Στην περίφημη επιστημονική εταιρία Royal Society του Λονδίνου ανακοινώθηκε πανηγυρικά ότι ένα νέο υπολογιστικό πρόγραμμα, δημιουργημένο στη Ρωσία, κατάφερε να περάσει επιτυχώς την περιβόητη δοκιμασία Τιούρινγκ για τη διαπίστωση της νοημοσύνης των μηχανών.
«Γεια, μου αρέσουν πολύ τα χάμπουργκερ και οι καραμέλες. Είμαι δεκατριών χρονώ και ο πατέρας μου είναι γυναικολόγος…», έγραψε στην οθόνη του υπολογιστή ένας Ουκρανός πιτσιρικάς, ο Ευγένιος Γκόστμαν (Eugene Goostman).
Στην πραγματικότητα όμως, ό,τι μόλις διαβάσατε είναι κάποιες από τις γραπτές απαντήσεις που έδωσε από μόνο του ένα πρόγραμμα για υπολογιστή που οι δημιουργοί του το βάπτισαν «Ευγένιος Γκόστμαν». Και μάλιστα, σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων ειδικών, πρόκειται για το πρώτο πραγματικά «νοήμον λογισμικό», αφού είναι σε θέση να περνά επιτυχώς τη δοκιμασία Τιούρινγκ, το περίφημο τεστ που το 1950 πρότεινε ο μεγάλος μαθηματικός Αλαν Τιούρινγκ (Alan Turing) ως μια ασφαλή μέθοδο για να διαπιστώνουμε αν μια ευφυής υπολογιστική μηχανή μπορεί να επιδεικνύει νοημοσύνη ανάλογη με αυτήν των ανθρώπων.
Το πρόγραμμα «Ευγένιος» παραπλανά τους ειδικούς
Η είδηση, που άρχισε να κυκλοφορεί πριν από ένα μήνα προκαλώντας τις πιο αντιφατικές αντιδράσεις και τις πιο σφοδρές διενέξεις μεταξύ των ειδικών, είναι ότι ένα ειδικά σχεδιασμένο και περίπλοκο υπολογιστικό πρόγραμμα κατάφερε, για πρώτη φορά, να ξεγελάσει πάνω από το 30% των ειδικών που το εξέτασαν. Από τον διάλογό τους -μέσω υπολογιστή- με το συγκεκριμένο πρόγραμμα, αυτοί οι ειδικοί πείστηκαν ότι συνομιλούσαν με έναν άνθρωπο και όχι με μια… μηχανή!
Για να τιμήσει τη μνήμη του Αλαν Τιούρινγκ, πατέρα της σύγχρονης επιστήμης των υπολογιστών και της Τεχνητής Νοημοσύνης (φέτος συμπληρώθηκαν εξήντα χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του), ο διάσημος Βρετανός επιστήμονας Κέβιν Γουόργουικ (Kevin Warwick) διοργάνωσε, πριν από ένα μήνα, στην περίφημη επιστημονική εταιρεία Royal Society του Λονδίνου, έναν διαγωνισμό ανάμεσα σε υπολογιστικά προγράμματα τα οποία θα έπρεπε να υποβληθούν στη δοκιμασία Τιούρινγκ. Μοναδικός νικητής αναδείχτηκε το πρόγραμμα «Ευγένιος Γκόστμαν».
Μετά την ολοκλήρωση αυτού του πρόσφατου «τεστ νοημοσύνης» των μηχανών, ο Γουόργουικ, καθηγητής Βιοκυβερνητικής στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ και πρωτοπόρος ερευνητής στη Ρομποτική, δήλωσε κατενθουσιασμένος: «Πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας κατάκτηση της επιστήμης. Κανένας υπολογιστής δεν τα είχε καταφέρει μέχρι σήμερα. Μπορεί κατά το παρελθόν αρκετοί ερευνητές να είχαν ισχυριστεί ότι το πρόγραμμά τους είχε περάσει το τεστ Τιούρινγκ, στην πραγματικότητα όμως είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει μέσω μιας αυστηρής δοκιμασίας που βασίζεται στην ανεξάρτητη επαλήθευση και σε έναν διάλογο χωρίς περιορισμούς ως προς τον τύπο των ερωτημάτων».
Πράγματι, το συγκεκριμένο «ευφυές» λογισμικό (software) είναι ένα σύνθετο πρόγραμμα για υπολογιστή, που δημιουργήθηκε στην Αγία Πετρούπολη από δύο ικανούς προγραμματιστές: έναν Ρώσο, τον Β. Βεσέλοφ (Vladimir Veselov), και έναν Ουκρανό, τον Ε. Ντεμτσένκο (Eugene Demchenko). Ο πρώτος ζει στις ΗΠΑ, ενώ ο δεύτερος στη Ρωσία. Οσο για το «ευφυές» πρόγραμμά τους, είναι η ζωντανή απόδειξη ότι, ενίοτε, η επιστήμη μπορεί να ενώνει ό,τι χωρίζει η πολιτική.
Οι δύο προγραμματιστές συνεργάζονται από το 2001 για την υλοποίηση του λογισμικού «Ευγένιος Γκόστμαν», οικοδομώντας σταδιακά ένα υπολογιστικό πρόγραμμα ικανό να εκδηλώνει μια «προσωπικότητα» όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινη. Και η μάλλον πονηρή επιλογή τους να προσομοιώσουν σε έναν ισχυρό υπολογιστή τη γλωσσική συμπεριφορά ενός εφήβου εξηγείται εύκολα: «Μόνο ένας έφηβος έχει την αυθάδεια να απαντά σε οτιδήποτε, ενώ στην πραγματικότητα η συμπεριφορά του δείχνει πως δεν ξέρει τα πάντα», όπως διευκρίνισε ο Βεσέλοφ για να εξηγήσει αυτή τους την επιλογή.
Σε αυτή την πρόσφατη δοκιμασία του Τιούρινγκ συμμετείχαν πέντε διαφορετικά υπολογιστικά προγράμματα, μόνο όμως το «Ευγένιος Γκόστμαν» κατάφερε να πείσει ή, αν προτιμάτε, να ξεγελάσει τους περισσότερους από τους τριάντα εξεταστές -μεταξύ των οποίων και ο Ααρον Σλόμαν (Aaron Sloman), ένας από τους γκουρού της σύγχρονης Τεχνητής Νοημοσύνης- ότι δεν είναι μηχανή, αλλά άνθρωπος.
Ολοι ανεξαιρέτως οι εξεταστές, μετά από έναν διάλογο πέντε λεπτών χωρίς οπτική επαφή άλλοτε με το πρόγραμμα και άλλοτε με πραγματικούς ανθρώπους, έπρεπε να αποφασίσουν αν αυτός που τους μιλούσε ήταν άνθρωπος ή μηχανή. Ετσι, πάνω από το 33% των εξεταστών αποφάσισε ότι το «Ευγένιος» ήταν άνθρωπος. Ποσοστό αρκετά υψηλό ώστε να διασφαλίζεται η φερεγγυότητα του συνολικού αποτελέσματος της δοκιμασίας Τιούρινγκ.
Αυτό το αποτέλεσμα δεν δημιούργησε μόνο μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά και ιδιαίτερα έντονες επικρίσεις, που εκδηλώθηκαν αμέσως μετά τη δημοσίευση αυτών των προκλητικών συμπερασμάτων. Και, όπως θα δούμε, οι περισσότερες αντιρρήσεις επισήμαναν τα λογικά κενά και αμφισβήτησαν ως εντελώς αυθαίρετη την ερμηνεία των αποτελεσμάτων του τεστ από τον Γουόργουικ. Ομως, για να κατανοήσουμε αυτές τις αντιρρήσεις χρειάζεται να ανατρέξουμε, εν συντομία, στη γενεαλογία και τις δυνατότητες της δοκιμασίας Τιούρινγκ.
Η προσέγγιση Τιούρινγκ στον κόσμο των «ευφυών μηχανών»
Σε ένα πολύ διάσημο κείμενο με τίτλο «Υπολογιστικές μηχανές και νοημοσύνη» (Computing Machinery and Intelligence), που έγραψε το 1950, o Αλαν Τιούρινγκ εξετάζει εξαντλητικά το ερώτημα αν «οι μηχανές μπορούν να σκέφτονται». Καταλήγει μάλιστα να προτείνει μια φαινομενικά παιγνιώδη δοκιμασία που, όπως ήλπιζε, θα μπορούσε να προσφέρει ένα ασφαλές κριτήριο για να αποφασίζουμε αν οι υπολογιστικές μηχανές -που είχαν μόλις αρχίσει να εμφανίζονται- διέθεταν ή όχι ανθρώπινη νοημοσύνη.
Η όλη δοκιμασία του Τιούρινγκ βασιζόταν σε ένα πανούργο παιχνίδι μίμησης που παίζεται από τρεις παίκτες. Οι δύο από αυτούς είναι άνθρωποι και ο τρίτος ένας ισχυρός ψηφιακός υπολογιστής. Ο πρώτος αναλαμβάνει τον ρόλο του «ανακριτή»: είναι ένας άνθρωπος που θέτει ερωτήματα στους άλλους δύο προκειμένου να καταλάβει και να αποφασίσει ποιος από τους άλλους δύο παίκτες είναι η υπολογιστική μηχανή. Ο δεύτερος άνθρωπος οφείλει να απαντά πάντοτε ειλικρινά για να βοηθήσει τον ανακριτή. Ο τρίτος, αντίθετα, είναι ένας κατάλληλα προγραμματισμένος υπολογιστής που μιμείται όσο καλύτερα μπορεί την ανθρώπινη συμπεριφορά για να ξεγελάσει τον ανακριτή.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν τη δοκιμασία, η ικανότητα χρήσης της ανθρώπινης γλώσσας αποτελεί επαρκές και, σε τελευταία ανάλυση, αποφασιστικό κριτήριο για να αποφασίζουμε αν ένα σύστημα (ανθρώπινο ή τεχνητό) διαθέτει νοημοσύνη. Υπό αυτήν τη έννοια, πρόκειται για ένα σαφώς εξωγενές συμπεριφοριστικό κριτήριο που αδιαφορεί παντελώς για το υλικό υπόστρωμα, δηλαδή για τις δομές που παράγουν τη νοήμονα συμπεριφορά.
Είτε πρόκειται για ανθρώπινους βιολογικούς εγκεφάλους είτε για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, αυτό που ενδιαφέρει είναι μόνο η γλωσσική νοημοσύνη που επιδεικνύουν και όχι η εγκεφαλική ή ηλεκτρονική δομή που την παράγει, η οποία θεωρείται ένα αδιαφανές «μαύρο κουτί». Με αυτήν ακριβώς την έννοια, η δοκιμασία του Τιούρινγκ εξετάζει αποκλειστικά και μόνο τις γλωσσικές απαντήσεις των παικτών στα γλωσσικά ερεθίσματα-ερωτήσεις που δέχονται.
Στο άρθρο «Υπολογιστικές μηχανές και νοημοσύνη», ο Αλαν Τιούρινγκ έκανε μάλιστα και την εξής πρόβλεψη για τις μελλοντικές εφαρμογές των τεστ: «Πιστεύω ότι σε πενήντα χρόνια θα είμαστε σε θέση να προγραμματίζουμε υπολογιστές οι οποίοι θα συμμετέχουν στο παιχνίδι της μίμησης τόσο καλά ώστε ένας μέτριος ανακριτής δεν θα έχει πάνω από 70% πιθανότητες να κάνει μια ορθή ταυτοποίηση μετά από 5 λεπτά ερωτήσεων».
Συνεπώς, το πρόσφατο τεστ που παρουσίασε ο Γουόργουικ στο Λονδίνο δεν αποτελεί μια επιτυχή υπέρβαση του τεστ Τιούρινγκ, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, αλλά μάλλον επιβεβαιώνει τις προβλέψεις του πατέρα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Εξάλλου, πλείστοι ειδικοί είναι πεπεισμένοι ότι το συμπέρασμα που προέκυψε από την υποβολή του προγράμματος «Ευγένιος» στη δοκιμασία Τιούρινγκ είναι ότι αυτό πολύ δύσκολα θα μας έπειθε για τις γενικότερες ανθρώπινες ικανότητές του, δεδομένου ότι είναι ικανό να προσομοιώνει μόνο περιορισμένες νοητικές μας ικανότητες και σε πολύ ειδικές συνθήκες.
Πάντως, είναι γεγονός ότι για τον υπερβολικό θόρυβο που προκάλεσε στον διεθνή Τύπο αυτή η είδηση, αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν η φήμη και οι υπερβολικές δηλώσεις του Γουόργουικ, ενός πολύ διάσημου Βρετανού επιστήμονα, ο οποίος επανειλημμένως έχει προκαλέσει το πρόσκαιρο ενδιαφέρον των ΜΜΕ, όπως όταν ισχυρίστηκε ότι «είναι ο πρώτος Cyborg», ο πρώτος βιοκυβερνητικός οργανισμός πάνω στη Γη.
Οσο για την υποτιθέμενη επιβεβαίωση της νοημοσύνης του υπολογιστικού προγράμματος «Ευγένιος», αυτή βασίζεται στη θεμελιώδη -αλλά ανεπιβεβαίωτη μέχρι σήμερα- παραδοχή τού Αλαν Τιούρινγκ και των σύγχρονων οπαδών της πιο «σκληρής» εκδοχής της Τεχνητής Νοημοσύνης (hard A.I.) ότι η ανθρώπινη σκέψη δεν είναι τίποτε άλλο από λογικός υπολογισμός, δηλαδή χειρισμός συμβόλων βάσει κανόνων, συνεπώς δεν εξαρτάται ούτε περιορίζεται από το υλικό υπόστρωμα (hardware) στο οποίο πραγματοποιούνται αυτοί οι υπολογισμοί, αλλά μπορεί κάλλιστα να εκδηλώνεται τόσο σε βιολογικούς όσο και σε ηλεκτρονικούς εγκεφάλους!
Αυτή η αφηρημένη υπολογιστική και αμιγώς συμπεριφοριστική «σκληρή» εκδοχή της Τ.Ν. έχει κατά καιρούς δεχτεί πλήθος επικρίσεων και διαψεύσεων, τόσο αμιγώς επιστημονικών όσο και φιλοσοφικών. Από επιστημονική άποψη είναι αδύνατον π.χ. να παραβλέπουμε ή να υποτιμάμε τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις της νοημοσύνης. Ενώ, από φιλοσοφική άποψη, δεν μπορούμε να αποφασίζουμε εάν ένα τεχνητό σύστημα διαθέτει ή όχι νοημοσύνη βασιζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στην οπτική γωνία ενός τρίτου προσώπου (του ανακριτή) και όχι π.χ. σε αυτήν του πρώτου προσώπου: εγώ σκέπτομαι, άρα είμαι νοήμων!
Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι από τη σκοπιά του πρώτου προσώπου οι εκδηλώσεις της νόησης προϋποθέτουν την παρουσία συνείδησης και κατανόησης, των τυπικών δηλαδή γνωρισμάτων του ανθρώπινου νου.
Τις τελευταίες δεκαετίες η ανάπτυξη της λεγόμενης «σκληρής» Τεχνητής Νοημοσύνης και των πραγματικά ασύλληπτων τεχνολογικών εφαρμογών της φαίνεται να επιβεβαιώνουν επαρκώς το γεγονός ότι κάθε αφηρημένη και αμιγώς υπολογιστική προσέγγιση του ανθρώπινου νου δημιουργεί ενδεχομένως αξιοθαύμαστες και ιδιαίτερα αποτελεσματικές μηχανές οι οποίες, ωστόσο, δεν διαθέτουν αυτόνομη συνείδηση ή ανθρώπινου τύπου νοημοσύνη.
Ο νους «κατοικεί» στις μηχανές όταν εγκαταλείπει τον εγκέφαλο
Η αδυναμία να δημιουργήσουμε μηχανές με πραγματική νοημοσύνη δεν σημαίνει βέβαια ότι η ανθρώπινη γλώσσα, η συνείδηση, η φαντασία, η έλλογη σκέψη, τα συναισθήματα, όλες αυτές οι «ανώτερες» και αινιγματικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου νου, είναι ανεξήγητα ή υπερφυσικά φαινόμενα, δημιουργήματα κάποιων σκοτεινών δυνάμεων (της άυλης ψυχής, του Θεού κ.ο.κ.).
Πάντως, η προοπτική να δημιουργηθεί μια «υπερεπιστήμη» άρα και «υπερτεχνολογία» των νοητικών φαινομένων έγινε ορατή χάρη στην ανάδυση, τη δεκαετία του 1960, της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Γνωσιακής Επιστήμης. Αυτοί οι δύο νέοι πολύ ισχυροί διεπιστημονικοί κλάδοι φιλοδοξούν να συνθέσουν σε ένα ενιαίο εξηγητικό σχήμα όλες τις επιμέρους γνώσεις και τεχνολογίες που άρχισαν να συσσωρεύονται με εκρηκτικούς ρυθμούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ωστόσο, αυτές οι «νέες επιστήμες και τεχνολογίες του νου» θεμελιώθηκαν πάνω σε δύο βασικές αλλά κάθε άλλο παρά αυταπόδεικτες παραδοχές:
α) Κάθε νοητικό φαινόμενο είναι γνωσιακό φαινόμενο και
β) κάθε γνωσιακό φαινόμενο δεν είναι παρά ένα υπολογιστικό φαινόμενο.
Ισως έτσι εξηγείται γιατί η νέα επιστήμη-τεχνολογία του νου υιοθέτησε άκριτα, τουλάχιστον στα πρώτα της βήματα, το «υπολογιστικό μοντέλο» και ανήγαγε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε βασικό εργαλείο ελέγχου της αλήθειας των θεωριών της. Η κάθε άλλο παρά αυταπόδεικτη παραδοχή ότι κάθε υπολογιστική μηχανή (ένας ψηφιακός υπολογιστής) μπορεί να συμπεριφέρεται όπως ένας βιολογικός εγκέφαλος οδηγεί αναπόφευκτα στο ταυτολογικό συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλός μας είναι μια υπολογιστική μηχανή.
Παραδόξως, η καθιέρωση του υπολογιστικού μοντέλου της νόησης προϋποθέτει και συνεπάγεται την εξαΰλωση του νου! Ετσι, στην εποχή μας οι νοητικές λειτουργίες, έχοντας αποκοπεί από το βιολογικό τους υπόστρωμα, μπορούν ελεύθερα να μετακομίσουν από τους εγκεφάλους στους υπολογιστές.
Σπύρος Μανουσέλης