Η
ταύτιση
του
κάλλους
με
το
αγαθό
Ένας πολιτισμικός κώδικας
Yπάρχει στη νεοελληνική λογοτεχνία ένας σημασιακός κώδικας σύμφωνα με τον οποίο η συνάρτηση του κάλλους με το αγαθό εμφανίζεται σταθερά ως σχέση ισοδυναμίας ή ταυτότητας, η οποία λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και παίρνει διάφορες ισότιμες εκφράσεις:
κάλλος=αγαθό, ομορφιά=καλοσύνη, ηθικές αξίες=αισθητικές αξίες.
O κώδικας αυτός ανιχνεύεται τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία, ισχύει τόσο για τη γραπτή όσο και για την προφορική λογοτεχνία και εκτείνεται όχι μόνο στη νεοελληνική αλλά και στη βυζαντινή και στην αρχαία ιστορική φάση.
Tις αφετηρίες της αναγνωρίζομε στο κλασικό ανθρωπιστικό ιδεώδες του “καλού καγαθού”, που οι εκφράσεις του υπερβαίνουν τα όρια της λογοτεχνίας.
Στοιχεία του αναγνωρίζομε ακόμη και στη βυζαντινή εκκλησιαστική υμνογραφία, όπου, το αγαθό αλλά και το θείο εγκωμιάζονται ως εκφράσεις του ωραίου.
Το ιδανικό της ελληνικής αγωγής στην κλασική Αθήνα συνοψίζεται σε μια λέξη την ‘καλο καγαθία’, να είναι δηλαδή ο νέος «ωραίος» και «ενάρετος» ( Marrou ,1961 ), και το ιδανικό αυτό «διαμορφώνει και το είδος της αγωγής που ισορροπεί ανάμεσα στην καλλιέργεια του πνεύματος αλλά και την ενδυνάμωση του σώματος»
(Λυκιαρδοπούλου
-
Κον
τάρα,2005:8).
Ο
‘καλός καγαθός’
συνιστά μια
έννοια που αποκρυσταλλώνει μια κατασκευή με κοινωνική και πολιτισμική βάση και
αντιστοιχεί σε πρότυπα
ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες
της
εποχής
(Λυκιαρδοπούλου
-
Κοντάρα,
2005:10).
Η
‘καλοκαγαθία’
αποτελεί
μια
κατάκτηση για τον άνδρα της αρχαίας Ελλάδας και,
πιο συγκεκριμένα,
για τον άνδρα
της κλασικής Αθήνας.
Μέσω του όρου εκφράζεται ένας ιδεώδης ανθρωπότυπος, που
συμπεριλαμβάνει και ενέχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το ιδεώδες του
‘καλού καγαθού’
άνδρα.
Πρόκειται για
τη γενική-θεωρητική
εικόνα του ιδανικού
ανθρώπου που
διαπλάθεται μέσα στα πλαίσια της εκάστοτε κοινωνίας και μέσω των
βασικών αρχών που ικανοποιούν τις επιδιώξεις της
(Jaeger,
1959
α).
Χαρακτηριστική
για τη σημασία και την έννοια της
‘καλοκαγαθίας’
είναι η προσευχή του Σωκράτη
στο τέλος του πλατωνικού έργου «Φαίδρος»:
«Αγαπημένε μου Πάνα,
και όσοι άλλοι θεοί κατοικείτε εδώ,
δώστε να αποκτήσω την
εσωτερική ομορφιά στην ψυχή μου
κι όσα εξωτερικά έχω αγαθά,
ας είναι αρμονικά
με τα εσώτερά μου.
Κι είθε
να πιστεύω πλούσιο το σοφό,
και το πλήθος του χρυσού
να μου είναι τόσο
ώστε να μην
το
κουβαλά ούτε να μπορεί να το σέρνει άλλος
παρά
μόνο ο σοφός»
(279
c).
Η ουσία της
‘καλοκαγαθίας’
είναι ηθικής φύσεως, αν και ως
έννοια
ενέχει μια
διττή προσταγή.
Ο
‘καλός καγαθός’
πρέπει να είναι
«καλός»,
έννοια που αφορά στο
φυσικό κάλλος,
δηλαδή
στην εξωτερική ομορφιά που επιτυγχάνεται με την άσκηση
του σώματος,
και
«αγαθός»,
έννοια που
αναφέρεται στο πνεύμα και στην καλλιέργεια
των πνευματικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων
(Marrou,1961
:81).
Ο συνδυασμός ενός
ακμαίου
σώματος και ενός καλλιεργημένου πνεύματος καθιστούν το άτομο
ολοκληρωμένο και αποτελούν την ουσία της
‘καλοκαγαθίας’.
Σε ό,τι αφορά τη
διάσταση του πολίτη, ο
‘καλός καγαθός’
πολίτης είναι ένας άνθρωπος που προσέχει
και φροντίζει το σώμα του, αναπτύσσει τις σωματικές του ικανότητες,
εξασκεί τις
πρακτικές
δεξιότητες αλλά και καλλιεργεί το πνεύμα του ώστε να μπορεί να
συμμετέχει ενεργά και
με τον πιο θεμιτό τρόπο
στα ζητήματα
όχι μόνο
του οίκου του
αλλά και της πολιτείας
(Marrou,1961).
Η έννοια του
‘καλού καγαθού’
ανταποκρίνεται σε μια αλυσίδα κριτηρίων-προϋποθέσεων που στρέφονται γύρω από την ηθική και τη διανοητική συγκρότηση.
Η εγγραμματοσύνη, η κατάκτηση δηλαδή
στοιχειωδών γνώσεων,
όπως
της
ανάγνωσης,
της
γραφής,
της
αρίθμησης,
της
μουσικής,
αλλά και η ρητοροφιλοσοφική
μύηση,
ως προϊόν της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, αποτελούν μια όψη του
νομίσματος. Ωστόσο, το εύρος και το βάθος της έννοιας του
‘καλού καγαθού’
μας
επιτρέπει να συμπεραίνουμε ότι η κατάκτηση
αυτών
των επιμέρους κριτηρίων-προϋποθέσεων δεν περιορίζεται ούτε εξαντλείται στην εγγραμματοσύνη και
τη
ρητοροφιλοσοφική κατάρτιση,
δηλαδή
τη
νοούμενη με σημερινούς όρους
τυπική
εκπαίδευση
(Marrou,1961).
Η βάση
της
περαιτέρω
μύησης στην
‘καλοκαγαθία’ εδράζεται
σε μια πρακτική αγωγή μέσω της μεταβίβασης μιας κωδικοποιημένης
εμπειρίας, μιας πρακτικής σοφίας
(Beck, 2012)