Εσύ ποια ζωή θα επέλεγες να ζήσεις; του Μαρσέλ ή του Ρόμπερτ Προυστ ;
...από τα σωματικά του βάσανα; «Θα παραδεχτείς, δίχως άλλο, ότι η υγεία σου, όσο επισφαλής κι αν παραμένει, πρέπει να είναι σε κατάσταση πολύ καλύτερη από της Ευρώπης».
Παρά τη ρητορική δύναμη του επιχειρήματος, ο Προυστ κατάφερε να πεθάνει την επόμενη χρονιά.
Να ήταν, άραγε, υπερβολικός στις αντιδράσεις του; Δε χωρεί αμφιβολία ότι ένας ιός μπορεί να ρίξει κάποιον στο κρεβάτι για μια ολόκληρη εβδομάδα, ενώ στο διπλανό του προκαλεί μόνο λίγη υπνηλία μετά το γεύμα. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν άνθρωπο που κουλουριάζεται από τον πόνο μόλις ξύσει το δάχτυλό του, αντί να τον καταδικάσουμε σαν θεατρίνο θα μπορούσαμε, ίσως, να φανταστούμε ότι αυτό το πλάσμα με το ευαίσθητο δέρμα βιώνει ενδεχομένως το ξύσιμο ως κάτι ιδιαιτέρως επώδυνο, όσο θα ήταν για μας ένα χτύπημα από σπάθα — και ότι, επομένως, δε δικαιούμαστε να αξιολογούμε το δικό του πόνο με μοναδικό κριτήριο πόσο θα υποφέραμε εμείς σε παρόμοια περίσταση.
Το δέρμα του Προυστ ήταν οπωσδήποτε ευαίσθητο- ο Λεόν Ντοντέ, μάλιστα, τον αποκαλούσε άνθρωπο που γεννήθηκε χωρίς δέρμα. Και αν το φαγητό μάς πέφτει βαρύ, μπορεί πράγματι να μη μας παίρνει εύκολα ο ύπνος. Η πεπτική διεργασία διατηρεί το σώμα σε εγρήγορση- αισθανόμαστε την τροφή στο στομάχι μας, κι έχουμε την εντύπωση ότι είναι καλύτερα να μένουμε καθιστοί παρά ξαπλωμένοι. Στην περίπτωση του Προυστ, ακόμη κι ένα ελάχιστο σωματίδιο τροφής ή ποτού αρκούσε για να τον κρατήσει άγρυπνο. Πληροφόρησε ένα γιατρό ότι ήταν εφικτό να πίνει ένα τέταρτο του ποτηριού νερό του Βισύ πριν πλαγιάσει, αν όμως έπινε ολόκληρο το ποτήρι, δε θα έκλεινε μάτι από τον ανυπόφορο στομαχόπονο.
Ομότιμος της πριγκιποπούλας που έμενε ξύπνια όλη νύχτα εξαιτίας ενός ρεβιθιού, ο συγγραφέας είχε αναθεματιστεί να αντιλαμβάνεται, σαν φακίρης, ακόμη και τις πλέον ανεπαίσθητες κινήσεις των εντέρων του.
Συγκρίνετέ τον με τον αδερφό του, Ρομπέρ Προυστ, δυο χρόνια νεότερο και γιατρό, σαν τον πατέρα τους [διακριθέντα, επίσης, για την εργασία του Χειρουργική επί των γεννητικών οργάνων του θήλεος, άνθρωπο με κορμοστασιά και κράση ταύρου. Εκεί που για τον Μαρσέλ ακόμη και η απλή έκθεση στα ρεύματα συνιστούσε θανάσιμο κίνδυνο, ο Ρομπέρ ήταν άφθαρτος. Στα δεκαεννιά του επέβαινε σ’ ένα ποδήλατο για δυο και πήγαινε στο Ρεΐλ, ένα χωριό στην όχθη του Σηκουάνα, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Σε μια πολυσύχναστη διασταύρωση έπεσε και παρασύρθηκε από τις ρόδες επερχόμενου κάρου που μετέφερε πέντε τόνους κάρβουνο. Τον πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο. Η μητέρα του έφτασε τρέχοντας από το Παρίσι, πανικόβλητη, αλλά ο γιος ανάρρωσε γρήγορα και θεαματικά, χωρίς να του μείνει κανένα από τα μόνιμα προβλήματα που φοβούνταν οι γιατροί. Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, ο ταύρος, ολόκληρος χειρουργός πια, μετατέθηκε σε νοσοκομείο δίπλα στο πεδίο των μαχών, στο Εταίν του Βερντέν* , όπου διέμενε σε αντίσκηνο και εργαζόταν σε συνθήκες εξουθενωτικές και άκρως ανθυγιεινές. Μια μέρα το νοσοκομείο βομβαρδίστηκε και θραύσματα οβίδας σάρωσαν την αίθουσα όπου ο Ρομπέρ εγχείριζε ένα Γερμανό στρατιώτη. Ο δρ. Προυστ, αν και πληγωμένος, μετέφερε μόνος του τον ασθενή σε παρακείμενο κοιτώνα και συνέχισε την εγχείριση, με τον ασθενή σε φορείο. Μερικά χρόνια αργότερα έπεσε θύμα σοβαρού αυτοκινητικού δυστυχήματος, όταν ο οδηγός του αποκοιμήθηκε και το όχημα συγκρούστηκε με ασθενοφόρο. Ο Ρομπέρ χτύπησε με δύναμη στο ξύλινο διαχωριστικό, έσπασε το κεφάλι του, αλλά πριν καλά καλά προλάβουν οι συγγενείς του να ενημερωθούν για το ατύχημα και ν’ ανησυχήσουν, εκείνος είχε αρχίσει να ανακάμπτει και να επιστρέφει στις δραστηριότητές του.
Τι θα ήταν προτιμότερο λοιπόν; Να είσαι σαν τον Ρομπέρ ή σαν τον Μαρσέλ; Μπορούμε να διατυπώσουμε εν συντομία τα πλεονεκτήματα του πρώτου: απέραντη σωματική ενέργεια, ταλέντο στο τένις και στο κανό, χειρουργική επιδεξιότητα [ο Ρομπέρ φημιζόταν για τις προστατεκτομές του, επέμβαση που έκτοτε αναφέρεται μεταξύ των Γάλλων ιατρών ως προυστατεκτομή], οικονομική επιτυχία, μια ωραιότατη κόρη, η Σουζύ [την οποία ο θείος Μαρσέλ λάτρευε και κακομάθαινε, φτάνοντας στο σημείο να της αγοράσει ένα φλαμίνγκο όταν ήταν παιδί]. Ενώ ο Μαρσέλ; Δεν ήταν ρωμαλέος, δεν τα κατάφερνε στο τένις ή στο κανό, δεν κέρδισε χρήματα, δεν άφησε απογόνους και δεν κέρδισε το σεβασμό παρά μόνο πολύ αργά στη ζωή του, όταν πλέον ένιωθε ιδιαίτερα άρρωστος για ν’ αποκομίσει κάποια απόλαυση από αυτόν [ως λάτρης των παρομοιώσεων που ήταν εφικτό να αντληθούν από την αρρώστια, συνέκρινε τον εαυτό του με κάποιον που υποφέρει από υψηλό πυρετό και αδυνατεί ν’ απολαύσει ένα τέλειο σουφλέ].
Ένας τομέας, ωστόσο, στον οποίο ο Ρομπέρ φαινόταν να έρχεται πάντα δεύτερος σε σχέση με τον αδερφό του ήταν η ικανότητά του να παρατηρεί. Δεν έδειχνε ν’ αντιδρά όταν το παράθυρο ήταν ανοιχτό μια μέρα που η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη γύρη, ούτε το κατάλαβε όταν τον πάτησε το κάρο με τους πέντε τόνους κάρβουνο: ()α μπορούσε να ταξιδέψει από το Έβερεστ ως την Ιεριχώ και να μην προσέξει καν την υψομετρική μεταβολή ή να κοιμηθεί πάνω σε χίλια ρεβίθια, χωρίς να αντιληφθεί ότι υπήρχε κάτι ασυνήθιστο κάτω από το στρώμα του.
Μολονότι συχνά αυτή η τύφλωση των αισθητηρίων είναι καλοδεχούμενη, ιδίως όταν εγχειρίζεις υπό ομοβροντία πυρών κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, αξίζει να επισημάνουμε ότι η συναίσθηση |που συνήθως σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι με οδύνη] συνδέεται σε κάποιο επίπεδο με την πρόσκτηση γνώσης. Το στραμπούληγμα του αστραγάλου μάς διδάσκει ταχύτατα τι θα πει κατανομή βάρους· ο λόξιγκας μας υποχρεώνει να παρατηρήσουμε τις ως τότε άγνωστες πτυχές του αναπνευστικού συστήματος και να προσαρμοστούμε σε αυτές- και το να μας εγκαταλείπει το αγαπημένο μας πρόσωπο αποτελεί έξοχη εισαγωγή στο μηχανισμό της ψυχοσυναισθηματικής εξάρτησης.
Για να το θέσουμε καλύτερα, σύμφωνα με τον Μαρσέλ, είμαστε σχεδόν ανήμποροι να μάθουμε κάτι σωστά, ώσπου να εμφανιστεί ένα πρόβλημα, ώσπου να πονέσουμε, ώσπου να δούμε μια εξέλιξη διαφορετική από τις προσδοκίες μας:
Μόνο τό κακό μάς κάνει νά παρατηρούμε, νά μαθαίνουμε, καί μάς επιτρέπει νά αναλύουμε τούς μηχανισμούς πού αλλιώς δεν θα τούς γνωρίζαμε. "Ένας άνθρωπος ό όποιος κάθε βράδυ πέφτει σαν μολύβι στο κρεβάτι του καί δεν ζει πια ως τή στιγμή πού θα ξυπνήσει καί θα σηκωθεί, ό άνθρωπος αυτός θα σκεφτεί ποτέ νά κάνει, αν όχι μεγάλες ανακαλύψεις, τουλάχιστον μικρές παρατηρήσεις πάνω στον ύπνο; Μόλις πού ξέρει αν κοιμάται. Λίγη αϋπνία δεν είναι περιττή γιά νά εκτιμήσει κανείς τον ύπνο, γιά νά ρίξει λίγο φως μέσα σ’ αυτή τή νύχτα. "Ένα μνημονικό δίχως ατέλειες δεν είναι πολύ δυνατό κίνητρο γιά τή μελέτη των φαινομένων τής μνήμης.*
Και παρ’ όλο που είναι εφικτό, ασφαλώς, να αξιοποιήσουμε το νου μας και όταν δεν πονάμε, ο Προυστ υποστηρίζει ότι φτάνουμε στη δέουσα ερευνητική κατάσταση μόνο υπό το κράτος κάποιας ενόχλησης. Υποφέρουμε, άρα σκεφτόμαστε, και η αιτία γι’ αυτό είναι ότι η σκέψη μάς βοηθά να εντάξουμε τον πόνο σε κάποιο πλαίσιο, να κατανοήσουμε τις πηγές του, να διαπιστώσουμε τις διαστάσεις του και να συμφιλιωθούμε με την παρουσία του.
Από τα προηγούμενα, λοιπόν, συνάγεται ότι οι ιδέες που προκύπτουν χωρίς πόνο είναι ελλιπείς: δε διαθέτουν σημαντικό έναυσμα. Για τον Προυστ, η νοητική δραστηριότητα φαίνεται να ανήκει σε δύο κατηγορίες: στις σκέψεις που θα μπορούσαν να αποκληθούν ανώδυνες, καθώς δεν ανακύπτουν ένεκα συγκεκριμένης ταλαιπωρίας και άρα εμπνέονται μόνο από την αδιάφορη επιθυμία μας να μάθουμε σε τι βασίζεται ο ύπνος η γιατί τα ανθρώπινα πλάσματα ξεχνούν, και στις επώδυνες σκέψεις, αυτές που προκύπτουν από την ενοχλητική αδυναμία να κοιμηθείς ή να θυμηθείς ένα όνομα. Σε αυτή τη δεύτερη ομάδα δίνει προνομιούχο σημασία ο Προυστ.
Μας λέει, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν δύο μέθοδοι με τις οποίες μπορεί κανείς να αποκτήσει γνώση, ανώδυνα μέσω δασκάλου η επώδυνα μέσω της ζωής, και υποστηρίζει ότι η δεύτερη είναι κατά πολύ ανώτερη· εκφέρει την άποψη μέσω ενός χαρακτήρα του, του ζωγράφου Ελστίρ, ο οποίος, συζητώντας με τον αφηγητή, συνηγορεί υπέρ της διάπραξης ορισμένων λαθών:
Δέν υπάρχει άνθρωπος, όσο σοφός κι αν είναι, μου είπε, πού κάποια στιγμή στα νιάτα του νά μην πρόφερε λόγια, ή καί νά μην έζησε μιά ζωή πού ή ανάμνησή τους τού είναι δυσάρεστη καί θα επιθυμούσε νά είχε αφανιστεί. Κι όμως δέν πρέπει νά λυπάται, γιατί δέν μπορεί νά έχει τή διαβεβαίωση πώς έγινε σοφός -σ’ όποιο βαθμό αυτό είναι εφικτό- παρά μόνο αν πέρασε όλες τις γελοίες ή βδελυρές ενσαρκώσεις πού πρέπει νά υπάρξουν πριν απ’ τήν τελική αυτή ενσάρκωση. Ξέρω πώς υπάρχουν νεαροί... πού οι δάσκαλοί τους τούς δίδαξαν τήν ευγένεια τού πνεύματος καί τήν ηθική κομψότητα απ’ τα μαθητικά τους χρόνια. ’Ίσως νά μην έχουν τίποτα ν’ ανακαλέσουν στή ζωή τους, θα μπορούσαν νά δημοσιεύσουν καί νά υπογράφουν απολύτως ότι είπαν, είναι όμως φτωχά πνεύματα, αδύναμοι απόγονοι δογματικών, μέ σοφία αρνητική καί στείρα. Ή σοφία δέν σου δίνεται, πρέπει νά τήν ανακαλύψεις μόνος ύστερ’ από μιά διαδρομή στήν όποια κανένας δέν μπορεί νά πάρει τή θέση σου κι απ’ τήν οποία κανένας δέν μπορεί νά σέ απαλλάξει, γιατί είναι ένα προσωπικό κοίταγμα πάνω στά πράγματα.
Και γιατί δε γίνεται; Γιατί, άραγε, αυτό το επώδυνο ταξίδι είναι τόσο αναπόδραστο μέρος της πρόσκτησης αληθινής γνώσης; Ο Ελστίρ δεν εξηγεί, ίσως όμως να αρκεί ότι προσδιόρισε τη σχέση ανάμεσα στην οδύνη που βιώνουμε και στο βάθος των σκέψεων που ενδεχομένως μας προκαλεί. Σαν τάχα ο νους να είναι ένα δειλό όργανο που αρνείται να αποδεχτεί κάποιες δύσκολες αλήθειες, αν δεν εξωθηθεί από τις συγκυρίες. «Η ευτυχία κάνει καλό στο σώμα» μας λέει ο Προυστ «μα η θλίψη είναι που αναπτύσσει τις δυνάμεις του νου». Αυτή η θλίψη μάς εκθέτει σε κάτι σαν νοητική γυμναστική, την οποία θα αποφεύγαμε αν ήμαστε ευτυχέστεροι. Σε περίπτωση, λοιπόν, που αντιλαμβανόμαστε ως γνήσια προτεραιότητά
*Βερντέν ή Βερντοΰν: βελγική πόλη, από τα θέατρα των μεγαλύτερων μαχών του Α' Π. Π. Περισσότεροι από 400.000 στρατιώτες πέθαναν εκεί. (Σ.τ.Μ.)