Ήταν κάποτε δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Αγαπιόντουσαν βαθιά. Το αγόρι δούλευε στο θείο του τον Στραβοπλατάνη, ένα φωνακλά και κακότροπο ξυλοκόπο. Κάθε πρωί, μόλις χάραξε, πέταγε τον ανιψιό του από το κρεβάτι και του φώναξε:
— Άντε για ξερόκλαδα!
Και το αγόρι έτρεχε γραμμή στο δάσος και μάζευε κλαδιά ως το βράδυ.
Κάθε μέρα κατά το μεσημέρι τον περίμενε η φίλη του στην ακροποταμιά. Κυνηγούσε πέστροφες ανάμεσα στα βότσαλα. Κάποτε έπιανε καμία και πού και πού λίγες καραβίδες. Με το ψάρεμα έτρεφε την οικογένειά της. Όμως η δουλειά ετούτη της σπάραξε την καρδιά. Τ’ αγαπούσε τα ψάρια ζωντανά μέσα στο ρεύμα του ποταμιού, αγαπούσε το γλίστρημά τους, τη λάμψη και τη σβελτάδα τους.
— Κοίτα, έλεγε στο φίλο της, σύντροφο του δάσους.
Έμεναν για ώρες σκυμμένοι παρατηρώντας τη μυστηριώδη ζωή του νερού. Έπειτα κουβέντιαζαν λίγο και ζέσταιναν ο ένας τον άλλον λέγοντας με τα μάτια πόση ευτυχία ένιωθαν που ήταν μαζί. Κάπου κάπου αυτός της έλεγε:
— Αύριο είμαι γι' αλλού. Πού θα πάω, δεν ξέρω.
Εκείνη δεν απαντούσε. Ακούμπαγε στον ώμο του κι ονειρόπολούσε πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθιζε. Όταν ξαναβρίσκονταν μετά από εκείνη τη «μέρα του αλλού», της έλεγε το αγόρι:
— Χτες σε είδα ν’ ανεβαίνεις το ποτάμι προς το βουνό Ήσουνα ψάρι με χρυσαφένια λέπια. Όλος ο κόσμος του νερού) σε έπαιρνε από πίσω.
Κι εκείνη αποκρινόταν:
— Μα ναι, αυτό ονειρεύτηκα κι εγώ. Κι όπως κολυμπούσα μέσα στα κύματα, σε είδα στην όχθη. Εσύ ήσουν ένας πλάτανος και τα ψηλά κλαδιά σου έλαμπαν. Όλα τα δέντρα του δάσους στέκονταν ολόγυρά σου. Έμοιαζε σαν ν’ αφουγκράζονταν το θρόισμα της φυλλωσιάς σου.
— Μα ναι, κι εγώ αυτό ονειρεύτηκα, μουρμούριζε το αγόρι.
Και στεκόταν σκεφτικός. «Πώς είναι δυνατό να συναντηθήκαμε μέσα σε δυο όμοια όνειρα;»
— Τι κάνεις εκεί, βρε χασομέρη; Έτσι δουλεύουνε; φώναξε και σήκωσε το σιδερένιο του μπαστούνι. Τα δεμάτια σου είναι κακοφτιαγμένα. Θέλω να τα δω δεμένα με λεπτά, χλωρά κλαδιά.
— Δεν μπορώ, θείε μου, αποκρίθηκε το αγόρι. Ακούω το ζωντανό ξύλο να βογγάει και να ζητάει έλεος σαν πλησιάσω με το μαχαίρι μου.
Η φίλη του ταράχτηκε και είπε:
— Τα ψάρια που πιάνω, κι αυτά παραπονιούνται. Τόσο πολύ υποφέρω που τα ξαναρίχνω στο ποτάμι.
— Σώπα εσύ, κορίτσι του νερού, αγριοφώναξε ο θείος. Μου ξελογιάζεις τον ανιψιό. Του ’χεις γυρίσει τα μυαλά. Ξέρω πολύ καλά ποια είσαι. Θα σε πιάσω μια μέρα, παλιομάγισσα, θα σε ξελεπιάσω και θα σε βάλω στο τηγάνι!
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο Στραβοπλατάνης έφυγε δίχως να πει λέξη, μ’ ένα μεγάλο σάκο στον ώμο. Ο ανιψιός του παραξενεύτηκε. Τον ακολούθησε και τον είδε να ρίχνει ένα μαύρο δίχτυ στο ποτάμι. Μέσα στο δίχτυ αυτό είδε να σπαρταράει ένα ψάρι Ένα μόνο. Ήτανε χρυσαφένιο. Τότε λοιπόν άνοιξαν μες στην καρδιά του οι πύλες ενός μεγάλου μυστηρίου. Η φίλη του, η καλή του φίλη, ήταν στ’ αλήθεια η πριγκίπισσα του Νερού, και τώρα ήταν αιχμάλωτη και θα πέθαινε πάνω στης ακροποταμιάς τη χλόη. Όρμηξε. Ο θείος του πήγε να τον αρπάξει, να τον σπρώξει μακριά. Τα δυο πόδια του αγοριού βυθίστηκαν μες στη γη, και τα δέντρα του δάσους, σπρωγμένα, θαρρείς, από κάποιο θυελλώδη άνεμο, ήρθανε να τον βοηθήσουν ρίχνοντας στη μάχη το φύλλωμά τους. Ο Στραβοπλατάνης έκανε πίσω. έιρεξε στην καλύβα του, ξεκρέμασε το τσεκούρι του, βγήκε πάλι έξω κι άρχισε να χτυπιέται σαν τιτάνας που γύρισε απ’ την κόλαση. Χίλιοι θάμνοι του έκλειναν το δρόμο, μάταια όμως.
Τους τσάκισε κάτω απ’ τα δέντρα που είχανε πια πέσει.
Η πριγκίπισσα του Νερού, που είχε στο μεταξύ γλιτώσει, τα είδε αυτά. Είδε τον πλάτανο με τα λαμπερά κλαδιά να στέκεται μόνος ανάμεσα στα ρημαγμένα αδέρφια του. Ο πρίγκιπας των Δασών (το ’ξερε, αλήθεια, πως ήταν;) σε λίγο θα έπεφτε. Τότε λοιπόν αυτή κίνησε κι ανέβηκε το ποτάμι, κάλεσε τα ρυάκια, τις πηγές, τους χείμαρρους, κι όλα ήρθαν σ’ αυτήν, κατέκλυσαν τις όχθες, έπνιξαν τον τόπο, ρούφηξαν, τέλος, τον Στραβοπλατάνη και κύλησαν το σώμα του ίσαμε τον ωκεανό.
Η πριγκίπισσα του Νερού και ο πρίγκιπας των Δασών δεν είναι παρά δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Η γαλήνη ξαναήρθε. Κάθε μέρα τα λένε πάλι στην ακροποταμιά. Αγαπιούνται βαθιά. Κανείς τώρα πια δεν μπορεί να ’ρθει να ταράξει την ευτυχία τους, την ευτυχία να ναι μαζί.
Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας του Ανρί Γκουγκώ