Όταν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, πρώτος ίσως μεγάλος Πατέρας της ελληνικής εκκλησίας, έλεγε στο τέλος του 2ου αιώνα την μεγάλη ρήση, «Υπάρχουν δυο Παλαιές Διαθήκες, η Βίβλος και η ελληνική φιλοσοφία», ασφαλώς και δεν προέβλεπε ποιανού νέου ελληνικού πολιτισμού, γινόταν προάγγελος. Του οποίου η γένεση, ως 4ου ελληνικού πολιτισμού, συντελέστηκε όταν, δυο αιώνες αργότερα, η φιλόσοφος θεολογία των εκ Καππαδοκίας Πατέρων της εκκλησίας, Γρηγόριων (Νύσσης, και Ναζιανζού) και Βασιλείου, «έχουσα ώτα ακούειν», άκουσε το καινό άγγελμα που είχε στον κόσμο κομίσει ο Χριστός: Που ουδέν άλλο ήταν παρά πρόταση «νέου τρόπου αναζήτησης του αληθούς». Εκείνου ακριβώς, που ανέκαθεν, εκζητούσε η ελληνική φιλοσοφία! (Η «άλλη» κατά τον Κλήμη, Παλαιά Διαθήκη...) Όντως: Εκείνο που οι Πατέρες μετέφεραν στον τότε παρηκμασμένο ελληνικό κόσμο, ώστε αφυπνιζόμενος να γεννήσει και τον νέο μεγάλο πολιτισμό του, ήταν απλώς τον «άνωθεν» καινό τρόπο βίου, καινούργια δηλαδή «μέθοδος» αναζήτησης του αληθούς, ώστε και πάλι να αληθεύει (να «αξίζει» να τον ζεις) ο βίος.
Διότι φιλόσοφος η θεολογία των Πατέρων εκείνων, «είδε», πρώτον, ότι δεν είναι κάποια νέα θρησκεία, καλύτερη ενδεχομένως από άλλες, που έφερε στον κόσμο ο Χριστός. Αγγέλλοντας ότι, «εγώ ειμί η αλήθεια», έδειχνε στον άνθρωπο της πτώσης («τω πτωχεύσαντι Αδάμ», κατά τον υμνωδό των ημερών) τον τρόπο αναζήτησης ό,τι αποτελούσε την αλήθεια, όπως τον καταδείκνυε η επί γης παρουσία του και μόνο: Πώς, ελεύθερος πια από οποιαδήποτε έξωθεν προϋπάρχουσα αναγκαιότητα, αυτός ο Θεός μπορεί να ενεργεί στο άχρονο είναι του, ώστε να «υπάρξει» και ως έγχρονος άνθρωπος. Και, δεύτερο, η ίδια, τριαδική, θεολογία-τους «είδε» τον νέο τρόπο του «κοινωνείν», στην «κοινωνία» των τριών προσώπων, όπου μπορεί «ελεύθερα» να υποστασιάζει το είναι του ο, «τριαδικός» πια, Θεός.1* Το «κοινωνείν» όμως, θυμίζω, υπήρξε πρώτιστο αίτημα της ελληνικής φιλοσοφίας. Και καλώς γνώριζαν, οι μέτοχοι φιλοσοφίας Πατέρες, αυτή την πρωταρχή του ελληνικού βίου, όπως τη διατύπωσε εκ των «πατριαρχών» της ελληνικής φιλοσοφίας, ο προσωκρατικός Ηράκλειτος με το ρήμα του: «Κοινωνούμεν άρα αληθεύομεν»!2*
Εκείνο συνεπώς που πρόσφεραν στον ελληνικό κόσμο οι καππαδόκες Πατέρες, δεν είναι εκθεμελίωση τάχα του πανάρχαιου πολιτισμού τους, (τι λόγος, απότοκο βεβαίως της περί την ουσία ενός πολιτισμού τεσσάρων χιλιετιών, σύγχρονης ημιμάθειας...) αλλά επένδυση του ίδιου ελληνικού τρόπου, με αναγεννημένο απλώς ζωοποιό περίβλημα. Απλή δε επισκόπηση αυτού του βίου, στον τρόπο που τον παρουσιάζει η επίκαιρη υμνωδία των ημερών, καλώς φωτίζει το γεγονός.
Παράδειγμα ο «δήμος»! Κεντρική έννοια του παλαιόθεν ελληνικού πολιτικού βίου, και πανάρχαιος τόπος (και τρόπος) συγκρότησης των Ελλήνων σε κοινή συμβίωση: Παρότι μάλιστα είχε κατά καιρούς και τόπους ποικίλες ονομασίες, παρέμεινε ως νόημα αναλλοίωτος, ώς και τα πρώτα χρόνια της εθνικής απελευθέρωσης του 1821. Μέχρι δηλ. που οι «διαφωτισμένοι» της Οθωνικής λαίλαπας, κατάργησαν (δια νόμου...) τα «ελληνικά κοινά»! Η λέξη (που απαντάται, θυμίζω, και πριν από τον Όμηρο στις πινακίδες της Δήλου, με γραμμική γραφή Β’) υπάρχει ως τρόπος βίου σε όλα τα ελληνικά πολιτεύματα, βασιλείας, αριστοκρατίας, ή δημοκρατίας. Άλλωστε δημοκρατικό πολίτευμα δεν σημαίνει διαφορετική «συγκρότηση» του κοινού βίου, αλλά απλώς ότι την εξουσία εκεί την ασκεί αυτός ο ίδιος ο δήμος.
Ακριβέστερα μιλώντας, στα δημοκρατικά αυτά πολιτεύματα την εξουσία ασκεί το σύνολο των δήμων της ίδιας πόλης. Οι οποίοι βεβαίως (και αυτό το κρίσιμο είναι που ο Ηράκλειτος είχε κατά νου) ως αυτοτελείς μονάδες της, ήσαν ιδίως ολιγάνθρωπες. (Η Αθήνα είχε 100 δήμους, μαρτυρεί ο Ηρόδοτος, αργότερα έφτασαν τους 174, όπως αναφέρει ο Στράβων). Ουσιώδες δε είναι ότι συνιστούσαν αυτοδιοίκητες πολιτικές οντότητες, ρυθμίζουσες αυτοτελώς «τα του οίκου τους». Αυτών των δήμων εκπρόσωποι (που στην Αχαϊκή εποχή λέγονταν, σημειωτέον, πρόκριτοι) είναι που αποτελούσαν την κοινή συνέλευση των πολιτών (εκκλησία καλούμενη στις ιωνικές, αλία και απέλλα στις δωρικές πόλεις) όπου ως βουλή πια, είτε, στα μεν δημοκρατικά πολιτεύματα, έπαιρναν αποφάσεις («έδοξε τη βουλή και τω δήμω»), είτε συμβούλευαν τον Βασιλιά, στα ολιγαρχικά. Ας υπομνησθεί τέλος, ότι στους δήμους εκείνους ασκείτο ξεχωριστός θρησκευτικός βίος, όπως και λατρεία στον τοπικό προστάτη Θεό.
Αυτός λοιπόν ο ελληνικός συλλογικός «τρόπος», εξακολουθούσε να ασκείται και στη διάρκεια των έντεκα αιώνων του 4ου εκείνου πολιτισμού, επενδυμένος όμως «νεοποιημένο» ζωοποιό περίβλημα: Αντί δηλαδή του δήμου, η ενορία, και αντί του προστάτη θεού, ο προστάτης άγιος, στον οποίο αφιερωνόταν ο οικείος ναός, τώρα πια εκκλησία (όχι του δήμου αλλά της ενορίας) γύρω από την οποία ασκείτο ο ίδιος κοινός των Ελλήνων τρόπος βίου, και ανάλογης κατά καιρούς, αυτοδιοίκησης. Ο ίδιος αυτός τρόπος επέζησε (ζωοποιών φυσικά τους υπόδουλους Έλληνες) στα μακρά χρόνια της τουρκοκρατίας. Όπου, υπενθυμίζεται επίσης, οι αντιπρόσωποι ονομάζονταν πάλι (όπως και στην Αχαϊκή εποχή!) πρόκριτοι...
*
Αυτός ακριβώς ο «εν δήμω» ελληνικός τρόπος βίου, είναι που σηματοδοτείται και στην υμνολογία των ημερών! Όταν, για παράδειγμα, ο βυζαντινός υμνωδός λέει στα Ευλογητάρια της Μεγάλης Παρασκευής,
«Των αγγέλων ο δήμος κατεπλάγη ορών σε εν νεκροίς λογισθέντα...».
Για τη νοο-τροπία του βυζαντινού Έλληνα, και οι άγγελοι ακόμα συγκροτούνε δήμο! «Νοοτροπία» που βρίσκεται σ’ ολόκληρη την υμνωδία του Τριωδίου: Στον Όρθρο της δεύτερης Κυριακής των Νηστειών, όπου τιμάται η μνήμη του Γρηγορίου Παλαμά, (ελληνικότητας σημειολογικό επίσης γεγονός3*) ο υμνωδός λέει για τον τιμώμενο Άγιο
«...και νυν των μακαρίων, συνευφραίνη τοις δήμοις...»,
και πιο κάτω αγγέλλει ότι την λαμπρότητά του,
«...εθαύμασαν Αγγέλων, και ανθρώπων οι δήμοι...»
Τέτοιας ελληνικότητας κορυφοβατούσα στιχουργία, αγνοημένη, κρύβεται στη βυζαντινή μας υμνογραφία. Ποιος αλήθεια φωτισμένος Άρχων θα, όπως έλεγε ο Ιωάννης Σακελλαρίδης, την βγάλει από το βαθύ σκοτάδι του όρθρου...
1*. Ό,τι δηλαδή αδυνατεί να κατανοήσει η απλουστευτική διάνοια των μη ελληνότροπων μονοφυσιτών, είτε του Χριστιανισμού, αλλά και του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ.
2*. Άλλωστε και ο Γρηγόριος ο Νανζιανζινός είπε: «Από την ελληνική παιδεία, κρατήσαμε ό,τι είναι έρευνα και θεωρία του αληθούς»
3*. Κατά το ότι βεβαίως, και στη διάρκεια της Ησυχαστικής Έριδας, ο προσωπικός και γιγάντιος αγώνας του Παλαμά εναντίον της νοησιαρχίας, που στην ουσία «ευαγγελίζονταν» οι καλούμενοι «Ενωτικοί», είναι που συντήρησε το Έθνος, ώστε συμπαγές και συνασπισμένο γύρω από την Ορθοδοξία του, να διατηρήσει στα μακρά χρόνια της δουλείας, και την ελληνικότητα της νοο-τροπίας-του...
Χάρης Φεραίος
«Φιλελεύθερος»
Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα ("Ιωνική δωδεκάπολις") αποτελεί τμήμα των τοιχογραφιών που φιλοτέχνησε ο Φώτης Κόντογλου, το 1938, στις αίθουσες του Δημαρχείου Αθηνών.