Είναι καρδιές που μάθαμε σα γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα 'ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ' η ψυχή;
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Ειλικρινά σας το γράφω. Αν έρθει φίλος και μου περιγράψει τη σχεσιακή του κατάσταση, τις περισσότερες φορέςσυνιστώ χωρισμό.
Άμεσο, αναίμακτο, ακόμη και διαδικτυακό αν χρειαστεί, για να γλυτώσεις και την υποκρισία των λεγομένων, που κρύβουν οι real time.
Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Ένα μήνυμα και καθάρισες.
Νεκρική ηρεμία στην ατμόσφαιρα.
Ξέρετε, είναι κάποιοι χωρισμοί που φοράνε σιγαστήρα, κάποιες σχέσεις που 'χουν μπει στη φωτιά σε μέτρια θερμοκρασία και σιγοβράζουν επί μήνες το ίδιο μπρόκολο.
Και τότε είναι δύο τα τινά. Ή να σου σαπίσει η πρασινάδα μες στο κατσαρολικό ή να πάρει φωτιά η κουζίνα.
Να μάθουν να χωρίζουν οι άνθρωποι που δεν ξέρουν γιατί είναι μαζί.
Ή για την ακρίβεια, να μην έρχονται κοντά αν δε γνωρίζουν το γιατί.
Λογοτέχνες, ποιητές και αρθρογράφoι, έχουν εξαντλήσει τη θεματολογία του μονόπλευρου ή έστω του δυσανάλογου έρωτα.
Ο ένας λαχταρά πάντα περισσότερο, ο ένας διεκδικεί, υπομένει και επιμένει.
Ο δεύτερος στη χάση και στη φέξη, έχει κάτι αναλαμπές τρυφερότητας, που κρατάνε το ζευγάρι μαζί με το ζόρι, όσο περισσότερα χρόνια τραβήξει η κολόνια της αυτοταπείνωσης.
Εκεί λες καλά, εκεί κάνεις τα στραβά μάτια, εκεί δίνεις τον ώμο σου να ξαπλώσει ο πληγωμένος, θα πεις και δυο παρηγορητικές κουβέντες.
Γιατί έχουμε όλοι διευρυμένα όρια ανοχής και επιείκειας στον έρωτα.
Και γιατί το μαστίγιο, όπως και το καρότο του, είναι από αυτά που εμπνέουν και που εξελίσσουν.
Ας πονέσεις λες, ας χάσεις μήνες και βδομάδες απ'τη ζωή σου, ας παραιτηθείς.
Έρωτας είναι και του αξίζει.
Υπάρχουν όμως και οι σχέσεις των repeated one night stand.
Οι σχέσεις όλο μέλι-μέλι και από τηγανίτα τίποτα.
Όσο κάποιοι εκεί έξω, προσπαθούν εναγωνίως να προσδώσουν μια ταμπέλα στην ερωτική τους ζωή, κάποιοι άλλοι έχουν μόνο εκείνη.
Αυτοί είναι πιο μόνοι και απ'τους μόνους.
Γιατί γουστάρει ο άνθρωπος, να ονοματίζει ό,τι έχει.
Κι έτσι πάει και βαφτίζει αγάπη μια συμπάθεια, έρωτα μία έλξη και σχέση μια παρέα.
Είναι τα ζευγάρια που θα μιλήσουν στο τηλέφωνο μια φόρα ημερησίως.
Θα βγουν για ποτό το Σαββατόβραδο και θα κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι πέντε-έξι φορές το μήνα.
Αλλά ακόμη και αν δε μιλήσουν για καληνύχτα, ακόμη και αν δεν ξυπνήσουν μαζί, μικρό το κακό.
«Σε σχέση» θα δηλώσουν στα σόσιαλ μίντια κι ας μην ξέρει ο ένας το αγαπημένο χρώμα του άλλου.
Ονειρεύονται, αλλά όχι κοινά. Στο φαντασιακό μέλλον του ενός, δε χωρά ο άλλος.
Είναι μαζί όπως όπως και για όσο. Μέχρι να ενθουσιαστούν με κάτι νέο.
Και ούτε δράματα, ούτε κλάματα, ούτε κουδούνια τα ξημερώματα.
Η αξιοπρέπεια της χλιαρότητας.
Να μάθουν να χωρίζουν οι άνθρωποι, που ζουν συμφωνίες ενηλίκων, αντί για έρωτες.
Οι συμφωνίες είναι χαλαρές, διακριτικές, ευχάριστες.
Είναι οι ανάσες σε μια φορτωμένη καθημερινότητα.
Είναι το διαθέσιμο σώμα, που θα σε βγάλει από την κουραστική αναζήτηση εκτόνωσης των ενστίκτων σου.
Είναι η συνοδεία που θα 'χεις στο ετήσιο πάρτι της εταιρείας.
Οι έρωτες όμως είναι αδιάκριτοι, φλύαροι και αχόρταγοι.
Διεκδικούν και απαιτούν σαν κακομαθημένα παιδιά.
Κοιμούνται και ξυπνούν την ίδια ώρα.
Παίρνουν τα τηλέφωνα φωτιά και τα όνειρα αυστηρά σε πληθυντικό βαθμό.
Τα ζητούν και τα έχουν όλα.
Μόνο αυτοί δικαιούνται να ονομάζονται έρωτες.
Και είναι οι μόνοι που θα υπήρχαν, αν ήξεραν να χωρίζουν οι άνθρωποι που δεν ήταν ποτέ μαζί.
Ποια Θάλασσα ( Νάνος Βαλαωρίτης )
Πες μου πού πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σα γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σα νερό
ʼστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ' ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα 'ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ' η ψυχή;
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά