Τενεκές ξεγάνωτος - Point of view

Εν τάχει

Τενεκές ξεγάνωτος



Υπάρχουν φράσεις στη γλώσσα μας που προέρχονται από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Άλλες από αυτές περιγράφουν καταστάσεις, άλλες χαρακτηρίζουν πρόσωπα και προσδίδουν ένα συγκεκριμένο ύφος στον λόγο μας. Μια από αυτές η «κύμβαλον ἀλαλάζον».


Τη συγκεκριμένη την εντοπίζουμε στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή, 13.1, στον γνωστό «Ύμνο της Αγάπης». Ο Απόστολος Παύλος, ενώ βρισκόταν στην Έφεσο, έγραψε το κείμενο αυτό προκειμένου να απαντήσει σε ερωτήματα που του είχαν διατυπώσει οι Κορίνθιοι. Ακόμη επιθυμούσε να συμβουλεύσει για ζητήματα που προέκυψαν κατά την απουσία του. Στην πραγματικότητα, προσπαθεί να επιλύσει τις έριδες που είχαν ξεσπάσει στην Εκκλησία της Κορίνθου με αφορμή τα χαρίσματα που επικαλούνταν ότι είχε ο καθένας από τους Χριστιανούς.
Λέει, λοιπόν, ο Παύλος στο χωρίο που μας ενδιαφέρει: ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Και σε νεοελληνική απόδοση: Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω γίνει ένας χαλκός που ηχεί ή ένα κύμβαλο* που φωνάζει μονότονα.
*(Μουσική: είδος κρουστού οργάνου που αποτελείται από ορειχάλκινους κοίλους δίσκους, που παράγουν ήχο είτε όταν κρούονται μεταξύ τους είτε όταν τους χτυπάμε με άλλο αντικείμενο.
Έκφραση: κύμβαλον αλαλάζον: άνθρωπος κενός κι ασήμαντος που προσπαθεί να κάνει τον σπουδαίο)
Εννοεί συνεπώς στο συγκεκριμένο χωρίο πως εάν οι ικανότητες των ανθρώπων, τα ταλέντα τους (εδώ βέβαια εννοεί συγκεκριμένες δεξιότητες που ισχυρίζονταν ότι είχαν τα μέλη της εκκλησίας, να θεραπεύουν, να προφητεύουν δηλαδή), δεν συνοδεύονται από ειλικρινή αγάπη, τότε είναι απλώς θόρυβοι, κούφια λόγια, φλυαρίες.
Τη φράση αυτή σήμερα την χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε έναν τύπο ανθρώπου που είναι όλο λόγια, κάνει φασαρία, αλλά δεν έχει καμιά ουσία. Μπορεί κανείς να φέρει στο μυαλό του πολλά και ποικίλα παραδείγματα από τον χώρο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, των γραμμάτων, της μόδας, που μπορούν να θεωρηθούν κύμβαλα αλαλάζοντα.


Το κύμβαλον με τη σειρά του παράγεται από την κύμβη, λέξη αβέβαιης προέλευσης. Ίσως ταξιδεύει ως δάνειο από την αρχαία ινδική. Κύμβη ήταν η λεκάνη, ένα κοίλο αγγείο, αλλά και το ποτήρι. Κύμβη, ακόμη, έλεγαν και το μικρό πλοιάριο, κάτι σαν αυτοσχέδια βάρκα, κατασκευασμένη από κορμούς δέντρων.
Ο όρος κύμβη χρησιμοποιείται και σήμερα, ως ναυτικός όρος, ως όρος ανατομίας (το κοίλο πάνω μέρος του πτερυγίου του αυτιού).



Το κύμβαλον πάλι ήταν ένα μουσικό όργανο που αποτελείται από δύο κοίλα μεταλλικά ημισφαίρια που το ένα χτυπούσε στο άλλο. Στον Μεσαίωνα, η λέξη cimbalom δήλωνε τις καμπάνες των εκκλησιών, που συντονίζονταν μεταξύ τους και παρήγαγαν ωραίους μελωδικούς ήχους. Ο ήχος τους έμοιαζε με αυτόν του κυμβάλου, ενός ιδιότυπου μουσικού μελωδικού οργάνου που αποτελείται από χορδές και πολλές φορές συγχέεται με το σαντούρι. Ας μην ξεχνάμε ότι κλειδοκύμβαλον λέγεται και το πιάνο. Κύμβαλα είναι και οι καστανιέτες, αλλά και τα κρουστά μουσικά όργανα, τα πιατίνια.



Το κύμβαλον, όμως, όταν αλαλάζει, κραυγάζει όχι ευχάριστα. Η αρχαία ινδική ρίζα που δίνει το ἀλαλάζω, η alalā, αποδίδει μια πολεμική ιαχή. Στην πραγματικότητα, το ἀλαλάζω είναι μια ονοματοποιημένη λέξη, παρουσιάζει έναν ήχο, τον ήχο της κραυγής της μάχης. Έτσι, στην περίπτωση που αλαλάζω, θορυβώ, γίνομαι δυσάρεστος. Αυτά που λέω δεν έχουν νόημα.
Στα αλαλάζοντα κύμβαλα, λοιπόν, συνιστούμε γλυκύτερες μελωδίες. Δεν χρειάζεται να είμαστε τόσο επιφανειακοί, κενοί, να λέμε πολλά.
Συνώνυμο του «κύμβαλον αλαλάζον», χαρακτηρισμός –ομολογουμένως πιο λαϊκός– είναι «τενεκές ξεγάνωτος».



Φευ και πάλι φευ!
via

Pages