« Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας» - Ανάλυση Του Έργου - Point of view

Εν τάχει

« Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας» - Ανάλυση Του Έργου



Το μελοδραματικό και εκτενές διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού: Διάβασε το έργο εδώ


ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ

5.4  «Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας»

«Αἱ συνέπειαι τῆς παλαιᾶς ἱστορίας» είναι το εκτενέστερο διήγημα του Βιζυηνού. Θεωρείται το ρομαντικότερο και το μελοδραματικότερο από όλα τα διηγήματά του[476]. Το δημοσιεύει τον Ιανουάριο του 1884 στην Εστία σε συνέχειες. Το ίδιο έτος δημοσιεύει και τη διατριβή του για υφηγεσία με τίτλο: Ἡ φιλοσοφία τοῦ καλοῦ παρά Πλωτίνῳ, η οποία, όπως θα διαφανεί, επηρεάζει την λογοτεχνική του δημιουργία.   Το θέμα του διηγήματος είναι οι καταστροφικές συνέπειες μιας παλαιότερης επιπόλαιης ερωτικής περιπέτειας ενός φίλου και συμμαθητή του αφηγητή. Η ιστορία εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στη Γερμανία.

Πηγή: orizontesbooks.gr
Οι αμαρτίες οι οποίες συναντώνται σ΄αυτό το εκτεταμένο διήγημα δεν είναι πολλές, είναι όμως σημαντικές. Το πάθος, η τελειοθηρία, η προκατάληψη και το ψέμα.

Το πάθος συντρίβει. Ο ήρωας, ο Πασχάλης, είχε στην Αθήνα μια σύντομη ερωτική σχέση, η οποία και τον «τραυματίζει» ανεξίτηλα. Θεωρεί τον εαυτό του ηθικά μολυσμένο από τον προηγούμενο δεσμό του, «μεταχειρισμένο», ρυπαρό, και γι΄αυτό ακατάλληλο 
να ανταποκριθεί σ΄ένα ιδανικό έρωτα, αυτόν της Κλάρας:

 (Πασχάλης) λλ τν θικν ατν ύπον μ ποον ξύ, μ ποον σάπωνα θ τν πλύνς, παρακαλ; Ν μ τ κυλίσς παξ ες τν βόρβορον, ν μ τ κηλιδώσης! Τ κύλισες; Α κηλδες των εναι νεξίτηλοι![477] Ο αληθινός έρωτας γι’ αυτόν προϋποθέτει την αγνότητα του συναισθήματος και την παρθενικότητα της συνείδησης[478]. Η συμπάθεια για την κόρη τού καθηγητή του έχει κλιμάκωση˙ ξεκινά από μια γνωριμία συγκρατημένη και με ήθος, συνεχίζεται με ανασταλτικές τάσεις αυτοσυγκράτησης και καταλήγει αναπτυσσόμενη σε πάθος αυτοκαταστροφικό[479]: σον φειδωλς περιεποιετο τ σμα, λλο τόσον φειδς κατεπόνει τν διάνοιαν ατοῦ, ἀλλ ποτ δν τν εχον δε τόσον χρόν, τόσον καταβεβλημένον.[480]

Η τελειοθηρία εξουθενώνει. Ο Πασχάλης είναι φτωχός τουρκομερίτης και ν σχετικς ρίμλικία[481] σπουδάζει σε Γυμνάσιο της Αθήνας, γίνεται υποδειγματικός μαθητής, κερδίζει την εύνοια των δασκάλων του και από κάποιον εύπορο ομογενή εξασφαλίζει συνέχιση των σπουδών του στη Γερμανία[482]. Στην Αθήνα ζει λιτά και εργάζεται συγχρόνως στον ελεύθερο χρόνο του παραδίδοντας μαθήματα. Είναι χρηστοήθης και όχι ευήθης[483].  Το μόνο «ολίσθημά» του, η κόρη της πλύστρας του, η Ευλαλία, την οποία και βοηθά στα μαθήματά της. Αυτή όμως τον εγκαταλείπει, γιατί το σωφρονέστερος το ντιζήλου του![484] Αργότερα στη Γερμανία θα συναντήσει στο πρόσωπο της Κλάρας τον ιδανικό του έρωτα, η οποία (Η Κλάρα) τον  βασί­λισσα τν κορασίδων, το τ ξιον ντικείμενον τς λα­τρείας λου το κόσμου[485]. Ενώ ο Πασχάλης επιζητεί διακαώς την ηθική τελειότητα, την αγνεία, ο αφηγητής, ως επιστήμονας -φιλόλογος και ψυχολόγος- γνωρίζει το ατελές της ανθρώπινης φύσης, το αδύνατον της πλήρους τελείωσή της[486] και συνεπώς το χιμαιρικό τού εγχειρήματός του.
[476]Μ. Χρυσανθόπουλος, «Η ερμηνεία της επιθυμίας και η επιθυμία της ερμηνείας: ¨Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίᨻ στο Γεώργιος Βιζυηνός Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, όπ. παρ., σσ. 89-109, εδώ σ.89.
[477]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.140.
[478]Β. Αθανασόπουλος, «Την θαυμαστήν του πάθους κλίμακα» στο «Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού», όπ. παρ., σσ.283-321, εδώ σ.289.
[479]Β. Αθανασόπουλος, «Την θαυμαστήν του πάθους κλίμακα»,  όπ. παρ. σ.285.
[480]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.126.
[481].Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.121.
[482]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.126.
[483]Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, όπ. παρ., σσ.121-123.
[484]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.122.
[485].Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.143.
[486]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.117: «(η Φύση) οδν μς δωκε πλεονέκτημα, τ ποον ν μπισκιάζηται πό τινος παρακολουθοντος ατ μειονεκτήματος!».


Τα πάθη στο έργο του Γ. Βιζυηνού και η αναζήτηση της λύτρωσης



Η προκατάληψη συσκοτίζει την αλήθεια. Η αμφισημία της επιστολής την οποία στέλνει ο πατέρας της Κλάρας στον Πασχάλη δημιουργεί σύγχυση. Ο Πασχάλης, επειδή έφυγε από την Φράιβουργ για την Κλάουσθαλ, για να μην βρίσκεται κοντά στην Κλάρα, έχει ενοχές, και με βεβαρημένη την συνείδησή του -ιδιαίτερα μετά την επιστολή τής συγγενούς της Κλάρας, κυρίας Β.[487]- «διαβάζει» στο γράμμα του πατέρα της τον «θάνατό» της, για τον οποίο θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο. Ο ψυχραιμότερος και αντικειμενικότερος όμως αναγνώστης, ο αφηγητής, το αποκωδικοποιεί σωστά, δεν διαπιστώνει θάνατο της κοπέλας, αλλά ότι της συμβαίνει κάποιο ιδιαίτερα δυσάρεστο συμβάν, ενδεχομένως ανίατη ασθένεια[488]. Λίγο αργότερα ο ίδιος συμπεραίνει: λλ’ οτω συμβαίνει συνήθως, σάκις ζητομεν ν’ ποκαλύψωμεν ς λήθειαν, οχτ τί στιν, λλ τ ,τι πιθυμομεν[489].


Ψέματα λέγονται. Ο Πασχάλης εγκαταλείπει εσπευσμένως τη Φράιβουργ  όχι επειδή επίκειται η μετάθεση της Ακαδημίας σύμφωνα με τα σχέδια του Βίσμαρκ (1815-1898 μ. Χ.), όπως ενημερώνει σε επιστολή του τον αφηγητή, αλλά γιατί επιθυμεί να βρίσκεται μακριά από την Κλάρα, για να την «σώσει»[490]. Ο αφηγητής, επίσης, δεν αποκαλύπτει στον Πασχάλη τον πραγματικό λόγο της ταραχής του, ότι δηλαδή η κοπέλα για την οποία του ομιλεί είναι η ασθενής που συνάντησε στο φρενοκομείο της Γοττίγγης, γιατί θεωρεί ότι είναι σωτηριωδέστερο γι΄αυτόν να παραμείνει στην πλάνη του[491].
Η λύτρωση έχει επιλογές. Αναζητείται στην αγάπη, την αγνότητα/καθαρότητα, την εξομολόγηση/συγχώρεση, την (αυτό)τιμωρία, τα δάκρυα, την τέχνη, τη φυγή/όνειρο/τρέλα/θάνατο-μεταθανάτια ζωή και τη «συνάντηση» των ψυχών· σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η λύτρωση  συνδέεται αναπόδραστα με την ψυχή, ν χραντον δοχεον τς ελογίας το Θεοῦ[492].
[487]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.154: «κα μ’ ξώρκιζεν ες τν Θεν κα ες τν συνείδησίν μου, νκαύσω τν πιστολήν της, λλ ν σπεύσω ν παρηγορήσω τν Κλάραν, ἐάν δν θέλω ν γίνω φονες τς θωοτέρας πάρξεως το κόσμου».
[488]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.154-156.
[489]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.161.
[490]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.153: «νθυμεσαι τι σο γραψα ντεθεν χωρς ν τ περιμένς, κα σο επον τι  πικειμένη μετάθεσις τς καδημίας προκάλεσε τν πίσπευσιν τς φίξεώς μου ες Κλάουσθαλ. Τοτο το κυρίως  σθενέστερος,  καταχρηστικς λόγος.  καθ’ ατ κακύριος λόγος, τν ννοες τώρα, τον  ρσις τς μεταξ μο κα το θικο μου νθρώπου διχονοίας, τον  πόφασις ν σώσω τν Κλάραν».
[491]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.160-161: «Κ’ ν προσεπάθουν ν ποκρύψω τν καθ’ ατ ατίαν τς ταραχς μου, φίνων τν Πασχάλην ες μίαν πλάνην, τις ναμφιβόλως τ το σωτηριωδεστέρα τς ληθείας, θαύμαζον κατ’ δίαν πς μπόρεσε ν μ διαλάθ μέχρι τοδε σύνδεσμος,  συνέχων τν ν τ φρενοκομεί τς Γοττίγγης δυστυχίαν μ τν οσαν πρ τνφθαλμν μου!».
[492]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.143.

Η αγάπη ως κύριο συναίσθημα στο έργο του Γ. Βιζυηνού



Η αγάπη αναπτύσσεται. Ο Πασχάλης και η Κλάρα αγαπιούνται, ερωτεύονται αγνά: (Ο Πασχάλης) νέα (η Κλάρα) θελεν γάπην! Την δε Κλάραν την γάπων –, την γάπων -την λάτρευον, πως τον Θεόν μου! Καi δια τοτο σα ίσα δεν μποροσα ν’ σεβήσω προς ατήν, να την προσβάλω[493]. Ο φωτεινός και άσπιλος[494] αυτός έρωτας τον «πυρπολεί» συναισθηματικά και τον «εκτινάσσει» μέχρι τον θρόνο του Υψίστου[495]. Η αγάπη όμως δεν δρα λυτρωτικά, σε αντίθεση με την όπερα του Ιπτάμενου Ολλανδού[496] του Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wilhelm Richard Wagner, 1813-1883 μ. Χ.) -η οποία αναφέρεται στο κείμενο[497]- όπου εκεί, στην τέχνη,  ο έρωτας, η αγάπη λειτουργεί σωτήρια για τους ήρωες.



Η αγνότητα στην σχέση στο έργο του Γ. Βιζυηνού

Αγνότητα θεμέλιο της σχέσης. Η προηγούμενη σχέση του Πασχάλη με την ανάξια Ευλαλία τον κάνει να αισθάνεται μιαρός[498]. Προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτό το «άγος», για να μπορέσει να προσφέρει τον εαυτό του «καθαρό» στην αγνή Κλάρα. Το επιδιώκει με όλες του τις δυνάμεις, σωματικές και ψυχικές. Δέεται στον Ύψιστο να του δοθεί νέα άσπιλη καρδιά[499]. Ατελέσφορο αποβαίνει και αυτό το εγχείρημά του.
Η εξομολόγηση γίνεται. Ο Πασχάλης γνωρίζει το μυστήριο της εξομολόγησης και της συγχώρεσης και ζητά από τον φίλο του να γίνει ο πνευματικός του, να τον ακούσει και να τον συγχωρέσει[450]. Του αποκαλύπτεται de profundis, εκ βαθέων. Ο πόνος και η αγωνία του μοιράζεται με τον εξομολογητή/φίλο του και, ενδεχομένως, μετριάζεται. Δεν οδηγεί όμως και στην κάθαρσή του.
[493]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.148.
[494]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.147.
[495]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.145-146: «νόμιζον τι φερόμην μετέωρος, περθεν τν νεφν,περθεν το στερεώματος, φερόμην π τς πτέρυγας ορανίου Χε­ρουβείμ, μ πτσιν τόσον ταχεαν, τόσον δονικήν, στε α ασθήσεις μου συνήθως μέθυον κ τς δονς, λιγγίων κ τοτάχους, σκοτίζοντο, λιποθύμουν, μ’ γκατέλειπον! Κα μόνον  ψυχή μου ξηκολούθει τότε νπετς ν νείρ, ν πετ μετ το γγέλου, πάνω, πάνω, πάνω, μέχρι το θρόνου τοψίστου!».
[496]R. Wagner, «Introduction» στο Libretti Der Fliegende Holländer στην ηλεκτρονική διεύθυνση:                  http://www.rwagne.net/libretti/rhollander/e-holl-a1s1.html (ημερομηνία ανάκτησης: 24-5-2014).
[497] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.142-144.
[498] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.147: «Ἡ καρδία, φ’ ς  ρως τς Κλάρας κτινοβόλει, το χώρα λεηλατημένη, διηρπασμένη, ρημωμένη δι παντός!».
[499]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.146: «παρεκάλουν μετ δακρύων τν Θεν ν (…) μ δώσ μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, μ τ μεταχείριστα ασθήματά της, μίαν καρδίαν καθαρν καμόλυντον, ξίαν τς Κλάρας, ξίαν τς καλλονς κα τν ρετν τς Κλάρας!»
[450]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.139: «Κα μως, λλον πνευματικν δν χω δ πέρα. Πρέπει ν  γενς πνευματικός μου. (…) Ἄκουσε κα κρίνε».

Η αυτοτιμωρία και τα δάκρυα της λύτρωσης στο Γ. Βιζυηνό



Η (αυτό)τιμωρία επιθυμητή. Ο ερωτευμένος αξιοποιεί κάθε μέσο για να απαλλαγεί από το βεβαρημένο ερωτικό παρελθόν του. Σε προσευχή του ζητεί  από τον Θεό να τον τιμωρήσει αυστηρότατα για το αμάρτημά του και να του προσφέρει μια αμόλυντη καρδιά[451]· αντιμετωπίζει την αμαρτία με δικαιικό τρόπο. Αυτοτιμωρούμενος δεν ανταποκρίνεται στον ειλικρινή έρωτα της Κλάρας, αν και ο ίδιος είναι ερωτευμένος μαζί της[452]. Την εγκαταλείπει αιφνιδιαστικά αλλάζοντας την πόλη διαμονής του[453]. Λύση στο πρόβλημά του όμως δεν δίνεται.


Τα δάκρυα ρέουν ακαταπαύστως. Και οι τρεις πρωταγωνιστές -Πασχάλης, αφηγητής, Κλάρα- είναι ευσυγκίνητοι, αφού η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργεί η αφήγηση είναι ιδιαίτερα φορτισμένη. Οι τρεις παρευρισκόμενοι στο σωφρονιστικό Κατάστημα -ο αφηγητής, ο αρχαιογνώστης καθηγητής και ο Διευθυντής του Ιδρύματος- δακρύζουν σιωπηλά ακούγοντας το μελωδικό τραγούδι της Κλάρας[454]· Ο Πασχάλης και ο αφηγητής μύρονται σιωπηλώς λίγο πριν την εκ βάθους καρδίας εξομολόγηση του πρώτου[455]. Τα δάκρυα του Πασχάλη είναι στοιχείο τής συντριβής και της ειλικρινούς μετάνοιάς του. Η Κλάρα, η αγαπημένη του Πασχάλη, δακρύζει συχνά. Τα δάκρυα προσφέρουν πρόσκαιρη λύτρωση.

Η τέχνη εκφράζει και αποφορτίζει εν τάχει. Η Κλάρα στο ψυχιατρικό Κατάστημα ενώπιον του αφηγητή και των γιατρών παίζει την περίχρυσον ταλικν χάρπαν αρχικά και στη συνέχεια τραγουδά μελωδικά ένα δικό της τραγούδι για την «αδιέξοδη» αγάπη της. Τόσο η μουσική όσο και το τραγούδι συγκινεί τους ακροατές της. Και ενώ στην αρχή ρχισε ν κρού τς χορδς τοῦ ργάνου τόσον φαιδρ κα τόσον ζωηρά, ς ἐὰν τον  ετυχεστέρα κόρη το κόσμου[456], στο τέλος όμως ο λεπτο κα οδοβαφες ατς δάκτυλοι, ς ἐὰν σαν χαλύβδινα πλκτρα, θραυσαν δι μις λας τς χορδάς, φ’ ν τυχε ν κιννται και η κόρη λάκτισε το μουσικό όργανο[457].
[451]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.146: «κα παρεκάλουν μετ δακρύων τν Θεν ν μ παιδεύσσον σκληρότερον ξίζω, λλ ν μ δώσ μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, μ τ μεταχείριστα ασθήματά της, μίαν καρδίαν καθαρν κα μόλυντον».
[452]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.140-150: «πηρνούμην», επε, «τν γλυκυτέραν, τν ϋλοτέραν εδαιμονίαν, ν θνητς δύνατο ν νειρευθ ποτ ν τ κόσμ˙ λλ’ πρεπε ν γίνφο δνμην ξιος, δν εχον στέγην ν ποδεχθ τν Θεόν μου, πρεπε ν κχωρήσω τς δο του. πρεπε ν’ ποφύγω τν συναναστροφν τς Κλάρας».
[453]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.153.
[454]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.116.
[455]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.139: «(Ο Πασχάλης) λάλει τόσον κφραστικς δι τν δακρυοπληθν φθαλμν του, (…) συγκινηθες κατόπιν κ τν λόγων ρρίφθη μετ λυγμν καδακρύων περ τν τράχηλόν μου. (…) κα π πολλν ραν κλαίομεν σιωπηλς».
[456]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.112.
[457]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.116.

Η φυγή ως επιλογή στο Γ. Βιζυηνό


Η φυγή επιλέγεται. ΢το διήγημα αξιοποιείται είτε δηλωτικά - ως εσπευσμένη απομάκρυνση από κάπου - είτε συνυποδηλωτικά - με τη μορφή του ονείρου, της τρέλας και του θανάτου. Ο Πασχάλης απομακρύνεται από την πόλη που διαμένει, τη Υράιβουργ, για να «βοηθήσει» την αγαπημένη του και τον εαυτό του. ΢το όνειρο, στη φαντασία καταφεύγει συχνά, όχι μόνο όταν είναι μακριά της 209 , αλλά ακόμα και όταν βρίσκεται μαζί με την αγαπημένη του, την Κλάρα 210 . ΢την τρέλα , στη φυγή από την «κυρίαρχη» λογική, οδηγείται η Κλάρα, επειδή ο έρωτάς της δεν είχε την ανταπόκριση που επιθυμούσε. 

Σην παράνοια επιδοκιμάζει και ο έλλογος θυρωρός του «σιδερόφρακτου» φρενοκομείου, που επισκέπτεται ο αφηγητής: Οἱ γνωστικώτεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου εἶναι ἴσα ίσα ἐκεῖνοι, ὅσοι προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπον νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ « ἄσυλον » 211 . Η επιλογή, επίσης, του αφηγητή να παρουσιάσει επώνυμα από τους αβλαβέστερους των οικητόρων του ιδρύματος έναν προλύτη θεολόγο 212 , ως «ιεροκήρυκα», τον Βόλκενχαάρ, ίσως δεν είναι τυχαία· επιθυμεί, ενδεχομένως, ο Βιζυηνός να υποδηλώσει το «ακατάληπτο» ή έστω το «δυσκολοκατάκτητο» αυτής της γνώσης, της θεολογικής, και σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με την χαμηλή ποιότητα - πνευματική και ηθική - του ποιμνίου, οδηγούν σε αδιέξοδο. Ο θάνατος αποτελεί το έσχατο καταφύγιο του ανθρώπου. Η Κλάρα γράφει στον Πασχάλη ότι μετά τη φυγή του από τη Υράιβουργ επιθυμεί να πεθάνει 213 , επειδή δεν έχει πλέον κανένα φίλο, δηλαδή κανένα πρόσωπο με το οποίο να έχει σχέσεις αμοιβαίας αγάπης, αφοσίωσης και κατανόησης 214, αφού έπαψε, δηλαδή, να αποτελεί πρόσωπο. Ο Πασχάλης επιζητεί διακαώς την αιώνια «συνάντησή» τους στον ουρανό, αφού η επίγειος - λόγω του δικού του «ατοπήματος» - δεν ευοδώνεται 215 . Η έκσταση (φυγή), μάλιστα, στην οποία βρίσκεται ο Πασχάλης φαντασιωνόμενος την αγαπημένη του στον Παράδεισο, μοιάζει με κατανυκτική προσευχή, η οποία του προσδίδει μια υπερκόσμιο ηδονή 216 . Σέλος ο αφηγητής, αναιρώντας τα παράπονα που διατυπώνει στην αρχή της αφήγησής του για την «άστοργη» μητέρα - 43 Υύση, τώρα δοξάζει τον Θεό, γιατί προσφέρει στον άνθρωπο μοναδική παρήγορον ελπίδα , την μεταθανάτιο ζωή 217 . Έτσι, ο Βιζυηνός «οδηγεί» στο διήγημα αυτό τους δύο ήρωές του σε μια λύτρωση όχι ενδοκοσμική, αφού αυτή καθίσταται ανέφικτη, αλλά εξωκοσμική/υπερβατική, μυστηριακή, εσχατολογική και θεολογική, η οποία και φαίνεται να λειτουργεί εξαγνιστικά και καθαρτήρια και για τους δύο. Άρα, η εσχατολογική προοπτική της ζωής δίνει «απαντήσεις».



209 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.160: « ἐκ τοῦ ἐρέβους τῆς σκοτεινῆς φαντασίας μου, ἀνέβη ἡ καθαρά, ἡ ἂσπιλος μορφή τῆς Κλάρας, ὡς ἀστήρ ἀνατέλλων!».
 210 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.145 -146: « (Ο Πασχάλης) δὲν ἠξεύρω πῶς ἐφούσκωνε πάλιν τὸ στῆθός μου κ’ ἐθερμαίνετο καὶ ἀνεπτεροῦτο ἡ φαντασία μου! (<) Καὶ μόνον ἡ ψυχή μου ἐξηκολούθει τότε νὰ πετᾷ , ὡς ἐν ὀνείρῳ, νὰ πετᾷ μετὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐπάνω, ἐπάνω, ἐπάνω, μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Ὑψίστου!».
211 Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.109.
 212 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.107.
 213 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.150.
 214 Γ. Μπαμπινιώτης, όπ. παρ., σ.1885.
 215 Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα , όπ. παρ., σσ.161: « Ἡ ἐδική μου εἰς τὴν παραφορὰν ἑνὸς προώρου πάθους διεκύβευσε τὸν προορισμόν της καὶ τὸν ἔχασε. Σοιουτοτρόπως ἐματαιώθη ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἕνωσίς μας. Ἀλλ’ ἐκεῖ ἐπάνω... Ὤ ! Ἐκεῖ ἐπάνω θὰ τῆς ὑπάγω καρδίαν κεκαθαρμένην εἰς τὰ δάκρυά μου, ἐξηγνισμένην διὰ τῆς μετανοίας. Καὶ θὰ ἑνωθῶμεν αἰωνίως, αἰωνίως!».
 216 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.161: « Ἡ γλυκεῖα ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ μεσιτευούσης παρθένου τὸν ἐπαρηγόρησεν. ( < ) Ἀλλ’ ἡ ἔκστασις αὕτη ἦτον ἔκστασις ἀνθρώπου ἐσωτερικῶς κ’ ἐν κατανύξει προσευχομένου, οὐχὶ ψυχῆς ἐπτοημένης καὶ τρεμούσης πρὸ τῶν ἰδίων αὐτῆς φαντασμάτων. Μία μυστηριώδης, ἀλλ’ ὑπερκόσμιος ἡδονὴ ἐδάνειζεν, ἔλεγες, εἰς τὸ βλέμμα του, τὴν ὑπερβολικὴν ἐκείνην λάμψιν».


Η « συνάντηση » των ψυχών στο Γ. Βιζυηνό


Η « συνάντηση » των ψυχών επιτυγχάνεται. Οι δύο ερωτευμένοι συναντώνται χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, τυχαία, από μία μυστικὴ ἀνταπόκρισις, μία ὑπερφυσικὴ συνεννόησις τῶν καρδιῶν! 218 ΢υναντώνται , επειδή το επιθυμούν ολόψυχα και οι καρδιές τους αποτελούν «δοχεία συγκοινωνούντα». Ο Πασχάλης στη συνέχεια την «βλέπει» με τη φαντασία του, το προτελευταίο βράδυ της ζωής του, στο γλυκύ φως του Παραδείσου, να μεσιτεύει γι΄αυτόν στον Θεό . ΢υγχρόνως εκφράζει τη βεβαιότητα ότι η Κλάρα έχει πεθάνει, γιατί αἱ ψυχαί μας συγκοινωνοῦσι καὶ διὰ τῆς ὕλης ἀκόμη 219. 
Η επιστολή της επόμενης ημέρας θα επιβεβαιώσει στον αφηγητή τον θάνατο της Κλάρας· επισημαίνεται στην επιστολή ότι πέθανε μὲ τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τῶν χειλέων, ὅτι ὑπάγει νὰ εὕρῃ τὸν μελλόνυμφόν της , πεθαίνει, δηλαδή, την νύκτα , καθ’ ἣν ὁ δυστυχὴς Πασχάλης τὴν εἶδεν ἐν ὀπτασίᾳ ἐπὶ τῶν οὐρανῶν 220 . Σέλος, και η αρχική δήλωση της Κλάρας, όταν βρίσκεται στο Ίδρυμα, ότι ο μέλλων σύζυγός της Ἐπῆγε νὰ σκάψῃ, νὰ βγάλῃ τὰ διαμάντια διὰ τὰ δακτυλίδια μας - τοὺς ἀρραβῶνας μας 221 , ενώ λέγεται στο φρενοκομείο από κάποια ψυχασθενή και εκλαμβάνεται συμβατικά ως αναληθής, τελικά μπορεί να «αναγνωσθεί» και ως αληθής και συνεπώς η επικοινωνία των ψυχών τους δεν διακόπτεται ποτέ. 

Ο αγαπημένος της είναι γεωλόγος, άρα σχετίζεται με τη γη και με το «σκάψιμό» της, επιζητεί - όπως λέει - να της προσφέρει τα μεγαλύτερα διαμάντια για τον αρραβώνα τους, και εδώ «επαληθεύεται», αφού δεν υπάρχει μεγαλύτερο «διαμάντι» για τον άνθρωπο από την ψυχή του· αυτήν προσπαθεί ο Πασχάλης - όπως αποκαλύπτει στην εξομολόγησή του - να εξαγνίσει, για να της τήν προσφέρει «απαστράπτουσα» και καθαρή. Η συνάντηση των ψυχών οδηγεί τον Πασχάλη και την Κλάρα σε μια μοναδική κοινωνία και επικοινωνία και τελικά στη συνταύτιση των «εγώ» τους και στη σωτηρία αμφοτέρων. 

Εν τέλει και τα ονόματά τους κρύβουν «μυστικά», και εκεί υπάρχει «συνάντηση», αφού φαίνεται να λειτουργούν «συμπληρωματικά», ο Πασχάλης παραπέμπει για τους χριστιανούς στο Πάσχα [ ετυμ . < αραμαϊκό Pascha , εβραϊκό Peshah (= διέλευση)+ τη μεγαλύτερη χριστιανική εορτή σε ανάμνηση της ανάστασης του Κυρίου ημών Ιησού Φριστού 222 , ενώ η Κλάρα *ετυμ. <λατ clarus -a -um (= αγλαός, λαμπρός 223 /φωτεινός, η, ο)+, είναι η Υωτεινή και το φως συνδέεται αναπόσπαστα με την Ανάσταση του Κυρίου 224 , το Πάσχα, και με την υλοποίηση μιας επιθυμίας του Πασχάλη: Ἐκεῖ , ἐκ τοῦ ἐρέβους τῆς σκοτεινῆς φαντασίας μου, ἀνέβη ἡ καθαρά, ἡ ἄσπιλος μορφὴ τῆς Κλάρας, ὡς ἀστὴρ ανατέλλων! 225


217 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.163: «Καὶ δὲν ἐφθόνησα πλέον τὰ μηδαμινὰ πλεονεκτήματα τῶν ζωϋφίων καὶ κρυστάλλων, ἀλλ’ ἀνακαθήσας ἐν τῇ κλίνῃ μου, ἐδόξασα τὸν Θεόν, διότι ἐπροίκισε τὴν καρδίαν τῶν λογικῶν αὐτοῦ πλασμάτων, μὲ τὴν γλυκεράν, τὴν παρήγορον ἐλπίδα τῆς μετὰ θάνατον ὑπάρξεως. Σίς οἶδεν, ἐὰν καὶ ἡ δυστυχὴς Κλάρα εἰς τὰς φωτεινὰς τῆς διανοίας τῆς στιγμὰς δὲν ἀπελάμβανε τὸ εὐεργέτημα τῆς αὐτῆς παραμυθίας; ».
218 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.150.
 219 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.161.
 220 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.166.
 221 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.112.
 222 Γ. Μπαμπινιώτης, όπ. παρ., σ.1355. 
 223 ΢. Κουμανούδης, Λεξικόν Λατινοελληνικόν (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2009)σ.130. 
 224 Ματθ. 28. 3: « ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών». 
 225 Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.160 και Μ. Φρυσανθόπουλος, «Η ερμηνεία της επιθυμίας και η επιθυμία της ερμηνείας», όπ, παρ., σσ.89 - 109, εδώ σ.104.


ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ

Pages