Να δεις που είμαι πλούσια και δεν μου το ’χουν πει - Point of view

Εν τάχει

Να δεις που είμαι πλούσια και δεν μου το ’χουν πει



Ξοδέψαμε τα πάθη μας
Σαν να ‘τανε πεντάευρα
Σπάταλοι μέχρι πτώσεως τελικής
Βήματα στο ρυθμό της γης
Ψυχή προς τον ήλιο ευθυτενής
Ξοδέψαμε τα λόγια μας
Σαν να μην ήταν δάνεια
Θέση άρση, θέση άρση
Και πάλι στην πάλη
Ο καλός, ο κακός και ο χρόνος
Περπατώ περπατώ εις το δάσος όχι πια μόνος.
Ξοδέψαμε τα μέσα μας
σαν τα καπάκια μπύρας
Σου θυμίζει κάτι;
Όλο το απόγευμα ξωπίσω από τον ταβερνιάρη
Ό, τι πετάει αδιάφορα, να το συλλέγω εγώ
Έκτοτε αξία στον τσίγκο, το νόμισμα το αληθινό.
Κι έτσι κυλάει η ζωή
Και γράφεται η Ιστορία
Στο ξόδεμα παθών, συνδιαλλαγών
Συναισθηματικά φορτισμένων στιγμών
ανάμεσα σε χέρια που σε αγκαλιάζουν
σε ύπνους που σε αγαλλιάζουν
τρία ζευγάρια μάτια την όρασή σου αλλάζουν
-γιατί τα μάτια είναι τα μάτια, κι εδώ η Ποίηση σιωπά,
ε Φωκά;-
Το ρου του νου μου αψηφώντας
Σκέφτομαι συχνά γελώντας
Πως, δεν μπορεί
Να δεις που είμαι πλούσια και δεν μου το ’χουν πει.
Στα τρία ζευγάρια μάτια που τελευταία,
 μέσα από αυτά, βλέπω εμένα καθαρά.

Pages