Τό θυμίαμα στή λατρεία τοῦ Θεοῦ ἐχρησιμοποιεῖτο καί ἀπό τούς Ἑβραίους καί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες.
Ἦταν δεῖγμα ἀναγνώρισης τῆς ὑπερέχουσας ἀξίας τοῦ Θεοῦ, ἦταν σύμβολο ὑποταγῆς καί ἀφοσίωσης.
Στή Παλ. Διαθήκη ἔχουμε τήν περιγραφή του καί τό μεῖγμα ἀπό τό ὁποῖο ἀπετελεῖτο. Συγκεκριμένα στό Ἐξόδου 30, 34-38 ὁ Θεός δίδει ἐντολή νά ἀποτελεῖται τό θυμίαμα ἀπό 4 συστατικά στοιχεῖα, ἀπό στακτή, ἀπό ὄνυχα, ἀπό χαλβάνη καί ἀπό λίβανο.
Γι' αὐτό καί οἱ ἔννοιες «θυμίαμα» ( ἤ μοσχοθυμίαμα ) καί «λιβάνι» δέν ταυτίζονται.
Τό λιβάνι εἶναι ἕνα ἀπό τά στοιχεῖα ἀπό τά ὁποῖα ἀπαρτίζεται τό θυμίαμα.
Στά χρόνια τοῦ Κυρίου τό ἑβραϊκό θυμίαμα ἀπετελεῖτο ἀπό 13 ἀρωματώδη στοιχεῖα, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἱώσηπος.
Ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου περιεῖχεν, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί τό «χρυσοῦν θυμιατήριον» μέσα στό ὁποῖο ἔκαιαν κάρβουνα καί ὁ Ἱερέας πετοῦσε ἀρκετό θυμίαμα καί ἔπειτα γονάτιζε καί προσευχόταν στό Θεό.
Στό ναό τοῦ Σολομῶντος ὑπῆρχε τό θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος, στό ὁποῖο ἐθυμίαζε κάθε ἡμέρα ἕνας Ἱερεύς.
Ὁ Ἱερεύς δέ, πού τοῦ ἔπεφτε ὁ κλῆρος νά θυμιάσει, ἐθεωρεῖτο ὅτι ἀξιωνόταν μεγάλης τιμῆς ἀπό τόν Θεό.
Τοῦτο συνέβη καί μέ τόν Ζαχαρία, πατέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πού κατά τήν ὥρα τοῦ θυμιάματος δέχθηκε ἀπό τόν Ἄγγελο τήν πληροφορία ὅτι θά γεννήσει σ' αὐτή τήν προχωρημένη ἡλικία καί μέ τή γυναῖκα του στεῖρα τόν Βαπτιστή.
Ἡ ὥρα τοῦ θυμιάματος παρ' Ἑβραίοις ἦταν συγκλονιστική, γιά τούς συμβολισμούς της.
Καί οἱ εἰδωλολάτρες χρησιμοποιοῦσαν θυμίαμα στή λατρεία τους, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Φοίνικες, οἱ Ἀσσύριοι, οἱ Βαβυλώνιοι κ.λπ.
Σᾶς ὑπενθυμίζω τίς περιπτώσεις ἁγίων χριστιανῶν μαρτύρων πού, ἐπειδή δέν ἐδέχθησαν νά ρίψουν θυμίαμα ἐμπρός στά εἴδωλα, ἐθυσιάσθησαν οἱ ἴδιοι.
Θυμίαμα προσεφέρετο καί πρός τόν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα, πού ἐλατρεύετο ὡς Θεός.
Τό ἴδιο συνέβαινε καί γιά ἄλλους ἐπιφανεῖς ἀνθρώπους πού εἶχαν δοξασθῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Κατά τόν ἱστορικό Θεοδώρητο, ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης ἀξίωνε νά τοῦ καῖνε θυμίαμα.
Β – ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ.
Ἡ χριστιανική θρησκεία παρέλαβε ἀπό τούς Ἑβραίους τό θυμίαμα καί τό καθιέρωσε καί στή δική της λατρεία.
Τοῦ προσέδωσε δέ πνευματικούς συμβολισμούς, πού ἀξίζει νά θυμηθοῦμε.
Τό θυμίαμα ἐν πρώτοις συμβολίζει τήν προσευχή, πού ἀνεβαίνει πρός τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ.
«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου. . . »
Εἶναι ἡ ὁρμή τῆς ψυχῆς πρός τά ἄνω.
Καί ταυτόχρονα συμβολίζει καί τήν ζέουσαν ἐπιθυμία μας νά γίνει ἡ προσευχή μας δεκτή » εἰς όσμήν εὐωδίας πνευματικῆς.
Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος:
«Ὥσπερ τό θυμίαμα καί καθ” ἑαυτό καλόν καί εὐῶδες, τότε δέ μάλιστα ἐπιδείκνυται τήν εὐωδίαν, ὅταν ὁμιλήσῃ τῷ πυρί.
Οὕτω δέ καί ἡ εὐχή καλή μέν καθ” ἑαυτήν, καλλίων δέ καί εὐωδεστέρα γίνεται ὅταν μετά καί ζεούσης ψυχῆς ἀναφέρηται, ὅταν θυμιατήριον ἡ ψυχή γένηται καί πῦρ ἀνάπτῃ σφοδρόν».
Γι' αὐτό καί πρέπει νά διδάσκουμε τό λαό ὅτι, ὅταν προσεύχεται, καλόν εἶναι νά καίει θυμίαμα στό σπίτι.
Συμβολίζει ἀκόμη τίς γλῶσσες πυρός τῆς Ἁγ. Πεντηκοστῆς, ὅταν ὁ Κύριος ἐξαπέστειλε στούς Μαθητές Του τό Πανάγιό Του Πνεῦμα ἔν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν.
Στήν εὐχή πού λέγει ὁ ἱερεύς, ὅταν εὐλογεῖ τό θυμίαμα στήν Πρόθεση, ἀναφέρει:
«Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν Χριστέ ὁ Θεός εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς, ὁ προσδεξάμενος εἰς τό ὑπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, ἀντικατάπεμψον ἡμῖν τήν χάριν τοῦ Παναγίου Σου Πνεύματος».
Μέ τό θυμίαμα δηλ. ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς στείλει τήν ἁγιοπνευματικήν Του χάρι.
Γι' αὐτό καί οἱ πιστοί, ὅταν τούς θυμιάζει ὁ Ἱερεύς, κλίνουν ἐλαφρῶς τήν κεφαλή σέ δεῖγμα ἀποδοχῆς τῆς χάριτος αὐτῆς.
Ὁ Ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τήν σημασίαν τοῦ θυμιάματος :
«Δηλοῖ τήν ἀπ' οὐρανοῦ χάριν καί δωρεάν ἐκχυθεῖσαν τῷ κόσμῳ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ καί εὐωδίαν τοῦ Πνεύματος καί πάλιν εἰς τόν οὐρανόν δι' αὐτοῦ ἀναχθεῖσαν».
Τό εὐῶδες θυμίαμα συμβολίζει ἐξ ἄλλου καί τόν αἶνον, πού ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό.
Ἡ καύση τοῦ θυμιάματος σημαίνει τή λατρεία καί τόν ἐξιλασμό.
Τό δέ εὐχάριστο συναίσθημα, πού δημιουργεῖται ἀπό τό ἄρωμα τοῦ θυμιάματος σέ ὅλο τό χῶρο τοῦ Ἱ. Ναοῦ, σημαίνει τήν πλήρωση τῆς καρδιᾶς μας ἀπό τή θεία εὐαρέστηση, πού εἶναι ὁ καρπός τῆς ἀγάπης μας πρός τό Θεό.
Στήν περίπτωση αὐτή κάθε πιστός μετατρέπεται σέ «εὐωδίαν Χριστοῦ».
Τό δέ θυμιατήριον, ὅπου καίγονται τά κάρβουνα καί τοποθετεῖται τό θυμίαμα, συμβολίζει τήν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία δέχθηκε στά σπλάχνα της σωματικῶς τήν Θεότητα, πού εἶναι «πῦρ καταναλίσκον», χωρίς νά ὑποστῆ φθοράν ἤ ἀλλοίωση.
Κατά τόν ἅγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κων/λεως «Ὁ θυμιατήρ ὑποδεικνύει τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, τό πῦρ τήν θεότητα καί ὁ εὐώδης καπνός μηνύει τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προπορευομένην».
Καί ἀλλοῦ
«Ἡ γαστήρ τοῦ θυμιατηρίου νοηθείη ἄν ἡμῖν ἡ ἡγιασμένη μήτρα τῆς Θεοτόκου φέρουσα τόν θεῖον ἄνθρακα Χριστόν ἐν ᾧ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς.
Διό καί τήν ὀσμήν τῆς εὐωδίας ἀναδίδωσιν εὐωδιάζον τά σύμπαντα».
Μέ ἁπλά λόγια καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός περιγράφει αὐτόν τόν συμβολισμόν, λέγοντας:
«Τό θυμιατό σημαίνει τήν Δέσποινα, τήν Θεοτόκο.
Ὅπως τά κάρβουνα εἶναι μέσα στό θυμιατό καί δέν καίεται, ἔτσι καί ἡ Δέσποινα ἡ Θεοτόκος ἐδέχθηκε τόν Χριστόν καί δέν ἐκάηκε, ἀλλά μάλιστα ἐφωτίσθηκε».
Γ – ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ.
Ἡ Ἐκκλησία μας εἰσήγαγε τό θυμίαμα μέ νέους συμβολισμούς στή θεία λατρεία ἀπό τήν ἀρχή.
Κατά τόν 3ο Ἀποστολικό Κανόνα μόνο θυμίαμα καί ἔλαιο εἶναι ἐπιτρεπτά στό Ἅγιο Θυσιαστήριο.
Ὁ δέ Ἰουστινιανός ἐδώρησε στήν Ἁγ. Σοφία 36 χρυσά θυμιατήρια μέ πολυτίμους λίθους, κατά δέ μαρτυρίαν τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου οἱ βασιλεῖς στό Βυζάντιο εἰσερχόμενοι στήν ἐκκλησία προσέφεραν θυμίαμα στά εἰδικά θυμιατήρια, τά καλούμενα «καπνιστά».
Τό θυμιατόν, κατά ταῦτα, ὡς ἕνα ἱερό σκεῦος ἀφιερωμένο στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά εἶναι καθαρό καί ὄχι μαυρισμένο ἀπό τόν καπνό, νά εἶναι ἀπό καλό μέταλλο καί ὄχι εὐτελές καί νά συμμορφώνεται ὡς πρός τό σχῆμα πρός τήν λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τό «κατζίον» εἶναι εἰδικῆς χρήσεως θυμιατόν, πού χρησιμοποιεῖται στίς Ἀγρυπνίες καί στίς κατανυκτικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς καί τῆς Μεγ. Ἑβδομάδος.
Τό δέ χρησιμοποιούμενο θυμίαμα πρέπει νά εἶναι ἀρωματῶδες, ὡς ἐκεῖνο πού παράγεται στό Ἅγ. Ὄρος καί στίς ἄλλες μονές μας.
Ἀπό ἐκεῖ νά τό προμηθεύεσθε, πρῶτον μέν διότι παρασκευάζεται μέ προσοχή καί εὐλάβεια, δεύτερον δέ διότι προμηθευόμενοι αὐτό ἐνισχύετε οἰκονομικά τίς πτωχές μονές.
Θυμίαμα χρησιμοποιεῖται σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές Ἀκολουθίες καί δή κατά τήν ἔναρξή των.
Καί στά ἑπτά Μυστήρια ἐπίσης.
Δυστυχῶς σήμερα αὐτό ἔχει ἐγκαταλειφθῆ ἀδικαιολογήτως, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἐπανέλθει.
Ἡ Βάπτιση π.χ. μπορεῖ καί πρέπει νά ἀρχίζει μέ θυμίαμα, τό ἴδιο καί τό Εὐχέλαιο.
Ὁ Ἑσπερινός καί ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνται σήμερα μέ χρήση θυμιάματος, τό ὁποῖον ὅμως δέον νά προσφέρεται κατά τήν τάξιν.
Καί κατ” ἀρχήν πρό τοῦ θυμιάματος προηγοῦνται :
Ἡ προετοιμασία τοῦ θυμιατοῦ μέ τό ἄναμμα τῶν ἀνθράκων.
Τά ἐν χρήσει «καρβουνάκια» χρειάζονται προσοχήν, διότι κατά τό ἄναμμα βγάζουν ἀποπνικτικό καπνό πού ἐνοχλεῖ.
Γι' αὐτό καί πρέπει νά ἀνάπτονται μακρυά ἀπό τό λαό, εἴτε σέ μιά ἄκρη τοῦ Ἱεροῦ, εἴτε καί ἔξω ἀπό αὐτό.
Ἐπίσης χρειάζεται προσοχή κατά τό ἄναμμα, διότι ἐκσφενδονίζονται μικρές καῦτρες πού μπορεῖ νά προκαλέσουν ζημιές σέ τραπεζομάνδηλα ἤ στά χαλιά.
Ποτέ δέν ἀνάπτεται τό θυμιατό ἐμπρός στήν Ἁγ. Τράπεζα.
Προτιμότερη εἶναι ἡ χρήση καρβουνόσκονης, πού οὔτε «πετάει» καῦτρες, οὔτε βγάζει καπνό.
Εὐνόητο εἶναι ὅτι θά πρέπει νά ἀποφεύγεται ἡ χρησιμοποίηση τοῦ θυμιατοῦ χωρίς ἀναμμένα κάρβουνα.
Ἡ τοποθέτηση τοῦ θυμιάματος.
Τό ὀρθόν εἶναι τό θυμίαμα νά τό προσφέρει ὁ Ἀρχιερεύς – ὅταν λειτουργῆ – ἤ ὁ Ἱερεύς, τοποθετώντας ὁ ἴδιος τό «λιβάνι» μέσα στό θυμιατό.
Στήν περίπτωση αὐτή ὑπάρχει σέ εὐπρεπές δοχεῖο τοποθετημένο τό θυμίαμα καί μέ ἕνα κουταλάκι παίρνει ἀπό αὐτό, συνήθως προσφερόμενο ἀπό ἕνα παιδί, τό ἀναγκαῖο θυμίαμα, καί τό τοποθετεῖ ἐπάνω στά κάρβουνα.
Ἡ χειρονομία εἶναι βέβαια συμβολική, δηλ. ἐντάσσεται καί αὐτή μέσα στούς ἄπειρους συμβολισμούς, πού ὑπάρχουν στή λατρεία μας.
Εἶναι ὅμως καί χαρακτηριστική, διότι δείχνει μέ ἁπτό τρόπο ὅτι τό θυμίαμα προσφέρεται ἀπό τόν ἴδιο τόν λειτουργό.
Ἡ εὐλόγηση αὐτοῦ ἀπό τόν Ἀρχιερέα, ἄν χοροστατῆ ἤ λειτουργῆ, ἤ ἀπό τόν ἴδιον τόν Ἱερέα.
Ἡ εὐλόγηση εἶναι διαφορετική στήν «κάλυψη» τῶν θείων δώρων καί σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις.
Δηλ. Ὅταν πρόκειται νά «καλύψει» τά ἅγια ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς προσφερομένου τοῦ Θυμιάματος λέγει τήν εὐχή «Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν, Χριστέ . . . »
καί τό εὐλογεῖ.
Σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις λέγει «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν...»
καί εὐλογεῖ μέ τό χέρι.
Τό θυμίαμα πραγματώνει κατά περίπτωσιν εἴτε ὁ Ἀρχιερεύς, εἴτε ὁ Ἱερεύς, εἴτε καί ὁ Διάκονος.
Εἰς τόν Ἑσπερινό καί τό Ὄρθρο θυμιᾶ ὁ Διάκονος, ἐάν ὑπάρχει, ἤ ὁ Ἱερεύς.
Ἐάν δέν χοροστατεῖ Ἀρχιερεύς, τήν εὐλόγησή του δίδει ὁ Ἱερεύς.
Ἐάν ὅμως παρίσταται Ἀρχιερεύς χοροστατῶν προσάγεται πρός αὐτόν τό θυμίαμα καί ἐκεῖνος εὐλογεῖ ἀπό τοῦ ἀρχιερατικοῦ Θρόνου.
Ὁ λαμβάνων τήν εὐλογίαν θυμιᾶ τρίς τόν Ἀρχιερέα.
Στήν περίπτωση αὐτή ὁ θυμιῶν εἰσέρχεται στό Ἅγ. Βῆμα καί θυμιᾶ τήν Ἁγ. Τράπεζαν, τούς παρόντες Ἱερεῖς καί ἐξέρχεται ἔξω τοῦ Βήματος ὅπου θυμιᾶ τίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί πάλιν τόν Ἀρχιερέα 9κις, καί ἐν συνεχείᾳ τόν λαόν.
Ἐπιστρέφων στόν Σωλέα θυμιᾶ 9κις τόν Ἀρχιερέα, μετά πάλιν τίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου, καί εἰσερχόμενος στό Ἅγ. Βῆμα θυμιᾶ πάλιν πέριξ τήν Ἁγ. Τράπεζα, τήν Πρόθεση, τούς ἐντός τοῦ Βήματος κ.λπ.
Θυμίαμα προσφέρεται κατά τήν ἔναρξη τῆς Θείας Λειτουργίας, κατά τήν ψαλμώδηση τοῦ Ἀπολυτικίου, πρό τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου, κατά τόν Χερουβικόν ὕμνον, μετά τόν καθαγιασμόν, κατά τό «Ὀρθοί, μεταλαβόντες...».
Μετά τήν καθιέρωση στά ὅρια τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς καί μερικῶν ἄλλων Ἱ. Μητροπόλεων τῆς μελωδικῆς ἀποδόσεως τοῦ «Ἀλληλουαρίου» τό θυμίαμα πρό τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται κατά τήν ὥραν αὐτήν μέ ἄνεση καί χωρίς νά παρενοχλεῖται κανείς.
Εἴθισται ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ νά ἐξέρχεται ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς στήν Ὡραία Πύλη καί νά θυμιᾶ τίς εἰκονες τοῦ τέμπλου, ὅταν ὁ ἱεροψάλτης φθάσει εἰς τήν λέξιν «Τριάδι».
Ἡ σύνδεση τῆς λέξεως αὐτῆς μέ τήν ἔξοδον ἀπό τοῦ Ἁγ. Βήματος δέν εὑρίσκει κανένα ἐννοιολογικό ἔρεισμα.
Ὅμως ἔχει ἐπικρατήσει καί τηρεῖται ἀπό πολλούς ἱερουργούς.
Διαφορετική εἶναι ἡ περίπτωση τῆς ἐνάρξεως τοῦ θυμιάματος στόν Ἑσπερινό, ὅταν ὁ ἱεροψάλτης φθάσει στή λέξη «ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου».
Τήν ἔξοδο στό «Τριάδι» φαίνεται ὅτι ἐπέβαλαν πρακτικοί λόγοι, ἐπειδή τότε περίπου ὁ Ἱερεύς ἔχει τελειώσει τήν ἀνάγνωση τῆς εὐχῆς τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου.
Ἄλλωστε ἡ παλαιά τάξη ἦταν νά θυμιᾶ ὁ Διάκονος καθ' ὅν χρόνον ὁ Ἱερεύς ἀνεγίνωσκε τήν εὐχήν.
Ὁ τρόπος χειρισμοῦ τοῦ θυμιατηρίου προϋποθέτει ἐμπειρίαν καί ζῆλον.
Πολλοί ἱερουργοί, ἰδίως νεοχειροτόνητοι, δέν γνωρίζουν πῶς γίνεται τό θυμίαμα, δηλ. πῶς πιάνουμε τό θυμιατό, πῶς τό κινοῦμε μέ χάρι, πῶς τό κατευθύνουμε ὅπου πρέπει, πῶς ἀποφεύγουμε ζημιές, μέ ἀποτέλεσμα νά δείχνουν ἀδεξιότητα καί νά στεροῦν τόν ἀπαραίτητο παλμό ἀπό τό θυμιάτισμα.
Καί βέβαια εἶναι ἀπόβλητη ἡ συνήθεια πολλῶν ἀδαῶν ἤ καί ἀδεῶν, νά θυμιατίζουν πολύ γρήγορα καί ἔντονα, χωρίς τή δέουσα ἱεροπρέπεια, ὅπως καί ἄλλων πού μέ πολύν δισταγμό σηκώνουν τό χέρι των, ἀποδίδοντες στό θυμιάτισμα νωχελικό ρυθμό.
Οὔτε τό ἕνα, οὔτε τό ἄλλο ἐνδείκνυται.
Τό ἕνα προδίδει «παρρησίαν», τό ἄλλο ἀμηχανία.
Χρειάζεται χειραγωγία ἀπό ἐμπείρους πρός ἀρχαρίους.
Τό θυμιατόν κινεῖ τό δεξιό χέρι μέ σταθερότητα, ἀλλά καί μέ εὐπρέπεια.
Κατά τό θυμιάτισμα εἴτε τοῦ Ἀρχιερέως, εἴτε τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὁ θυμιῶν Διάκονος ἤ ὁ Ἱερεύς κλίνει ἐλαφρῶς τόν αὐχένα μετά ἀπό κάθε τριττή κίνηση.
Χρειάζεται ἐπίσης προσοχή νά μή πεταχθοῦν ἔξω τά κάρβουνα.
Ἡ τέχνη τοῦ θυμιᾶν ἀποβλέπει στήν ἀποφυγή καί τέτοιων ἀδεξίων κινήσεων.
Τό θυμίαμα μέ τό «κατζίον» θέλει καί αὐτό τήν τέχνην του.
Τό «κατζίον» ἔχει συνήθως 1 ἤ 3 κουδουνάκια.
Ὁ χειριζόμενος αὐτό ὀφείλει νά τό κινεῖ κατά τρόπον πού νά ἐπιτρέπει στά κουδουνάκια νά ἀκούονται ἐλαφρῶς.
Μέ τό ἱερό αὐτό σκεῦος ὁ ἱερουργός σχηματίζει στόν ἀέρα τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἀντί ἄλλης κινήσεως.
via