ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
|
(Λκ 6,20-23)
| ||||||||||||||
1 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
2 καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων·
3 μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
4 μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.
5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.
6 μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.
7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
8 μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.
9 μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.
10 μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
11 μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ.
12 χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν.
|
1 Και όταν είδε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος και, αφού κάθισε, τον πλησίασαν οι μαθητές του.
2 Και τότε άνοιξε το στόμα του και τους δίδασκε λέγοντας:
3 «Μακάριοι οι φτωχοί στο πνεύμα, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών.
4 Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν.
5 Μακάριοι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη.
6 Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορταστούν.
7 Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν.
8 Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό.
9 Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα κληθούν γιοι Θεού.
10 Μακάριοι οι καταδιωγμένοι εξαιτίας δικαιοσύνης, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών.
11 Μακάριοι είστε, όταν σας βρίσουν και σας καταδιώξουν και πούνε κάθε κακό πράγμα εναντίον σας, λέγοντας ψέματα εξαιτίας μου.
12 Χαίρετε και αγαλλιάζετε, γιατί ο μισθός σας είναι πολύς στους ουρανούς. Γιατί έτσι καταδίωξαν τους προφήτες που ήταν πριν από εσάς».
| |||||||||||||
(Μκ 9,50. Λκ 14,34-35)
| ||||||||||||||
13 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.
14 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη·
15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασι αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ.
16 οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
|
13 «Εσείς είστε το αλάτι της γης. Αν όμως το αλάτι αλλοιωθεί, με τι θα ξαναγίνει αλμυρό; Σε τίποτα δεν αξίζει πια παρά μόνο, αφού πεταχτεί έξω, να καταπατιέται από τους ανθρώπους.
14 Εσείς είστε το φως του κόσμου. Δε δύναται πόλη να κρυφτεί, όταν βρίσκεται πάνω σε όρος.
15 Ούτε ανάβουν λύχνο και τον θέτουν κάτω από το μόδι, αλλά πάνω στο λυχνοστάτη και έτσι λάμπει σε όλους όσοι είναι μέσα στην οικία.
16 Έτσι ας λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς».
| |||||||||||||
17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι.
18 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται.
19 ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
20 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
|
17 «Μη νομίσετε ότι ήρθα να καταλύσω το νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα να καταλύσω, αλλά να συμπληρώσω.
18 Γιατί αλήθεια σας λέω: ωσότου παρέλθει ο ουρανός και η γη, ένα γιώτα ή μια κεραία δε θα παρέλθει από το νόμο, ωσότου όλα γίνουν.
19 Όποιος λοιπόν παραβεί μία από τις εντολές αυτές που είναι πάρα πολύ μικρές και διδάξει έτσι τους ανθρώπους, πάρα πολύ μικρός θα κληθεί στη βασιλεία των ουρανών. Όποιος όμως τις εφαρμόσει και τις διδάξει, αυτός μεγάλος θα κληθεί στη βασιλεία των ουρανών.
20 Γιατί σας λέω ότι αν δεν περισσέψει η δικαιοσύνη σας περισσότερο εκείνης των γραμματέων και των Φαρισαίων, δε θα εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών».
| |||||||||||||
21 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις· ὃς δ᾿ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει.
22 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.
23 ᾿Εὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ,
24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου.
25 ῎Ισθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ·
26 ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην.
|
21 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους: Μη φονεύσεις, και, “όποιος φονεύσει θα είναι ένοχος στο δικαστήριο”.
22 Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που οργίζεται με τον αδελφό του χωρίς λόγο ένοχος θα είναι στο δικαστήριο. Και όποιος πει στον αδελφό του: “Ρακά”, ένοχος θα είναι στο συνέδριο. Όποιος όμως πει: “Μωρέ”, ένοχος θα είναι για τη γέεννα της φωτιάς.
23 Αν προσφέρεις, λοιπόν, το δώρο σου πάνω στο θυσιαστήριο κι εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου,
24 άφησε εκεί το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε, πρώτα συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε έλα και πρόσφερε το δώρο σου.
25 Να είσαι ευνοϊκός με τον αντίδικό σου γρήγορα, ωσότου είσαι μαζί του στο δρόμο, μην τυχόν σε παραδώσει ο αντίδικος στον κριτή και ο κριτής στο δεσμοφύλακα και ριχτείς στη φυλακή.
26 Αλήθεια σου λέω, δε θα εξέλθεις από εκεί, ωσότου αποδώσεις την τελευταία δραχμή».
| |||||||||||||
Η μοιχεία
| ||||||||||||||
27 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις.
28 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.
29 εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν.
30 καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν.
|
27 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε: Μη μοιχέψεις.
28 Εγώ όμως σας λέω ότι καθένας που βλέπει γυναίκα, με σκοπό να επιθυμήσει αυτήν, ήδη μοίχεψε με αυτή μέσα στην καρδιά του.
29 Και αν ο οφθαλμός σου ο δεξιός σε σκανδαλίζει, βγάλε τον και ρίξε τον μακριά από εσένα. Γιατί σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μη ριχτεί όλο το σώμα σου στη γέεννα.
30 Και αν το δεξί σου χέρι σε σκανδαλίζει, κόψε το εντελώς και ρίξε το μακριά από εσένα. Γιατί σε συμφέρει να χαθεί ένα από τα μέλη σου και να μην πάει όλο το σώμα σου στη γέεννα».
| |||||||||||||
Το διαζύγιο
(Μτ 19,9. Μκ 10,11-12. Λκ 16,18)
| ||||||||||||||
31 ᾿Ερρέθη δέ· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον.
32 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσῃ, μοιχᾶται.
|
31 «Ειπώθηκε επίσης: Όποιος αποδιώξει τη γυναίκα του ας της δώσει έγγραφο διαζυγίου.
32 Κι εγώ σας λέω ότι καθένας που αποδιώχνει τη γυναίκα του εκτός από λόγο πορνείας την κάνει να μοιχευτεί. Και όποιος νυμφευτεί αποδιωγμένη, μοιχεύεται».
| |||||||||||||
Ο όρκος
| ||||||||||||||
33 Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου.
34 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ·
35 μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως·
36 μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι.
37 ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν.
|
33 «Πάλι ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους: Μην επιορκήσεις, αλλά να αποδώσεις στον Κύριο τους όρκους σου.
34 Εγώ όμως σας λέω να μην ορκιστείτε καθόλου. Μήτε στον ουρανό, γιατί είναι θρόνος του Θεού.
35 μήτε στη γη, γιατί είναι υποπόδιο των ποδιών του. μήτε στα Ιεροσόλυμα, γιατί είναι πόλη του μεγάλου βασιλιά.
36 μήτε στο κεφάλι σου να ορκιστείς, γιατί δε δύνασαι μία τρίχα να κάνεις λευκή ή μαύρη.
37 Ας είναι λοιπόν ο λόγος σας, ναι και να εννοεί ναι, όχι και να εννοεί όχι. Ενώ ό,τι είναι περισσότερο από αυτά προέρχεται από τον Πονηρό».
| |||||||||||||
Η ανταπόδωση
(Λκ 6,29-30)
| ||||||||||||||
38 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος·
39 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·
40 καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον·
41 καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο·
42 τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς.
|
38 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε: Οφθαλμός αντί για οφθαλμό και δόντι αντί για δόντι.
39 Εγώ όμως σας λέω να μην αντισταθείτε στον κακό άνθρωπο. αλλά σε όποιον σε χαστουκίζει στο δεξί μέρος του σαγονιού σου στρέψε του και το άλλο.
40 Και σ’ αυτόν που θέλει να δικαστεί μ’ εσένα και να πάρει το πουκάμισό σου άσε του και το πανωφόρι.
41 Και με όποιον σε αγγαρέψει ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο.
42 Σ’ όποιον σου ζητάει δώσε, και αυτόν που θέλει από εσένα να δανειστεί μην τον αποστραφείς».
| |||||||||||||
(Λκ 6,27-28. 32-36)
| ||||||||||||||
43 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου.
44 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς.
45 ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους.
46 ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι;
47 καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν;
48 ῎Εσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.
|
43 «Ακούσατε ότι ειπώθηκε: Να αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου.
44 Εγώ όμως σας λέω, αγαπάτε τους εχθρούς σας και προσεύχεστε για όσους σας καταδιώκουν,
45 για να γίνετε γιοι του Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς, γιατί τον ήλιο του τον ανατέλλει πάνω σε κακούς και καλούς και βρέχει πάνω σε δίκαιους και άδικους.
46 Γιατί αν αγαπήσετε όσους σας αγαπούν, ποιο μισθό θέλετε να έχετε; Και οι τελώνες το ίδιο δεν κάνουν;
47 Και αν χαιρετήσετε τους αδελφούς σας μόνο, τι περισσότερο κάνετε; Και οι εθνικοί το ίδιο δεν κάνουν;
48 Να είστε λοιπόν εσείς τέλειοι όπως ο Πατέρας σας ο ουράνιος είναι τέλειος».
| |||||||||||||
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
|
1 Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δὲ μήγε, μισθὸν οὐκ ἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
2 ῞Οταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ρύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
3 σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου,
4 ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
|
1 «Προσέχετε μάλιστα τη δικαιοσύνη σας να μην την κάνετε μπροστά στους ανθρώπους, για να σας δουν με θαυμασμό. Ειδεμή, βέβαια, μισθό δεν έχετε από τον Πατέρα σας που είναι στους ουρανούς.
2 Όταν λοιπόν κάνεις ελεημοσύνη, μη σαλπίσεις μπροστά σου όπως ακριβώς κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στα δρομάκια, για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Αλήθεια σας λέω, έχουν πάρει πλήρως το μισθό τους.
3 Εσύ, όμως, όταν κάνεις ελεημοσύνη, ας μη γνωρίζει το αριστερό σου τι κάνει το δεξί σου χέρι,
4 για να γίνεται η ελεημοσύνη σου στα κρυφά. Και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου αποδώσει».
| |||||||||||||
Η προσευχή
| ||||||||||||||
5 Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
6 σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
7 Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται.
8 μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν.
|
5 «Και όταν προσεύχεστε, μην είστε όπως οι υποκριτές. Επειδή τους αρέσει να προσεύχονται στημένοι όρθιοι στις συναγωγές και στις γωνίες των πλατειών, για να φανούν στους ανθρώπους. Αλήθεια σας λέω, έχουν πάρει πλήρως το μισθό τους.
6 Εσύ όμως, όταν προσεύχεσαι, είσελθε στο απόμερό σου δωμάτιο και, αφού κλείσεις τη θύρα σου, προσευχήσου στον Πατέρα σου που είναι στα κρυφά. Και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου αποδώσει.
7 Και όταν προσεύχεστε, μην περιττολογήσετε όπως ακριβώς οι εθνικοί, γιατί αυτοί νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν.
8 Μη λοιπόν ομοιωθείτε με αυτούς. Γιατί ξέρει ο Πατέρας σας αυτά που έχετε ανάγκη, προτού εσείς τα ζητήσετε από αυτόν.
| |||||||||||||
(Λκ 11,2-4)
| ||||||||||||||
9 Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
10 ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
11 τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·
12 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
13 καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
|
9 Έτσι, λοιπόν, εσείς να προσεύχεστε: Πατέρα μας που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου.
10 ας έρθει η βασιλεία σου, ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό έτσι και πάνω στη γη.
11 Τον άρτο μας για την ερχόμενη ημέρα, δώσε μας σήμερα.
12 Και άφησε από εμάς τις οφειλές μας, όπως κι εμείς αφήσαμε από τους οφειλέτες μας.
13 Και μη μας φέρεις μέσα σε πειρασμό, αλλά σώσε μας από τον Πονηρό. Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
| |||||||||||||
14 ᾿Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος·
15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
|
14 Γιατί αν αφήσετε στους ανθρώπους παραπτώματα αυτών, θα τα αφήσει και σ’ εσάς ο Πατέρας σας ο ουράνιος.
15 Αν όμως δεν τα αφήσετε στους ανθρώπους, ούτε ο Πατέρας σας θα αφήσει τα δικά σας παραπτώματα».
| |||||||||||||
16 ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι,
18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
|
16 «Και όταν νηστεύετε, μη γίνεστε όπως οι υποκριτές σκυθρωποί. γιατί αφήνουν άπλυτα τα πρόσωπά τους, για να φανούν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Αλήθεια σας λέω, έχουν πάρει πλήρως το μισθό τους.
17 Εσύ, όμως, όταν νηστεύεις, άλειψε σαπουνίζοντας το κεφάλι σου και νίψε το πρόσωπό σου,
18 για να μη φανείς στους ανθρώπους πως νηστεύεις, αλλά στον Πατέρα σου που είναι στα κρυφά. Και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου αποδώσει».
| |||||||||||||
(Λκ 12,33-34)
| ||||||||||||||
19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι·
20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν·
21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
|
19 «Μη θησαυρίζετε για σας θησαυρούς πάνω στη γη, όπου σκόρος και σκουριά τους αφανίζουν και όπου κλέφτες κάνουν διάρρηξη και τους κλέβουν.
20 Αλλά θησαυρίζετε για σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε σκόρος ούτε σκουριά τους αφανίζουν και όπου κλέφτες δεν κάνουν διάρρηξη ούτε τους κλέβουν.
21 Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και η καρδιά σου».
| |||||||||||||
Ο οφθαλμός της ψυχής (το λυχνάρι του σώματος)
(Λκ 11,33-36)
| ||||||||||||||
22 ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται·
23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;
|
22 «Ο λύχνος του σώματος είναι ο οφθαλμός. Αν λοιπόν είναι ο οφθαλμός σου είναι γενναιόδωρος, όλο το σώμα σου θα είναι φωτεινό.
23 Αν όμως ο οφθαλμός σου είναι φιλάργυρος, όλο το σώμα σου θα είναι σκοτεινό. Αν λοιπόν το φως που βρίσκεται μέσα σου είναι σκοτάδι, πόσο μεγάλο θα είναι το σκοτάδι!»
| |||||||||||||
(Λκ 16,13)
| ||||||||||||||
24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.
|
24 «Κανείς δε δύναται σε δύο κυρίους να υπηρετεί ως δούλος. Γιατί ή τον ένα θα μισήσει και τον άλλο θα αγαπήσει, ή στον ένα θα προσκολληθεί και τον άλλο θα καταφρονήσει. Δε δύναστε να υπηρετείτε ως δούλοι στο Θεό και στο Μαμμωνά».
| |||||||||||||
(Λκ 12,22-34)
| ||||||||||||||
25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;
26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;
28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει·
29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.
30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα;
32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.
33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
34 Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς.
|
25 «Γι’ αυτό σας λέω: μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, μήτε για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. Η ζωή δεν είναι πιο πολύ από την τροφή και το σώμα από το ένδυμα;
26 Παρατηρήστε τα πετεινά του ουρανού, γιατί δε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συνάγουν σε αποθήκες, και όμως ο Πατέρας σας ο ουράνιος τα τρέφει. Εσείς δε διαφέρετε περισσότερο από αυτά;
27 Και ποιος από εσάς μεριμνώντας δύναται να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχη;
28 Και για ένδυμα τι μεριμνάτε; Μάθετε ακριβώς πώς αυξάνουν τα κρίνα του αγρού: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν.
29 Σας λέω όμως ότι ούτε ο Σολομώντας με όλη τη δόξα του δεν ντύθηκε όπως ένα από αυτά.
30 Αν λοιπόν το χορτάρι του αγρού, που σήμερα υπάρχει και αύριο ρίχνεται στο φούρνο, ο Θεός έτσι το ντύνει, δε θα ντύσει πολύ περισσότερο εσάς ολιγόπιστοι;
31 Μη λοιπόν μεριμνήσετε λέγοντας: “Τι θα φάμε”; ή “Τι θα πιούμε”; ή “Τι θα ντυθούμε”;
32 Γιατί όλα αυτά τα επιζητούν οι εθνικοί. Ξέρει βέβαια ο Πατέρας σας ο ουράνιος ότι χρειάζεστε όλα αυτά.
33 Αλλά ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του και όλα αυτά θα σας προστεθούν.
34 Μη λοιπόν μεριμνήσετε για το αύριο, γιατί το αύριο θα μεριμνήσει για τον εαυτό του. αρκετή για την ημέρα η κακοπάθειά της».
| |||||||||||||
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
|
(Λκ 6,37-38. 41-42)
| |
1 Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·
2 ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν.
3 τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;
4 ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου;
5 ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.
6 Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς.
|
1 «Μην κρίνετε, για να μην κριθείτε.
2 Γιατί με όποια κρίση κρίνετε θα κριθείτε, και με όποιο μέτρο μετράτε, θα μετρηθεί σ’ εσάς.
3 Και γιατί βλέπεις την αγκίδα που είναι μέσα στο μάτι του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι μέσα στο δικό σου μάτι δεν παρατηρείς;
4 Ή πώς θα πεις στον αδελφό σου: “Άφησε να βγάλω την αγκίδα από το μάτι σου”, ενώ ιδού, το δοκάρι είναι μέσα στο μάτι το δικό σου;
5 Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι το δικό σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά, για να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου.
6 Μη δώσετε το άγιο στα σκυλιά, μήτε να ρίξετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στους χοίρους, μην τυχόν τα καταπατήσουν με τα πόδια τους και μετά στραφούν και σας ξεσκίσουν».
|
(Λκ 11,9-13)
| |
7 Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν·
8 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.
9 ἢ τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ;
10 καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ;
11 εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;
|
7 «Ζητάτε και θα σας δοθεί, ερευνάτε και θα βρείτε, κρούετε και θα σας ανοιχτεί.
8 Γιατί καθένας που ζητά λαβαίνει και όποιος ερευνά βρίσκει και σ’ όποιον κρούει θα του ανοιχτεί.
9 Ή ποιος άνθρωπος είναι από εσάς, που αν του ζητήσει ο γιος του άρτο, μήπως θα του δώσει ένα λίθο;
10 Ή και αν ζητήσει ψάρι, μήπως θα του δώσει ένα φίδι;
11 Αν λοιπόν εσείς που είστε κακοί ξέρετε δοσίματα αγαθά να δίνετε στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς θα δώσει αγαθά σε όσους του ζητούν!»
|
12 Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται
|
12 «Όλα όσα θέλετε, λοιπόν, να κάνουν σ’ εσάς οι άνθρωποι, έτσι κι εσείς να κάνετε σ’ αυτούς. γιατί αυτός είναι ο νόμος και οι προφήτες».
|
Η στενή πύλη και η δύσκολη οδός
(Λκ 13,24)
| |
13 Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς.
14 τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!
|
13 «Εισέλθετε από τη στενή πύλη. γιατί πλατιά η πύλη και ευρύχωρη η οδός που οδηγεί στην απώλεια και πολλοί είναι που εισέρχονται από αυτή.
14 Τι στενή που είναι η πύλη και θλιμμένη η οδός που οδηγεί στη ζωή, και λίγοι είναι εκείνοι που τη βρίσκουν!»
|
(Λκ 6,43-44)
| |
15 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες.
16 ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα;
17 οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ.
18 οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν.
19 πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
20 ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς.
|
15 «Προσέχετε από τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, ενώ από μέσα είναι λύκοι άρπαγες.
16 Από τους καρπούς τους θα τους αναγνωρίσετε. Μήπως μαζεύουν από αγκάθια σταφύλια ή από τριβόλια σύκα;
17 Έτσι, κάθε δέντρο αγαθό κάνει καρπούς καλούς, ενώ το σάπιο δέντρο κάνει καρπούς κακούς.
18 Δε δύναται δέντρο αγαθό να κάνει καρπούς κακούς ούτε δέντρο σάπιο να κάνει καρπούς καλούς.
19 Κάθε δέντρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται εντελώς και ρίχνεται στη φωτιά.
20 Άρα, βεβαίως, από τους καρπούς τους θα τους αναγνωρίσετε».
|
(Λκ 13,25-27)
| |
21 Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
22 πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;
23 καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν.
|
21 «Καθένας που μου λέει “Κύριε, Κύριε” δε θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών, αλλά αυτός που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς.
22 Πολλοί θα μου πουν εκείνη την ημέρα: “Κύριε, Κύριε, στο δικό σου όνομα δεν προφητέψαμε και στο δικό σου όνομα δε βγάλαμε δαιμόνια και στο δικό σου όνομα δεν κάναμε πολλές θαυματουργικές δυνάμεις”;
23 Και τότε θα τους ομολογήσω: “Ποτέ δε σας γνώρισα. αποχωρείτε από εμένα οι εργαζόμενοι την ανομία”».
|
(Λκ 6,47-49)
| |
24 Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς, ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν·
25 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν.
26 καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμμον·
27 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσε, καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη.
28 Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ·
29 ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.
|
24 «Καθένας λοιπόν που ακούει τούτους τους λόγους μου και τους εφαρμόζει θα ομοιωθεί με φρόνιμο άνθρωπο, ο οποίος οικοδόμησε την οικία του πάνω στο βράχο.
25 Και κατέβηκε η βροχή και ήρθαν οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και έπεσαν πάνω στην οικία εκείνη, αλλά δεν έπεσε, γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο βράχο.
26 Και καθένας που ακούει τους λόγους μου τούτους και δεν τους εφαρμόζει θα ομοιωθεί με άνθρωπο μωρό, ο οποίος οικοδόμησε την οικία του πάνω στην άμμο.
27 Και κατέβηκε η βροχή και ήρθαν οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και χτύπησαν πάνω στην οικία εκείνη. και έπεσε, και η πτώση της ήταν μεγάλη».
28 Και συνέβηκε, όταν τελείωσε ο Ιησούς τους λόγους αυτούς, να εκπλήττονται τα πλήθη για τη διδαχή του.
29 Γιατί τους δίδασκε συνεχώς όπως ένας που έχει εξουσία, και όχι όπως οι γραμματείς τους.
|
Ψαλμός ν´ (50ος)
Ελέησον με ο Θεός
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με.
Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός.
Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον, καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα.
Ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε.
Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου.
Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας· τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.
Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι.
Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην· ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα.
Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον.
Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου.
Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.
Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι.
Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου.
Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου.
Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις.
Θυσία τῷ Θεῷ, πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει.
Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ.
Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα.
Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Μετάφραση
Ἐλέησέ με, Θεέ μου, σύμφωνα μὲ τὸ ἄπειρο ἔλεός Σου, καὶ μὲ τὴν ἀπέραντη εὐσπλαγχνία Σου ἐξάλειψε τὴ μεγάλη ἁμαρτία μου.
Ἀκόμη περισσότερο, πλύνε με ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἀνομίας μου κι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου καθάρισέ με.
Γιατὶ ἔχω συναίσθηση τῆς ἀνομίας μου καὶ ἡ ἁμαρτία μου βρίσκεται πάντοτε μπροστά μου.
Σ᾿ Ἐσένα μόνο ἁμάρτησα καὶ τὶς ἁμαρτωλές μου πράξεις ἐνώπιόν Σου διέπραξα,
γιὰ νὰ δικαιωθεῖς ἔτσι γιὰ τὶς ἀποφάσεις Σου γιὰ μένα καὶ ἐξέλθεις νικητὴς ὅταν Σὲ κατακρίνουν (χωρὶς νὰ γνωρίζουν).
(Ἐλέησέ με) γιατὶ νά, ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς μου ὡς ἔμβρυο, φέρω κληρονομικὴ τὴ ροπὴ πρὸς τὴν ἁμαρτία.
Μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ μὲ τὴν κλίση στὴν ἁμαρτία μὲ κυοφόρησε καὶ μὲ γέννησε ἡ μητέρα μου.
Ὅμως Ἐσὺ ἀγάπησες μονάχα τὴν ἀλήθεια καὶ μοῦ φανέρωσες τὰ ἄγνωστα καὶ ἀπόκρυφα μυστήρια τῆς σοφίας Σου.
Θὰ μὲ ραντίσεις μὲ τὸ ἔλεός σου σὰν μὲ φύλλα τοῦ ἀρωματικοῦ φυτοῦ ὑσσώπου καὶ θὰ καθαριστῶ. Θὰ μὲ πλύνεις μὲ τὴ χάρη Σου καὶ θὰ γίνω πιὸ λευκὸς καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι.
Θὰ μὲ κάνεις νὰ αἰσθανθῶ ἀγαλλίαση καὶ εὐφροσύνη, θὰ ἀγαλλιάσουν καὶ τὰ κόκαλά μου, ποὺ ταπεινώθηκαν (ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου).
Στρέψε μακριὰ τὸ πρόσωπό Σου ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, καὶ ἐξαφάνισε ὅλες τὶς ἀνομίες μου.
Κτίσε μέσα μου καρδιὰ καθαρή, Θεέ μου, καὶ μὲ πνεῦμα εὐθύτητας καὶ εἰλικρίνειας ἀνακαίνισέ με ἐσωτερικά.
Μὴ μὲ ἀποδιώξεις ἀπὸ τὸ πρόσωπό Σου καὶ μὲ περιφρονήσεις, καὶ μὴ μοῦ ἀφαιρέσεις τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο.
Δώρησέ μου ξανὰ τὴν ἀγαλλίαση ποὺ δίνει ἡ σωτηρία Σου καὶ μὲ διάθεση καὶ θέληση ἰσχυρὴ στήριξέ με.
Θὰ διδάξω σ᾿ ὅλους ὅσοι παραβαίνουν τὸ νόμο Σου τὴν ὁδὸ τῶν ἐντολῶν Σου καὶ θὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἁμαρτωλοὶ σ᾿ Ἐσένα.
Ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ τῶν αἱμάτων ποὺ ἔχυσα, Θεέ μου, Θεὲ τῆς σωτηρίας μου.
Τότε ἡ γλώσσα μου θὰ ἀγαλλιάσει καὶ θὰ ὑμνήσει τὴ δικαιοσύνη Σου.
Κύριε, τὰ κλεισμένα ἀπὸ τὴ ντροπὴ χείλη μου θ᾿ ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου θὰ σὲ αἰνέσει.
Γιατὶ ἂν ἐπιθυμοῦσες θυσία ὑλικὴ θὰ στὴν εἶχα προσφέρει.
Ὅμως Ἐσένα δὲ Σὲ ἱκανοποιοῦν οἱ θυσίες τῶν ζώων ποὺ καίγονται στὸ θυσιαστήριο.
Θυσία ἀρεστὴ σ᾿ Ἐσένα εἶναι τὸ συντετριμμένο γιὰ τὶς ἁμαρτίες της πνεῦμα·
Ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ ἀπορρίψει τὴ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιά.
Δεῖξε τὴν καλή Σου θέληση, Κύριε, καὶ τὴν ἀγάπη Σου καὶ πρὸς τὴ Σιών, κι ἂς χτιστοῦν τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ.
Τότε θὰ εὐαρεστηθεῖς νὰ δεχτεῖς μαζὶ μὲ τὴν πνευματική μας θυσία καὶ τὶς ὑλικὲς θυσίες, ὅπως εἶναι οἱ προσφορὲς τῶν καρπῶν καὶ οἱ θυσίες ζώων στὸ θυσιαστήριο.
Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου.
Καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν.
Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου· ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου.
Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος, καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου.
Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.
Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου· ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι.
Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου.
Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωῒ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα.
Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου.
Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον·
δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου.
Τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με.
Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου·
καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.
Μετάφραση
Κύριε εἰσάκουσε τὴν προσευχή μου. Πρόσεξε τὴ δέησή μου, Ἐσὺ ποὺ τηρεῖς τὴν ὑπόσχεσή Σου· εἰσάκουσέ με ὡς δίκαιος ποὺ εἶσαι.
Καὶ μὴ θελήσεις νὰ κρίνεις ἐμένα τὸ δοῦλο σου, γιατὶ κανένας ἀπ᾿ ὅσους ζοῦν δὲ θὰ βρεθεῖ δίκαιος μπροστά Σου.
(Εἰσάκουσέ με Κύριε) γιατὶ ὁ ἐχθρὸς κατεδίωξε καὶ πολέμησε τὴν ψυχὴ μου.
Ταπείνωσε κι ἔριξε στὴ γῆ τὴν ὕπαρξή μου, μ᾿ ἔκανε νὰ νιώθω ὅτι ζῶ στὸ σκοτάδι, ὅπως εἶναι ὅλοι οἱ νεκροί· κυριεύθηκε ἀπὸ ὀλιγοψυχία τὸ πνεῦμα μου καὶ ταράχθηκε ἡ καρδιά μου μέσα μου.
Τότε θυμήθηκα τὶς παλιὲς εὐτυχισμένες μέρες, προσήλωσα τὴ σκέψη μου σ᾿ ὅλα ὅσα ἔκανες γιὰ μένα, μελέτησα τὰ ἔργα τῶν χεριῶν Σου.
Ὕψωσα τὰ χέρια μου ἱκετευτικὰ σ᾿ Ἐσένα· ἡ ψυχή μου Σὲ δίψησε ὅπως ἡ ξεραμένη γῆ ζητᾶ νερὸ νὰ ποτιστεῖ.
Εἰσάκουσέ με ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται Κύριε, τὸ πνεῦμα μου μ᾿ ἐγκαταλείπει.
Μὴν ἀποστρέψεις ἀπὸ ἐμένα τὸ πρόσωπό Σου, γιατὶ θὰ μοιάσω στοὺς νεκροὺς ποὺ θάβονται στὸ λάκκο τοῦ τάφου.
Κάνε νὰ νιώσω τὸ πρωὶ τὸ ἔλεός Σου, γιατὶ σ᾿ Ἐσένα στήριξα ὅλη τὴν ἐλπίδα μου.
Γνώρισέ μου Κύριε τὸ δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσω, γιατὶ σ᾿ Ἐσένα ἐμπιστεύτηκα τὴν ὕπαρξή μου.
Ἐλευθέρωσέ με Κύριε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, γιατὶ σ᾿ Ἐσένα κατέφυγα.
Δίδαξέ με νὰ πράττω τὸ θέλημά Σου, γιατὶ Ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου.
Τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἀγαθὸ ἂς μὲ ὁδηγήσει σὲ τόπο ἴσιο (χωρὶς ἐμπόδια γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς). Χάρη στὸ ὄνομά Σου Κύριε θὰ μὲ ἀναζωογονήσεις.
Μὲ τὴ δικαιοσύνη Σου θὰ βγάλεις ἀπ᾿ τὴν θλίψη τὴν ψυχή μου, καὶ μὲ τὸ ἔλεος ποὺ θὰ μοῦ δείξεις, θὰ ἐξοντώσεις τοὺς ἐχθρούς μου
καὶ θὰ ἀφανίσεις ὅλους ὅσοι θλίβουν τὴν ψυχή μου, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι πιστός Σου δοῦλος (ἀφοσιωμένος).