Λίγο πριν την καταστροφή |
Μια ψυχολογική προσέγγιση της συχνά συγκρουσιακής αλληλεπίδρασης μεταξύ λογικής και συναισθήματος.
(Αποσπάσματα από μια σχετικά πρόσφατη ομιλία μου προς το ευρύτερο κοινό)
H προσπάθεια κατανόησης της ζωής αυτής καθεαυτής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απλή διατήρηση στη ζωή είναι θέμα εσωτερικών αντιδράσεων σε εσωτερικά ερεθίσματα. Αλλά η επιβίωση γίνεται εξαιρετικά πιθανότερη όσο υπάρχει κάποιος μηχανισμός παρατήρησης του εξωτερικού περιβάλλοντος και αντίδρασης στα εξωτερικά ερεθίσματα. Η εξέλιξη του εγκεφάλου ακολούθησε αυτήν ακριβώς την πορεία, εξασφαλίζοντας όλο και πιο λεπτομερή ανάλυση των εξωτερικών ερεθισμάτων και όλο και πιο σύνθετη επεξεργασία των προτύπων αντίδρασης στα ερεθίσματα αυτά.
Πριν περίπου 3 εκατομ χρόνια ο εγκέφαλός μας ζύγιζε 450 γραμ ενώ τώρα 1.350. Η απόκτηση των μετωπιαίων λοβών μάς προσέφερε άπειρες δυνατότητες και ικανότητες στους τομείς λογικών διαδικασιών, συναισθηματικών συναλλαγών, ποικίλων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Από τα βασικά ένστικτα της επιθετικότητας και της σεξουαλικότητας που κληρονομήσαμε από τα θηλαστικά και που είναι απαραίτητα για την επιβίωση και τη διατήρηση του είδους, φτάσαμε σε σημείο να δημιουργήσουμε πολιτισμό και να εξερευνούμε τον μικρόκοσμο από τη μία πλευρά και το σύμπαν από την άλλη. Και εκεί που θα περίμενε κανείς να ζούμε αρμονικά κι ευτυχισμένα, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δε συμβαίνει αυτό, αλλά ούτε κάνουμε κάποια ουσιαστική προσπάθεια να διερωτηθούμε και να κατανοήσουμε το γιατί και το αν και πως θα μπορούσε η παρούσα πορεία να αλλάξει. Οι γνώσεις που αποκτήσαμε και αποκτούμε περί ψυχισμού και συμπεριφοράς των ανθρώπων, συζητούνται σ' ένα πολύ μικρό κύκλο επιστημόνων και στη συνέχεια θαρρείς και τοποθετούνται σε ντουλάπες, όπου στοιβάζονται τα αζήτητα. Ενώ αυτή ακριβώς η αυτογνωσία θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, να οδηγήσει στην απαιτούμενη συναισθηματική ωρίμαση, στη βελτίωση των σχέσεων και των συνθηκών ζωής.
Ανάμεσα στους σοφούς της αρχαιότητας που έθεσαν την αυτογνωσία στο κέντρο της φιλοσοφίας τους προεξέχει η μορφή του Σωκράτη. Ο Σωκράτης είναι ο φιλόσοφος του ανθρώπου επειδή (όπως είπε ο Κικέρων) "κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στην γη". Ενώ οι πριν από αυτόν προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν στραμμένο το βλέμμα τους κυρίως στα στοιχεία της φύσης, ο Σωκράτης ισχυρίστηκε πως μια τέτοια γνώση είναι άχρηστη. Το μόνο πράγμα που μπορεί και πρέπει να ενδιαφέρει τον άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος- αυτό το όν που είναι τόσο κοντά του και όμως τόσο ανεξιχνίαστο.
Τις τελευταίες δεκαετίες ζούμε μέσα σε μια ραγδαία τεχνολογική μεταμόρφωση με δραματικές κοινωνικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας του: για μερικούς βρισκόμαστε λίγο πριν την καταστροφή, ενώ για άλλους πλησιάζουμε στην ανατολή μιας νέας εποχής. Εάν αληθεύει τελικά, όπως το ευχόμαστε, ότι βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας εποχής, αυτή θα είναι η εποχή της εσωτερικής αφύπνισης και της αυτογνωσίας, που θα περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την προσέγγιση, κατανόηση και επεξεργασία των συναισθημάτων.
χ
χ
Κατά την προσωπική μου άποψη θα αποτελέσει αυτό την τέταρτη αναίμακτη επανάσταση των τελευταίων αιώνων, στα πλαίσια της σχέσης μας με τον εαυτό και την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Σας υπενθυμίζω τις τρεις άλλες που προηγήθηκαν:
Η πρώτη ήταν η διαπίστωση και η αποδοχή ότι η γη μας δεν είναι επίπεδη και σταθερή, αλλά κινείται μέσα στο σύμπαν. Η δεύτερη προκλήθηκε από τον Δαρβίνο και το σπουδαίο του έργο Καταγωγή των ειδών. Η επιστήμη έχει αποδεχτεί τη θεωρεία της εξέλιξης, ενώ πολύς κόσμος με μεταφυσικές ανάγκες ακόμα δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε από τα ζώα και συγκεκριμένα ότι ο χιμπατζής και ο άνθρωπος είχαν τον ίδιο πρόγονο. Τέλος, το τρίτο σημαντικό ταρακούνημα για την ανθρωπότητα ήταν η ανακάλυψη του ασυνείδητου, της αδυναμίας του ανθρώπου δηλαδή, να είναι κυρίαρχος του εαυτού του, εξαιτίας ασυνείδητων φόβων ή κινήτρων που αναπτύσσονται μέσα του. Παρότι έχουν περάσει 100 και πλέον χρόνια από τη διαπίστωση αυτή, συνεχίζουμε να αγνοούμε την τεράστια σημασία της.
Έτσι και χωρίς να το συνειδητοποιούμε έχουμε δημιουργήσει μια μεγάλη ανισορροπία στον πολιτισμό μας. Έχουμε πετύχει πολλά. Αλλά ως άτομα χειριζόμαστε τις δυνάμεις και δυνατότητες που αποκτήσαμε συνήθως καταστροφικά, χωρίς την απαιτούμενη συνείδηση και υπευθυνότητα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ούτε το χρόνο, ούτε την απαραίτητη παιδεία για να ασχοληθεί με τον εσωτερικό του εαυτό και τις συναισθηματικές ή πνευματικές του ανάγκες. Ο διαχωρισμός της γνώσης από τις αξίες αποδείχτηκε τελικά αυτοκαταστροφικός. Η υλική πρόοδος έφθασε να περιφρονεί τις μη υλικές ανησυχίες και ανάγκες μας, με αποτέλεσμα να έχουμε μεταλλαχτεί σε ναρκισσιστικά, αλαζονικά, αδιάφορα και ανεύθυνα άτομα. Η παγκόσμια κρίση μάς κάνει ακόμα πιο κλειστούς, επιθετικούς, βίαιους ή νευρωτικούς. Θέλουμε να διαφυλάξουμε πάση θυσία τα μικροσυμφέροντα, ξεχνώντας ότι τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες ριζοσπαστικές λύσεις.
Αυτή η νοοτροπία μάς απομάκρυνε επίσης από την αρμονική σχέση με το φυσικό μας περιβάλλον, με αποτέλεσμα η αδίστακτη και αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων να οδηγεί στη σταδιακή καταστροφή του οικοσυστήματος. Η ελπίδα επιβίωσης πάνω στον πλανήτη λοιπόν περνάει αναπόφευκτα μέσα από την αποκατάσταση της ανισορροπίας μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής ανάπτυξης.
Με κάποια αισιοδοξία πάντως παρατηρούμε να επιστρέφουν στις μέρες μας μερικά από τα ιδανικά παλαιότερων εποχών, αλλά σε μια πιο συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη μορφή: να αλλάξουμε τον κόσμο, βέβαια, αλλά αρχίζοντας από τον εαυτό μας. Εύχομαι να γίνει κάποια στιγμή ευρύτερα κατανοητό και αποδεκτό ότι η αυτογνωσία είναι αναγκαία για όλους και όχι μια πολυτέλεια για λίγους. Και ότι είναι ο μόνος τρόπος να οδηγηθούμε σε κάποια αλλαγή.
Για την αναγκαιότητα μιας αλλαγής υπάρχει η εξής επιστημονική προσέγγιση: Αρχικά έχουμε μια ανάπτυξη προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποια στιγμή η ανάπτυξη φτάνει στα όριά της, δεν υπάρχει συνεχόμενη ανάπτυξη. Εντός αυτών των ορίων σταδιακά χρειάζονται κάποιες παρεμβάσεις. Στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο πχ προσθέτουμε, αφαιρούμε ή τροποποιούμε κάποιο νόμο, κάποιο μάθημα στα σχολεία, κάποιες διατάξεις κλπ για να ανταποκρινόμαστε στις εξελίξεις ή για να αντιμετωπίζουμε τη φθορά που ενδεχομένως αρχίζει να υπάρχει. Πρόκειται για τις γνωστές μεταρρυθμίσεις. Με τη πάροδο του χρόνου όμως, ούτε αυτές οι προσπάθειες είναι αρκετές και τότε φτάνει η στιγμή της αλλαγής, της μεταμόρφωσης, της έκρηξης ή της επανάστασης. Επειδή όμως από την άλλη πλευρά η αλλαγή φοβίζει και αργεί πολύ να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη της, χρειάζεται κατά κάποιο τρόπο να φτάσουν οι καταστάσεις στο απροχώρητο ή στον πάτο, όπως συνηθίζουμε να λέμε, για να δρομολογηθεί.
Τα εισαγωγικά αυτά σχόλια σχετίζονται άμεσα με το κυρίως θέμα μας. Ας δούμε λοιπόν τώρα τι ακριβώς είναι η λογική και τι το συναίσθημα.
Αρχικά μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές ικανότητες του ανθρώπου. Η λογική είναι η ορθή σκέψη με βάση την πραγματικότητα, όπως και η ψύχραιμη αντιμετώπιση των διαφόρων καταστάσεων, γεγονότων ή ιδεών. Ακολουθεί μονοπάτια επιστημονικά, βασίζεται στη μαθηματική σκέψη, απέχει από προκαταλήψεις, στερεότυπα και θρησκευτικά, πολιτικά, εθνικά ή ιδεολογικά πιστεύω και οδηγείται στα συμπεράσματά της αργά και διαμέσου σαφών ορθολογικών κανόνων. Πρόκειται για μια εγκεφαλική διαδικασία και τα συμπεράσματα απορρέουν από την επεξεργασία των δεδομένων των εγκεφαλικών ερεθισμάτων μέσω της σκέψης. Για τον λόγο αυτό η λογική είναι υποκειμενική, ανάλογα με τον τρόπο που αποκωδικοποιεί η κάθε σκέψη το χώρο του εγκεφάλου. Ο χώρος του εγκεφάλου διαμορφώνεται από το περιβάλλον στο οποίο εκπαιδεύεται, δηλαδή το χώρο και το χρόνο, και δημιουργεί τον τρόπο που λειτουργεί η σκέψη για να παράγει λογική. Γι αυτό άλλωστε αναφερόμαστε και στον προσωπικό τρόπο σκέψης, στη λογική του καθένα μας.
Το συναίσθημα από την άλλη πλευρά είναι η ψυχική κατάσταση που οφείλεται σε ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα ή σκέψεις και προκαλεί αυθόρμητες αντιδράσεις ( φόβο, χαρά, λύπη, οργή κ.α.). Είναι επίσης η αντίληψη του κόσμου με βάση ψυχολογικές καταστάσεις και όχι τη λογική. Έχει ως αφετηρία την ανθρώπινη ψυχολογία, το ασυνείδητο και τις εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις. Επηρεάζεται ή προκαλείται από τις σχέσεις με το περιβάλλον, αλλά αρκετές φορές κι από θρησκευτικά, πολιτικά, εθνικά ή ιδεολογικά πιστεύω και από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Συνήθως φτάνει σε συμπεράσματα, ακολουθώντας τη διαίσθηση. Το γεγονός όμως ότι η αυθόρμητή μας πλευρά ενεργεί ανεξάρτητα από τη λογική δε σημαίνει ότι στερείται λόγων. Απεναντίας, οτιδήποτε προκαλούν τα συναισθήματά μας, από το να καθορίζουν την ανάπτυξη του τύπου της προσωπικότητάς μας, να μας ωθούν να απομακρυνόμαστε από τους κινδύνους, να πλησιάζουμε φιλικά ή ερωτικά συγκεκριμένους ανθρώπους, μέχρι το να μας βοηθούν να συγκεντρωνόμαστε και να επηρεάζουν την κρίση μας, όλα έχουν λόγους που γίνονται. «Η καρδιά έχει τους λόγους της για τους οποίους η λογική τίποτε δε γνωρίζει» είχε γράψει ο Blaise Pascal.
Καθώς οι άνθρωποι θέτουν πολλούς στόχους, το συναίσθημα φαίνεται να παίζει ένα ρόλο διαχείρισης προτεραιοτήτων. Αποσύρει τα άτομα από την προσπάθεια επίτευξης ενός στόχου, κατευθύνοντάς τα παράλληλα προς κάποιον άλλο στόχο, η σημασία του οποίου έχει εν τω μεταξύ αυξηθεί.
Το θέμα προτεραιότητας το συναντάμε κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μια επιλογή. Όταν για παράδειγμα ένας φίλος παίρνει τηλέφωνο και ρωτά αν θέλω να πάω μαζί του στο σινεμά και εγώ ανταποκρίνομαι στην πρόταση, σημαίνει ότι επιλέγοντας τον κινηματογράφο, έχω παραιτηθεί από κάτι άλλο (να μείνω σπίτι και να διαβάσω, να δω τηλεόραση, ν' ακούσω μουσική κλπ), δηλαδή η επιθυμία ή η ανάγκη να κάνω την άλφα επιλογή έχει υπερισχύσει της βήτα επιλογής. Ακόμα κι όταν πρέπει να πληρώσω ένα λογαριασμό επειδή λήγει η προθεσμία εξόφλησής του, δεν το κάνω λογικά όπως φανταζόμαστε. Πληρώνω επειδή φοβάμαι το πρόστιμο ή κάποια διακοπή ρεύματος, τηλεφώνου κλπ. Αν, αντίθετα αδιαφορώ ή βιώνω την αναγκαστική εξόφληση ενός λογαριασμού ως περιορισμό της ελευθερίας μου, δεν θα τον εξοφλήσω, πράγμα που θα σημαίνει ότι η ανάγκη μου να αντιπαρατεθώ στον περιορισμό της ελευθερίας μου θα υπερισχύσει του φόβου των συνεπειών σε περίπτωση μη εξόφλησης του λογαριασμού.
Είχα κάποτε διαβάσει ότι ο άνθρωπος επιλέγει πάντα το λιγότερο οδυνηρό. Διερωτήθηκα γιατί ο συγγραφέας προτιμά τη φράση «το λιγότερο οδυνηρό» και όχι ότι ο άνθρωπος επιλέγει το «περισσότερο ευχάριστο». Αργότερα κατάλαβα ότι αναφερόταν κυρίως στην ασυνείδητη πλευρά μας. Ας υποθέσουμε ότι ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι μιας σχέσης ή ενός γάμου δεν είναι ευχαριστημένοι ή υποφέρουν. Οι συνθήκες και η λεγόμενη κοινή λογική τούς υπαγορεύει να χωρίσουν. Κι όμως δεν το κάνουν. Γιατί; Διότι απλά φοβούνται. Ενδεχομένως να μην αντέχουν την ανασφάλεια, τη μοναξιά, τις ευθύνες, την απώλεια παιδιών αν υπάρχουν, την αποτυχία, τις πιθανές επιπτώσεις στα παιδιά, τα σχόλια τρίτων, την εγκατάλειψη, τις ενοχές, την αλλαγή κλπ, με αποτέλεσμα να προτιμούν κατά κάποιο τρόπο τη διατήρηση της σχέσης, παρότι και αυτή έχει τα προβλήματά της.
Πολλά άτομα αργούν μονίμως στα ραντεβού τους και υφίστανται τις ανάλογες επιπτώσεις. Θα περίμενε κανείς να βάλουν μυαλό, όπως λέμε, και να ξεκινούν νωρίτερα την όποια διαδικασία απαιτείται για τη συνέπεια. Κι όμως δε συμβαίνει αυτό. Γιατί άραγε; Στην περίπτωση αυτή δύο τουλάχιστον είναι τα ενδεχόμενα: τα υστερικά άτομα πχ λειτουργούν με το γνωστό «εδώ και τώρα» και δε σκέφτονται το μετά, με τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις. Τι χρειάζομαι, τι επιθυμώ εγώ τώρα, αυτό έχει σημασία. Και έχουν πάντα μια, συνήθως ασήμαντη δικαιολογία (άργησα να ξυπνήσω, πήρε μια φίλη τηλέφωνο και άλλα παρόμοια). Οι ανάγκες του άλλου δε λαμβάνονται υπόψη.
Αρκετά ψυχαναγκαστικά άτομα από την άλλη πλευρά έχουν, μεταξύ άλλων βέβαια, την ανάγκη να αξιοποιούν το χρόνο όσο γίνεται καλύτερα. Χαμένος χρόνος δεν πρέπει να υπάρχει. Ας κάνω και αυτό και κάπως θα προλάβω, σκέφτονται, με αποτέλεσμα συχνά να αργοπορούν. Η διαφορά με εκείνους που ανέφερα πιο πάνω είναι ότι συνεχώς αγχώνονται, επειδή λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των άλλων και τις πιθανές επιπτώσεις. Παρόλα αυτά δεν μπορούν να αλλάξουν συμπεριφορά, καθότι η ανάγκη αξιοποίησης του χρόνου υπερισχύει του φόβου των συνεπειών μιας αργοπορίας.
Ένα άλλο σημαντικό παράδειγμα σχετικό με τα προαναφερόμενα αποτελούν εκείνα τα συμπτώματα που φαινομενικά έχουν οργανική προέλευση, ενώ στην πραγματικότητα πηγάζουν από την ψυχοσύνθεσή μας. Ζαλάδες, κεφαλόπονοι, μουδιάσματα, ταχυπαλμίες, εφιδρώσεις δύσπνοια κλπ πολύ συχνά προκαλούνται από την ψυχική μας κατάσταση. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι ψυχοσωματικές παθήσεις, όπως η κολίτιδα, διαταραχές του θυρεοειδή, διάφορα δερματικά νοσήματα κ.α. Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για τη σωματοποίηση του άγχους. Εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις που σχετίζονται άμεσα με συναισθήματα και προκαλούν άγχος, εκδηλώνονται σε αρκετά άτομα με τη μορφή σωματικών συμπτωμάτων.
Σίγουρα θα έχετε συναντήσει και άτομα που έχουν κάποιο κόλλημα, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Το πολύ συχνό πλύσιμο των χεριών πχ με το λογικό επιχείρημα της προστασίας από τα μικρόβια, ξεκινά με το απλό νερό και φτάνει στο οινόπνευμα και σε άλλα χημικά σκευάσματα. Το άτομο δε συνειδητοποιεί ότι η τάση του αυτή, όπως και η υπερβολική καθαριότητα γενικότερα, σχετίζεται με την ασυνείδητη ανάγκη για απενοχοποίηση. Μέσα από την καθαριότητα δηλαδή προσπαθεί κανείς, ασυνείδητα βέβαια, να απενοχοποιηθεί. Σας θυμίζω το γνωστό «νίπτω τας χείρας μου» του Π. Πιλάτου.
Στα παραδείγματα αυτά είναι ξεκάθαρη η συμβολή του ασυνείδητου, η υπερίσχυση των συναισθημάτων πάνω στη λογική και η επιλογή του «λιγότερου οδυνηρού».
Βλέπουμε λοιπόν ότι κατά βάθος η λογική χρησιμοποιείται για να δικαιολογείται, συνειδητά ή ασυνείδητα, η προσπάθεια κάλυψης συναισθηματικών αναγκών. Όσο πιο συναισθηματικά ώριμος είναι κανείς, τόσο πιο συνειδητά επιλέγει, τόσο πιο κοντά στην πραγματικότητα θα βρίσκεται και τόσο πιο υπεύθυνα και αποτελεσματικά θα χρησιμοποιεί τη λογική του, προς όφελος προσωπικό, αλλά και προς όφελος του περιβάλλοντός του.
Εξελικτικά προηγείται το συναίσθημα της λογικής, η πρώτη εκδήλωση ενός νεογέννητου μωρού είναι το κλάμα, το οποίο προφανώς προέρχεται από κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα. Η διαδικασία αυτή καθώς φαίνεται διατηρείται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής.
Όταν, για παράδειγμα, φοβούμενος μη χάσω τη δουλειά μου δεν εκδηλώνω τα επιθετικά μου συναισθήματα προς τον εργοδότη μου, χρησιμοποιώ τη λογική μου για να καλύψω το φόβο της απώλειας της δουλειάς μου. Αν πάλι δεν μπορώ να ελέγξω το θυμό μου και τσακώνομαι με τον εργοδότη μου, αργά ή γρήγορα θα απολυθώ. Και στις δύο περιπτώσεις προηγείται το συναίσθημα. Ο φόβος απώλειας της δουλειάς είναι συνειδητός και η λογική υπαγορεύει «μην το παρακάνεις με την παρορμητικότητά σου, αλλιώς θα σε απολύσουν». Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει η ικανότητα ελέγχου της παρορμητικότητας (ένδειξης συναισθηματικής ωριμότητας στον τομέα αυτό), στη δεύτερη δεν υπάρχει. Στην πρώτη περίπτωση η συναισθηματική μου ωριμότητα μού επιτρέπει να ακολουθήσω τη λογική, ώστε να αποφύγω το ενδεχόμενο απόλυσής μου, λογική και συναίσθημα βρίσκονται δηλαδή σε αρμονία, ενώ στη δεύτερη κάποιες άλλες δυνάμεις δεν μου το επιτρέπουν. Οι δυνάμεις αυτές έχουν επίσης συναισθηματική προέλευση και είναι ασυνείδητες.
Το εύλογο ερώτημα που ακολουθεί στην περίπτωση αυτή είναι: Πότε και γιατί ένα άτομο δεν μπορεί να ελέγξει την παρόρμησή του;
Η πρώτη απάντηση αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου ένα άτομο έχει μεγαλώσει σ' ένα χαοτικό περιβάλλον και δεν του είχαν τεθεί καθόλου όρια. Η δεύτερη, όταν, αντίθετα, το άτομο έχει μεγαλώσει σ' ένα ιδιαίτερα αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον, όπου η εκδήλωση θυμού ήταν κατά κάποιο τρόπο απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή ο θυμός συσσωρεύεται και ενδέχεται κάποια στιγμή να εκδηλωθεί με τη μορφή έκρηξης. Και οι δύο τρόποι ανατροφής οδηγούν σε μια σχετική συναισθηματική διαταραχή με τις αντίστοιχες συμπεριφορές, όπου θα ψάχνουμε για λογική και δε θα τη βρίσκουμε.
Έχουμε άπειρα παραδείγματα που στηρίζουν τα προαναφερθέντα. Ποια πχ από τις πιο κάτω περιπτώσεις θεωρείται λογική;
Να μαλώνει ο γονιός το παιδί που σκόνταψε, έπεσε και κλαίει;
Να παροτρύνει η μητέρα το μωρό της να θηλάσει πιο γρήγορα επειδή εκείνη βιάζεται;
Να πιέζει ο γονιός το παιδί να γίνει ο καλύτερος μαθητής;
Να τσακώνονται σύζυγοι μεταξύ τους, γονείς με παιδιά, εργοδότες με υπαλλήλους, πολιτικοί κάθε βαθμίδας, οπαδοί αθλητικών ομάδων ή πολιτικών κομμάτων; Κλπ κλπ
Να κάνουμε πολέμους, να καταστρέφουμε το περιβάλλον, να ξοδεύουμε τεράστια ποσά για την άμυνα, αντί να φτιάχνουμε σχολεία και νοσοκομεία;
Να έχουμε παράλογα ψυχογενή συμπτώματα όπως πχ είναι οι φοβίες;
Να παρακολουθούμε τρεις φίλοι το ίδιο κινηματογραφικό έργο και να έχουμε διαφορετικές απόψεις; Και γενικότερα να έχουμε διαφορετικές αντιδράσεις στο ίδιο ερέθισμα;
Να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε;
Να μη μπορούμε να χαρούμε; Άλλα να λέμε κι άλλα να πράττουμε; Άλλα να μας λένε κι άλλα να καταλαβαίνουμε;
Η λίστα είναι ατέλειωτη, αφορά λίγο ως πολύ τη ζωή στο σύνολό της και η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ένα «όχι, καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί λογική». Επομένως;
Άλλοι είναι προφανώς οι παράγοντες που επηρεάζουν και καθορίζουν τις επιλογές και τη συμπεριφορά μας. Οι ειδικοί, και όχι μόνο, γνωρίζουν πλέον ότι πρόκειται για τους φόβους και τις ανάγκες μας, το ασυνείδητό μας και τις εσωτερικές μας συγκρούσεις. Δηλαδή για το συναισθηματικό μας κόσμο, ο οποίος στη δομή του δημιουργείται στην παιδική ηλικία και κάτω από ανάλογες συνθήκες ενδέχεται να τροποποιείται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής. Οι εμπειρίες, κυρίως οι δυσάρεστες, οδηγούν το παιδί στην ανάπτυξη αμυντικών μηχανισμών, όπως τους ονομάζομε, που καθορίζουν τη συμπεριφορά. Αν πχ είχα μια μάνα που συχνά με κατέκρινε, ενδέχεται μέσα από την ανάπτυξη του αμυντικού μηχανισμού της προβολής να γίνω ένα άτομο που μονίμως θα θεωρεί τους άλλους φταίχτες και ποτέ τον εαυτό του. Πολλοί άνθρωποι λειτουργούν μ' αυτόν τον τρόπο. Κάποιος άλλος τους φταίει: ο γείτονας, οι μπάτσοι, οι κυβερνήσεις, οι Τούρκοι, οι Πακιστανοί, οι Αμερικανοί, η Μέρκελ, το ΔΝΤ, το κρύο, η ζέστη, ο σύντροφος, το άτακτο παιδί, η κίνηση στους δρόμους κλπ. Έτσι επηρεάζεται και η σκέψη, η οποία αποκτά τη συνήθεια να στρέφεται αμέσως προς τρίτους και να ενοχοποιεί με το ανάλογο επιχείρημα, χρησιμοποιώντας τη λογική. Το άτομο έχει την εντύπωση ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ότι έχει δίκιο, εφόσον αυτά του υπαγορεύει η λογική του. Δε συνειδητοποιεί ότι η λογική του είναι υποκειμενική, ότι δεν αντέχει την ενοχοποίηση και ότι αναγκάστηκε να μάθει από μικρό παιδί να αντιμετωπίζει αυτές ή παρόμοιες καταστάσεις ενοχοποιώντας τρίτους. Κατά κάποιο τρόπο το τωρινό βίωμα του θυμίζει την αντίστοιχη σχέση με το γονέα του.
Ένα ναρκισσιστικό άτομο έχει ευάλωτη αυτοεκτίμηση (τη μια στιγμή μπορεί να νιώθει σπουδαίο, την άλλη ένα τίποτα) και μεταξύ άλλων δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εικόνα που δείχνει προς τα έξω. Η τάση αυτή σχετίζεται συνήθως με τις αυξημένες προσδοκίες των γονιών από τα παιδιά τους και τη γνωστή παρατήρησή τους «δε ντρέπεσαι, τι θα πει ο κόσμος». Εκ των πραγμάτων λοιπόν το άτομο αυτό θα φοβάται μη διαταραχτεί η όποια καλή εικόνα δείχνει προς τα έξω, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά και οι επιλογές του να είναι ανάλογες. Συνήθως χρησιμοποιεί τρίτους για την αύξηση της αυτοεκτίμησής του. Αρχικά τους εξιδανικεύει, αλλά σύντομα τους υποτιμά, όταν εκείνοι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του. Στις περιπτώσεις αυτές τα άτομα αυτά εύκολα αρπάζονται και εύκολα κατηγορούν ή υποτιμούν τους άλλους, επειδή η αυτοεκτίμησή τους πέφτει κατακόρυφα με την παραμικρή υπόδειξη, παρατήρηση ή κριτική.
Ένα λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό αλλά σημαντικό φαινόμενο είναι αυτό που αποκαλούμε ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Λειτουργεί περίπου ως εξής: Πολλοί άνθρωποι έχουν μιαν αυξημένη τάση να επαναλαμβάνουν τη γνώριμη και οικεία σχέση που είχαν ως παιδιά με τους γονείς τους. Για να επιτευχθεί ο ασυνείδητος αυτός στόχος επιλέγουν ως συντρόφους άτομα με παρόμοιες ιδιότητες και συμπεριφορές. Αν για παράδειγμα είχα ένα γονέα που συχνά με απέρριπτε ή με υποτιμούσε, θα επιλέξω έναν απορριπτικό σύντροφο για να βιώνω την «οικεία» ή γνώριμη κατάσταση του παρελθόντος. Και το περίεργο είναι ότι κι αν ακόμα ο σύντροφός μου δεν είναι τόσο απορριπτικός, θα τον ωθήσω με τη δική μου συμπεριφορά στην απόρριψή μου εκ μέρους του. Και τότε θριαμβευτικά θα μπορώ να πω «δεν τάλεγα εγώ; Δε μ' αγαπάει, με απορρίπτει, δεν αξίζω» κ.α. συναφή.
Ανέφερα τα λίγα αυτά παραδείγματα για να υπογραμμίσω για μια ακόμα φορά ότι η φαινομενικά λογική συμπεριφορά πάντα είναι αποτέλεσμα μιας συναισθηματικής ανάγκης ή κάποιου φόβου. Με άλλα λόγια οι τρόποι συμπεριφοράς μας εξαρτώνται από την εσωτερική μας κατάσταση, από τα συναισθήματά μας. Το ασυνείδητό μας επεξεργάζεται εξωγενή ερεθίσματα ανάλογα με τις εμπειρίες μας και επιδρά πάνω στη συνειδητή δραστηριότητα. Όσο έχουμε πρόσβαση στον εσωτερικό μας κόσμο, εξωτερικές αξιώσεις και επιρροές δεν μπορούν εύκολα να μας εκπλήξουν ή να μας κατακλύσουν. Όταν αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας, μπορούμε επίσης να επικοινωνούμε εποικοδομητικά (με τον εαυτό μας και με τους άλλους) και να επικεντρωνόμαστε στις δραστηριότητες και τους σκοπούς μας.
Ας δούμε τώρα το πολυσυζητημένο θέμα της οικονομικής κρίσης, η οποία μας απασχολεί και μας προβληματίζει εντονότατα τα τελευταία 2-3 χρόνια, από μια αντίστοιχη οπτική γωνία.
Αρχικά καλούμαστε να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε ότι η οικονομική κρίση δεν αποτελεί οικονομικό πρόβλημα. Πρόκειται για σύμπτωμα που σημαίνει ότι το πραγματικό πρόβλημα πρέπει να το ψάξουμε αλλού. Για να θεραπεύσουμε ένα παθολογικό σύμπτωμα πρέπει πρώτα να διαγνώσουμε την πάθηση που οδηγεί στο σύμπτωμα, ώστε να μπορούμε να δρομολογήσουμε την κατάλληλη θεραπεία. Στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης δυστυχώς δεν ακολουθείται ο δρόμος αυτός. Το πρόβλημα θεωρείται οικονομικό και γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί λογικά. Να καλυφτούν δηλαδή τα χρέη που έχουμε μέσα από τη μείωση των δαπανών και την αύξηση των εσόδων του κράτους. Για τη μείωση των δαπανών αποφασίστηκαν περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, συγχωνεύσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.α. Για την αύξηση των εσόδων αυξήθηκαν οι έλεγχοι προς αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και οι φόροι και προαναγγέλλεται η αναγκαία ανάπτυξη.
Όλα αυτά είναι λογικά και κατανοητά. Η εφαρμογή τους όμως σκοντάφτει στα συναισθήματα και δε λύνει ικανοποιητικά το πρόβλημα. Οι μεν πολιτικοί αδυνατούν να δουν τις ανάγκες και το φόβο των πολιτών ώστε ανάλογα να λειτουργήσουν, πέραν του γεγονότος ότι αναλώνουν άπειρο χρόνο προς αντιμετώπιση της αντιπολίτευσης και τη διατήρηση της εξουσίας. Οι δε αποφάσεις των οδηγούν σε συνεχείς απεργίες που στοιχίζουν φυσικά πολύ χρόνο και χρήμα και αυξάνουν το άγχος και την ανασφάλεια των πολιτών, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να μειώνεται η κατανάλωση και κατ επέκταση και τα έσοδα του κράτους, πράγμα που οδηγεί σε νέες περικοπές και έτσι να διατηρείται ο φαύλος κύκλος. Η αντιπολίτευση από την άλλη πλευρά, που εμφανίστηκε από το πουθενά ως αποτέλεσμα συναισθηματικών αναγκών ή φόβων των ψηφοφόρων, βρίσκεται προς το παρόν εκτός πραγματικότητας. Εκ των πραγμάτων λοιπόν όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα, αλλά εμποδίζει κι αυτά τα λίγα που προσπαθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση.
Οι αντιδράσεις των πολιτών από την άλλη πλευρά ποικίλει, επίσης σε επίπεδο συναισθηματικό: Οι έντιμοι πολίτες που πλήρωναν όλα αυτά τα χρόνια τους φόρους τους, νιώθουν αδικημένοι και εκφράζουν αγανακτισμένα το θυμό τους. Εκείνοι που ήταν παράνομοι, δεν μπορούν καν να δουν, πόσο μάλλον να αποδεχτούν τη συμμετοχή τους στο πρόβλημα, με διάφορα λογικά επιχειρήματα. Άλλοι που δεν έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες, αδιαφορούν ή περιμένουν τις εξελίξεις περιορίζοντας τα έξοδά τους. Αυτοί που πράγματι υποφέρουν ή έχουν χάσει τη δουλειά τους, αισθάνονται αδικημένοι και διαμαρτύρονται και προσπαθούν έστω και με λίγες απολαβές να βρουν κάποια απασχόληση. Αρκετοί νέοι καταφεύγουν στο εξωτερικό. Οι δε φανατικά προσκολλημένοι σε κάποιο κόμμα κινητοποιούν τον κόσμο σε απεργίες ή προσπαθούν και ελπίζουν να πέσει η κυβέρνηση.
Ο θυμός απευθύνεται προς την κυβέρνηση που δεν κάνει καλά τη δουλειά της, προς το Πασόκ που μας κατέστρεψε, προς τους συνδικαλιστές που μόνο να δουλεύουν δεν ξέρουν, προς τους ξένους που παίρνουν τις δουλειές μας, προς τους Γερμανούς, το ΔΝΤ, την Τρόικα, τις τράπεζες κλπ. που δεν έπρεπε να μας δανείζουν συνεχώς, προς συγκεκριμένους πολιτικούς που «τα έφαγαν» και πρέπει να πληρώσουν και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά μας δείχνουν για μια ακόμη φορά την τεράστια σημασία των συναισθημάτων και των αντιδράσεων που απορρέουν απ αυτά. Όμως το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό δε μπορεί να λυθεί, καθότι δεν αναζητούνται και δεν αντιμετωπίζονται τα πραγματικά αίτιά του, ούτε προκύπτει η αναγκαία συλλογική αντιμετώπισής του.
Επ' ευκαιρίας και δυο λόγια για τα ΜΜΕ: Μερικοί από σας θα θυμούνται τη σοφή απάντηση που είχε δώσει ο Κ. Καραμανλής, απερχόμενος από το Προεδρικό Μέγαρο, στην ερώτηση ενός δημοσιογράφου «τι μας συμβουλεύετε εμάς τους δημοσιογράφους κύριε Πρόεδρε;». Είχε πει τότε: «Να μην εκμεταλλεύεστε την εξουσία που έχετε αποκτήσει»!
Η συμβουλή αυτή φυσικά δεν ακολουθήθηκε. Με κάθε έμμεσο ή άμεσο τρόπο χρησιμοποιείται η λεγόμενη πλύση εγκεφάλου, με στόχο τα προσωπικά οφέλη, είτε για να τα έχουν καλά με την εκάστοτε κυβέρνηση, είτε για ανταγωνιστικούς λόγους και αύξηση της ακροαματικότητας, είτε (κι αυτό δε θέλω να το πιστεύω) για να διατηρούν το λαό στην ανώριμη κατάσταση που βρίσκεται και να τον εκμεταλλεύονται.
Οι πολιτικές συζητήσεις πχ στα διάφορα τηλεοπτικά κανάλια έχουν καταντήσει εδώ και χρόνια κωμικοτραγικές. Ποτέ δε φτάνουν σε κάποιο συμπέρασμα και η εντύπωση που αποκτά κανείς είναι ότι το ενδιαφέρον για το καλό του τόπου είναι ανύπαρκτο. Αυτό που διαδραματίζεται είναι η προσπάθεια των συζητητών για αντιπαράθεση, για κάλυψη της ανάγκης των για δικαίωση ή για υποτίμηση των άλλων και προβολή του εαυτού τους. Ακόμα και οι συντονιστές των εκπομπών αυτών ακολουθούν το ίδιο παθολογικό μονοπάτι. Συνεχώς διακόπτουν προβάλλοντας τον εαυτό και τις απόψεις τους ή προκαλούν αντιπαραθέσεις κάνοντας υποτίθεται το δικηγόρο του διαβόλου. Η λογική τους, βέβαια, θα τους υπαγόρευε μια τελείως διαφορετική συμπεριφορά, εμποδίζεται όμως από την υπερίσχυση των συναισθημάτων.
Οι τηλεθεατές από την άλλη πλευρά συνεχίζουν παραδόξως να παρακολουθούν τις εκπομπές αυτές, παρότι λογικά και εμπειρικά γνωρίζουν ότι το γνωστό σκηνικό θα επαναληφθεί για μια ακόμη φορά. Σε επίπεδο συνειδητό έχουν την ανάγκη για ενημέρωση ή την περιέργεια για τη συνέχεια του δράματος. Σε ασυνείδητο επίπεδο αναβιώνουν το δικό τους προσωπικό δράμα, μέσα από ταυτίσεις που πραγματοποιούνται, ανάλογα με τα βιώματα της παιδικής τους ηλικίας, ως εξουσιαστές ή εξουσιαζόμενοι, ως κατήγοροι ή ένοχοι, ως σημαντικοί ή ασήμαντοι κλπ.
Ας επανέλθουμε στο οικονομικό θέμα μας. Η διάγνωση αρκετών παθήσεων γίνεται ευκολότερα όταν συνυπάρχουν μία σειρά από συγκεκριμένα συμπτώματα. Στην περίπτωσή μας δεν είναι μόνο το χρέος το μοναδικό σύμπτωμα, έχουμε και πολλά άλλα, όπως πχ είναι η αυξημένη φοροδιαφυγή, η κατάντια στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι πελατειακές σχέσεις, ο χρόνιος δικομματισμός, το χάος που επικρατεί σε πολλούς χώρους και άλλα συμπτώματα, τα οποία προκύπτουν από τη συναισθηματική ανωριμότητα που περιλαμβάνει διχασμό, μόνιμη αντιπαράθεση, έλλειψη εμπιστοσύνης, προγραμματισμού και συνέπειας, έλλειψη συλλογικής δραστηριότητας, ευθυνοφοβία, σχεδόν ανύπαρκτη ικανότητα για ενσυναίσθηση και αυτοπαρατήρηση και πολλά άλλα. Όλα αυτά μας παραπέμπουν σε μία γενικότερη διάγνωση: στη νοοτροπία του λαού μας.
Όταν ρωτήθηκε ο γνωστός μας φιλόσοφος Στέλλιος Ράμφος σε μια συνέντευξη, τι θα πρέπει να κάνουν οι Έλληνες για την κατάσταση που περνάμε, αυθόρμητα απάντησε, ότι «πρέπει να μεγαλώσουν». Μάλιστα το στάδιο ωρίμασής μας το παρομοίασε με την προσχολική περίοδο! Εγώ θα το τοποθετούσα στην προεφηβική. Το σημαντικό πάντως είναι ότι πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να ενηλικιωθούμε. Έστω κι αν αυτό απαιτεί ένα χρονικό διάστημα 2-3 γενεών τουλάχιστον. Ενηλικίωση σημαίνει στην περίπτωσή μας ωρίμαση, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μεθοδικότητα, συνέπεια, συλλογική δραστηριότητα, κατανόηση και αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου, ικανότητα δημιουργίας και διατήρησης εποικοδομητικών σχέσεων και πάνω απ' όλα προσέγγιση και κατανόηση του συναισθηματικού μας κόσμου.
Η ωρίμαση ή η παθολογία δημιουργείται και εξελίσσεται στο περιβάλλον που μεγαλώνουμε, αρχικά στο οικογενειακό και στη συνέχεια στο κοινωνικό, όπως ήδη έχει αναφερθεί. Πως θα μπορούσε όμως η πολιτεία να παρέμβει και να επηρεάσει το περιβάλλον; Να το υποχρεώσει δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται. Ο μόνος χώρος που μπορεί και θα έλεγα υποχρεούται να παρέμβει είναι ο τομέας της παιδείας και της εκπαίδευσης. Όμως μ' έναν τελείως διαφορετικό τρόπο και σκοπό. Το όλο σύστημα θα πρέπει να αλλάξει ριζικά. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη συναισθηματική ωρίμαση και στις αξίες και όχι στη γνώση. Αυτή θα διδάσκεται φυσικά, με έναν όμως διαφορετικό τρόπο απ' ό, τι συμβαίνει μέχρι σήμερα. Προτάσεις και ολοκληρωμένα προγράμματα ήδη υπάρχουν. Δεν υπάρχει όμως ακόμα η τόλμη για την εφαρμογή τους, παρότι μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ότι τα πτυχία και τα διδακτορικά δεν έχουν ιδιαίτερη αξία, όταν δε συνοδεύονται από μια συναισθηματική ωριμότητα, όταν οι κάτοχοί τους δεν είναι σε θέση να λειτουργούν μεθοδικά και συναδελφικά, να κατανοούν τη διαφορετικότητα του άλλου ή ότι η λογική είναι υποκειμενική ή ότι υπάρχει μια καθοριστική αλλά ασυνείδητη πλευρά κάθε ανθρώπου.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε τα εξής: Η λογική και το συναίσθημα είναι δύο διαφορετικές ικανότητες του ανθρώπου. Εμπειρικά και επιστημονικά γνωρίζουμε ότι το συναίσθημα προηγείται της λογικής, όμως και οι δύο αυτοί παράγοντες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, συνυπάρχουν συνεχώς. Συναισθήματα, σκέψεις και συμπεριφορές που εμφανίζονται σχεδόν ταυτόχρονα, ενώνονται κατά την απομνημόνευση και σταθεροποιούνται μέσα από επαναλήψεις όλο και περισσότερο. Αυτοί οι σύνδεσμοι αποθηκεύουν σημαντικές εμπειρίες, οι οποίες ενεργοποιούνται επανειλημμένως σε παρόμοιες καταστάσεις, δηλ. μπορούν να λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο ως μήτρα ή «πρόγραμμα» για τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις συμπεριφορές που ακολουθούν.
Λογικά σκεπτόμενοι έχουμε την εντύπωση ότι λειτουργούμε λογικά, δε συνειδητοποιούμε ότι στην πραγματικότητα έχουμε ήδη επηρεαστεί από κάποιο συναίσθημα. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι είμαστε παράλογοι. Όσο πιο ώριμοι είμαστε τόσο πιο αρμονικά αλληλοσυμπληρώνονται οι δύο αυτές σημαντικές ικανότητές μας, σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα ταυτίζονται. Διαφορετικά, συγκρούονται μεταξύ τους ή εμποδίζει η μία την άλλη. Όταν πχ ελέγχω έναν δρόμο πριν περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο η λογική και το συναίσθημα προκαλούν την ίδια συμπεριφορά, έχουν δηλαδή ταυτιστεί μεταξύ τους. Όταν όμως οδηγώ κάποια στιγμή με 160 χλμ την ώρα και η λογική μού υπαγορεύει να χαμηλώσω την ταχύτητα, διότι «ποτέ δεν ξέρεις» και δεν την ακολουθώ, σημαίνει ότι η ασυνείδητή μου ανάγκη για έλεγχο, με την έννοια ότι εγώ ελέγχω το αυτοκίνητο κι όχι αυτό εμένα, υπερισχύει της λογικής
Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι. Προσπάθησα με τα λίγα ή πολλά που ανέφερα σήμερα να σας περάσω το σημαντικό μήνυμα ότι πάρα πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως νομίζουμε (εξ ου και ο τίτλος της παρουσίασης), ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κάτι που αφορά σε κάποια μορφή σχέσης, φιλική, ερωτική ή εργασιακή. Αυτή τη στιγμή ενδέχεται πολλοί από σας να μη μπορείτε να το δεχτείτε αυτό ή τουλάχιστον να έχετε τις ενστάσεις σας. Αναμενόμενο και κατανοητό, αφού είμαστε διαφορετικοί.
Η διαφορετικότητα όμως δεν αποτελεί πρόβλημα, πολλές φορές μάλιστα είναι εμπλουτισμός. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ερμηνεία της διαφορετικότητας, στο πως δηλαδή την αντιλαμβανόμαστε και την ερμηνεύουμε και στη συμπεριφορά που ακολουθεί. Ας κάνουμε λοιπόν τα αναγκαία βήματα για να φτάσουμε ένα ικανοποιητικό επίπεδο αυτογνωσίας κι ας γυρίσουμε σελίδα. Ας αφήσουμε σε δεύτερη μοίρα τον ορθολογισμό κι ας ασχοληθούμε λίγο με τα συναισθήματά μας. Αναστολές και εμπόδια που εκδηλώνονται μέσα από συναισθήματα, όπως είναι ο φόβος, η θλίψη, η ανασφάλεια κλπ. μπορούν μέσα από τη συνειδητοποίηση και την επεξεργασία τους να τροποποιηθούν και η νέα συναισθηματική κατάσταση να οδηγήσει σε καταλληλότερες συμπεριφορές. Και στον τομέα της επικοινωνίας ας μάθουμε να χρησιμοποιούμε τις δύο τόσο απλές αλλά τόσο σημαντικές φράσεις: «Αυτή είναι η άποψή μου. Τώρα θέλω να μάθω τη δική σου» ή «αυτά σκέφτομαι και αισθάνομαι εγώ. Εσύ;»
Πριν περίπου 3 εκατομ χρόνια ο εγκέφαλός μας ζύγιζε 450 γραμ ενώ τώρα 1.350. Η απόκτηση των μετωπιαίων λοβών μάς προσέφερε άπειρες δυνατότητες και ικανότητες στους τομείς λογικών διαδικασιών, συναισθηματικών συναλλαγών, ποικίλων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Από τα βασικά ένστικτα της επιθετικότητας και της σεξουαλικότητας που κληρονομήσαμε από τα θηλαστικά και που είναι απαραίτητα για την επιβίωση και τη διατήρηση του είδους, φτάσαμε σε σημείο να δημιουργήσουμε πολιτισμό και να εξερευνούμε τον μικρόκοσμο από τη μία πλευρά και το σύμπαν από την άλλη. Και εκεί που θα περίμενε κανείς να ζούμε αρμονικά κι ευτυχισμένα, διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο δε συμβαίνει αυτό, αλλά ούτε κάνουμε κάποια ουσιαστική προσπάθεια να διερωτηθούμε και να κατανοήσουμε το γιατί και το αν και πως θα μπορούσε η παρούσα πορεία να αλλάξει. Οι γνώσεις που αποκτήσαμε και αποκτούμε περί ψυχισμού και συμπεριφοράς των ανθρώπων, συζητούνται σ' ένα πολύ μικρό κύκλο επιστημόνων και στη συνέχεια θαρρείς και τοποθετούνται σε ντουλάπες, όπου στοιβάζονται τα αζήτητα. Ενώ αυτή ακριβώς η αυτογνωσία θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, να οδηγήσει στην απαιτούμενη συναισθηματική ωρίμαση, στη βελτίωση των σχέσεων και των συνθηκών ζωής.
Ανάμεσα στους σοφούς της αρχαιότητας που έθεσαν την αυτογνωσία στο κέντρο της φιλοσοφίας τους προεξέχει η μορφή του Σωκράτη. Ο Σωκράτης είναι ο φιλόσοφος του ανθρώπου επειδή (όπως είπε ο Κικέρων) "κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στην γη". Ενώ οι πριν από αυτόν προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν στραμμένο το βλέμμα τους κυρίως στα στοιχεία της φύσης, ο Σωκράτης ισχυρίστηκε πως μια τέτοια γνώση είναι άχρηστη. Το μόνο πράγμα που μπορεί και πρέπει να ενδιαφέρει τον άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος- αυτό το όν που είναι τόσο κοντά του και όμως τόσο ανεξιχνίαστο.
Τις τελευταίες δεκαετίες ζούμε μέσα σε μια ραγδαία τεχνολογική μεταμόρφωση με δραματικές κοινωνικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας του: για μερικούς βρισκόμαστε λίγο πριν την καταστροφή, ενώ για άλλους πλησιάζουμε στην ανατολή μιας νέας εποχής. Εάν αληθεύει τελικά, όπως το ευχόμαστε, ότι βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας εποχής, αυτή θα είναι η εποχή της εσωτερικής αφύπνισης και της αυτογνωσίας, που θα περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο την προσέγγιση, κατανόηση και επεξεργασία των συναισθημάτων.
χ
Ανατολή μιας νέας εποχής |
Κατά την προσωπική μου άποψη θα αποτελέσει αυτό την τέταρτη αναίμακτη επανάσταση των τελευταίων αιώνων, στα πλαίσια της σχέσης μας με τον εαυτό και την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Σας υπενθυμίζω τις τρεις άλλες που προηγήθηκαν:
Η πρώτη ήταν η διαπίστωση και η αποδοχή ότι η γη μας δεν είναι επίπεδη και σταθερή, αλλά κινείται μέσα στο σύμπαν. Η δεύτερη προκλήθηκε από τον Δαρβίνο και το σπουδαίο του έργο Καταγωγή των ειδών. Η επιστήμη έχει αποδεχτεί τη θεωρεία της εξέλιξης, ενώ πολύς κόσμος με μεταφυσικές ανάγκες ακόμα δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε από τα ζώα και συγκεκριμένα ότι ο χιμπατζής και ο άνθρωπος είχαν τον ίδιο πρόγονο. Τέλος, το τρίτο σημαντικό ταρακούνημα για την ανθρωπότητα ήταν η ανακάλυψη του ασυνείδητου, της αδυναμίας του ανθρώπου δηλαδή, να είναι κυρίαρχος του εαυτού του, εξαιτίας ασυνείδητων φόβων ή κινήτρων που αναπτύσσονται μέσα του. Παρότι έχουν περάσει 100 και πλέον χρόνια από τη διαπίστωση αυτή, συνεχίζουμε να αγνοούμε την τεράστια σημασία της.
Έτσι και χωρίς να το συνειδητοποιούμε έχουμε δημιουργήσει μια μεγάλη ανισορροπία στον πολιτισμό μας. Έχουμε πετύχει πολλά. Αλλά ως άτομα χειριζόμαστε τις δυνάμεις και δυνατότητες που αποκτήσαμε συνήθως καταστροφικά, χωρίς την απαιτούμενη συνείδηση και υπευθυνότητα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ούτε το χρόνο, ούτε την απαραίτητη παιδεία για να ασχοληθεί με τον εσωτερικό του εαυτό και τις συναισθηματικές ή πνευματικές του ανάγκες. Ο διαχωρισμός της γνώσης από τις αξίες αποδείχτηκε τελικά αυτοκαταστροφικός. Η υλική πρόοδος έφθασε να περιφρονεί τις μη υλικές ανησυχίες και ανάγκες μας, με αποτέλεσμα να έχουμε μεταλλαχτεί σε ναρκισσιστικά, αλαζονικά, αδιάφορα και ανεύθυνα άτομα. Η παγκόσμια κρίση μάς κάνει ακόμα πιο κλειστούς, επιθετικούς, βίαιους ή νευρωτικούς. Θέλουμε να διαφυλάξουμε πάση θυσία τα μικροσυμφέροντα, ξεχνώντας ότι τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες ριζοσπαστικές λύσεις.
Αυτή η νοοτροπία μάς απομάκρυνε επίσης από την αρμονική σχέση με το φυσικό μας περιβάλλον, με αποτέλεσμα η αδίστακτη και αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων να οδηγεί στη σταδιακή καταστροφή του οικοσυστήματος. Η ελπίδα επιβίωσης πάνω στον πλανήτη λοιπόν περνάει αναπόφευκτα μέσα από την αποκατάσταση της ανισορροπίας μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής ανάπτυξης.
Με κάποια αισιοδοξία πάντως παρατηρούμε να επιστρέφουν στις μέρες μας μερικά από τα ιδανικά παλαιότερων εποχών, αλλά σε μια πιο συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη μορφή: να αλλάξουμε τον κόσμο, βέβαια, αλλά αρχίζοντας από τον εαυτό μας. Εύχομαι να γίνει κάποια στιγμή ευρύτερα κατανοητό και αποδεκτό ότι η αυτογνωσία είναι αναγκαία για όλους και όχι μια πολυτέλεια για λίγους. Και ότι είναι ο μόνος τρόπος να οδηγηθούμε σε κάποια αλλαγή.
Για την αναγκαιότητα μιας αλλαγής υπάρχει η εξής επιστημονική προσέγγιση: Αρχικά έχουμε μια ανάπτυξη προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποια στιγμή η ανάπτυξη φτάνει στα όριά της, δεν υπάρχει συνεχόμενη ανάπτυξη. Εντός αυτών των ορίων σταδιακά χρειάζονται κάποιες παρεμβάσεις. Στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο πχ προσθέτουμε, αφαιρούμε ή τροποποιούμε κάποιο νόμο, κάποιο μάθημα στα σχολεία, κάποιες διατάξεις κλπ για να ανταποκρινόμαστε στις εξελίξεις ή για να αντιμετωπίζουμε τη φθορά που ενδεχομένως αρχίζει να υπάρχει. Πρόκειται για τις γνωστές μεταρρυθμίσεις. Με τη πάροδο του χρόνου όμως, ούτε αυτές οι προσπάθειες είναι αρκετές και τότε φτάνει η στιγμή της αλλαγής, της μεταμόρφωσης, της έκρηξης ή της επανάστασης. Επειδή όμως από την άλλη πλευρά η αλλαγή φοβίζει και αργεί πολύ να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη της, χρειάζεται κατά κάποιο τρόπο να φτάσουν οι καταστάσεις στο απροχώρητο ή στον πάτο, όπως συνηθίζουμε να λέμε, για να δρομολογηθεί.
Τα εισαγωγικά αυτά σχόλια σχετίζονται άμεσα με το κυρίως θέμα μας. Ας δούμε λοιπόν τώρα τι ακριβώς είναι η λογική και τι το συναίσθημα.
Αρχικά μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές ικανότητες του ανθρώπου. Η λογική είναι η ορθή σκέψη με βάση την πραγματικότητα, όπως και η ψύχραιμη αντιμετώπιση των διαφόρων καταστάσεων, γεγονότων ή ιδεών. Ακολουθεί μονοπάτια επιστημονικά, βασίζεται στη μαθηματική σκέψη, απέχει από προκαταλήψεις, στερεότυπα και θρησκευτικά, πολιτικά, εθνικά ή ιδεολογικά πιστεύω και οδηγείται στα συμπεράσματά της αργά και διαμέσου σαφών ορθολογικών κανόνων. Πρόκειται για μια εγκεφαλική διαδικασία και τα συμπεράσματα απορρέουν από την επεξεργασία των δεδομένων των εγκεφαλικών ερεθισμάτων μέσω της σκέψης. Για τον λόγο αυτό η λογική είναι υποκειμενική, ανάλογα με τον τρόπο που αποκωδικοποιεί η κάθε σκέψη το χώρο του εγκεφάλου. Ο χώρος του εγκεφάλου διαμορφώνεται από το περιβάλλον στο οποίο εκπαιδεύεται, δηλαδή το χώρο και το χρόνο, και δημιουργεί τον τρόπο που λειτουργεί η σκέψη για να παράγει λογική. Γι αυτό άλλωστε αναφερόμαστε και στον προσωπικό τρόπο σκέψης, στη λογική του καθένα μας.
Το συναίσθημα από την άλλη πλευρά είναι η ψυχική κατάσταση που οφείλεται σε ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα ή σκέψεις και προκαλεί αυθόρμητες αντιδράσεις ( φόβο, χαρά, λύπη, οργή κ.α.). Είναι επίσης η αντίληψη του κόσμου με βάση ψυχολογικές καταστάσεις και όχι τη λογική. Έχει ως αφετηρία την ανθρώπινη ψυχολογία, το ασυνείδητο και τις εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις. Επηρεάζεται ή προκαλείται από τις σχέσεις με το περιβάλλον, αλλά αρκετές φορές κι από θρησκευτικά, πολιτικά, εθνικά ή ιδεολογικά πιστεύω και από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Συνήθως φτάνει σε συμπεράσματα, ακολουθώντας τη διαίσθηση. Το γεγονός όμως ότι η αυθόρμητή μας πλευρά ενεργεί ανεξάρτητα από τη λογική δε σημαίνει ότι στερείται λόγων. Απεναντίας, οτιδήποτε προκαλούν τα συναισθήματά μας, από το να καθορίζουν την ανάπτυξη του τύπου της προσωπικότητάς μας, να μας ωθούν να απομακρυνόμαστε από τους κινδύνους, να πλησιάζουμε φιλικά ή ερωτικά συγκεκριμένους ανθρώπους, μέχρι το να μας βοηθούν να συγκεντρωνόμαστε και να επηρεάζουν την κρίση μας, όλα έχουν λόγους που γίνονται. «Η καρδιά έχει τους λόγους της για τους οποίους η λογική τίποτε δε γνωρίζει» είχε γράψει ο Blaise Pascal.
Καθώς οι άνθρωποι θέτουν πολλούς στόχους, το συναίσθημα φαίνεται να παίζει ένα ρόλο διαχείρισης προτεραιοτήτων. Αποσύρει τα άτομα από την προσπάθεια επίτευξης ενός στόχου, κατευθύνοντάς τα παράλληλα προς κάποιον άλλο στόχο, η σημασία του οποίου έχει εν τω μεταξύ αυξηθεί.
Το θέμα προτεραιότητας το συναντάμε κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μια επιλογή. Όταν για παράδειγμα ένας φίλος παίρνει τηλέφωνο και ρωτά αν θέλω να πάω μαζί του στο σινεμά και εγώ ανταποκρίνομαι στην πρόταση, σημαίνει ότι επιλέγοντας τον κινηματογράφο, έχω παραιτηθεί από κάτι άλλο (να μείνω σπίτι και να διαβάσω, να δω τηλεόραση, ν' ακούσω μουσική κλπ), δηλαδή η επιθυμία ή η ανάγκη να κάνω την άλφα επιλογή έχει υπερισχύσει της βήτα επιλογής. Ακόμα κι όταν πρέπει να πληρώσω ένα λογαριασμό επειδή λήγει η προθεσμία εξόφλησής του, δεν το κάνω λογικά όπως φανταζόμαστε. Πληρώνω επειδή φοβάμαι το πρόστιμο ή κάποια διακοπή ρεύματος, τηλεφώνου κλπ. Αν, αντίθετα αδιαφορώ ή βιώνω την αναγκαστική εξόφληση ενός λογαριασμού ως περιορισμό της ελευθερίας μου, δεν θα τον εξοφλήσω, πράγμα που θα σημαίνει ότι η ανάγκη μου να αντιπαρατεθώ στον περιορισμό της ελευθερίας μου θα υπερισχύσει του φόβου των συνεπειών σε περίπτωση μη εξόφλησης του λογαριασμού.
Είχα κάποτε διαβάσει ότι ο άνθρωπος επιλέγει πάντα το λιγότερο οδυνηρό. Διερωτήθηκα γιατί ο συγγραφέας προτιμά τη φράση «το λιγότερο οδυνηρό» και όχι ότι ο άνθρωπος επιλέγει το «περισσότερο ευχάριστο». Αργότερα κατάλαβα ότι αναφερόταν κυρίως στην ασυνείδητη πλευρά μας. Ας υποθέσουμε ότι ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι μιας σχέσης ή ενός γάμου δεν είναι ευχαριστημένοι ή υποφέρουν. Οι συνθήκες και η λεγόμενη κοινή λογική τούς υπαγορεύει να χωρίσουν. Κι όμως δεν το κάνουν. Γιατί; Διότι απλά φοβούνται. Ενδεχομένως να μην αντέχουν την ανασφάλεια, τη μοναξιά, τις ευθύνες, την απώλεια παιδιών αν υπάρχουν, την αποτυχία, τις πιθανές επιπτώσεις στα παιδιά, τα σχόλια τρίτων, την εγκατάλειψη, τις ενοχές, την αλλαγή κλπ, με αποτέλεσμα να προτιμούν κατά κάποιο τρόπο τη διατήρηση της σχέσης, παρότι και αυτή έχει τα προβλήματά της.
Πολλά άτομα αργούν μονίμως στα ραντεβού τους και υφίστανται τις ανάλογες επιπτώσεις. Θα περίμενε κανείς να βάλουν μυαλό, όπως λέμε, και να ξεκινούν νωρίτερα την όποια διαδικασία απαιτείται για τη συνέπεια. Κι όμως δε συμβαίνει αυτό. Γιατί άραγε; Στην περίπτωση αυτή δύο τουλάχιστον είναι τα ενδεχόμενα: τα υστερικά άτομα πχ λειτουργούν με το γνωστό «εδώ και τώρα» και δε σκέφτονται το μετά, με τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις. Τι χρειάζομαι, τι επιθυμώ εγώ τώρα, αυτό έχει σημασία. Και έχουν πάντα μια, συνήθως ασήμαντη δικαιολογία (άργησα να ξυπνήσω, πήρε μια φίλη τηλέφωνο και άλλα παρόμοια). Οι ανάγκες του άλλου δε λαμβάνονται υπόψη.
Αρκετά ψυχαναγκαστικά άτομα από την άλλη πλευρά έχουν, μεταξύ άλλων βέβαια, την ανάγκη να αξιοποιούν το χρόνο όσο γίνεται καλύτερα. Χαμένος χρόνος δεν πρέπει να υπάρχει. Ας κάνω και αυτό και κάπως θα προλάβω, σκέφτονται, με αποτέλεσμα συχνά να αργοπορούν. Η διαφορά με εκείνους που ανέφερα πιο πάνω είναι ότι συνεχώς αγχώνονται, επειδή λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των άλλων και τις πιθανές επιπτώσεις. Παρόλα αυτά δεν μπορούν να αλλάξουν συμπεριφορά, καθότι η ανάγκη αξιοποίησης του χρόνου υπερισχύει του φόβου των συνεπειών μιας αργοπορίας.
Ένα άλλο σημαντικό παράδειγμα σχετικό με τα προαναφερόμενα αποτελούν εκείνα τα συμπτώματα που φαινομενικά έχουν οργανική προέλευση, ενώ στην πραγματικότητα πηγάζουν από την ψυχοσύνθεσή μας. Ζαλάδες, κεφαλόπονοι, μουδιάσματα, ταχυπαλμίες, εφιδρώσεις δύσπνοια κλπ πολύ συχνά προκαλούνται από την ψυχική μας κατάσταση. Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και οι ψυχοσωματικές παθήσεις, όπως η κολίτιδα, διαταραχές του θυρεοειδή, διάφορα δερματικά νοσήματα κ.α. Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για τη σωματοποίηση του άγχους. Εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις που σχετίζονται άμεσα με συναισθήματα και προκαλούν άγχος, εκδηλώνονται σε αρκετά άτομα με τη μορφή σωματικών συμπτωμάτων.
Σίγουρα θα έχετε συναντήσει και άτομα που έχουν κάποιο κόλλημα, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Το πολύ συχνό πλύσιμο των χεριών πχ με το λογικό επιχείρημα της προστασίας από τα μικρόβια, ξεκινά με το απλό νερό και φτάνει στο οινόπνευμα και σε άλλα χημικά σκευάσματα. Το άτομο δε συνειδητοποιεί ότι η τάση του αυτή, όπως και η υπερβολική καθαριότητα γενικότερα, σχετίζεται με την ασυνείδητη ανάγκη για απενοχοποίηση. Μέσα από την καθαριότητα δηλαδή προσπαθεί κανείς, ασυνείδητα βέβαια, να απενοχοποιηθεί. Σας θυμίζω το γνωστό «νίπτω τας χείρας μου» του Π. Πιλάτου.
Στα παραδείγματα αυτά είναι ξεκάθαρη η συμβολή του ασυνείδητου, η υπερίσχυση των συναισθημάτων πάνω στη λογική και η επιλογή του «λιγότερου οδυνηρού».
Βλέπουμε λοιπόν ότι κατά βάθος η λογική χρησιμοποιείται για να δικαιολογείται, συνειδητά ή ασυνείδητα, η προσπάθεια κάλυψης συναισθηματικών αναγκών. Όσο πιο συναισθηματικά ώριμος είναι κανείς, τόσο πιο συνειδητά επιλέγει, τόσο πιο κοντά στην πραγματικότητα θα βρίσκεται και τόσο πιο υπεύθυνα και αποτελεσματικά θα χρησιμοποιεί τη λογική του, προς όφελος προσωπικό, αλλά και προς όφελος του περιβάλλοντός του.
Εξελικτικά προηγείται το συναίσθημα της λογικής, η πρώτη εκδήλωση ενός νεογέννητου μωρού είναι το κλάμα, το οποίο προφανώς προέρχεται από κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα. Η διαδικασία αυτή καθώς φαίνεται διατηρείται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής.
Όταν, για παράδειγμα, φοβούμενος μη χάσω τη δουλειά μου δεν εκδηλώνω τα επιθετικά μου συναισθήματα προς τον εργοδότη μου, χρησιμοποιώ τη λογική μου για να καλύψω το φόβο της απώλειας της δουλειάς μου. Αν πάλι δεν μπορώ να ελέγξω το θυμό μου και τσακώνομαι με τον εργοδότη μου, αργά ή γρήγορα θα απολυθώ. Και στις δύο περιπτώσεις προηγείται το συναίσθημα. Ο φόβος απώλειας της δουλειάς είναι συνειδητός και η λογική υπαγορεύει «μην το παρακάνεις με την παρορμητικότητά σου, αλλιώς θα σε απολύσουν». Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει η ικανότητα ελέγχου της παρορμητικότητας (ένδειξης συναισθηματικής ωριμότητας στον τομέα αυτό), στη δεύτερη δεν υπάρχει. Στην πρώτη περίπτωση η συναισθηματική μου ωριμότητα μού επιτρέπει να ακολουθήσω τη λογική, ώστε να αποφύγω το ενδεχόμενο απόλυσής μου, λογική και συναίσθημα βρίσκονται δηλαδή σε αρμονία, ενώ στη δεύτερη κάποιες άλλες δυνάμεις δεν μου το επιτρέπουν. Οι δυνάμεις αυτές έχουν επίσης συναισθηματική προέλευση και είναι ασυνείδητες.
Το εύλογο ερώτημα που ακολουθεί στην περίπτωση αυτή είναι: Πότε και γιατί ένα άτομο δεν μπορεί να ελέγξει την παρόρμησή του;
Η πρώτη απάντηση αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου ένα άτομο έχει μεγαλώσει σ' ένα χαοτικό περιβάλλον και δεν του είχαν τεθεί καθόλου όρια. Η δεύτερη, όταν, αντίθετα, το άτομο έχει μεγαλώσει σ' ένα ιδιαίτερα αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον, όπου η εκδήλωση θυμού ήταν κατά κάποιο τρόπο απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή ο θυμός συσσωρεύεται και ενδέχεται κάποια στιγμή να εκδηλωθεί με τη μορφή έκρηξης. Και οι δύο τρόποι ανατροφής οδηγούν σε μια σχετική συναισθηματική διαταραχή με τις αντίστοιχες συμπεριφορές, όπου θα ψάχνουμε για λογική και δε θα τη βρίσκουμε.
Έχουμε άπειρα παραδείγματα που στηρίζουν τα προαναφερθέντα. Ποια πχ από τις πιο κάτω περιπτώσεις θεωρείται λογική;
Να μαλώνει ο γονιός το παιδί που σκόνταψε, έπεσε και κλαίει;
Να παροτρύνει η μητέρα το μωρό της να θηλάσει πιο γρήγορα επειδή εκείνη βιάζεται;
Να πιέζει ο γονιός το παιδί να γίνει ο καλύτερος μαθητής;
Να τσακώνονται σύζυγοι μεταξύ τους, γονείς με παιδιά, εργοδότες με υπαλλήλους, πολιτικοί κάθε βαθμίδας, οπαδοί αθλητικών ομάδων ή πολιτικών κομμάτων; Κλπ κλπ
Να κάνουμε πολέμους, να καταστρέφουμε το περιβάλλον, να ξοδεύουμε τεράστια ποσά για την άμυνα, αντί να φτιάχνουμε σχολεία και νοσοκομεία;
Να έχουμε παράλογα ψυχογενή συμπτώματα όπως πχ είναι οι φοβίες;
Να παρακολουθούμε τρεις φίλοι το ίδιο κινηματογραφικό έργο και να έχουμε διαφορετικές απόψεις; Και γενικότερα να έχουμε διαφορετικές αντιδράσεις στο ίδιο ερέθισμα;
Να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα εισπράττουμε;
Να μη μπορούμε να χαρούμε; Άλλα να λέμε κι άλλα να πράττουμε; Άλλα να μας λένε κι άλλα να καταλαβαίνουμε;
Η λίστα είναι ατέλειωτη, αφορά λίγο ως πολύ τη ζωή στο σύνολό της και η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ένα «όχι, καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί λογική». Επομένως;
Άλλοι είναι προφανώς οι παράγοντες που επηρεάζουν και καθορίζουν τις επιλογές και τη συμπεριφορά μας. Οι ειδικοί, και όχι μόνο, γνωρίζουν πλέον ότι πρόκειται για τους φόβους και τις ανάγκες μας, το ασυνείδητό μας και τις εσωτερικές μας συγκρούσεις. Δηλαδή για το συναισθηματικό μας κόσμο, ο οποίος στη δομή του δημιουργείται στην παιδική ηλικία και κάτω από ανάλογες συνθήκες ενδέχεται να τροποποιείται καθ όλη τη διάρκεια της ζωής. Οι εμπειρίες, κυρίως οι δυσάρεστες, οδηγούν το παιδί στην ανάπτυξη αμυντικών μηχανισμών, όπως τους ονομάζομε, που καθορίζουν τη συμπεριφορά. Αν πχ είχα μια μάνα που συχνά με κατέκρινε, ενδέχεται μέσα από την ανάπτυξη του αμυντικού μηχανισμού της προβολής να γίνω ένα άτομο που μονίμως θα θεωρεί τους άλλους φταίχτες και ποτέ τον εαυτό του. Πολλοί άνθρωποι λειτουργούν μ' αυτόν τον τρόπο. Κάποιος άλλος τους φταίει: ο γείτονας, οι μπάτσοι, οι κυβερνήσεις, οι Τούρκοι, οι Πακιστανοί, οι Αμερικανοί, η Μέρκελ, το ΔΝΤ, το κρύο, η ζέστη, ο σύντροφος, το άτακτο παιδί, η κίνηση στους δρόμους κλπ. Έτσι επηρεάζεται και η σκέψη, η οποία αποκτά τη συνήθεια να στρέφεται αμέσως προς τρίτους και να ενοχοποιεί με το ανάλογο επιχείρημα, χρησιμοποιώντας τη λογική. Το άτομο έχει την εντύπωση ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ότι έχει δίκιο, εφόσον αυτά του υπαγορεύει η λογική του. Δε συνειδητοποιεί ότι η λογική του είναι υποκειμενική, ότι δεν αντέχει την ενοχοποίηση και ότι αναγκάστηκε να μάθει από μικρό παιδί να αντιμετωπίζει αυτές ή παρόμοιες καταστάσεις ενοχοποιώντας τρίτους. Κατά κάποιο τρόπο το τωρινό βίωμα του θυμίζει την αντίστοιχη σχέση με το γονέα του.
Ένα ναρκισσιστικό άτομο έχει ευάλωτη αυτοεκτίμηση (τη μια στιγμή μπορεί να νιώθει σπουδαίο, την άλλη ένα τίποτα) και μεταξύ άλλων δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εικόνα που δείχνει προς τα έξω. Η τάση αυτή σχετίζεται συνήθως με τις αυξημένες προσδοκίες των γονιών από τα παιδιά τους και τη γνωστή παρατήρησή τους «δε ντρέπεσαι, τι θα πει ο κόσμος». Εκ των πραγμάτων λοιπόν το άτομο αυτό θα φοβάται μη διαταραχτεί η όποια καλή εικόνα δείχνει προς τα έξω, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά και οι επιλογές του να είναι ανάλογες. Συνήθως χρησιμοποιεί τρίτους για την αύξηση της αυτοεκτίμησής του. Αρχικά τους εξιδανικεύει, αλλά σύντομα τους υποτιμά, όταν εκείνοι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του. Στις περιπτώσεις αυτές τα άτομα αυτά εύκολα αρπάζονται και εύκολα κατηγορούν ή υποτιμούν τους άλλους, επειδή η αυτοεκτίμησή τους πέφτει κατακόρυφα με την παραμικρή υπόδειξη, παρατήρηση ή κριτική.
Ένα λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό αλλά σημαντικό φαινόμενο είναι αυτό που αποκαλούμε ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Λειτουργεί περίπου ως εξής: Πολλοί άνθρωποι έχουν μιαν αυξημένη τάση να επαναλαμβάνουν τη γνώριμη και οικεία σχέση που είχαν ως παιδιά με τους γονείς τους. Για να επιτευχθεί ο ασυνείδητος αυτός στόχος επιλέγουν ως συντρόφους άτομα με παρόμοιες ιδιότητες και συμπεριφορές. Αν για παράδειγμα είχα ένα γονέα που συχνά με απέρριπτε ή με υποτιμούσε, θα επιλέξω έναν απορριπτικό σύντροφο για να βιώνω την «οικεία» ή γνώριμη κατάσταση του παρελθόντος. Και το περίεργο είναι ότι κι αν ακόμα ο σύντροφός μου δεν είναι τόσο απορριπτικός, θα τον ωθήσω με τη δική μου συμπεριφορά στην απόρριψή μου εκ μέρους του. Και τότε θριαμβευτικά θα μπορώ να πω «δεν τάλεγα εγώ; Δε μ' αγαπάει, με απορρίπτει, δεν αξίζω» κ.α. συναφή.
Ανέφερα τα λίγα αυτά παραδείγματα για να υπογραμμίσω για μια ακόμα φορά ότι η φαινομενικά λογική συμπεριφορά πάντα είναι αποτέλεσμα μιας συναισθηματικής ανάγκης ή κάποιου φόβου. Με άλλα λόγια οι τρόποι συμπεριφοράς μας εξαρτώνται από την εσωτερική μας κατάσταση, από τα συναισθήματά μας. Το ασυνείδητό μας επεξεργάζεται εξωγενή ερεθίσματα ανάλογα με τις εμπειρίες μας και επιδρά πάνω στη συνειδητή δραστηριότητα. Όσο έχουμε πρόσβαση στον εσωτερικό μας κόσμο, εξωτερικές αξιώσεις και επιρροές δεν μπορούν εύκολα να μας εκπλήξουν ή να μας κατακλύσουν. Όταν αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας, μπορούμε επίσης να επικοινωνούμε εποικοδομητικά (με τον εαυτό μας και με τους άλλους) και να επικεντρωνόμαστε στις δραστηριότητες και τους σκοπούς μας.
Ας δούμε τώρα το πολυσυζητημένο θέμα της οικονομικής κρίσης, η οποία μας απασχολεί και μας προβληματίζει εντονότατα τα τελευταία 2-3 χρόνια, από μια αντίστοιχη οπτική γωνία.
Αρχικά καλούμαστε να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε ότι η οικονομική κρίση δεν αποτελεί οικονομικό πρόβλημα. Πρόκειται για σύμπτωμα που σημαίνει ότι το πραγματικό πρόβλημα πρέπει να το ψάξουμε αλλού. Για να θεραπεύσουμε ένα παθολογικό σύμπτωμα πρέπει πρώτα να διαγνώσουμε την πάθηση που οδηγεί στο σύμπτωμα, ώστε να μπορούμε να δρομολογήσουμε την κατάλληλη θεραπεία. Στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης δυστυχώς δεν ακολουθείται ο δρόμος αυτός. Το πρόβλημα θεωρείται οικονομικό και γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί λογικά. Να καλυφτούν δηλαδή τα χρέη που έχουμε μέσα από τη μείωση των δαπανών και την αύξηση των εσόδων του κράτους. Για τη μείωση των δαπανών αποφασίστηκαν περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, συγχωνεύσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.α. Για την αύξηση των εσόδων αυξήθηκαν οι έλεγχοι προς αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και οι φόροι και προαναγγέλλεται η αναγκαία ανάπτυξη.
Όλα αυτά είναι λογικά και κατανοητά. Η εφαρμογή τους όμως σκοντάφτει στα συναισθήματα και δε λύνει ικανοποιητικά το πρόβλημα. Οι μεν πολιτικοί αδυνατούν να δουν τις ανάγκες και το φόβο των πολιτών ώστε ανάλογα να λειτουργήσουν, πέραν του γεγονότος ότι αναλώνουν άπειρο χρόνο προς αντιμετώπιση της αντιπολίτευσης και τη διατήρηση της εξουσίας. Οι δε αποφάσεις των οδηγούν σε συνεχείς απεργίες που στοιχίζουν φυσικά πολύ χρόνο και χρήμα και αυξάνουν το άγχος και την ανασφάλεια των πολιτών, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να μειώνεται η κατανάλωση και κατ επέκταση και τα έσοδα του κράτους, πράγμα που οδηγεί σε νέες περικοπές και έτσι να διατηρείται ο φαύλος κύκλος. Η αντιπολίτευση από την άλλη πλευρά, που εμφανίστηκε από το πουθενά ως αποτέλεσμα συναισθηματικών αναγκών ή φόβων των ψηφοφόρων, βρίσκεται προς το παρόν εκτός πραγματικότητας. Εκ των πραγμάτων λοιπόν όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα, αλλά εμποδίζει κι αυτά τα λίγα που προσπαθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση.
Οι αντιδράσεις των πολιτών από την άλλη πλευρά ποικίλει, επίσης σε επίπεδο συναισθηματικό: Οι έντιμοι πολίτες που πλήρωναν όλα αυτά τα χρόνια τους φόρους τους, νιώθουν αδικημένοι και εκφράζουν αγανακτισμένα το θυμό τους. Εκείνοι που ήταν παράνομοι, δεν μπορούν καν να δουν, πόσο μάλλον να αποδεχτούν τη συμμετοχή τους στο πρόβλημα, με διάφορα λογικά επιχειρήματα. Άλλοι που δεν έχουν υποστεί σημαντικές απώλειες, αδιαφορούν ή περιμένουν τις εξελίξεις περιορίζοντας τα έξοδά τους. Αυτοί που πράγματι υποφέρουν ή έχουν χάσει τη δουλειά τους, αισθάνονται αδικημένοι και διαμαρτύρονται και προσπαθούν έστω και με λίγες απολαβές να βρουν κάποια απασχόληση. Αρκετοί νέοι καταφεύγουν στο εξωτερικό. Οι δε φανατικά προσκολλημένοι σε κάποιο κόμμα κινητοποιούν τον κόσμο σε απεργίες ή προσπαθούν και ελπίζουν να πέσει η κυβέρνηση.
Ο θυμός απευθύνεται προς την κυβέρνηση που δεν κάνει καλά τη δουλειά της, προς το Πασόκ που μας κατέστρεψε, προς τους συνδικαλιστές που μόνο να δουλεύουν δεν ξέρουν, προς τους ξένους που παίρνουν τις δουλειές μας, προς τους Γερμανούς, το ΔΝΤ, την Τρόικα, τις τράπεζες κλπ. που δεν έπρεπε να μας δανείζουν συνεχώς, προς συγκεκριμένους πολιτικούς που «τα έφαγαν» και πρέπει να πληρώσουν και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά μας δείχνουν για μια ακόμη φορά την τεράστια σημασία των συναισθημάτων και των αντιδράσεων που απορρέουν απ αυτά. Όμως το πρόβλημα με τον τρόπο αυτό δε μπορεί να λυθεί, καθότι δεν αναζητούνται και δεν αντιμετωπίζονται τα πραγματικά αίτιά του, ούτε προκύπτει η αναγκαία συλλογική αντιμετώπισής του.
Επ' ευκαιρίας και δυο λόγια για τα ΜΜΕ: Μερικοί από σας θα θυμούνται τη σοφή απάντηση που είχε δώσει ο Κ. Καραμανλής, απερχόμενος από το Προεδρικό Μέγαρο, στην ερώτηση ενός δημοσιογράφου «τι μας συμβουλεύετε εμάς τους δημοσιογράφους κύριε Πρόεδρε;». Είχε πει τότε: «Να μην εκμεταλλεύεστε την εξουσία που έχετε αποκτήσει»!
Η συμβουλή αυτή φυσικά δεν ακολουθήθηκε. Με κάθε έμμεσο ή άμεσο τρόπο χρησιμοποιείται η λεγόμενη πλύση εγκεφάλου, με στόχο τα προσωπικά οφέλη, είτε για να τα έχουν καλά με την εκάστοτε κυβέρνηση, είτε για ανταγωνιστικούς λόγους και αύξηση της ακροαματικότητας, είτε (κι αυτό δε θέλω να το πιστεύω) για να διατηρούν το λαό στην ανώριμη κατάσταση που βρίσκεται και να τον εκμεταλλεύονται.
Οι πολιτικές συζητήσεις πχ στα διάφορα τηλεοπτικά κανάλια έχουν καταντήσει εδώ και χρόνια κωμικοτραγικές. Ποτέ δε φτάνουν σε κάποιο συμπέρασμα και η εντύπωση που αποκτά κανείς είναι ότι το ενδιαφέρον για το καλό του τόπου είναι ανύπαρκτο. Αυτό που διαδραματίζεται είναι η προσπάθεια των συζητητών για αντιπαράθεση, για κάλυψη της ανάγκης των για δικαίωση ή για υποτίμηση των άλλων και προβολή του εαυτού τους. Ακόμα και οι συντονιστές των εκπομπών αυτών ακολουθούν το ίδιο παθολογικό μονοπάτι. Συνεχώς διακόπτουν προβάλλοντας τον εαυτό και τις απόψεις τους ή προκαλούν αντιπαραθέσεις κάνοντας υποτίθεται το δικηγόρο του διαβόλου. Η λογική τους, βέβαια, θα τους υπαγόρευε μια τελείως διαφορετική συμπεριφορά, εμποδίζεται όμως από την υπερίσχυση των συναισθημάτων.
Οι τηλεθεατές από την άλλη πλευρά συνεχίζουν παραδόξως να παρακολουθούν τις εκπομπές αυτές, παρότι λογικά και εμπειρικά γνωρίζουν ότι το γνωστό σκηνικό θα επαναληφθεί για μια ακόμη φορά. Σε επίπεδο συνειδητό έχουν την ανάγκη για ενημέρωση ή την περιέργεια για τη συνέχεια του δράματος. Σε ασυνείδητο επίπεδο αναβιώνουν το δικό τους προσωπικό δράμα, μέσα από ταυτίσεις που πραγματοποιούνται, ανάλογα με τα βιώματα της παιδικής τους ηλικίας, ως εξουσιαστές ή εξουσιαζόμενοι, ως κατήγοροι ή ένοχοι, ως σημαντικοί ή ασήμαντοι κλπ.
Ας επανέλθουμε στο οικονομικό θέμα μας. Η διάγνωση αρκετών παθήσεων γίνεται ευκολότερα όταν συνυπάρχουν μία σειρά από συγκεκριμένα συμπτώματα. Στην περίπτωσή μας δεν είναι μόνο το χρέος το μοναδικό σύμπτωμα, έχουμε και πολλά άλλα, όπως πχ είναι η αυξημένη φοροδιαφυγή, η κατάντια στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι πελατειακές σχέσεις, ο χρόνιος δικομματισμός, το χάος που επικρατεί σε πολλούς χώρους και άλλα συμπτώματα, τα οποία προκύπτουν από τη συναισθηματική ανωριμότητα που περιλαμβάνει διχασμό, μόνιμη αντιπαράθεση, έλλειψη εμπιστοσύνης, προγραμματισμού και συνέπειας, έλλειψη συλλογικής δραστηριότητας, ευθυνοφοβία, σχεδόν ανύπαρκτη ικανότητα για ενσυναίσθηση και αυτοπαρατήρηση και πολλά άλλα. Όλα αυτά μας παραπέμπουν σε μία γενικότερη διάγνωση: στη νοοτροπία του λαού μας.
Όταν ρωτήθηκε ο γνωστός μας φιλόσοφος Στέλλιος Ράμφος σε μια συνέντευξη, τι θα πρέπει να κάνουν οι Έλληνες για την κατάσταση που περνάμε, αυθόρμητα απάντησε, ότι «πρέπει να μεγαλώσουν». Μάλιστα το στάδιο ωρίμασής μας το παρομοίασε με την προσχολική περίοδο! Εγώ θα το τοποθετούσα στην προεφηβική. Το σημαντικό πάντως είναι ότι πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να ενηλικιωθούμε. Έστω κι αν αυτό απαιτεί ένα χρονικό διάστημα 2-3 γενεών τουλάχιστον. Ενηλικίωση σημαίνει στην περίπτωσή μας ωρίμαση, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μεθοδικότητα, συνέπεια, συλλογική δραστηριότητα, κατανόηση και αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου, ικανότητα δημιουργίας και διατήρησης εποικοδομητικών σχέσεων και πάνω απ' όλα προσέγγιση και κατανόηση του συναισθηματικού μας κόσμου.
Η ωρίμαση ή η παθολογία δημιουργείται και εξελίσσεται στο περιβάλλον που μεγαλώνουμε, αρχικά στο οικογενειακό και στη συνέχεια στο κοινωνικό, όπως ήδη έχει αναφερθεί. Πως θα μπορούσε όμως η πολιτεία να παρέμβει και να επηρεάσει το περιβάλλον; Να το υποχρεώσει δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται. Ο μόνος χώρος που μπορεί και θα έλεγα υποχρεούται να παρέμβει είναι ο τομέας της παιδείας και της εκπαίδευσης. Όμως μ' έναν τελείως διαφορετικό τρόπο και σκοπό. Το όλο σύστημα θα πρέπει να αλλάξει ριζικά. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη συναισθηματική ωρίμαση και στις αξίες και όχι στη γνώση. Αυτή θα διδάσκεται φυσικά, με έναν όμως διαφορετικό τρόπο απ' ό, τι συμβαίνει μέχρι σήμερα. Προτάσεις και ολοκληρωμένα προγράμματα ήδη υπάρχουν. Δεν υπάρχει όμως ακόμα η τόλμη για την εφαρμογή τους, παρότι μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ότι τα πτυχία και τα διδακτορικά δεν έχουν ιδιαίτερη αξία, όταν δε συνοδεύονται από μια συναισθηματική ωριμότητα, όταν οι κάτοχοί τους δεν είναι σε θέση να λειτουργούν μεθοδικά και συναδελφικά, να κατανοούν τη διαφορετικότητα του άλλου ή ότι η λογική είναι υποκειμενική ή ότι υπάρχει μια καθοριστική αλλά ασυνείδητη πλευρά κάθε ανθρώπου.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε τα εξής: Η λογική και το συναίσθημα είναι δύο διαφορετικές ικανότητες του ανθρώπου. Εμπειρικά και επιστημονικά γνωρίζουμε ότι το συναίσθημα προηγείται της λογικής, όμως και οι δύο αυτοί παράγοντες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, συνυπάρχουν συνεχώς. Συναισθήματα, σκέψεις και συμπεριφορές που εμφανίζονται σχεδόν ταυτόχρονα, ενώνονται κατά την απομνημόνευση και σταθεροποιούνται μέσα από επαναλήψεις όλο και περισσότερο. Αυτοί οι σύνδεσμοι αποθηκεύουν σημαντικές εμπειρίες, οι οποίες ενεργοποιούνται επανειλημμένως σε παρόμοιες καταστάσεις, δηλ. μπορούν να λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο ως μήτρα ή «πρόγραμμα» για τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις συμπεριφορές που ακολουθούν.
Λογικά σκεπτόμενοι έχουμε την εντύπωση ότι λειτουργούμε λογικά, δε συνειδητοποιούμε ότι στην πραγματικότητα έχουμε ήδη επηρεαστεί από κάποιο συναίσθημα. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι είμαστε παράλογοι. Όσο πιο ώριμοι είμαστε τόσο πιο αρμονικά αλληλοσυμπληρώνονται οι δύο αυτές σημαντικές ικανότητές μας, σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα ταυτίζονται. Διαφορετικά, συγκρούονται μεταξύ τους ή εμποδίζει η μία την άλλη. Όταν πχ ελέγχω έναν δρόμο πριν περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο η λογική και το συναίσθημα προκαλούν την ίδια συμπεριφορά, έχουν δηλαδή ταυτιστεί μεταξύ τους. Όταν όμως οδηγώ κάποια στιγμή με 160 χλμ την ώρα και η λογική μού υπαγορεύει να χαμηλώσω την ταχύτητα, διότι «ποτέ δεν ξέρεις» και δεν την ακολουθώ, σημαίνει ότι η ασυνείδητή μου ανάγκη για έλεγχο, με την έννοια ότι εγώ ελέγχω το αυτοκίνητο κι όχι αυτό εμένα, υπερισχύει της λογικής
Αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι. Προσπάθησα με τα λίγα ή πολλά που ανέφερα σήμερα να σας περάσω το σημαντικό μήνυμα ότι πάρα πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως νομίζουμε (εξ ου και ο τίτλος της παρουσίασης), ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κάτι που αφορά σε κάποια μορφή σχέσης, φιλική, ερωτική ή εργασιακή. Αυτή τη στιγμή ενδέχεται πολλοί από σας να μη μπορείτε να το δεχτείτε αυτό ή τουλάχιστον να έχετε τις ενστάσεις σας. Αναμενόμενο και κατανοητό, αφού είμαστε διαφορετικοί.
Η διαφορετικότητα όμως δεν αποτελεί πρόβλημα, πολλές φορές μάλιστα είναι εμπλουτισμός. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ερμηνεία της διαφορετικότητας, στο πως δηλαδή την αντιλαμβανόμαστε και την ερμηνεύουμε και στη συμπεριφορά που ακολουθεί. Ας κάνουμε λοιπόν τα αναγκαία βήματα για να φτάσουμε ένα ικανοποιητικό επίπεδο αυτογνωσίας κι ας γυρίσουμε σελίδα. Ας αφήσουμε σε δεύτερη μοίρα τον ορθολογισμό κι ας ασχοληθούμε λίγο με τα συναισθήματά μας. Αναστολές και εμπόδια που εκδηλώνονται μέσα από συναισθήματα, όπως είναι ο φόβος, η θλίψη, η ανασφάλεια κλπ. μπορούν μέσα από τη συνειδητοποίηση και την επεξεργασία τους να τροποποιηθούν και η νέα συναισθηματική κατάσταση να οδηγήσει σε καταλληλότερες συμπεριφορές. Και στον τομέα της επικοινωνίας ας μάθουμε να χρησιμοποιούμε τις δύο τόσο απλές αλλά τόσο σημαντικές φράσεις: «Αυτή είναι η άποψή μου. Τώρα θέλω να μάθω τη δική σου» ή «αυτά σκέφτομαι και αισθάνομαι εγώ. Εσύ;»
Σας ευχαριστώ
Παντελής Παπαδόπουλος