Η αρπαγή της γης ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην Αθήνα του έβδομου π.Χ. αιώνα. Στα δικαστήρια, κέρδιζε όποιος είχε χρήματα να δωροδοκήσει τους δικαστές. Η προμήθεια έδινε κι έπαιρνε κι είχε ημιεπίσημα οριστεί στο 10%. Γι’ αυτό και τους δικαστές που δε δέχονταν να δωροδοκηθούν, τους έλεγαν αδέκαστους: Χωρίς το ένα δέκατο, χωρίς το 10%. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, οι ξεσηκωμοί των αδικημένων διαδέχονταν ο ένας τον άλλο και ουσιαστικά βασίλευε η αναρχία και τι δίκιο του πιο δυνατού.
Η αυστηρή νομοθεσία του Δράκοντα (621 π.Χ.) δεν καλυτέρευσε τα πράγματα, καθώς η αριστοκρατία την χρησιμοποίησε για το δικό της συμφέρον. Μια ακόμα εξέγερση (616 ή 612 π.Χ.) ενός Κύλωνα πνίγηκε στο αίμα. Οι οπαδοί του σφάχτηκαν, αν και είχαν καταφύγει ικέτες σε ναό. Ένας λοιμός, που έπεσε στην πόλη, ερμηνεύτηκε ως θεία δίκη για το «Κυλώνειον άγος», όπως ονομάστηκε.
Ο επώνυμος άρχοντας Μεγακλής, της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, θεωρήθηκε υπεύθυνος της σφαγής κι εξορίστηκε με όλη την οικογένειά του, ενώ ο σοφός Επιμενίδης ο Κρης κλήθηκε να εξαγνίσει την πόλη. Ο Επιμενίδης έκανε τον καθαρμό αλλά και πρότεινε στους Αθηναίους να αναθέσουν στον φίλο του, σοφό έμπορο Σόλωνα, να φτιάξει νέους νόμους. Ήταν το 594 π.Χ.
Όταν ο Σόλων προτάθηκε να γίνει νομοθέτης με δικτατορικές εξουσίες, ανήκε ήδη στη γενιά των σαραντάρηδων που πολλά υπόσχονταν στον πολιτικό στίβο της εποχής. Γεννήθηκε το 639 π.Χ. από πατέρα κατευθείαν απόγονο του θρυλικού τελευταίου βασιλιά Κόδρου (και μακρινού απόγονου του θεού Ποσειδώνα). Γεννήθηκε αριστοκράτης, γλέντησε στα νιάτα του για τα καλά, έγραψε ποιήματα, που υμνούσαν τη φιλία, κι ένα εμβατήριο, που ξεσήκωσε τους Αθηναίους να πάρουν τη Σαλαμίνα. Νωρίς, μπήκε δυναμικά στο εμπόριο και κατάφερε ν’ αποκτήσει τεράστια περιουσία, που του επέτρεπε να διαθέτει χρόνο για να φιλοσοφεί τη ματαιότητα της ζωής. Πριν να τον κατατάξουν στους Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας, είχε κιόλας αναγνωριστεί, ως σοφός και μετρημένος άνθρωπος.
Έμβλημά του είχε το γνωμικό «μηδέν άγαν» (τίποτα υπερβολικό), που ο ίδιος πρωτοείπε και που τήρησε με ευλάβεια σε όλη του τη ζωή αλλά και στους νόμους του. Αυτή του, άλλωστε, η προσήλωση στη μετριοπάθεια αποτέλεσε και την κρυφή ελπίδα εκείνων που εισηγήθηκαν να του ανατεθούν οι τύχες της πόλης. Τους δικαίωσε πετυχαίνοντας το ακατόρθωτο: Να συμβιβάσει πλούσιους και φτωχούς για πρώτη και τελευταία φορά στην Παγκόσμια Ιστορία!
Όταν τον ερώτησαν, αν έχει τη γνώμη πως έδωσε στους Αθηναίους τους καλύτερους νόμους που μπορούσαν να θεσπιστούν, απάντησε θαρραλέα:
«Όχι! Τους έδωσα, όμως, τους καλύτερους, που μπορούσαν να δεχτούν»!
Με τους νόμους του, ο Σόλων επέβαλε τη λαϊκή συμμετοχή, άφησε μεγάλες αρμοδιότητες στους αριστοκράτες αλλά πέρασε την ως τότε ανεξέλεγκτη δράση τους μέσα από τους μηχανισμούς της έγκρισης από την πλειοψηφία. Καθιέρωσε, δηλαδή, την ισορροπία του ελέγχου, κάνοντας πράξη την περί ευνομούμενης πολιτείας φιλοσοφία του. Όταν τον ερώτησαν πώς αντιλαμβάνεται μια τέτοια πολιτεία, απάντησε:
«Είναι αυτή, της οποίας οι πολίτες υπακούουν στους κυβερνήτες τους και οι κυβερνήτες υπακούουν στους νόμους».
Του ζήτησαν να προχωρήσει στην ανακατανομή της γης, που οι αριστοκράτες είχαν ουσιαστικά αρπάξει. Αρνήθηκε τονίζοντας πως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αιτία εμφύλιου πολέμου. Θέσπισε, όμως, τη σεισάχθεια (την άρση βαρών, όπως θα τη λέγαμε σήμερα) και με μια μονοκονδυλιά έσβησε όλα τα χρέη, εκτός από τα εμπορικά, κι απαγόρευσε στο εξής, τον δανεισμό με ενέχυρο το σώμα του δανειζόμενου. Μια και κανένας δε χρωστούσε πια τίποτα σε κανέναν, όλοι όσοι είχαν γίνει δούλοι για χρέη ελευθερώθηκαν. Με χρήματα του κράτους ελευθερώθηκαν και όσοι είχαν πουληθεί έξω από την Αττική. Οι πλούσιοι τον κατηγόρησα ότι η νομοθεσία του ισοδυναμούσε με κατάσχεση αλλά δεν μπόρεσαν να τον διαβάλουν, επειδή γρήγορα γνωστοποιήθηκε ότι ο ίδιος ήταν μεγάλος πιστωτής και άρα μεγάλος χαμένος από τον ίδιο του τον νόμο. Δέκα χρόνια αργότερα, όλοι αναγνώριζαν ότι το μέτρο αυτό έσωσε την Αθήνα από την περιπέτεια μιας επανάστασης.
Η μεγάλη επιτυχία των νόμων του Σόλωνα εντοπίζεται στην επέκτασή τους σε πλούσιους και φτωχούς και στην καθιέρωση της συμμετοχής στα κοινά βάρη ανάλογα με τη δυνατότητα του καθένα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τη διαφθορά, δείχνει πως είχε μυαλό «περπατημένου» και οξυδερκούς ανθρώπου, ο οποίος κατανοεί ότι «το χρήμα δεν είναι το παν, πετυχαίνει όμως το παν». Με ένα πολυσυζητημένο νόμο, μείωσε το ύψος της προίκας, ώστε, στους γάμους, να πρυτανεύει η αγάπη και η θέληση για τη δημιουργία οικογένειας κι όχι το συμφέρον. Όταν, όμως, του ζήτησαν να νομοθετήσει εναντίον των αγάμων, αρνήθηκε:
«Μια γυναίκα είναι βαρύ φορτίο», είπε.
Το μεγάλο επίτευγμά του, πάντως, ονομάζεται Ηλιαία. Ήταν ένα δικαστήριο ενόρκων, το οποίο δίκαζε τα πάντα εκτός από τους φόνους και τις ιεροσυλίες, που παρέμειναν στη δικαιοδοσία του Αρείου Πάγου. Την αποτελούσαν 6.000 δικαστές, που κληρώνονταν μεταξύ όλων των ελεύθερων πολιτών. Σε κάθε δίκη, δίκαζαν πεντακόσιοι που ορίζονταν με κλήρο το πρωί κι ήταν υποχρεωμένοι να εκδώσουν απόφαση ως τη δύση του ηλίου.
«Διότι», όπως γράφει σκωπτικά ο Διογένης ο Λαέρτιος,
«ακόμα και για έναν Αθηναίο ήταν πολύ δύσκολο, σε μια μόνο μέρα, να δωροδοκήσει 500 δικαστές».
Κάποια άλλα από τα μέτρα που πήρε στον κοινωνικό τομέα, φανερώνουν σε ποιο σημείο κατάπτωσης είχε φτάσει η πόλη, που έμελλε, έναν αιώνα αργότερα, να σώσει την Ελλάδα από την περσική απειλή και να δημιουργήσει τον χρυσό αιώνα του πνεύματος και της τέχνης:
Οι γυναίκες απαγορευόταν να έχουν πάνω από τρεις φορεσιές, οι πομπώδεις τελετές τιμωρούνταν με βαριά πρόστιμα, οι πολυδάπανες θυσίες καταργήθηκαν, ενώ έτρωγε βαρύ πρόστιμο, όποιος το παράκανε με τα μοιρολόγια στις κηδείες. Έτσι, η επίδειξη χτυπήθηκε καίρια κι οι Αθηναίοι, θέλοντας και μη, οδηγήθηκαν στη σοφία του γνωμικού «παν μέτρον άριστον» (όλα με μέτρο).
Στα 572 π.Χ. σε ηλικία 67 χρόνων ο Σόλων αποσύρθηκε. Του πρότειναν να γίνει ισόβιος δικτάτορας. Αρνήθηκε:
«Η δικτατορία είναι ωραία τοποθεσία για να μένει κάποιος αλλά δεν προσφέρει τρόπο επιστροφής», είπε.
Ζήτησε από τους Αθηναίους να του ορκιστούν ότι θα εφαρμόζουν τους νόμους για τα δέκα επόμενα χρόνια κι έφυγε να γνωρίσει τον κόσμο.
Πήγε στην Αίγυπτο, πέρασε από την Κύπρο, όπου τον παρακάλεσαν να τους φτιάξει νόμους, κι από εκεί πήγε στις Σάρδεις, στην αυλή του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, που θέλησε να του κάνει επίδειξη. Ο Λυδός τον περιέφερε στο παλάτι δείχνοντάς του τα συσσωρευμένα πλούτη κι έπειτα τον ρώτησε, ποιον θεωρούσε πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Ο σοφός του απαρίθμησε περιπτώσεις ανθρώπων, που όλοι τους ήταν πια νεκροί. Ο Κροίσος διαμαρτυρήθηκε κι ο Αθηναίος του είπε το περίφημο:
«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» (μην καλοτυχίζεις κανέναν, πριν να δεις πώς πέθανε).
Επέστρεψε στην πατρίδα του πολύ γέρος και πανέτοιμος να δεχτεί τον θάνατο. Πικράθηκε, όταν είδε τον μακρινό του ξάδερφο, Πεισίστρατο, να εξαπατά συμμάχους και αντιπάλους και να γίνεται τύραννος. Τότε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, έβγαλε έξω από την πόρτα τα όπλα του και την ασπίδα, σημάδι ότι εγκαταλείπει την πολιτική, κι αναστέναξε:
«Κάθε Αθηναίος μόνος του έχει το βήμα της αλεπούς. Όλοι μαζί, όμως, περπατούν σα χήνες».