Ὁ ἐπιστημονισμός, ἡ ἀποκλειστικὴ καὶ ἀπόλυτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴν λογοκρατούμενη γνώση τοῦ κόσμου, εἶναι φαινόμενο ποὺ ἀναπτύσσεται στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τὴν ἐποχή, κατὰ βάση, τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Ἡ ἐπιστήμη θέτει ὡς προϋποθέσεις γεννήσεώς της τὶς λογικὲς κατηγορίες τοῦ Νοῦ. Ἔτσι ὁ κόσμος συλλαμβάνεται μέσα ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ αἰτίου-ἀποτελέσματος, ἐξειδίκευση τῆς τελικότητας μὲ τὴν ὁποία αὐτὲς ἀντιλαμβάνονται τὸν κόσμο, τὴν χρονικότητα, τὶς ποσοτικὲς μεταβολὲς κ.λ.π. Συνεπῶς ὅ,τι ἐκφεύγει ἀπὸ αὐτὰ τὰ προδιαγεγραμμένα ὅρια, θεωρεῖται ὡς ἀνύπαρκτο, ψευδὲς ἢ παραπλανητικό. Κατ’ἀκολουθίαν ἡ «ἀλήθεια» τοῦ κόσμου ταυτίζεται μὲ τὴ λειτουργία μιᾶς ἰδιαίτερης ἐκδήλωσης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀνήγαγαν σὲ κατάσταση ἀναμφίβολης Ἰσχύος. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ «ἀλήθεια» τοῦ κόσμου, διὰτῆς ἐπιστήμης, εἶναι ἀντικειμενικὰ δεδομένη, θὰ πρέπει ὅλοι νὰ ἀποποιηθοῦμε τὶς ὑπαρκτικές μας,ἐσωτερικὲς ἀναζητήσεις καὶ νὰ συμμορφωθοῦμε πρὸς τοὺς «νόμους» ποὺ τὶς διέπουν.
Ἐνῶ ὅμως στὴν περίπτωση τῆς μὴ ἀντικειμενικῆς «ἀλήθειας» ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἐκδιπλώσουμε τὴν ἑτερότητα τῆς προσωπικῆς καὶ ὄχι ἀτομοκρατικῆς μας ὕπαρξης σὲ τόπους δίχως ὅρια, ὅπου δεσπόζει ἡ πολυμορφία, ἡ εὐφράδεια τῆς δημιουργικῆς ποικιλίας καὶ ἐνεργητικῆς κοινωνίας, στὴν περίπτωση τῆς «ἀντικειμενικῆς ἀλήθειας» κυριαρχεῖ ἡ μονοτυπία, ἀποτέλεσμα τῶν ὁλοκληρωτικῶν καὶ ὁμοιομορφικῶν τάσεων τοῦ ἀντικειμενικοῦ δεδομένου.
Ὑπὸ τὴν ἐπιστήμη, παύει ἡ «ἀλήθεια» νὰ συνιστᾶ προσωπικὸ κατόρθωμα μὲ τὴν ταυτόχρονη καταβύθιση στὸ χῶρο τῶν σκιερῶν ἀντικειμένων.
Συνακολούθως τὸ Πανεπιστήμιο θεωρεῖται ὁ χῶρος ἀπ’ ὅπου προέρχονται τὰ στελέχη ποὺ θὰ ἐπανδρώσουν μελλοντικὰ τὸ σύστημα τῆς παραγωγικῆς διαδικασίας, πρᾶγμα ποὺ ἔχει ἄμεση ἐπίπτωση στὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ σημερινοῦ κοινωνικοῦ συστήματος, μέσω τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ ἡ ἐπιστήμη εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ἐξουσιαστικότητα τῶν κοινωνικῶν συστημάτων. Ἀπὸ τὶς ἀπαρχές της τὴν διαπερνοῦσε ἡ ἀντίληψη τῆς ἐξουσιαστικῆς κυριαρχήσεως πάνω στὴ Φύση καί, στὸν καπιταλισμό, πάνω στὸν ἄνθρωπο. Ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς θεμελιώδους τάσεως ἦταν ἡ προσπάθεια ὁλοκληρωτικῆς προσμετρήσεως, ὑπολογισμοῦ καὶ ἔλεγχου τῆς Φύσεως. Αὐτὴ ἡ ἐξουσιαστικὴ διαμεσολάβηση τοῦ ἀνθρώπου κατέληξε στὸν κατάφορο βιασμό της, στὴν παραμορφωτική της διαπόμπευση, ποὺ ζοῦμε σήμερα. Ἡ ἐπιστήμη σὺν τῷ χρόνῳ ἄρχισε νὰταυτίζεται μὲ τὴν τεχνολογία καὶ νὰ ἐπιβάλλεται σὰν τέτοια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ στὸ περιβάλλον τῆς κυριαρχίας δέχεται αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν πιέσεων ποὺ ἀσκοῦνται σ’ αὐτό. Ἡ κυριαρχία, ἡ ἄσκηση ἐξουσίας πάνω ὀτῆ Φύση ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐπιβολὴ στὸν ἄνθρωπο, κατὰ ὀρθολογικὸ τρόπο, δηλαδὴ τεχνολογικό. Ἡ ἐπιστήμη ποτὲ δὲν ἐγκατέστησε μὲ τὴ Φύση οὐσιαστική, δηλαδὴ ἁρμονικὴ-ἀγαπητικὴ σχέση (πνευματικοῦ καὶ ἀκόμα συμπονετικοῦ περιεχομένου) ἀλλὰ θεμελιώθηκε στὴν ἀπηνῆ διάκριση Ὑποκειμένου - Ἀντικειμένου.
Ὁ ἄνθρωπος ἐκλαμβάνεται στὰ ἐπιστημονικὰ πλαίσια, ὑπὸ τὴν «ἐποπτεία» τοῦ καπιταλισμοῦ, ὡς στατιστικὴ μονάδα, τὴν εὐτυχία του τὴν ὑπολογίζουν βάσει τοῦ ἐθνικοῦ προϊόντος.
Κατανοεῖται ἔτσι γιατί ἡ ἐξουσία τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ τῆς εὐζωΐας τὸν ἀπογυμνώνει ἀπὸ κάθε δυνατότητα πνευματικῆς ἐμπειρίας, τὸν θεωρεῖ μετρήσιμο ἀντικείμενο, ὅπου τοῦ ἀφαιροῦνται οἱ προσωπικὲς ἰδιαιτερότητες. Ἀντὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸν ἄνθρωπο τὸν ὑποτάσσει σ’ ἀπρόσωπους μηχανισμούς.
Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση ἡ Παιδεία προσλαμβάνει ποιοτικὰ διάφορες διαστάσεις. Παιδεία σημαίνει ἀγωγὴ καὶ ἀγωγὴ πορεία, κοπιώδη διαδικασία, στὴν ὁποία συμμετέχοντας ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἀποσπαστεῖ ἀπὸ τὸν χῶρο, ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἀναγκαιότητας ἔχονταςὡς κατεύθυνση τὸ χῶρο τῆς ἐσωτερικῆς, πνευματικῆς ἐλευθερίας, πάνω ἀπὸ χωροχρονικοὺς περιορισμούς. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἀρνεῖται τὸν φυσικὸ κόσμο. Ἁπλῶς δὲν δέχεται τὶς ἐκλογικευτικὲς διακρίσεις Ὑποκειμένου - Ἀντικειμένου. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀποδύεται σ’ ἕναν ἀγώνα ὁλικῆς πνευματοποιήσεως, ὅπου ἐνδιαθέτει ὁλόκληρη τὴν πνοή του παντοῦ, συναιρεῖ τὰ πάντα, συγκεφαλαιώνει τὴ φύση μέσα του καὶ ὅλοι ἀκολουθοῦν μιὰ κοινὴ πορεία ἀνόδου, ὑπερβαίνοντας ὅλα τὰ σχήματα.
Κι αὐτὴ ἡ πορεία ὡς Μυσταγωγία, ὡς Λειτουργία, ὅπου τὰ ὄντα ἀναδυόμενα στὸ ἄπλετο φῶς τοῦ Θεοῦ, μαρτυροῦν γι’ Αὐτόν, ἀποχαιρετώντας τὴ λήθη τῆς ἀναγκαιότητος, μετουσιώνονται ἀπ’ τὴν ἐνστάλαξη τοῦ θείου φωτὸς κοινωνώντας κι αὐτὰ στὴν ἄρρητη οὐσία Του. Στὸ «τέλος» αὐτῆς τῆς μυητικῆς λειτουργίας ὁ ἄνθρωπος καθορᾶ τὸ Θεό, τὸ ἀείζωο καὶ ζωοποιοῦν Φῶς, ποὺ διαχέεται ἀτελείωτα, χωρὶς λογικὴ ἐξήγηση, ποὺ δὲν προσδιορίζεται λογικὰ-λεκτικά, παρὰ μόνο ὡς ἀγάπη, τὴ μόνη δυνατὴ ὀντολογικὴ ἐκδήλωση τοῦ Θεοῦ, τοῦ τρόπου δηλαδὴ μὲ τὸν ὁποῖο ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα μας. Καὶ ὁ ἄνθρωπος θεώνεται ἀκριβῶς στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς σχέσης ὡς ἀγαπητικῆς ἀλληλοπροσφορᾶς στὸν Ἄλλο, ὡς βίωση τῆς θεϊκῆς γλυκύτητας καὶ ἀγαθότητος, ὡς τὴν αὔρα ποὺ «πνέει παντοῦ». Ἡ Παιδεία λοιπὸν συντίθεται ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἐπαναβασμῶν, ἀποποιεῖται τὶς μεθόδους, τὴν κανονιστικὰ ρυθμιζόμενη συμπεριφορά, τὴν ὑπαγωγὴ στὰ νομικίστικα σχήματα τῆς συμβατικότητας. Ἀντίθετα ἐδῶ προέχει ὁ Ἔρως σ’ ὅλες του τὶς ἐκφάνσεις ὡς ὁδὸς μανική, ποὺ συγκρατεῖ, συνέχει καὶ ὁμονοεῖ τὰ ὄντα. Ἡ ἔκ-σταση ποὺ ἐπακολουθεῖ ἀποτελεῖ τὴν ἔξοδο ἀπ’ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν περιαγωγή μας στὸν Ἄλλο, συνιστᾶ τὴν ἀσίγαστη ἔφεσή μας νὰ διαχέουμε τὴνὕπαρξή μας στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸν κόσμο, παρουσιάζεται ὡς ἡ θεία ἐνέργεια τῆς «ὑπερβλυζούσης φωτοχυσίας» τοῦ νοητοῦ φωτός. Διὰτοῦ Ἔρωτος ἀναδυόμαστε τέλος στὸ ἀπερινόητο κάλλος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἡ ἀγαπητικὴ γνώση καὶ ὄχι ἡ συσσώρευση πληροφοριῶν· εἶναι ἡ ἐκκάλυψη τῶν ὄντων καὶ ἡ μέθεξη στὸν Ἕνα ἀρχέτυπο Λόγο. Ἡ βιωματικὴ θέωση τοῦ σύμπαντος κόσμου, κεῖται ἔτσι πέραν τῶν ὁρίων τῆς λογικῆς, σὲ μιὰ ἀπερινόητη μυστικὴ ἡδυθυμία, στὴν μετοχὴ στὸ ὑπέρτερο κάλλος τοῦ Θεοῦ.
Συμπερασματικὰ λοιπὸν παιδεία εἶναι ἡ μυστική, δηλαδὴ ἐσωτερική, ἐναγώνια προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου ν’ ἀποκαλύψει τὸ θεϊκὸ θάμβος ποὺ ἐκρέεται ἀπύθμενο ἀπ’ τοὺς μυχοὺς τῆς ψυχῆς μας, ποὺ δὲν τοποθετεῖται ἰδεαλιστικὰ στοὺς οὐρανούς, ποὺ δὲν παρουσιάζεται σὰν τρομακτικό, δυναστικὸ ἢ ὄπιο τοῦ λαοῦ.
Ἡ πνευματικὴ ἔρημος ποὺ ἐκτείνεται στὸν πανεπιστημιακὸ χῶρο, εἶναι σήμερα πασιφανής. Ὅλοι αἰσθανόμαστε γύρω μας ἕνα παγερὸ κενὸποὺ συνεχῶς μᾶς περισφίγγει. Ὀρθώνονται τείχη σ’ ἐκείνους ποὺ ἐπιζητοῦν πνευματικὴ ποιότητα, ἐξοβελίζοντας τὶς ἐπιθυμίες τους στὸ περιθώριο τῶν σχέσεων. Λείπει ἡ διάθεση διαλόγου, διακινήσεως ἰδεῶν. Ἀναστέλλεται ἡ συμμετοχή μας στὸ νὰ διαταράξουμε τὰ λιμνάζοντα ὕδατα. Ἀπροθυμία καὶ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πάντα, σύγχυση, ποὺ φανερώνεται στὴν ἀκαταληψία ποὺ μᾶς χαρακτηρίζει, ὅπου ὁμιλοῦμε ἀλλὰ δὲν συνεννοούμαστε, στὸ ὅτι στὶς γενικὲς συνελεύσεις ἐπιδιδόμαστε τελικὰ σὲ παράλληλους μονολόγους ἢ «μονολόγους ἐν διπλῷ», ποὺ ἔλεγε ὁμεγάλος μας Σκιαθίτης, ποὺ δὲν σεβόμαστε τὸν ἄλλο, δὲν τὸν συντρέχουμε στὴ θλίψη του, στὸν καϋμὸ ἢ στὴ χαρά του. Ἡ δυσαρθρία καὶ δυσκαμψία στὴν ἔκφραση τοῦ λόγου μας, ἡ ἔλλειψη πολλαπλότητας στοὺς λεκτικοὺς χρωματισμοὺς καὶ ἡ ἀπουσία πηγαίας αὐθεντικότητας, συνοψίζουν τὸ σύνδρομο τῆς γλώσσας μας, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ ὁμοιομορφισμὸς μέσα ἀπὸ ἀναλογικὲς ρυθμίσεις χωρὶς γλυκύτητα καὶ ἐλαστικότητα.
Τὸ κείμενο αὐτὸ συνιστᾶ μιὰ μορφὴ ἀγωνίας. Σ’ ἕνα χῶρο ποὺ ἀποσυντίθεται, ἂς προβληματιστοῦμε στοιχειωδῶς ἀλλοιῶς. «Ἂν θέλουμε νὰζήσουμε καλύτερα ν’ ἀρχίσουμε τώρα ἀμέσως. Ἂν δὲν τὸ θέλουμε δὲν πειράζει ἀλλὰ καλύτερα ν’ ἀρχίσουμε νὰ πεθαίνουμε». (Auden σὲ μετάφραση Γ. Σεφέρη).
Ἀπὸ φυλλάδιο ποὺ κυκλοφόρησε στά ἑλληνικά Πανεπιστήμια τό 1982,