Το μελοδραματικό και εκτενές διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού: Διάβασε το έργο εδώ
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
5.4 «Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας»
«Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας» είναι το εκτενέστερο διήγημα του Βιζυηνού. Θεωρείται το ρομαντικότερο και το μελοδραματικότερο από όλα τα διηγήματά του[476]. Το δημοσιεύει τον Ιανουάριο του 1884 στην Εστία σε συνέχειες. Το ίδιο έτος δημοσιεύει και τη διατριβή του για υφηγεσία με τίτλο: Ἡ φιλοσοφία τοῦ καλοῦ παρά Πλωτίνῳ, η οποία, όπως θα διαφανεί, επηρεάζει την λογοτεχνική του δημιουργία. Το θέμα του διηγήματος είναι οι καταστροφικές συνέπειες μιας παλαιότερης επιπόλαιης ερωτικής περιπέτειας ενός φίλου και συμμαθητή του αφηγητή. Η ιστορία εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στη Γερμανία.
Οι αμαρτίες οι οποίες συναντώνται σ΄αυτό το εκτεταμένο διήγημα δεν είναι πολλές, είναι όμως σημαντικές. Το πάθος, η τελειοθηρία, η προκατάληψη και το ψέμα.
Το πάθος συντρίβει. Ο ήρωας, ο Πασχάλης, είχε στην Αθήνα μια σύντομη ερωτική σχέση, η οποία και τον «τραυματίζει» ανεξίτηλα. Θεωρεί τον εαυτό του ηθικά μολυσμένο από τον προηγούμενο δεσμό του, «μεταχειρισμένο», ρυπαρό, και γι΄αυτό ακατάλληλο
να ανταποκριθεί σ΄ένα ιδανικό έρωτα, αυτόν της Κλάρας:
(Πασχάλης) Ἀλλὰ τὸν ἠθικὸν αὐτὸν ῥύπον μὲ ποῖον ὀξύ, μὲ ποῖον σάπωνα θὰ τὸν πλύνῃς, παρακαλῶ; Νὰ μὴ τὰ κυλίσῃς ἅπαξ εἰς τὸν βόρβορον, νὰ μὴ τὰ κηλιδώσης! Τὰ ἐκύλισες; Αἱ κηλῖδες των εἶναι ἀνεξίτηλοι![477] Ο αληθινός έρωτας γι’ αυτόν προϋποθέτει την αγνότητα του συναισθήματος και την παρθενικότητα της συνείδησης[478]. Η συμπάθεια για την κόρη τού καθηγητή του έχει κλιμάκωση˙ ξεκινά από μια γνωριμία συγκρατημένη και με ήθος, συνεχίζεται με ανασταλτικές τάσεις αυτοσυγκράτησης και καταλήγει αναπτυσσόμενη σε πάθος αυτοκαταστροφικό[479]: ὅσον φειδωλῶς περιεποιεῖτο τὸ σῶμα, ἄλλο τόσον ἀφειδῶς κατεπόνει τὴν διάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχον ἰδεῖ τόσον ὠχρόν, τόσον καταβεβλημένον.[480]
να ανταποκριθεί σ΄ένα ιδανικό έρωτα, αυτόν της Κλάρας:
(Πασχάλης) Ἀλλὰ τὸν ἠθικὸν αὐτὸν ῥύπον μὲ ποῖον ὀξύ, μὲ ποῖον σάπωνα θὰ τὸν πλύνῃς, παρακαλῶ; Νὰ μὴ τὰ κυλίσῃς ἅπαξ εἰς τὸν βόρβορον, νὰ μὴ τὰ κηλιδώσης! Τὰ ἐκύλισες; Αἱ κηλῖδες των εἶναι ἀνεξίτηλοι![477] Ο αληθινός έρωτας γι’ αυτόν προϋποθέτει την αγνότητα του συναισθήματος και την παρθενικότητα της συνείδησης[478]. Η συμπάθεια για την κόρη τού καθηγητή του έχει κλιμάκωση˙ ξεκινά από μια γνωριμία συγκρατημένη και με ήθος, συνεχίζεται με ανασταλτικές τάσεις αυτοσυγκράτησης και καταλήγει αναπτυσσόμενη σε πάθος αυτοκαταστροφικό[479]: ὅσον φειδωλῶς περιεποιεῖτο τὸ σῶμα, ἄλλο τόσον ἀφειδῶς κατεπόνει τὴν διάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχον ἰδεῖ τόσον ὠχρόν, τόσον καταβεβλημένον.[480]
Η τελειοθηρία εξουθενώνει. Ο Πασχάλης είναι φτωχός τουρκομερίτης και ἐν σχετικῶς ὡρίμῳἡλικία[481] σπουδάζει σε Γυμνάσιο της Αθήνας, γίνεται υποδειγματικός μαθητής, κερδίζει την εύνοια των δασκάλων του και από κάποιον εύπορο ομογενή εξασφαλίζει συνέχιση των σπουδών του στη Γερμανία[482]. Στην Αθήνα ζει λιτά και εργάζεται συγχρόνως στον ελεύθερο χρόνο του παραδίδοντας μαθήματα. Είναι χρηστοήθης και όχι ευήθης[483]. Το μόνο «ολίσθημά» του, η κόρη της πλύστρας του, η Ευλαλία, την οποία και βοηθά στα μαθήματά της. Αυτή όμως τον εγκαταλείπει, γιατί ἦτο σωφρονέστερος τοῦ ἀντιζήλου του![484] Αργότερα στη Γερμανία θα συναντήσει στο πρόσωπο της Κλάρας τον ιδανικό του έρωτα, η οποία (Η Κλάρα) ἦτον ἡ βασίλισσα τῶν κορασίδων, ἦτο τὸ ἄξιον ἀντικείμενον τῆς λατρείας ὅλου τοῦ κόσμου[485]. Ενώ ο Πασχάλης επιζητεί διακαώς την ηθική τελειότητα, την αγνεία, ο αφηγητής, ως επιστήμονας -φιλόλογος και ψυχολόγος- γνωρίζει το ατελές της ανθρώπινης φύσης, το αδύνατον της πλήρους τελείωσή της[486] και συνεπώς το χιμαιρικό τού εγχειρήματός του.
[476]Μ. Χρυσανθόπουλος, «Η ερμηνεία της επιθυμίας και η επιθυμία της ερμηνείας: ¨Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίᨻ στο Γεώργιος Βιζυηνός Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, όπ. παρ., σσ. 89-109, εδώ σ.89.
[477]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.140.
[478]Β. Αθανασόπουλος, «Την θαυμαστήν του πάθους κλίμακα» στο «Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού», όπ. παρ., σσ.283-321, εδώ σ.289.
[479]Β. Αθανασόπουλος, «Την θαυμαστήν του πάθους κλίμακα», όπ. παρ. σ.285.
[480]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.126.
[481].Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.121.
[482]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.126.
[483]Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, όπ. παρ., σσ.121-123.
[484]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.122.
[485].Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.143.
[486]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.117: «(η Φύση) οὐδὲν μᾶς ἔδωκε πλεονέκτημα, τὸ ὁποῖον νὰ μὴἐπισκιάζηται ὑπό τινος παρακολουθοῦντος αὐτῷ μειονεκτήματος!».
Τα πάθη στο έργο του Γ. Βιζυηνού και η αναζήτηση της λύτρωσης
Η προκατάληψη συσκοτίζει την αλήθεια. Η αμφισημία της επιστολής την οποία στέλνει ο πατέρας της Κλάρας στον Πασχάλη δημιουργεί σύγχυση. Ο Πασχάλης, επειδή έφυγε από την Φράιβουργ για την Κλάουσθαλ, για να μην βρίσκεται κοντά στην Κλάρα, έχει ενοχές, και με βεβαρημένη την συνείδησή του -ιδιαίτερα μετά την επιστολή τής συγγενούς της Κλάρας, κυρίας Β.[487]- «διαβάζει» στο γράμμα του πατέρα της τον «θάνατό» της, για τον οποίο θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο. Ο ψυχραιμότερος και αντικειμενικότερος όμως αναγνώστης, ο αφηγητής, το αποκωδικοποιεί σωστά, δεν διαπιστώνει θάνατο της κοπέλας, αλλά ότι της συμβαίνει κάποιο ιδιαίτερα δυσάρεστο συμβάν, ενδεχομένως ανίατη ασθένεια[488]. Λίγο αργότερα ο ίδιος συμπεραίνει: Ἀλλ’ οὕτω συμβαίνει συνήθως, ὁσάκις ζητοῦμεν ν’ ἀποκαλύψωμεν ὡς ἀλήθειαν, οὐχὶτὸ τί ἐστιν, ἀλλὰ τὸ ὅ,τι ἐπιθυμοῦμεν[489].
Ψέματα λέγονται. Ο Πασχάλης εγκαταλείπει εσπευσμένως τη Φράιβουργ όχι επειδή επίκειται η μετάθεση της Ακαδημίας σύμφωνα με τα σχέδια του Βίσμαρκ (1815-1898 μ. Χ.), όπως ενημερώνει σε επιστολή του τον αφηγητή, αλλά γιατί επιθυμεί να βρίσκεται μακριά από την Κλάρα, για να την «σώσει»[490]. Ο αφηγητής, επίσης, δεν αποκαλύπτει στον Πασχάλη τον πραγματικό λόγο της ταραχής του, ότι δηλαδή η κοπέλα για την οποία του ομιλεί είναι η ασθενής που συνάντησε στο φρενοκομείο της Γοττίγγης, γιατί θεωρεί ότι είναι σωτηριωδέστερο γι΄αυτόν να παραμείνει στην πλάνη του[491].
Η λύτρωση έχει επιλογές. Αναζητείται στην αγάπη, την αγνότητα/καθαρότητα, την εξομολόγηση/συγχώρεση, την (αυτό)τιμωρία, τα δάκρυα, την τέχνη, τη φυγή/όνειρο/τρέλα/θάνατο-μεταθανάτια ζωή και τη «συνάντηση» των ψυχών· σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η λύτρωση συνδέεται αναπόδραστα με την ψυχή, ἓν ἄχραντον δοχεῖον τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ[492].
[487]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.154: «καὶ μ’ ἐξώρκιζεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν συνείδησίν μου, νὰκαύσω τὴν ἐπιστολήν της, ἀλλὰ νὰ σπεύσω νὰ παρηγορήσω τὴν Κλάραν, ἐάν δὲν θέλω νὰ γίνω ὁφονεὺς τῆς ἀθωοτέρας ὑπάρξεως τοῦ κόσμου».
[488]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.154-156.
[489]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.161.
[490]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.153: «Ἐνθυμεῖσαι ὅτι σοὶ ἔγραψα ἐντεῦθεν χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς, καὶ σοὶ εἶπον ὅτι ἡ ἐπικειμένη μετάθεσις τῆς Ἀκαδημίας προὐκάλεσε τὴν ἐπίσπευσιν τῆς ἀφίξεώς μου εἰς Κλάουσθαλ. Τοῦτο ἦτο κυρίως ὁ ἀσθενέστερος, ὁ καταχρηστικὸς λόγος. Ὁ καθ’ αὐτὸ καὶκύριος λόγος, τὸν ἐννοεῖς τώρα, ἦτον ἡ ἄρσις τῆς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἠθικοῦ μου ἀνθρώπου διχονοίας, ἦτον ἡ ἀπόφασις νὰ σώσω τὴν Κλάραν».
[491]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.160-161: «Κ’ ἐνῷ προσεπάθουν νὰ ἀποκρύψω τὴν καθ’ αὐτὸ αἰτίαν τῆς ταραχῆς μου, ἀφίνων τὸν Πασχάλην εἰς μίαν πλάνην, ἥτις ἀναμφιβόλως τῷ ἦτο σωτηριωδεστέρα τῆς ἀληθείας, ἐθαύμαζον κατ’ ἰδίαν πῶς ἠμπόρεσε νὰ μὲ διαλάθῃ μέχρι τοῦδε ὁσύνδεσμος, ὁ συνέχων τὴν ἐν τῷ φρενοκομείῳ τῆς Γοττίγγης δυστυχίαν μὲ τὴν οὖσαν πρὸ τῶνὀφθαλμῶν μου!».
[492]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.143.
Η αγάπη ως κύριο συναίσθημα στο έργο του Γ. Βιζυηνού
Η αγάπη αναπτύσσεται. Ο Πασχάλης και η Κλάρα αγαπιούνται, ερωτεύονται αγνά: (Ο Πασχάλης)Ἡ νέα (η Κλάρα) ἤθελεν ἀγάπην! Την δε Κλάραν την ἠγάπων –Ὤ, την ἠγάπων -την ἐλάτρευον, ὅπως τον Θεόν μου! Καi δια τοῦτο ἴσα ίσα δεν ἠμποροῦσα ν’ ἀσεβήσω προς αὐτήν, να την προσβάλω[493]. Ο φωτεινός και άσπιλος[494] αυτός έρωτας τον «πυρπολεί» συναισθηματικά και τον «εκτινάσσει» μέχρι τον θρόνο του Υψίστου[495]. Η αγάπη όμως δεν δρα λυτρωτικά, σε αντίθεση με την όπερα του Ιπτάμενου Ολλανδού[496] του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wilhelm Richard Wagner, 1813-1883 μ. Χ.) -η οποία αναφέρεται στο κείμενο[497]- όπου εκεί, στην τέχνη, ο έρωτας, η αγάπη λειτουργεί σωτήρια για τους ήρωες.
Η αγνότητα στην σχέση στο έργο του Γ. Βιζυηνού
Αγνότητα θεμέλιο της σχέσης. Η προηγούμενη σχέση του Πασχάλη με την ανάξια Ευλαλία τον κάνει να αισθάνεται μιαρός[498]. Προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτό το «άγος», για να μπορέσει να προσφέρει τον εαυτό του «καθαρό» στην αγνή Κλάρα. Το επιδιώκει με όλες του τις δυνάμεις, σωματικές και ψυχικές. Δέεται στον Ύψιστο να του δοθεί νέα άσπιλη καρδιά[499]. Ατελέσφορο αποβαίνει και αυτό το εγχείρημά του.
Η εξομολόγηση γίνεται. Ο Πασχάλης γνωρίζει το μυστήριο της εξομολόγησης και της συγχώρεσης και ζητά από τον φίλο του να γίνει ο πνευματικός του, να τον ακούσει και να τον συγχωρέσει[450]. Του αποκαλύπτεται de profundis, εκ βαθέων. Ο πόνος και η αγωνία του μοιράζεται με τον εξομολογητή/φίλο του και, ενδεχομένως, μετριάζεται. Δεν οδηγεί όμως και στην κάθαρσή του.
[493]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.148.
[494]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.147.
[495]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.145-146: «Ἐνόμιζον ὅτι ἐφερόμην μετέωρος, ὕπερθεν τῶν νεφῶν,ὕπερθεν τοῦ στερεώματος, ἐφερόμην ὑπὸ τὰς πτέρυγας οὐρανίου Χερουβείμ, μὲ πτῆσιν τόσον ταχεῖαν, τόσον ἡδονικήν, ὥστε αἱ αἰσθήσεις μου συνήθως ἐμέθυον ἐκ τῆς ἡδονῆς, ἰλιγγίων ἐκ τοῦτάχους, ἐσκοτίζοντο, ἐλιποθύμουν, μ’ ἐγκατέλειπον! Καὶ μόνον ἡ ψυχή μου ἐξηκολούθει τότε νὰπετᾷ, ὡς ἐν ὀνείρῳ, νὰ πετᾷ μετὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐπάνω, ἐπάνω, ἐπάνω, μέχρι τοῦ θρόνου τοῦὙψίστου!».
[496]R. Wagner, «Introduction» στο Libretti Der Fliegende Holländer στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.rwagne.net/libretti/rhollander/e-holl-a1s1.html (ημερομηνία ανάκτησης: 24-5-2014).
[497] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.142-144.
[498] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.147: «Ἡ καρδία, ἐφ’ ἧς ὁ ἔρως τῆς Κλάρας ἠκτινοβόλει, ἦτο χώρα λεηλατημένη, διηρπασμένη, ἐρημωμένη διὰ παντός!».
[499]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.146: «παρεκάλουν μετὰ δακρύων τὸν Θεὸν νὰ (…) μὲ δώσῃ μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, μὲ τὰ ἀμεταχείριστα αἰσθήματά της, μίαν καρδίαν καθαρὰν καὶἀμόλυντον, ἀξίαν τῆς Κλάρας, ἀξίαν τῆς καλλονῆς καὶ τῶν ἀρετῶν τῆς Κλάρας!»
[450]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.139: «Καὶ ὅμως, ἄλλον πνευματικὸν δὲν ἔχω ἐδῶ πέρα. Πρέπει νὰ γενῇς πνευματικός μου. (…) Ἄκουσε καὶ κρίνε».
Η αυτοτιμωρία και τα δάκρυα της λύτρωσης στο Γ. Βιζυηνό
Η (αυτό)τιμωρία επιθυμητή. Ο ερωτευμένος αξιοποιεί κάθε μέσο για να απαλλαγεί από το βεβαρημένο ερωτικό παρελθόν του. Σε προσευχή του ζητεί από τον Θεό να τον τιμωρήσει αυστηρότατα για το αμάρτημά του και να του προσφέρει μια αμόλυντη καρδιά[451]· αντιμετωπίζει την αμαρτία με δικαιικό τρόπο. Αυτοτιμωρούμενος δεν ανταποκρίνεται στον ειλικρινή έρωτα της Κλάρας, αν και ο ίδιος είναι ερωτευμένος μαζί της[452]. Την εγκαταλείπει αιφνιδιαστικά αλλάζοντας την πόλη διαμονής του[453]. Λύση στο πρόβλημά του όμως δεν δίνεται.
Τα δάκρυα ρέουν ακαταπαύστως. Και οι τρεις πρωταγωνιστές -Πασχάλης, αφηγητής, Κλάρα- είναι ευσυγκίνητοι, αφού η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργεί η αφήγηση είναι ιδιαίτερα φορτισμένη. Οι τρεις παρευρισκόμενοι στο σωφρονιστικό Κατάστημα -ο αφηγητής, ο αρχαιογνώστης καθηγητής και ο Διευθυντής του Ιδρύματος- δακρύζουν σιωπηλά ακούγοντας το μελωδικό τραγούδι της Κλάρας[454]· Ο Πασχάλης και ο αφηγητής μύρονται σιωπηλώς λίγο πριν την εκ βάθους καρδίας εξομολόγηση του πρώτου[455]. Τα δάκρυα του Πασχάλη είναι στοιχείο τής συντριβής και της ειλικρινούς μετάνοιάς του. Η Κλάρα, η αγαπημένη του Πασχάλη, δακρύζει συχνά. Τα δάκρυα προσφέρουν πρόσκαιρη λύτρωση.
Η τέχνη εκφράζει και αποφορτίζει εν τάχει. Η Κλάρα στο ψυχιατρικό Κατάστημα ενώπιον του αφηγητή και των γιατρών παίζει την περίχρυσον ἰταλικὴν χάρπαν αρχικά και στη συνέχεια τραγουδά μελωδικά ένα δικό της τραγούδι για την «αδιέξοδη» αγάπη της. Τόσο η μουσική όσο και το τραγούδι συγκινεί τους ακροατές της. Και ενώ στην αρχή ἤρχισε νὰ κρούῃ τὰς χορδὰς τοῦ ὀργάνου τόσον φαιδρὰ καὶ τόσον ζωηρά, ὡς ἐὰν ἦτον ἡ εὐτυχεστέρα κόρη τοῦ κόσμου[456], στο τέλος όμως οἱ λεπτοὶ καὶ ῥοδοβαφεῖς αὐτῆς δάκτυλοι, ὡς ἐὰν ἦσαν χαλύβδινα πλῆκτρα, ἔθραυσαν διὰ μιᾶς ὅλας τὰς χορδάς, ἐφ’ ὧν ἔτυχε νὰ κινῶνται και η κόρη λάκτισε το μουσικό όργανο[457].
[451]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.146: «καὶ παρεκάλουν μετὰ δακρύων τὸν Θεὸν νὰ μὲ παιδεύσῃὅσον σκληρότερον ἀξίζω, ἀλλὰ νὰ μὲ δώσῃ μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, μὲ τὰ ἀμεταχείριστα αἰσθήματά της, μίαν καρδίαν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον».
[452]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.140-150: «Ἀπηρνούμην», εἶπε, «τὴν γλυκυτέραν, τὴν ἀϋλοτέραν εὐδαιμονίαν, ἣν θνητὸς ἠδύνατο νὰ ὀνειρευθῇ ποτὲ ἐν τῷ κόσμῳ˙ ἀλλ’ ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Ἀφοῦ δὲνἤμην ἄξιος, δὲν εἶχον στέγην νὰ ὑποδεχθῶ τὸν Θεόν μου, ἔπρεπε νὰ ἐκχωρήσω τῆς ὁδοῦ του. Ἔπρεπε ν’ ἀποφύγω τὴν συναναστροφὴν τῆς Κλάρας».
[453]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.153.
[454]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.116.
[455]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.139: «(Ο Πασχάλης) ἐλάλει τόσον ἐκφραστικῶς διὰ τῶν δακρυοπληθῶν ὀφθαλμῶν του, (…) συγκινηθεὶς κατόπιν ἐκ τῶν λόγων ἐρρίφθη μετὰ λυγμῶν καὶδακρύων περὶ τὸν τράχηλόν μου. (…) καὶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἐκλαίομεν σιωπηλῶς».
[456]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.112.
[457]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.116.
Η
φυγή
επιλέγεται. το διήγημα αξιοποιείται είτε δηλωτικά
-
ως εσπευσμένη απομάκρυνση από κάπου
-
είτε συνυποδηλωτικά
-
με τη μορφή του ονείρου, της τρέλας και του θανάτου. Ο Πασχάλης απομακρύνεται από την πόλη που διαμένει, τη Υράιβουργ, για να «βοηθήσει» την αγαπημένη του και τον εαυτό του.
το όνειρο, στη φαντασία
καταφεύγει συχνά, όχι μόνο όταν είναι μακριά της
209
, αλλά ακόμα και όταν βρίσκεται μαζί με την αγαπημένη του, την Κλάρα
210
.
την
τρέλα
, στη φυγή από την «κυρίαρχη» λογική, οδηγείται η Κλάρα, επειδή ο έρωτάς της δεν είχε την ανταπόκριση που επιθυμούσε.
Σην παράνοια επιδοκιμάζει και ο έλλογος θυρωρός του «σιδερόφρακτου» φρενοκομείου, που επισκέπτεται ο αφηγητής:
Οἱ
γνωστικώτεροι ἄνθρωποι τοῦ
κόσμου εἶναι ἴσα ίσα ἐκεῖνοι, ὅσοι προσπαθοῦν μὲ
κάθε τρόπον νὰ
εἰσέλθουν εἰς τὸ
«
ἄσυλον
»
211
.
Η επιλογή, επίσης, του αφηγητή να παρουσιάσει επώνυμα από τους
αβλαβέστερους των οικητόρων
του ιδρύματος έναν προλύτη θεολόγο
212
, ως «ιεροκήρυκα», τον Βόλκενχαάρ, ίσως δεν είναι τυχαία· επιθυμεί, ενδεχομένως, ο Βιζυηνός να υποδηλώσει το «ακατάληπτο» ή έστω το «δυσκολοκατάκτητο» αυτής της γνώσης, της θεολογικής, και σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με την χαμηλή ποιότητα
-
πνευματική και ηθική
-
του ποιμνίου, οδηγούν σε αδιέξοδο.
Ο θάνατος
αποτελεί το έσχατο καταφύγιο του ανθρώπου. Η Κλάρα γράφει στον Πασχάλη ότι μετά τη φυγή του από τη Υράιβουργ επιθυμεί να πεθάνει
213
,
επειδή δεν έχει πλέον κανένα φίλο, δηλαδή κανένα πρόσωπο με το οποίο να έχει σχέσεις αμοιβαίας αγάπης, αφοσίωσης και κατανόησης
214, αφού έπαψε, δηλαδή, να αποτελεί πρόσωπο. Ο Πασχάλης επιζητεί διακαώς την αιώνια «συνάντησή» τους στον ουρανό, αφού η επίγειος
-
λόγω του δικού του «ατοπήματος»
-
δεν ευοδώνεται
215
. Η έκσταση (φυγή), μάλιστα, στην οποία βρίσκεται ο Πασχάλης φαντασιωνόμενος την αγαπημένη του στον Παράδεισο, μοιάζει με κατανυκτική προσευχή, η οποία του προσδίδει μια
υπερκόσμιο ηδονή
216
. Σέλος ο αφηγητής, αναιρώντας τα παράπονα που διατυπώνει στην αρχή της αφήγησής του για την «άστοργη» μητέρα
-
43
Υύση, τώρα δοξάζει τον Θεό, γιατί προσφέρει στον άνθρωπο μοναδική
παρήγορον
ελπίδα
, την μεταθανάτιο ζωή
217
. Έτσι, ο Βιζυηνός «οδηγεί» στο διήγημα αυτό τους δύο ήρωές του σε μια λύτρωση όχι ενδοκοσμική, αφού αυτή καθίσταται ανέφικτη, αλλά εξωκοσμική/υπερβατική, μυστηριακή, εσχατολογική και θεολογική, η οποία και φαίνεται να λειτουργεί εξαγνιστικά και καθαρτήρια και για τους δύο. Άρα, η εσχατολογική προοπτική της ζωής δίνει «απαντήσεις».
210 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.145 -146: « (Ο Πασχάλης) δὲν ἠξεύρω πῶς ἐφούσκωνε πάλιν τὸ στῆθός μου κ’ ἐθερμαίνετο καὶ ἀνεπτεροῦτο ἡ φαντασία μου! (<) Καὶ μόνον ἡ ψυχή μου ἐξηκολούθει τότε νὰ πετᾷ , ὡς ἐν ὀνείρῳ, νὰ πετᾷ μετὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐπάνω, ἐπάνω, ἐπάνω, μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Ὑψίστου!».
211 Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.109.
212 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.107.
213 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.150.
214 Γ. Μπαμπινιώτης, όπ. παρ., σ.1885.
215 Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα , όπ. παρ., σσ.161: « Ἡ ἐδική μου εἰς τὴν παραφορὰν ἑνὸς προώρου πάθους διεκύβευσε τὸν προορισμόν της καὶ τὸν ἔχασε. Σοιουτοτρόπως ἐματαιώθη ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἕνωσίς μας. Ἀλλ’ ἐκεῖ ἐπάνω... Ὤ ! Ἐκεῖ ἐπάνω θὰ τῆς ὑπάγω καρδίαν κεκαθαρμένην εἰς τὰ δάκρυά μου, ἐξηγνισμένην διὰ τῆς μετανοίας. Καὶ θὰ ἑνωθῶμεν αἰωνίως, αἰωνίως!».
216 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.161: « Ἡ γλυκεῖα ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ μεσιτευούσης παρθένου τὸν ἐπαρηγόρησεν. ( < ) Ἀλλ’ ἡ ἔκστασις αὕτη ἦτον ἔκστασις ἀνθρώπου ἐσωτερικῶς κ’ ἐν κατανύξει προσευχομένου, οὐχὶ ψυχῆς ἐπτοημένης καὶ τρεμούσης πρὸ τῶν ἰδίων αὐτῆς φαντασμάτων. Μία μυστηριώδης, ἀλλ’ ὑπερκόσμιος ἡδονὴ ἐδάνειζεν, ἔλεγες, εἰς τὸ βλέμμα του, τὴν ὑπερβολικὴν ἐκείνην λάμψιν».
Η « συνάντηση » των ψυχών στο Γ. Βιζυηνό
Η
«
συνάντηση
»
των ψυχών
επιτυγχάνεται. Οι δύο ερωτευμένοι συναντώνται χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, τυχαία, από
μία μυστικὴ
ἀνταπόκρισις, μία ὑπερφυσικὴ
συνεννόησις τῶν καρδιῶν!
218
υναντώνται
,
επειδή το επιθυμούν ολόψυχα και οι καρδιές τους αποτελούν «δοχεία συγκοινωνούντα». Ο Πασχάλης στη συνέχεια την «βλέπει» με τη φαντασία του, το προτελευταίο βράδυ της ζωής του, στο γλυκύ φως του Παραδείσου, να μεσιτεύει γι΄αυτόν στον Θεό . υγχρόνως εκφράζει τη βεβαιότητα ότι η Κλάρα έχει πεθάνει, γιατί
αἱ
ψυχαί μας συγκοινωνοῦσι καὶ
διὰ
τῆς ὕλης ἀκόμη
219.
Η επιστολή της επόμενης ημέρας θα επιβεβαιώσει στον αφηγητή τον θάνατο της Κλάρας· επισημαίνεται στην επιστολή ότι πέθανε μὲ τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τῶν χειλέων, ὅτι ὑπάγει νὰ εὕρῃ τὸν μελλόνυμφόν της , πεθαίνει, δηλαδή, την νύκτα , καθ’ ἣν ὁ δυστυχὴς Πασχάλης τὴν εἶδεν ἐν ὀπτασίᾳ ἐπὶ τῶν οὐρανῶν 220 . Σέλος, και η αρχική δήλωση της Κλάρας, όταν βρίσκεται στο Ίδρυμα, ότι ο μέλλων σύζυγός της Ἐπῆγε νὰ σκάψῃ, νὰ βγάλῃ τὰ διαμάντια διὰ τὰ δακτυλίδια μας - τοὺς ἀρραβῶνας μας 221 , ενώ λέγεται στο φρενοκομείο από κάποια ψυχασθενή και εκλαμβάνεται συμβατικά ως αναληθής, τελικά μπορεί να «αναγνωσθεί» και ως αληθής και συνεπώς η επικοινωνία των ψυχών τους δεν διακόπτεται ποτέ.
Ο αγαπημένος της είναι γεωλόγος, άρα σχετίζεται με τη γη και με το «σκάψιμό» της, επιζητεί - όπως λέει - να της προσφέρει τα μεγαλύτερα διαμάντια για τον αρραβώνα τους, και εδώ «επαληθεύεται», αφού δεν υπάρχει μεγαλύτερο «διαμάντι» για τον άνθρωπο από την ψυχή του· αυτήν προσπαθεί ο Πασχάλης - όπως αποκαλύπτει στην εξομολόγησή του - να εξαγνίσει, για να της τήν προσφέρει «απαστράπτουσα» και καθαρή. Η συνάντηση των ψυχών οδηγεί τον Πασχάλη και την Κλάρα σε μια μοναδική κοινωνία και επικοινωνία και τελικά στη συνταύτιση των «εγώ» τους και στη σωτηρία αμφοτέρων.
Εν τέλει και τα ονόματά τους κρύβουν «μυστικά», και εκεί υπάρχει «συνάντηση», αφού φαίνεται να λειτουργούν «συμπληρωματικά», ο Πασχάλης παραπέμπει για τους χριστιανούς στο Πάσχα [ ετυμ . < αραμαϊκό Pascha , εβραϊκό Peshah (= διέλευση)+ τη μεγαλύτερη χριστιανική εορτή σε ανάμνηση της ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Φριστού 222 , ενώ η Κλάρα *ετυμ. <λατ clarus -a -um (= αγλαός, λαμπρός 223 /φωτεινός, η, ο)+, είναι η Υωτεινή και το φως συνδέεται αναπόσπαστα με την Ανάσταση του Κυρίου 224 , το Πάσχα, και με την υλοποίηση μιας επιθυμίας του Πασχάλη: Ἐκεῖ , ἐκ τοῦ ἐρέβους τῆς σκοτεινῆς φαντασίας μου, ἀνέβη ἡ καθαρά, ἡ ἄσπιλος μορφὴ τῆς Κλάρας, ὡς ἀστὴρ ανατέλλων! 225
Η επιστολή της επόμενης ημέρας θα επιβεβαιώσει στον αφηγητή τον θάνατο της Κλάρας· επισημαίνεται στην επιστολή ότι πέθανε μὲ τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τῶν χειλέων, ὅτι ὑπάγει νὰ εὕρῃ τὸν μελλόνυμφόν της , πεθαίνει, δηλαδή, την νύκτα , καθ’ ἣν ὁ δυστυχὴς Πασχάλης τὴν εἶδεν ἐν ὀπτασίᾳ ἐπὶ τῶν οὐρανῶν 220 . Σέλος, και η αρχική δήλωση της Κλάρας, όταν βρίσκεται στο Ίδρυμα, ότι ο μέλλων σύζυγός της Ἐπῆγε νὰ σκάψῃ, νὰ βγάλῃ τὰ διαμάντια διὰ τὰ δακτυλίδια μας - τοὺς ἀρραβῶνας μας 221 , ενώ λέγεται στο φρενοκομείο από κάποια ψυχασθενή και εκλαμβάνεται συμβατικά ως αναληθής, τελικά μπορεί να «αναγνωσθεί» και ως αληθής και συνεπώς η επικοινωνία των ψυχών τους δεν διακόπτεται ποτέ.
Ο αγαπημένος της είναι γεωλόγος, άρα σχετίζεται με τη γη και με το «σκάψιμό» της, επιζητεί - όπως λέει - να της προσφέρει τα μεγαλύτερα διαμάντια για τον αρραβώνα τους, και εδώ «επαληθεύεται», αφού δεν υπάρχει μεγαλύτερο «διαμάντι» για τον άνθρωπο από την ψυχή του· αυτήν προσπαθεί ο Πασχάλης - όπως αποκαλύπτει στην εξομολόγησή του - να εξαγνίσει, για να της τήν προσφέρει «απαστράπτουσα» και καθαρή. Η συνάντηση των ψυχών οδηγεί τον Πασχάλη και την Κλάρα σε μια μοναδική κοινωνία και επικοινωνία και τελικά στη συνταύτιση των «εγώ» τους και στη σωτηρία αμφοτέρων.
Εν τέλει και τα ονόματά τους κρύβουν «μυστικά», και εκεί υπάρχει «συνάντηση», αφού φαίνεται να λειτουργούν «συμπληρωματικά», ο Πασχάλης παραπέμπει για τους χριστιανούς στο Πάσχα [ ετυμ . < αραμαϊκό Pascha , εβραϊκό Peshah (= διέλευση)+ τη μεγαλύτερη χριστιανική εορτή σε ανάμνηση της ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Φριστού 222 , ενώ η Κλάρα *ετυμ. <λατ clarus -a -um (= αγλαός, λαμπρός 223 /φωτεινός, η, ο)+, είναι η Υωτεινή και το φως συνδέεται αναπόσπαστα με την Ανάσταση του Κυρίου 224 , το Πάσχα, και με την υλοποίηση μιας επιθυμίας του Πασχάλη: Ἐκεῖ , ἐκ τοῦ ἐρέβους τῆς σκοτεινῆς φαντασίας μου, ἀνέβη ἡ καθαρά, ἡ ἄσπιλος μορφὴ τῆς Κλάρας, ὡς ἀστὴρ ανατέλλων! 225
217 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.163: «Καὶ δὲν ἐφθόνησα πλέον τὰ μηδαμινὰ πλεονεκτήματα τῶν ζωϋφίων καὶ κρυστάλλων, ἀλλ’ ἀνακαθήσας ἐν τῇ κλίνῃ μου, ἐδόξασα τὸν Θεόν, διότι ἐπροίκισε τὴν καρδίαν τῶν λογικῶν αὐτοῦ πλασμάτων, μὲ τὴν γλυκεράν, τὴν παρήγορον ἐλπίδα τῆς μετὰ θάνατον ὑπάρξεως. Σίς οἶδεν, ἐὰν καὶ ἡ δυστυχὴς Κλάρα εἰς τὰς φωτεινὰς τῆς διανοίας τῆς στιγμὰς δὲν ἀπελάμβανε τὸ εὐεργέτημα τῆς αὐτῆς παραμυθίας; ».
218 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.150.
219 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.161.
220 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.166.
221 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.112.
222 Γ. Μπαμπινιώτης, όπ. παρ., σ.1355.
223 . Κουμανούδης, Λεξικόν Λατινοελληνικόν (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2009)σ.130.
224 Ματθ. 28. 3: « ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών».
225 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.160 και Μ. Φρυσανθόπουλος, «Η ερμηνεία της επιθυμίας και η επιθυμία της ερμηνείας», όπ, παρ., σσ.89 - 109, εδώ σ.104.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ