριβώς αυτό, το θεατράλε στοιχείο που ενυπάρχει στον κόσμο του BDSM, η αισθητική, τα χρώματα, τα αξεσουάρ, διέγειραν την καλλιτεχνική της φαντασία. Η Μαίρη είχε από μικρή μια κλίση προς τις τέχνες - στα 12 της γνώρισε τον Καβάφη, το Χέλμουτ Νιούτον και μετά τον Αράκι, οι προκλητικές εικόνες του οποίου της δημιουργούσαν την αίσθηση μιας καλλιτεχνικής διαστροφής.

«Έβλεπα την πορνογραφία ως μορφή τέχνης ύψιστης σημασίας. Παρακολουθούσα ερωτικές ταινίες και, πέρα από την ηδονή που μου χάριζαν και τη διέγερση της φαντασίας μου, έδινα ιδιαίτερη σημασία στην παραγωγή, την ποιότητα, τον τρόπο και τη γωνία λήψης της κάμερας, τις πόζες, τις εκφράσεις, τη σκηνοθεσία, το σενάριο. Κάποια στιγμή ένα από τα οράματα μου ήταν να σκηνοθετώ πορνό, με τη ματιά τη δική μου. Να προσφέρω στον κόσμο ηδονή και τέχνη μαζί».

Όμως τα οράματά της πήραν αναβολή. Στα 16 της γνώρισε ένα αγόρι εξαρτημένο από τις ουσίες:

«Δεν ήξερα ούτε τι θα πει μπύρα. Στο πρώτο μας ραντεβού παρήγγειλα πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό, ενώ αυτός ήταν στα ναρκωτικά, στην αλητεία και τα ρέιβ πάρτι».



Μώλωπες: Η ανάμνηση μιας όμορφης νύχτας

Η σχέση τους δεν κράτησε πολύ, αλλά το ταξίδι που ξεκίνησε η Μαίρη στον κόσμο της εξάρτησης διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία. Λίγο πριν -λίγο μετά, λέει η ίδια- πιάσει πάτο, βρήκε τη δύναμη να μπει σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης. Όταν τελείωσε, έκανε restart στη ζωή της, σπούδασε εικαστικά κι άρχισε να δουλεύει. Οι ερωτικές της σχέσεις, όμως, είχαν παραμείνει δυσλειτουργικές. Ύστερα από έναν αρραβώνα που δεν κατέληξε στο γάμο, συνδέθηκε ερωτικά με έναν άντρα που μέχρι τότε ήταν στενός της φίλος. Εκείνη την εποχή, η Μαίρη άρχισε να μυείται σε αυτό που μέχρι τότε υπήρχε μόνο στις ταινίες και τις φαντασιώσεις της:

«Ως τότε, το πιο extreme στοιχείο στη σεξουαλική μου ζωή ήταν ένα ζευγάρι χειροπέδες με γουνάκι, πιο πολύ σαν εικαστική παρέμβαση στο χώρο. Όταν η φιλική μας σχέση έγινε ερωτική, ο σύντροφός μου άρχισε να με προσεγγίζει διαφορετικά, με πιο βίαιο τρόπο. Στην αρχή με εξιτάριζε πολύ. Ψάχναμε καινούργιους τρόπους δεσίματος, πιο περίεργους, πιο βίαιους. Ήμουν στη θέση της υποτακτικής και μου άρεσε. Θυμάμαι ότι ήταν τόσο συναρπαστικό, που όταν την επόμενη μέρα έβλεπα μελανιές στο σώμα μου ένιωθα όμορφα - ήταν η ανάμνηση μιας υπέροχης νύχτας, όπως χαίρεσαι όταν βλέπεις ένα λουλούδι που σου χάρισαν».

Αν έχεις αρκετή φαντασία για να βλέπεις μια μελανιά σαν ροδοπέταλο, είναι βέβαιο ότι δεν θα δυσκολευτείς να τη δεις και σαν αγκάθι όταν η σχέση αρχίσει να φθείρεται. Αυτό που πριν την έφτιαχνε, σιγά σιγά της έμοιαζε όλο και πιο αρρωστημένο:


«Στο τέλος, το παιχνίδι είχε αποκτήσει ένα χαρακτήρα εξάρτησης, εμμονής. Ένιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά, ήθελα περισσότερη τρυφερότητα, μια στοιχειώδη κοινωνική ζωή που απουσίαζε παντελώς. Εκείνος δεν το συμμερίστηκε. Τελειώσαμε…»




Μια σχέση που τελικά δεν ήταν και τόσο ρομαντική…

Η Μαίρη ακούει Πειραϊκή Εκκλησία. Στο χώρο του γραφείου της μυρίζει λιβάνι. Και πάνω του αναπαύεται μια αγιογραφία. «Συνήθως», της λέω, «η πορεία είναι αντίστροφη: από θεούσα σε εξώλης και προώλης! Εσύ, πώς έτσι;». Γελάει. Μου λέει ότι δεν είναι κολλημένη με τη θρησκεία. Την ενδιαφέρει όμως η πνευματική της διάσταση, γιατί έχει ζήσει αρκετές εμπειρίες ώστε να πιστεύει πια ότι δεν μπορεί να διαχωριστούν οι ηδονές του πνεύματος από αυτές του σώματος. «Ό,τι κάνουμε», εξηγεί, «πρέπει να έχει νόημα». Η ίδια δεν γύρισε την πλάτη στο σαδομαζοχισμό με σκοπό να αφοσιωθεί στα θεία - παρόλο που, με έναν τρόπο, το έκανε κι αυτό. Είπε το «όχι» ως συνειδητοποιημένη και αμετανόητη ηδονίστρια. Για να φτάσει σε αυτή τη συνειδητοποίηση, χρειάστηκε να καταδυθεί περισσότερο στον κόσμο του BDSM.

Μετά τη πρώτη της εμπειρία κι ενώ η ζωή της βρισκόταν σε μια συμβατική τροχιά, γνώρισε έναν άντρα μικρότερό της, «υπό συνθήκες πολύ κυριλέ και safe», με ένα προφίλ που δεν παρέπεμπε σε οποιουδήποτε είδους παρέκκλιση.

«Η ιστορία ξεκίνησε πολύ τρυφερά. Περπατούσαμε χεράκι χεράκι -πρωτόγνωρο για μένα- και ζούσα σε ένα ροζ σύννεφο. Όμως, το σεξ ήταν αμήχανο. Στην πορεία, μου εκμυστηρεύτηκε ότι τον ενδιαφέρουν άλλοι τρόποι έκφρασης. Ένιωσα έκπληξη… ‘’Γιατί ξανά σε μένα;’’». Σήμερα, θεωρεί ότι έχει την απάντηση: «Δεν ήταν τυχαίο. Οι άνθρωποι που συναντούμε είναι ο καθρέφτης μας κι εγώ εκείνη την περίοδο είχα, προφανώς, μια τέτοια ανάγκη. Με γοήτευε η προοπτική να ξεκινήσουμε μαζί αυτή την εξερεύνηση και, με τη σειρά μου, του εκμυστηρεύτηκα δικές μου προτιμήσεις, όπως το ότι μου αρέσουν οι γυναίκες. Αρχικά αλλάζαμε ρόλους κυρίαρχου - υποτακτικού, πειραματιζόμασταν με ξύλο, δεσίματα, κάναμε σεξ σε περίεργα μέρη για να βιώσουμε την ηδονή του κινδύνου. Ήταν πολύ ενδιαφέρον και δελεαστικό. Συμπτωματικά, λίγο αργότερα άρχισα να δουλεύω σε ένα ερωτικό σινεμά που λειτουργούσε και ως sex club. Σύντομα βρεθήκαμε με το σύντροφό μου σε ένα πάρτι που γινόταν εκεί. Ήταν σε προσεγμένο περιβάλλον με ιδιαίτερη αισθητική και βοηθητικό χώρο με αξεσουάρ για BDSM. Όταν μπήκαμε είδαμε πολλούς ανθρώπους να κάνουν έρωτα. Βρέθηκα κι εγώ με κάποιες γυναίκες. Ο σύντροφός μου ερχόταν και με άγγιζε, μετά κάναμε έρωτα μεταξύ μας κι απολαμβάναμε το ότι μας έβλεπαν όλοι. Ήταν πολύ διεγερτικό».




Κυριαρχία, πόνος, εξευτελισμός

Πριν ξεθυμάνει το ενδιαφέρον της Μαίρης, θα ακολουθούσαν κι άλλες διεγερτικές εμπειρίες. Πιο έντονη, η γνωριμία τους, μέσω ίντερνετ, με ένα εκκεντρικό ζευγάρι, αρκετά μεγαλύτερό τους σε ηλικία. Εκείνος παντρεμένος, με παιδιά, ψηλό κοινωνικό στάτους και λεφτά. Εκείνη όμορφη, καλλιεργημένη, επίσης σε συμβατικό δεσμό με άλλον. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα τυπικό παράνομο ζευγάρι, που συνδέεται για να απολαμβάνει μια στο τόσο ένα σεξουαλικό ραντεβού στα κρυφά. Όμως, το σεξ απουσίαζε από το ερωτικό τους μενού. Οι δυο τους είχαν μυηθεί σε μια από τις τελευταίες βαθμίδες της BDSM πρακτικής, που περιλαμβάνει μόνο πόνο, κυριαρχία κι εξευτελισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποτακτικός ήταν ο άντρας.

«Μετά τη συνομιλία μας στο chat room, κλείσαμε ραντεβού για να γνωριστούμε από κοντά σε ένα καφέ. Είχαμε αγωνία, αλλά πήγε καλά: μου άρεσε πάρα πολύ η κοπέλα και, παρότι η συνάντησή μας περιορίστηκε σε κουβέντα περί ανέμων και υδάτων, όλο αυτό τροφοδότησε τις φαντασιώσεις μας και στη συνέχεια κάναμε έρωτα με το φίλο μου σε ένα πάρκο. Μας έφτιαξε η ιδέα ότι μπορούσε να μας δει ο καθένας. Η επόμενη συνάντησή μας με εκείνο το ζευγάρι ήταν σε χώρο δικό τους - ένα, υποτίθεται, γραφείο που ο συγκεκριμένος άνθρωπος το είχε διαμορφώσει σε σκηνικό για BDSM: χαμηλός φωτισμός, πολλά περίεργα εργαλεία, ρούχα και κατασκευές για δεσίματα. Φόρεσα ένα φουστάνι από βινύλιο, γάντια, δικτυωτές κάλτσες, τακούνια και ανέλαβα το ρόλο της αφέντρας μαζί με την άλλη γυναίκα. Κάναμε έρωτα μόνο μεταξύ μας και είχαμε τους άντρες σε ρόλο υποτακτικού. Τους υποβάλαμε σε διάφορους εξευτελισμούς: βρίσιμο, ξύλο -και με μαστίγιο- διαταγές να μιλούν για τον εαυτό τους υποτιμητικά, σαν να είναι σκλάβες. Μας ερέθιζε όλους αυτό…»

Οι συναντήσεις του κουαρτέτου συνεχίστηκαν για λίγο, ενώ το ίδιο διάστημα η Μαίρη εξακολουθούσε να δουλεύει στο sex club. Σκηνές οργιαστικού σεξ παίζονταν live καθημερινά μπροστά της. Όπως λέει, αυτό που όσο έμενε στη φαντασία της τροφοδοτούσε δημιουργικά το μυαλό της, άρχισε να της φαίνεται κάπως θλιβερό:

«Άλλο να φαντασιώνεσαι ότι κάνεις έρωτα με 10 άντρες κι άλλο να γίνεται στην πράξη. Μια επισκέπτρια του club το ζούσε αυτό, με τον άντρα της σε ρόλο θεατή. Γιατί θέλει κάποιος να βλέπει γυναίκα του με άλλους, αντί να της κάνει ο ίδιος έρωτα;»

«Πώς γύρισα σελίδα»

Είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την επάνοδο της σε ό,τι η ίδια αντιλαμβάνεται πλέον ως μια υγιή σεξουαλική ζωή - στην οποία εξακολουθούν να έχουν θέση «κάποια light δεσίματα ή το ελαφρύ spanking – και αυτά, ανάλογα με τη διάθεση και τη στιγμή. Όχι συνέχεια, να μη γίνεται τρόπος ζωής». Η απόφασή της να χωρίσει με το σύντροφό της συμπίπτει με την πιο ακραία εμπειρία της στο BDSM, στην τελευταία συνάντηση της τετράδας.

«Έκανα έρωτα στον άλλο άντρα με strap-on. Στην αρχή με διέγειρε, αλλά όσο προχωρούσαμε μου φαινόταν αστείο: οι κουβέντες που ήθελε να ακούει -ότι είναι π…κι, κ…λα- και το ότι ο σύντροφός μου μας παρακολουθούσε και αυνανιζόταν με έκαναν να φρικάρω: ‘’Με αγαπάει αυτός ο άνθρωπος που φτιάχνεται παρακολουθώντας με να πηδάω έναν άλλον άντρα;’’».

Την ίδια περίοδο, το club που δούλευε η Μαίρη την έστειλε να ενημερωθεί για τις τελευταίες τάσεις στο ερωτικό φεστιβάλ του Βερολίνου. Το οργιαστικό overdose συνεχίστηκε:

«Βλέποντας μια γυναίκα ανάμεσα σε πολλούς άντρες στεναχωρήθηκα που μοίραζε έτσι τον όμορφο εαυτό της, σαν να τον ξεφτιλίζει. Και μετά μιαν άλλη, στριπτιζέζ, πανέμορφη - την παρατηρούσα για ώρα και το βλέμμα της ήταν σαν απελπισμένη κραυγή. Δεν μπορούσα να δω σεξουαλικά το χορό της. Αισθάνθηκα την ανάγκη να ανέβω στη σκηνή, να της βάλω ένα ρούχο και να την πάρω να φύγουμε, δεν έπρεπε να είναι εκεί μέσα. Την τελευταία μέρα της έκθεσης, κάποιος με πλησίασε, με έπιασε από τον ώμο και μου λέει: "τι σου συμβαίνει, φαίνεσαι δυστυχισμένη;" Σηκώθηκα κι έφυγα. Εκείνο το βράδυ, πήρα την οριστική απόφαση να βάλω τελεία σε όλα αυτά».

Αμέσως μετά, γνώρισε έναν άλλον άντρα με τον οποίο έμεινε 1,5 χρόνο, κάνοντας, ουσιαστικά, μια ερωτική αποτοξίνωση:

«Βίωσα μαζί του την πραγματική ηδονή, χωρίς να την εκβιάζω. Δεν μου μπήκε ποτέ στο μυαλό να παίξουμε τέτοια παιχνίδια, αλλά είχε ενδιαφέρον κι αισθησιασμό η σχέση».

Η Μαίρη άφησε πίσω της το σαδομαζοχισμό επειδή δεν χωρούσε στη δική της ζωή - όχι γιατί τον απέρριψε συλλήβδην. Ένιωσε, τελικά, αποστροφή για τις διπλές ζωές, τη λαγνεία που υπερισχύει, την ασυδοσία και τον κυνισμό που δεν αφήνουν περιθώρια στο βαθύ συναίσθημα και τη γνήσια ερωτική έκφραση. Πιστεύει, πλέον, ότι οι πρακτικές του BDSM σχετίζονται με τα κατώτερα σεξουαλικά ένστικτα. Όμως δεν θα απέτρεπε κάποιον που θέλει να πειραματιστεί με αυτές.

«Θα του έλεγα να δοκιμάσει. Αυτό που νιώθουμε να μας ελκύει ερωτικά καλό είναι να το γευόμαστε. Ας είμαστε ειλικρινείς με τις φαντασιώσεις μας, με τον εαυτό μας και με τον εραστή μας. Ο σύντροφός μας δεν είναι καλό να ξέρει τα γούστα μας, αν όχι να μοιράζεται την απόλαυση; Ένα άλλο πράγμα που θα εξηγούσα σε κάποιον αρχάριο είναι ότι υπάρχουν στάδια στο BDSM, διαφορετικές βαθμίδες που έχουν να κάνουν με την ψυχολογική άσκηση εξουσίας, αλλά και τη σωματική βία. Πρέπει να προσεγγίζει κανείς με προσοχή κάτι που μπορεί να γίνει επικίνδυνο, αλλά και να ξέρει τους πραγματικούς λόγους που είναι εκεί και να τους κατανοεί. Γιατί , τι γίνεται αν κάποιος, για παράδειγμα, ψάχνει για αφέντρα, ενώ στην πραγματικότητα χρειάζεται ψυχολόγο;»

*Οι φωτογραφίες της «Μαίρης» είναι του Μάριου Θεολόγη


Χρήστος Αργύρης


Pages