Η πνευματική ασθένεια του ανθρώπου του αιώνα μας είναι η εκκοσμίκευσή του. Δηλαδή ότι θεωρεί πως το υπάρχον καθόλου είναι μόνον ο κόσμος που βλέπει μπροστά του, ακριβώς όπως τον βλέπει και όπως τον αισθάνεται. Αυτό είναι πνευματικό κατάντημα του νεώτερου ανθρώπου, ο οποίος μια μια κλείνει όλες τις καταπακτές της ψυχής του και όλα τα παράθυρα του πνεύματός του. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος υπάρξεως των μέσων συνειδήσεων. Τούτο σημαίνει πως ο μέσος άνθρωπος, δηλαδή η τρέχουσα συνείδηση, επέβαλε τα όριά της και στις συνειδήσεις που από τη φύση τους δεν είναι μέσες. Και μάλιστα τούτες οι τελευταίες νιώθουν τύψεις που μέχρι τώρα τα πετάγματά τους άφηναν εμβρόντητους τους πεζοπορούντες και συμμορφώνονται προς τον μέσο κανόνα. Ωστόσο όχι από ταπεινότητα αλλά από κρυψίνοια. Διότι αφού ο κόσμος της κοινής συνείδησης έγινε καθεστώς, φροντίζουν να έχουν την πρωτοκαθεδρία σε αυτό. Έτσι, μόνον οι πολύ ισχυρές εμπρόσωπες συνειδήσεις προτιμούν τη μοναξιά τους και το κοινωνικό περιθώριο, για να μην χάσουν την αυθεντικότητά τους. Εδώ πλέον είναι ζήτημα ηθικής τάξεως. Σε αυτή τη μέση κοινωνικότητα επιχωριάζει πολύ αφανής ανηθικότητα, την οποία όλοι προσποιούνται πως δεν την βλέπουν, επειδή όλοι την ασκούν. Στο τέλος, πράγματι, γίνεται πολύ δύσκολα αντιληπτή, και λησμονιέται. Ενώ υπάρχει.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα, τα γιγαντιαία, ανοίγματα των υψηλών συνειδήσεων της ανθρωπότητας; Δεν τα κατανοεί ο εκκοσμικευμένος άνθρωπος. Δεν τα κατανοεί και η οργανωμένη παιδεία του, η οποία κόβει τα φτερά τους και τα καθιστά και αυτά πεζοπόρα προς χρήσιν των πεζοπορούντων. Έτσι πέφτει σκότος στο πνευματικό παρελθόν της ανθρωπότητας, που είναι η μόνη μας περιουσία στον κόσμο τούτο.
Μια ριζική διάνοιξη προς την νόηση του υπάρχοντος σημαδεύεται από τούτη τη ρήση του Ηρακλήτου: «Τό μή δῦνόν ποτε πῶς ἄν τις λάθοι;». Και σε απόδοση Ε. Ρούσσου: «Απ᾽ αυτό που δεν δύει ποτέ πώς κανείς να ξεφύγει;». Ο H. Diels το είχε μεταφράσει ως εξής: «Πώς μπορεί κανείς να κρυφτεί από αυτό που δεν δύει ποτέ;».
Τη σημαντικότητα τούτης της φράσης πρέπει κανείς να την αντιληφθεί από μόνος του και αιφνίδια. Αλλιώς δεν μπορούν να τον βοηθήσουν τόμοι ερμηνευτικών σχολίων. Διότι εδώ πρόκειται για ένα νέο επίπεδο στο οποίο τοποθετείται η ανθρώπινη ύπαρξη, και από το οποίο προβάλλει νεόκοπο και μυστηριακό το τοπίο του υπάρχοντος. Πράγματι, αυτό το απόσπασμα περισσότερο σε γεμίζει με δέος παρά με γνώση. Γνώση είναι αυτό που λένε οι λέξεις. Δέος είναι αυτό που προβάλλει μακρινό και απρόσιτο, αυτό που διαφαίνεται πέρα από τις λέξεις. Βεβαίως, η γνώση είναι χρήσιμη, όμως το δέος είναι παιδευτικό. Το δεύτερο μας παρέχει την αγωγή του πνεύματος. Και αυτό είναι το μόνιμο κέρδος. Η γνώση στη φιλοσοφία είναι προβληματική, δεδομένου ότι κάθε φιλόσοφος προσφέρει άλλου είδους γνώση, συχνά εντελώς αντίθετη προς τη γνώση των άλλων φιλοσόφων. Γι’ αυτό και στο τέλος θα λέγαμε πως η φιλοσοφία δεν προσφέρει λύσεις. Προσφέρει όμως την αγωγή του πνεύματος. Την παιδεία. Αντίθετα, η επιστήμη προσφέρει —στο επίπεδο που κινείται— και γνώση και λύσεις. Δεν προσφέρει όμως αγωγή· δεν παρέχει παιδεία. Εμείς η άνθρωποι, οι χαμένοι μέσα στον λαβύρινθο και το αξεδιάλυτο μυστήριο της υπάρξεως εκείνο που εσχάτως χρειαζόμαστε είναι η αγωγή και η παιδεία του πνεύματός μας. Τούτο δεν είναι μόνον πνευματικό αλλά και ηθικό. Ο άνθρωπος είναι εσχάτως ηθική παρουσία. Ο άνθρωπος είναι μόνον παρουσία, και παρουσία είναι στάση ευθύνης, άρα στάση ηθική. Συνεπώς έναντι αυτού που δεν δύει ποτέ στεκόμαστε γνωρίζοντες, στεκόμαστε με δέος και στεκόμαστε υπευθύνως.
Αλλά ποιό είναι αυτό που δεν δύει ποτέ; Ποιό είναι αυτό που στέκεται σαν ήλιος επίμονο και παντοτινό και ασάλευτο εις τον αιώνα, στα μεσούρανα του υπάρχοντος και μας βλέπει και το βλέπουμε; Αυτό βέβαια πάντοτε μας βλέπει, εμείς όμως δεν το βλέπουμε πάντοτε. Ο Ηράκλειτος λέγει πως εμείς δεν μπορούμε να του ξεφύγουμε, επειδή είναι στη φύση του τούτο να μας βλέπει πάντοτε, καθόσον ποτέ δεν δύει. Όμως εμείς μπορούμε να του ξεφύγουμε με το να το λησμονήσουμε. Άλλωστε ο ερωτηματικός τρόπος που θέτει το ζήτημα ο Ηράκλειτος δείχνει πως αυτό συμβαίνει. Κάτι ανάλογο μας λέγει πως συμβαίνει με τον Λόγο. Πως ενώ ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν με τις δικές τους νοοτροπίες. Ωστόσο ο Λόγος παραμένει κοινός, όπως κοινό παραμένει και αυτό που δεν δύει ποτέ. Άρα δεν μπορεί ο άνθρωπος να διαφύγει από αυτό που δεν δύει ποτέ ή από τον Λόγο που είναι κοινός μέχρι τέλους. Όσο και να κρυφτεί ή να παραπλανηθεί, η διάνοιξη προς αυτές τις σταθερές της υπάρξεως παραμένει και τους περιμένει. Άνθρωπος σημαίνει να έχεις περιπέσει στη λησμονιά αυτού που δεν δύει ποτέ. Αλλά αφού το ξέρεις πως πρόκειται για λησμονιά και την ονοματίζεις, ήδη ονομάτισες και αυτό που δεν πρέπει να λησμονηθεί, δηλαδή την μεγάλη ανάμνηση.
Ξαναρωτάμε όμως, ποιό είναι αυτό που δεν δύει ποτέ; Οποιοδήποτε όνομα και να του δώσουμε το περιορίζουμε το καθιστούμε αντικείμενο, και μάλιστα του εκκοσμικευμένου ορίζοντά μας. Παρά αυτούς τους κινδύνους είναι αναπόφευκτα τα ονόματα. Στο προκείμενο θα χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Ηρακλείτου. Είναι το «Εν», ο «Λόγος», το «Σοφόν», η «Δίκη», ο «Θεός». Ήδη κάθε όρος δημιουργεί ένα πλέγμα εννοιών, το οποίο απομακρύνει τον ένα από τον άλλο. Την ενότητά τους όμως θα την βρούμε στην έκφραση «τό μή δῦνόν ποτε». Το οποίο έτσι που είναι χωρίς περιχαρακωμένα όρια προβάλλει όλη την αρχέγονη δυναμική του και το δέος του και την μυστηριακότητά του.
Με την παρουσία αυτού που δεν δύει ποτέ ο πενιχρός και περίκλειστος και άφωτος κόσμος της εκκοσμικευμένης συνείδησης χάνει την φτώχεια του αντικειμένου και καθίσταται διαφανής όσο και απρόσμενος· χάνει την σιδηρά αναγκαιότητά του και γίνεται ενδεχόμενος, γίνεται μοιραίος. Από τον εκκοσμικευμένο κόσμο δεν μπορείς να ελπίσεις σε τίποτε. Από τον κόσμο που αυγάζεται από το αιώνιο φως αυτού που δεν δύει ποτέ μπορείς να ελπίσεις και στα πλέον ανέλπιστα. Ο Ηράκλειτος είναι που λέγει τούτη την αποκαλυπτική, σχετική με τα παραπάνω, φράση: «’Εάν μή ἔλπηται ἀνέλπιστον, οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐόν καί ἄπορον» Δηλαδή έργο μας είναι μέσα στον ηρακλείτειο κόσμο να ελπίσουμε στο ανέλπιστο, το οποίο είναι ανεξερεύνητο και άπορο —και χωρίς πέρασμα, και χωρίς πέρας, και απρόσιτο. Αυτό το δεύτερο μέρος της φράσης του εφεσίου Προφητάνακτα μας ρίχνει στην κοσμική δίνη του όντως Όντος. Το να πλησιάζεις τον Ηράκλειτο είναι μια οριακή δοκιμασία, μια θεοτική περιπέτεια. Καλός ο κίνδυνος. Όμως πώς μπορείς να μη κινδυνέψεις στα όρια του «ανεξερεύνητου» και του «άπορου»;
Η σάρκα του κόσμου διαπεράται από αυτό που δεν δύει ποτέ. Άρα δεν είναι φτιαγμένη από πέτρα αλλά από κάποια μαγική ουσία, γι᾽αυτό τούτη γίνεται ζωή, γίνεται συνείδηση, γίνεται πνεύμα. Επειδή τελεί κάτω από αυτό που δεν δύει ποτέ.
Αυτό που δεν δύει ποτέ δεν μπορούμε να πούμε «τι είναι». Όλες οι ονομασίες του είναι μυθικές, όχι όμως φανταστικές. Διότι αυτό που δεν δύει ποτέ είναι μια άλλη πραγματικότητα, η κατ᾽ εξοχήν πραγματικότητα, για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε μόνον εκμυθευτικά. Ωστόσο, ως «άλλη» που είναι με όσα λιγότερα εγκόσμια υλικά την σημειώνουμε, προκειμένου να την καταστήσουμε απτή από τον νου μας, τόσο το καλύτερο. Άρα φτάνουμε ίσαμε το σημείο να το ονομάσουμε Μηδέν, υπό την έννοια ότι συνειδητοποιούμε πως αυτό τούτο το «μή δῦνόν ποτε» είναι ασύλληπτο. Κι᾽ ωστόσο δεν μπορούμε να του ξεφύγουμε. Διότι χωρίς αυτό τα πάντα θα ήσαν ανύπαρκτα, καθόσον είναι το μόνο που δεν δύει ποτέ, που υπάρχει πάντοτε. Γι᾽αυτό είναι «πάντων κεχωρισμένον» (Ηράκλειτος), «εντελώς άλλο» (R. Otto), είναι «υπερούσιος αοριστία» (Διον. Αρεοπαγίτης). Απολύτως ρητός είναι ο Μάξιμος ο Ομολογιτής: «Ὁ Θεός καί ὄν λέγεται, καί μή ὄν, ὡς οὐδέν ὤν τῶν ὄντων».
Κι᾽ ωστόσο αυτό που δεν δύει ποτέ το ονοματίζουμε· ο Ηράκλειτος το λέγει Σοφόν ή Λόγο, ο Πλάτων το αποκαλεί Αγαθόν, ο Αριστοτέλης το ονομάζει Κινούν ακίνητο, η θρησκευτική συνειδητοποίησή του το λέγει Θεό. Μόλις όμως αυτό το ανονόμαστο λάβει όνομα, αμέσως εντάσσεται σε ένα ανάλογο με το όνομα πλέγμα εννοιών, παραστάσεων ή πίστεων. Τούτο είναι απαραίτητο, διότι έτσι οργανώνεται ο ιστορικός πνευματικός βίος του ανθρώπου. Όμως ταυτοχρόνως χάνεται η αρχέτυπη και αναφής και ριγηλή συνείδηση αυτού που δεν δύει ποτέ. Με την ονοματοθεσία του εξαντικειμενίζεται μέσα στον αντικειμενικό κόσμο και καταντάει ένα αλαμπές πράγμα ανάμεσα στα πράγματα του κόσμου. Αυτό είναι το δράμα του πνεύματος. Αυτό είναι και το δράμα αυτού που δεν δύει ποτέ. Δύει και αφανίζεται μέσα στις αντικειμενικοποιημένες συνειδήσεις και σκοτεινιάζει ο κόσμος.
Ενδιαφέρουσα είναι και η παρομοίωση αυτού που δεν δύει ποτέ με τον οφθαλμό. Είναι πολύ γνωστή η φράση του Μένανδρου, σύμφωνα με την οποία «ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὅς τά πανθ᾽ ὁρᾶ». Το μάτι έχει λειτουργήσει ως σύμβολο στην μυθολογία. Είναι γνωστό το μάτι του Ώρου στην αιγυπτιακή θρησκεία. Όμως και αυτά είναι εξαντικειμενικεύσεις, με απώλεια της πρώτης πηγής. Καλύτερα είναι να μιλάμε για το βλέμμα. Ότι τελούμε διαρκώς κάτω από ένα βλέμμα. Η αντίληψη αυτή είναι πολύ αρκτική, δηλαδή οντολογικώς αρχέγονη, και πολύ γόνιμη. Κρατάει την ψυχή σε μια σταθερή εγρήγορση. Η συναίσθηση του ανθρώπου ότι τελεί υπό το βλέμμα του Θεού, ότι η ζωή του αναπτύσσεται κάτω από τη ματιά του όντως Όντος, είναι μια παρηγοριά και ένας φόβος. Ανεβαίνει η ανθρώπινη ύπαρξη στην ακραία οντολογική της περιωπή και αναλαμβάνει πλήρως την έσχατη ευθύνη της παρουσίας της στον κόσμο. Επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτό το βλέμμα. Ακριβώς όπως δεν μπορεί να κρυφτεί από αυτό που δεν δύει ποτέ. Διότι και το βλέμμα είναι αιωνίως ανύστακτο. Με την αύπνωτη ματιά τελεσιουργείται μια διηνεκής αγρυπνία στον κόσμο. Ο Θεός δεν κοιμάται ποτέ· αντίθετα, «ἕως ἄρτι ἐργάζεται». Αν η παρουσία της ανθρώπινης συνείδησης, που επιτελεί το πρωτάκουστο έργο να γνωρίζει ότι γνωρίζει, είναι το πρώτο ξημέρωμα στον κόσμο, το άγρυπνο βλέμμα είναι το απόλυτο ξημέρωμα, είναι το αιώνιο μεσημέρι του Θεού. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει το πολύ ξημέρωμα· γι᾽ αυτό ακολουθώντας τον ήλιο που δύει, δύει και αυτός και πέφτει σε ύπνο. Αυτό που δεν δύει ποτέ, δεν κοιμάται ποτέ. Βλέπει αδιαλείπτως εις τον αιώνα τον άπαντα. Ο άνθρωπος έγινε άνθρωπος από τότε που αντιλήφθηκε πως κάποιος τον παρακολουθεί με τη ματιά του συνεχώς. Μέσω αυτού το βλέμματος άρχισε και το δικό του βλέμμα να βλέπει πέρα από τα πράγματα του κόσμου, πράγμα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει το βλέμμα του ζώου. Ο Μένανδρος είπε «ἔστι δίκης ὀφθαλμός». Συνεπώς, το βλέμμα του όντως Όντος δεν είναι μια απλή φωτεινή δέσμη ακτίνων, αλλά είναι ο τρόπος υπάρξεως μιας εσωτερικότητας που έχεις τις ιδιότητες του κατεξοχήν υποκειμένου, γι᾽ αυτό μένει ανύστακτο· αλλιώς θα ήταν μηχανική, άρα περιττή η παρουσία του. Κοιτάζει συνεχώς το υπάρχον με σκοπό, όχι άσκοπα. Ίσως την ρήση του Ηράκλειτου «τά πάντα οἰακίζει κεραυνός» να πρέπει να την τοποθετήσουμε και στο βλέμμα του Όντος, το οποίο οἰακίζει τα πάντα, δηλαδή κυβερνά τα πάντα, άρα με σκοπό, και εκδηλώνεται ακαταμάχητο, ως κεραυνός, ως έσχατος συγκλονισμός, αλλά και προορισμός.
Εμπειρία του οφθαλμού είχε και ο Νίτσε, την οποία μάλιστα διατυπώνει σε δυο εκπληκτικούς στίχους του ποιήματός του «Προς νέες θάλασσες». Ιδού οι δυο στίχοι: «Το μάτι σου, ω το μάτι σου, αυτό μόνο, ω Άπειρο, πελώριο με κοιτάζει!». Έχει λοιπόν ο Νίτσε την αποκαλυπτική συναίσθηση πως τον κοιτάζει από ψηλά το μάτι του Απείρου. Ως άπειρο θα μπορούσαμε να εννοήσουμε το άπειρο του Αναξίμανδρου, το οποίο τελεί σε αντίθεση με όλα τα πεπερασμένα τούτου του κόσμου. Και μάλιστα, κατά τον Αναξίμανδρο, καθώς από το Άπειρο προκύπτουν τα πεπερασμένα, τούτα υπόκεινται στη φθορά καθώς αδικούν το ένα το άλλο. Το άπειρο από το οποίο γεννήθηκαν τα όντα είναι άφθαρτο και αιώνιο. Θα πρέπει να υποθέσουμε πως κάπως έτσι θα είναι και το άπειρο του Νίτσε. Ο οποίος τελεί υπό το βλέμμα αυτού του απείρου, όχι αδιάφορος αλλά συγκλονισμένος. Είναι ωσάν έναντί του να τελεί αμήχανος, ακόμη και έντρομος. Γι᾽ αυτό μιλάει για το «πελώριο» μάτι του απείρου, το οποίο επίμονα και «αυτό μόνο» τον κοιτάζει. Οι εμπειρίες του Νίτσε είναι βαθιές και αυθεντικές. Είναι κρίμα που ο Νίτσε λαϊκοποιήθηκε πολύ, και έτσι πέρασε στην κοινή συνείδηση δεινώς παρανοημένος.
Εξακολουθούμε να κινούμαστε στην περιοχή που μας όρισε «τό μή δῦνόν ποτε» του Ηράκλειτου. Φθάσαμε να το θεωρήσουμε και ως οφθαλμό ή βλέμμα. Δεν πρόκειται για ανάλυση της έννοιας του Ηράκλειτου, αλλά για φιλοσοφική περιδιάβαση της ευρείας περιοχής του. Διότι βεβαίως ούτε στον Ηράκλειτο πρόκειται κυριολεκτικώς για έννοια, αλλά είναι περιγραφή «αυτού». Θα καταλήξουμε στον φιλόσοφο του εικοστού αιώνα, τον Μαρτίνο Χάϊντεγγερ. Αυτός σε όλη του την ζωή προσπάθησε να ξαναδιατυπώσει την ελληνική φιλοσοφική έννοια: το «Ὄν». Για να δείξει την αρχέγονη σημασία του του δίνει την αρχέγονη λέξη του, από Ὄν (Sein) το ονομάζει Ἐόν (Seyn), ύστερα γράφει Ὄν, αλλά με ένα Χ επάνω του που ταυτοχρόνως το διαγράφει· στο τέλος καταλήγει στον όρο Ereignis, που θα πει «ιδιοποίηση» και που ο Χάϊντεγγερ θέλει να ακούγεται μέσα και το Auge, δηλαδή οφθαλμός. Εδώ θέλουμε να καταλήξουμε, πως και στον μεγαλύτερο φιλόσοφο της εποχής μας επιβιώνει η αντίληψη του υπερβατικού οφθαλμού.
Αρχίζοντας αυτό το κείμενο είπαμε πως η πνευματική ασθένεια του ανθρώπου του αιώνα μας είναι η εκκοσμίκευσή του. Τούτου σημαίνει πως αυτά που περιγράψαμε μέχρι τώρα δεν βρίσκουν ανταπόκριση στην κυρίαρχη συνείδηση της εποχής μας, διότι αυτή δεν τα αντιλαμβάνεται. Αντιλαμβάνεται μόνον την επιστημονικού τύπου γνώση, όχι την επίγνωση του βάθους του Όντος, που προϋποθέτει τουλάχιστον ποιητική προσπέλαση. Και ποιητικό είναι ό,τι ξυπνάει στη συνείδηση τον κόσμο του θάμβους, που ενοικεί ως δυνατότητα σε κάθε συνείδηση. Μια κατηγορία ποιητικής εγρήγορσης είναι και η φιλοσοφία. Ό,τι είναι φιλοσοφικό, δεν είναι επιστημονικό. Η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη. Ωστόσο η φιλοσοφία την κατανοεί την επιστήμη ενώ η επιστήμη, δηλαδή ο επιστημονικό τρόπος σκέψης είναι αδύνατο να κατανοήσει την φιλοσοφία. Άλλωστε, αν είναι να ακριβολογήσουμε δεν υπάρχει φιλοσοφία· υπάρχει ο φιλόσοφος —υπάρχει όμως επιστήμη. Η φιλοσοφία απευθύνεται σε όλους, ενώ την κατανοούν μόνον οι φιλοσοφικές συνειδήσεις.
Χρήστος Μαλεβίτσης
Περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ
τεύχος 298 και 299,
Οκτώβριος, Νοέμβριος 1996
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη.