Ζόρικο πράγμα ο δρόμος - Point of view

Εν τάχει

Ζόρικο πράγμα ο δρόμος



Είχα να τον δω κάμποσο καιρό. Κατά καιρούς περνούσε από τη δουλειά να μου πει μια καλημέρα. Πάνε τώρα δυο χρόνια που είχαμε γνωριστεί στον υπνωτήριο των αστέγων. Βρήκε καταφύγιο κάποια κρύα βράδια για λίγο.
Προτιμούσε όπως έλεγε την ησυχία και την μοναξιά. Τον είχα βοηθήσει να βρει μια παλιά υπόγεια αποθήκη. Του αρκούσε. Μάθαινα πως περνούσε από το πολυϊατρείο κατά καιρούς για φάρμακα. Ποτέ του δεν ζήτησε τίποτα παραπάνω. Ούτε τον άκουσα να γκρινιάξει για τίποτα
Ήξερα πως πουλούσε μικροπράγματα στο δρόμο. Ούτε μια μέρα δεν είχε μείνει που να μην βγει με την πραμάτεια του. Γύρω στα εξήντα αν και έδειχνε μεγαλύτερος. Ζόρικο πράγμα ο δρόμος.
Κουβεντιάζαμε κάμποσο καπνίζοντας παρέα. Είχε μια φυσική παλιομοδίτικη ευγένεια και ένα χιούμορ με αυτοσαρκασμό. Δεν έδειχνε να έχει καμιά σχέση με τον κόσμο του δρόμου και ας είχε μείνει καιρό έξω.
Είχα καταφέρει να μάθω πολύ λίγα πράγματα για τη ζωή του. Ήταν φανερό πως απέφευγε να μιλήσει για τα περασμένα. Ποιος ξέρει? Καμιά φορά οι αναμνήσεις είναι σαν τα πολύτιμα κοσμήματα που θες να τα κρατάς από τα αδιάκριτο μάτια του κόσμου. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ περισσότερα. Τι σημασία είχε άλλωστε? Και ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω. Ούτε παπάς ούτε δικαστής. Αν κάποιος παραπέφτει απλά απλώνεις το χέρι .
Τον συνάντησα τυχαία σήμερα χαμηλά στο κέντρο της Αθήνας προς το μοναστηράκι. Τον αναγνώρισα πριν με δει. Κοντοστάθηκα λίγο πριν του μιλήσω. Με αναγνώρισε αμέσως και έδειξε να χαίρεται πολύ. Έριξα μια κρυφή ματιά στο εμπόρευμα. Στημένο πάνω σε ένα χαρτόκουτο, λίγα στυλό, μολύβια, αναπτήρες, πλαστικές θήκες για διπλώματα. Λίγα πράγματα. Πολύ λίγα. Πολύ πιο λίγα από την άλλη φορά που τον είχα δει. Θα τραβάει ζόρια σκέφτηκα. Κατάλαβε το βλέμμα μου αστραπιαία. Χαμογελώντας πικρά μου είπε « δύσκολη εποχές για τις επιχειρήσεις. Έλλειψη ρευστότητας, τα capital control…” Γέλασα και έφυγε η αμηχανία.




«Να κεράσω καφέ. Πρώτη φορά και στο μαγαζί. Εδώ δίπλα θα πεταχτώ δυο λεπτά θα κάνω…». Δεν είπα όχι αν και ήξερα ότι θα τον δυσκόλευε. Οι άνθρωποι στον δρόμο έχουν την δική τους, έστω και πληγωμένη, αξιοπρέπεια. Και το να σε κεράσουν είναι είναι η δική τους μικρή νίκη. Αν θέλεις να σε σέβονται πρέπει να τους σέβεσαι.
«Μόνο αν δεν πειράζει μπορείς να κάτσεις λίγο με τα πράγματα μέχρι να έρθω» Ξεπέρασα την αμηχανία και την ντροπή του κάνοντας πλάκα. «Έγινε, ότι πουλήσω όμως μισά-μισά»
Πάντα πίστευα πως για να καταλάβεις κάτι πρέπει να το ζήσεις. Στρώθηκα στο πεζούλι πίσω από το χαρτόκουτο.
Τα δέκα λεπτά που έκανε μου φάνηκαν αιώνας. Τρόμαξα , δεν το κρύβω. Οι περαστικοί από εκεί χαμηλά στο ύψος των ποδιών τους δείχνουν ένας κόσμος εχθρικός άγριος αφιλόξενος. Κατάλαβα τι σημαίνει αόρατος άνθρωπος. Να περνάν να σε κοιτάν και να μην σε βλέπουν. Σαν να μην υπάρχεις.
Σαν τρέιλερ πέρασαν από το μυαλό σκηνές από ένα φανταστικό προσεχώς. Αν τα πράγματα στράβωναν και μένα στη ζωή πως θα επιβίωνα. Τι κάνεις όταν οι δρόμοι αδειάζουν και εσύ μένεις πίσω μόνος σου? Πως άραγε περνάει η νύχτα αν δεν έχεις κάπου να κρυφτείς? Και τι μπορεί να ελπίζεις.
Χάρηκα που γύρισε. Με είδε συννεφιασμένο. Προσπάθησε αμήχανα να δικαιολογηθεί που άργησε. Φοβήθηκε μάλλον πως τσαντίστηκα που με άφησε μόνο του. Που να ήξερε…
‘Έστριψε τσιγάρο και μου δώσε. Έκανα λίγο πιο κει και καθίσαμε μαζί στο πεζούλι πίσω από το χαρτόκουτο. Τα Σάββατα που κατεβαίνω μόνος μου για βιβλία ελάχιστα με απασχολεί πως δείχνω. Έτσι και αλλιώς εμείς οι χοντροί το καλοκαίρι έχουμε τα μαύρα μας τα χάλια. Τώρα που το σκέφτομαι ταίριαζα στον ρόλο μια χαρά. Ιδρωμένος αξούριστος κακοσουλούπωτος και απεριποίητος με ένα παλιοτζίν αθλητικά μπλουζάκι ξεχειλωμένο και μια παλιόσακα στο ώμο. Ντεμέκ.
 «Παπαδόπουλος και υιός. Εισαγωγαί…» του είπα και βάλαμε τα γέλια. Χαλάρωσα.
Όπως καθόμασταν πέρασε ένας κυριούλης που έσερνε ένα πιτσιρικά, εμφανώς βαριεστημένο. Μας έριξε μια περιφρονητική ματιά και είπε στον μικρό.
«Τα βλέπεις που στα λέω. Αυτά γίνονται αν δεν ακούς τον πατέρα σου και δε διαβάζεις. Έτσι θα καταντήσεις…»
Ο φίλος μου γύρισε πολύ σοβαρά και με κοίταξε. « Για σένα το είπε…» Ξεκαρδιστήκαμε και οι δύο. Ένα γέλιο λυτρωτικό.
Σηκώθηκα να φύγω. « Ρε συ, ξέμεινα από αναπτήρες στο σπίτι. Που να τρέχω στα περίπτερα. Θα αγοράσω από σένα. Και κοίτα μην με φορτώσεις ψιλά. Έχει τρυπήσει και η τσέπη…». Δούλευε στο δρόμο δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν η σειρά μου να ανταποδώσω. Κατάλαβε και δε διαμαρτυρήθηκα. Μου έβαλε τους αναπτήρες σε ένα νάιλον σακουλάκι. «Α, και ένα μολύβι. Προσφορά της επιχείρησης στην εκλεκτή πελατεία της…» Σφίξαμε τα χέρια πριν απομακρυνθώ.
Τώρα που τα ξανασκέφτομαι στην ησυχία –και την ασφάλεια- του κήπου μου και τα μοιράζομαι μαζί σας θυμήθηκα έτσι χωρίς λόγο ένα στίχο του Αργύρη Χιόνη
«…Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους…»
___________________

Pages