Ο Θαλής, γύρω στο 570 π.χ., στην περιοχή της Μιλήτου...
Πόσες φορές ανηφόρισε αυτόν το δρόμο; Ο Θαλής δεν ξέρει. Αυτός που έχει τόσα μετρήσει, τόσα υπολογίσει, δεν σκέφτηκε ποτέ να απαριθμήσει τις διαδρομές του προς την κορυφή αυτού του λόφου, που βρίσκεται δίπλα στην κατοικία του. Σιγά σιγά, έμαθε σχεδόν όλες τις πέτρες αυτού του λόφου, τις κοιλότητες, τις καμπυλότητές του. Πρώτα πρώτα, μία μικρή, απότομη, ανηφόρα, η γη γεμάτη πέτρες, με προεξοχές βράχων σχεδόν κοφτερές. Έπειτα, η στροφή, σύρριζα στον ελαιώνα, ο κατήφορος με μικρή κλίση που, στο τέλος του, την άνοιξη γεμίζει λάσπη. Ύστερα, οι στροφές, ολοένα και πιο απότομες, μέσα στα πεύκα και το άγριο θυμάρι. Μετά τα βράχια, έως την κορυφή, που είναι σχεδόν επίπεδη, ανεμοδαρμένη, απ’ όπου βλέπει κανείς τόσο καλά τον ουρανό, από όλες τις πλευρές, και τη θάλασσα μακριά, ντυμένη, τα βράδια με φεγγάρι, με ένα λεπτό φωτεινό ύφασμα.
Εδώ, ο Θαλής κάθεται μόνος νύχτες ολόκληρες. Για εποχές, χρόνια, ίσως και για ζωές. Εδώ, σε αυτό το μέρος, με το να κοιμάται λίγο, κατάχαμα, μέσα σε ένα καλύβι από ξερολιθιές, συμπλήρωσε τις γνώσεις του για τους αστερισμούς. Εδώ, επίσης, υπολόγισε την ακριβή διάρκεια του έτους και συνέλαβε τη διαίρεσή του σε εποχές. Σ’ αυτήν εδώ τη θέση επίσης, μπόρεσε να προβλέψει μία άφθονη σοδειά ελιάς και βρήκε έτσι, παίζοντας, τον τρόπο να πλουτίσει. Τα πλούτη αυτά καθαυτά δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου. Από τότε που έχει τόσα χρήματα, ώστε δεν ξέρει τι να τα κάνει, έβαλε απλώς ένα πιο μαλακό στρώμα στην πέτρινη καλύβα. Τα υπόλοιπα παραμένουν τα ίδια: το μικρό, χοντροκομμένο τραπέζι κατά μήκος του τοίχου, η εστία, η λάμπα λαδιού. Κανένα ίχνος γραφής.
Χρειάζεται πολλή ώρα για να ανεβεί. Περισσότερο απ’ ότι πριν, εν πάση περιπτώσει. Όσο μεγαλώνει, το σώμα του βαραίνει. Τα πόδια του είναι λιγότερο ευκίνητα, λαχανιάζει εύκολα. Ιδίως από τότε που έκανε κοιλιά. Έτσι, ο Θαλής πηγαίνει με το πάσο του, προχωρεί με κανονικό βήμα, αναμασώντας τις πρόσφατες σκέψεις του. Αυτό που τον απασχολεί έντονα, τον τελευταίο καιρό, δεν είναι πια οι λεπτές έννοιες της γεωμετρίας ούτε η κίνηση του ουρανού. Πιστεύει ότι πλησιάζει σε μία πιο ουσιαστική σύλληψη. Κάτι το θεμελιώδες τον περιμένει, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς. Ίσως να φτάσει σε αυτόν τον έσχατο στόχο, στο όνομα του οποίου επέλεξε να θυσιάσει τα πάντα, δόξα και γυναίκες, οικογένεια και ηδονές.
Κατά βάθος, μόνο το να κατανοεί τον ενδιέφερε πραγματικά. Γι’ αυτό πήγε μέχρι την Αίγυπτο, έμεινε κοντά στους γραφείς, προτίμησε να αντέξει τη μοναξιά και να περάσει τη ζωή του ανηφορίζοντας κάθε βράδυ αυτό το μονοπάτι, για να παρατηρήσει τον ουρανό δίπλα στην πέτρινη καλύβα. Διαπίστωσε ότι δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς, προκειμένου να κατανοεί. Οι περισσότερες από αυτές τις γνώσεις που τόσο πολύ επαινούμε, δεν είναι παρά παπαγαλίες και συρραφές, ατελείωτες μεταδόσεις συσσωρευμένων συνταγών. Επαναλαμβάνουμε ότι έχουν πει οι θεοί, οι Αρχαίοι, οι ποιητές, οι σοφοί, οι εμπνευσμένοι άνδρες. Από αυτό το βουνό στίχων και στοιβαγμένων φράσεων, τις περισσότερες φορές, το κέρδος είναι μικρό.
Ο Θαλής επιθυμεί κάτι εντελώς διαφορετικό. Να συλλάβει, εκ των έσω, την κίνηση του κόσμου. Να δει καθαρά το γιατί και το πώς. Να φτάσει στο βάθος των πραγμάτων, στον εσωτερικό τους κανόνα, στους αριθμούς που τα ορίζουν. Τελικά αυτό το έχει κατορθώσει αρκετά καλά. Κάτι, ωστόσο, λείπει, κάτι πιο βαθύ, καλύτερα εδραιωμένο. Αλλά τι;
x
x
Τα τελευταία τμήματα της διαδρομής είναι πιο δύσκολα απ’ ότι συνήθως. Ο Θαλής σέρνει το βήμα του, σταματάει, λαχανιασμένος. Ποτέ δεν έχει καθίσει πριν φτάσει στην κορυφή, δεν πρόκειται να αρχίσει να το κάνει σήμερα. Αναπνέει δυνατά. Ένας οξύς πόνος τον διαπερνάει, στο στήθος αριστερά. Για μία στιγμή, ο Θαλής σκέφτεται ότι θα πεθάνει. Για μία στιγμή, φοβάται. Να ένας πολύ ανόητος φόβος, μονολογεί, μία ιδιωτική υπόθεση, μία κλειστή σκέψη. Ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο δεν υπάρχει καμία διαφορά. Υπάρχει ένας μόνο και ο ίδιος κόσμος, πάντοτε και παντού, αιώνιος και μόνιμος, υπολογίσιμος και τέλειος, όπου η ζωή και ο θάνατος δεν διακρίνονται.
Μία σκέψη τόσο απλή και αστραπιαία όσο και ο πόνος που μόλις τον διαπέρασε. Ο Θαλής ξεκινάει πάλι. Ο πόνος φεύγει σιγά σιγά. Η σκέψη επιμένει. Κι αν ήταν αυτό, το κλειδί που αναζητούσε; Η ισοδυναμία της ζωής και του θανάτου! Η απουσία διάκρισης ανάμεσα σε αυτές τις δυο όψεις, που όλοι θεωρούν εντελώς αντίθετες! Ό,τι ελπίζουν ή φοβούνται οι άνθρωποι θα ήταν, επομένως, λάθος, απατηλό, ανυπόστατο! Γρήγορα! Πρέπει να μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα στο βοσκό!
Ο βοσκός είναι ο άλλος κάτοικος του λόφου. Η καλύβα του βρίσκεται πίσω από την κορυφή, απέναντι από αυτήν του γεωμέτρη. Είναι αγράμματος, ακαλλιέργητος, έξυπνος, προσεκτικός. Ο Θαλής τον ξέρει έτσι εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια. Σ’ αυτόν εμπιστεύεται, προκειμένου να τις δοκιμάσει, τις πιο έντονες διαισθήσεις του. Ο βοσκός ποτέ δεν τον έχει απογοητεύσει: είναι προβλέψιμος και παμπόνηρος, αλλά ευθύς. Μόλις χαράξει, ο Θαλής θα του μιλήσει για την ανακάλυψή του.
Λίγο ψωμί, τυρί και μέλι. Όπως κάθε πρωί, ο άνθρωπος των άστρων και ο άνθρωπος των προβάτων μοιράζονται το πρώτο γεύμα. Ο Θαλής είναι ξαναμμένος, ο άλλος το βλέπει καλά.
«Μου ήρθε χθες, ανεβαίνοντας, μία σκέψη που τη θεωρώ πραγματικά εξαίσια: ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο δεν υπάρχει καμία διαφορά».
Ο βοσκός σωπαίνει, καταπίνει τη μπουκιά ταυ, κοιτάζει το γέρο σύντροφό του κατευθείαν στα μάτια.
«Τότε, γιατί δεν σκοτώνεσαι;»
Ο Θαλής, χωρίς να το δείξει, έτσι τουλάχιστον εύχεται, ταράζεται. Ύστερα συνέρχεται:
«Ε, λοιπόν, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει καμία διαφορά!»
Αυτή τη φορά, ο βοσκός θα έπρεπε να μην έχει τίποτα να απαντήσει. Είναι αλήθεια: όσο περισσότερο θα το σκεφτεί, τόσο περισσότερο θα δει ότι είναι αναπόφευκτο. Εάν δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, δεν υπάρχει πραγματικά λόγος να σκοτωθεί κανείς! Ο Θαλής δεν είναι δυσαρεστημένος με την απάντησή του.
Τότε, ο φίλος του ο βοσκός σηκώνεται χωρίς να πει λέξη. Δείχνει με το δάχτυλο, γελώντας, τη θάλασσα μακριά, τον ήλιο, το λόφο, τα πρόβατα, τις καλύβες, το τυρί. Γελώντας, γελώντας, γελώντας... σαν να θέλει να πει: «Και όλα αυτά; Τι γίνεται με όλ’ αυτά; Δεν έχουν για σένα καμία διαφορά από το θάνατο;»
Απόσπασμα από το βιβλίο "Είναι τρελοί αυτοί οι σοφοί!" των Ροζέ-Πολ Ντρουά και Ζαν-Φιλίπ ντε Τονάκ