Σεξουαλικές παρεκκλίσεις και παραφιλίες - Point of view

Εν τάχει

Σεξουαλικές παρεκκλίσεις και παραφιλίες




Το κύριο χαρακτηριστικό των παραφιλιών είναι η σεξουαλική απόκριση και διέγερση σε σεξουαλικά αντικείμενα ή καταστάσεις που δεν αποτελούν συνήθη διεγερτικά ερεθίσματα για τον άνθρωπο και σε ορισμένο βαθμό μπορεί να παρεμβαίνουν στη δυνατότητά του για αμοιβαία συναισθηματική σεξουαλική δραστηριότητα.



Κύριο χαρακτηριστικό, λοιπόν, στις παραφιλίες αποτελούν οι έντονες και επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές παρορμήσεις και διεγερτικές σεξουαλικές φαντασιώσεις που εμπεριέχουν είτε:
  • αντικείμενα
  • παιδιά ή μη συναινούντα άτομα
  • βασανισμό ή ταπείνωση του συντρόφου ή κάποιου τρίτου προσώπου
Εξ ορισμού όμως οι σεξουαλικές φαντασιώσεις περιλαμβάνουν τα πάντα και «επιτρέπουν» τα πάντα. Γι’ αυτό και η διάγνωση της παραφιλίας δίνεται μόνο όταν το άτομο έχει ουσιαστικά πραγματοποιήσει τις παρορμήσεις και τις φαντασιώσεις του και νιώθει ιδιαίτερα άβολα και δυσαρεστημένο σχετικά με το γεγονός αυτό. Επίσης, το περιεχόμενο των σεξουαλικών φαντασιώσεων και εικόνων στις παραφιλίες μπορεί να είναι το ίδιο με αυτό ατόμων που δεν εκδηλώνουν παραφιλική συμπεριφορά. Δηλαδή, οι ίδιες εικόνες μπορεί να προκαλούν σεξουαλική διέγερση και σε φυσιολογικές καταστάσεις (π.χ., η εξύβριση/ ταπείνωση του/ της συντρόφου). Η διαφορά έγκειται και πάλι στο ότι το άτομο που εκδηλώνει τη σεξουαλική παρέκκλιση έχει πραγματοποιήσει τη φαντασίωσή του και νιώθει ιδιαίτερα άβολα γι’ αυτό και, κυρίως, ότι η παραφιλική δραστηριότητα αποτελεί το αντικείμενο της σεξουαλικής απόκρισής του και όχι το άλλο άτομο με το οποίο συνευρίσκεται.

Πολλά ζευγάρια για παράδειγμα συμπεριλαμβάνουν σαδομαζοχιστικές σκηνές και παιχνίδια στη σεξουαλική τους δραστηριότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι σαδομαζοχιστικές σκηνές αποτελούν μέρος της αλληλεπίδρασης και του παιχνιδιού ανάμεσα στους δύο συντρόφους, και όχι τον κύριο σκοπό της σεξουαλικής δραστηριότητας. Στη σεξουαλική παρέκκλιση ο «άλλος» αποκλείεται από τη σεξουαλική δραστηριότητα γιατί, ουσιαστικά, το άτομο «κάνει σεξ με την παρέκκλισή» του, π.χ., με το να βασανίζει, και όχι με τον άλλον. Τέλος, στο σημείο αυτό υπεισέρχεται και το σημαντικό ζήτημα των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες οι παραφιλικές δραστηριότητες διαδραματίζονται χωρίς την απαραίτητη συγκατάθεση του άλλου ατόμου το οποίο μπορεί να εξαναγκάζεται ή να υποφέρει κατά τη συνεύρεση αυτή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις σεξουαλικών παρεκκλίσεων οι παραφιλικές φαντασιώσεις και τα ερεθίσματα μπορεί να είναι απαραίτητα για την ερωτική διέγερση και ικανοποίηση του ατόμου και να συμπεριλαμβάνονται πάντα στο σεξουαλικό του ρεπερτόριο. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να εκδηλώνονται μόνο σε ιδιαίτερες στιγμές ή περιστάσεις της ζωής του, όπως, για παράδειγμα, σε περιόδους έντονου στρες. Ή, σε άλλες περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να τις εκδηλώνει περιστασιακά, με συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά γενικά να μπορεί να λειτουργεί φυσιολογικά στην ερωτική του ζωή χωρίς την απαραίτητη επιστράτευσή τους.

Οι παραφιλίες διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: αυτές με προτίμηση παθολογικού ερωτικού στόχου, και αυτές με παθολογική ερωτική δραστηριότητα (διαδικασία). Ο διαχωρισμός αυτός, μη παραβλέποντας το γεγονός ότι οι καταστάσεις αυτές μπορεί να συνυπάρχουν και στο ίδιο άτομο, βοηθά στη διερεύνηση του συσχετισμού που υφίσταται ανάμεσα στις παραφιλίες. Στην ομάδα της παθολογικής ερωτικής δραστηριότητας εντάσσονται η παιδοφιλία, η ηδονοβλεψία, η επιδειξιομανία, η εφαψιομανία (οι τρεις αυτές παραφιλίες παρουσιάζουν κοινό υπόβαθρο παθολογίας και αρκετές μελέτες έχουν δείξει την υψηλή συχνότητα με την οποία εκδηλώνονται στον ευρύτερο πληθυσμό) και μία κατηγορία βιασμού που χαρακτηρίζεται από μη-σαδιστικού τύπου βιασμούς.

Τα άτομα που εκδηλώνουν παραφιλική συμπεριφορά συχνά δεν μπορούν ν’ αλληλεπιδράσουν και να ανταποδώσουν τρυφερότητα στη σεξουαλική πράξη και πολλές φορές εκδηλώνουν και άλλες σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Συχνή είναι επίσης η εκδήλωση και άλλων διαταραχών της προσωπικότητας και η χρήση ουσιών. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο γεγονός ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι χρειάζονται ειδική βοήθεια και θεραπευτική αντιμετώπιση και έτσι προσέρχονται σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας μόνο όταν η συμπεριφορά τους τα φέρει σε σύγκρουση με το περιβάλλον τους, π.χ. με το/ τη σύντροφο, την οικογένεια ή το νόμο (για παράδειγμα, σε περιπτώσεις παιδοφιλίας, συμμετοχής μη συναινούντων ατόμων κοκ.).

Οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις εκδηλώνονται συνήθως κατά την εφηβική ηλικία και κατά την αρχή της ενηλικίωσης. Όπως προαναφέρθηκε, η παιδοφιλία, η ηδονοβλεψία, η επιδειξιομανία και η εφαψιομανία σημειώνουν το υψηλότερο ποσοστό. Παράλληλα, σεξουαλικά παρεκκλίνοντα άτομα μπορεί να εκδηλώνουν περισσότερες από μια παραφιλίες, τρεις ή και περισσότερες.

Επίσης, να σημειωθεί ότι εκτός από το σεξουαλικό μαζοχισμό που εμφανίζεται είκοσι φορές πιο συχνά στους άντρες απ’ ό, τι στις γυναίκες, οι άλλες παραφιλίες δεν συναντώνται σχεδόν ποτέ σε γυναίκες, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Οι λόγοι για τους οποίους υφίσταται αυτή η διαφοροποίηση είναι άγνωστοι.

Η παραφιλική συμπεριφορά μπορεί συχνά να λειτουργεί σε λανθάνουσα μορφή μέχρι να εκδηλωθεί. Ένα άτομο μπορεί, για παράδειγμα, να εργάζεται κάπου όπου έρχεται σε επαφή με το διεγερτικό ερέθισμα προτίμησής του. Για παράδειγμα, ένας άντρας μπορεί να εργάζεται σε κατάστημα πώλησης γυναικείων εσωρούχων ή υποδημάτων, ένας παιδόφιλος σε ένα σχολείο, ένας σαδιστής ως οδηγός ασθενοφόρου που μεταφέρει άτομα που «υποφέρουν». Το άτομο μπορεί επίσης να παρακολουθεί ειδικά, να διαβάζει, να αγοράζει, να συλλέγει υλικό που σχετίζεται με το αγαπημένο παραφιλικό του ερέθισμα μη έχοντας ακόμα συνειδητοποιήσει την ειδική παρόρμησή του.

Πώς βιώνει το άτομο την εμπειρία της παραφιλικής παρόρμησης και συμπεριφοράς; Το ίδιο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αναφέρει ότι η συμπεριφορά του δεν του προκαλεί δυσαρέσκεια αλλά ότι τον στενοχωρεί η αντίδραση των άλλων σε αυτή. Σε άλλες περιπτώσεις εκφράζεται ενοχή, ντροπή και αίσθημα κατάθλιψης καθώς νιώθει ότι «πρέπει» να κάνει αυτό που κάνει και ότι δεν είναι κοινωνικά αποδεκτός και ηθικός. Παράλληλα, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η φύση των παραφιλιών εμπεριέχει μη δυνατότητα αμοιβαίας και επικοινωνιακής σεξουαλικής δραστηριότητας υπεισέρχονται και άλλα ψυχολογικά προβλήματα και σεξουαλικές δυσλειτουργίες.


Επιδειξιομανία


Η επιδειξιομανία αφορά έντονες σεξουαλικές φαντασιώσεις και συμπεριφορές που αφορούν την έκθεση των γεννητικών οργάνων σε ανυποψίαστο άγνωστο πρόσωπο. Σχεδόν το 100% των περιπτώσεων επιδειξιομανών είναι άντρες που εκθέτουν τα γεννητικά τους όργανα σε γυναίκες και τα θύματα είναι αποκλειστικά γυναίκες. Πολλές φορές το άτομο μπορεί να αυνανίζεται κατά τη διάρκεια της έκθεσης ή να φαντασιώνει ότι εκθέτει τα γεννητικά του όργανα.

Ο επιδειξιομανής δεν αποπειράται σχεδόν ποτέ περαιτέρω σεξουαλική επαφή με το άτομο στο οποίο επιδεικνύεται, επομένως δεν αποτελεί κίνδυνο για οποιαδήποτε άλλου είδους επίθεση. Η βαθύτερη επιθυμία του είναι να εκπλήξει ή να σοκάρει τον άλλον και λειτουργεί σχεδόν σε συνειδητό επίπεδο. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να φαντασιώνει ότι το άλλο πρόσωπο που τον παρακολουθεί διεγείρεται κι εκείνο σεξουαλικά.
Πολύ συχνά όμως η επιδειξιομανία, όπως και άλλες παραφιλίες, μπορεί να αποτελεί εκδήλωση λανθάνουσας ψυχιατρικής νόσου.



Ηδονοβλεψία

Η ηδονοβλεψία αφορά την παρακολούθηση σεξουαλικής δραστηριότητας που διαδραματίζεται μεταξύ άλλων ατόμων με συνοδό σεξουαλική διέγερση. Προκειμένου η παρακολούθηση αυτή να χαρακτηριστεί ως παρεκκλίνουσα θα πρέπει να αφορά παρακολούθηση ανυποψίαστων ατόμων, συνήθως ξένων, που είναι γυμνά ή επιδίδονται σε σεξουαλική δραστηριότητα, και να αποσκοπεί στη σεξουαλική διέγερση. Ο ηδονοβλεψίας συνήθως δεν επιζητά σεξουαλική επαφή με το άτομο το οποίο παρακολουθεί. Επικρατεί η φαντασίωση της σεξουαλικής πράξης με το παρατηρούμενο άτομο, αλλά αυτό σπάνια καταλήγει να συμβεί.

Ο οργασμός πραγματοποιείται μέσω αυνανισμού, κατά τη στιγμή της παρακολούθησης ή αργότερα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η ηδονοβλεψία αποτελεί τη μοναδική σεξουαλική δραστηριότητα του ατόμου. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ηδονοβλεπτικές φαντασιώσεις προτιμώνται, αλλά δεν αποτελούν τη μοναδική πηγή διέγερσης και ικανοποίησης του ατόμου ή εκδηλώνονται σε περιόδους μεγάλης ψυχικής έντασης. Θα πρέπει όμως και πάλι να διευκρινιστεί ότι αρκετά άτομα περιλαμβάνουν ηδονοβλεπτικές φαντασιώσεις στο φάσμα των σεξουαλικών τους φαντασιώσεων και αυτό αποτελεί μια φυσιολογική δραστηριότητα. Όταν όμως οι φαντασιώσεις αυτές αρχίζουν να αποτελούν το κύριο πεδίο σεξουαλικού ενδιαφέροντος του ατόμου, διαρκούν στο χρόνο (τουλάχιστον έξι μήνες) και προκαλούν σημαντική δυσφορία ή διαταραχή στη ζωή του ατόμου, τότε γίνεται λόγος για ηδονοβλεψία και παραφιλική διαταραχή. Η ηλικία που εκδηλώνεται αρχικά η ηδονοβλεπτική δραστηριότητα είναι συνήθως περί τα 15 έτη και τείνει να γίνεται χρόνια.



Παιδοφιλία


Η παιδοφιλία αφορά επίμονες και επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις ή συμπεριφορές που αναφέρονται σε σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά (νεώτερα της ηλικίας των 13 ετών). Οι φαντασιώσεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί και το άτομο βιώνει σημαντική δυσφορία καθώς και δυσλειτουργία στην κοινωνική, εργασιακή του ζωή ή άλλο σημαντικό τομέα της λειτουργικότητάς του. Ο παιδόφιλος πρέπει να είναι τουλάχιστον 16 ετών και τουλάχιστον 5 έτη μεγαλύτερος από το παιδί. Σε περιπτώσεις όμως εφήβων δραστών ο περιορισμός αυτός μπορεί να μην ισχύει και η διάγνωση να δίνεται κατά περίπτωση (π.χ. δεν θεωρείται παιδόφιλος ένας 17χρονος έφηβος που διατηρεί σταθερή σεξουαλική σχέση με μια 12χρονη κοπέλα).

Οι παιδόφιλοι συχνά αναφέρουν ότι έλκονται από παιδιά μιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας. Κατά το επίσημο διαγνωστικό εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, οι παιδόφιλοι που έλκονται από κορίτσια προτιμούν συνήθως τις ηλικίες των 8-10 ετών, ενώ εκείνοι που έλκονται από αγόρια προτιμούν λίγο μεγαλύτερες ηλικίες. Η έλξη για κορίτσια είναι σχεδόν διπλάσια από ό, τι για αγόρια, πολλοί παιδόφιλοι όμως διεγείρονται σεξουαλικά από παιδιά και των δύο φύλων. Παράλληλα, αρκετοί παιδόφιλοι έλκονται αποκλειστικά από παιδιά, ενώ άλλοι και από ενήλικες.

Οι παιδόφιλοι συχνά περιορίζουν τη δραστηριότητά τους στο να γδύνουν το παιδί και να το κοιτούν, να γδύνονται οι ίδιοι, να αυνανίζονται παρουσία του, ή να το χαϊδεύουν τρυφερά και να το αγκαλιάζουν. Άλλοι όμως μπορεί να επιχειρούν κολπική διείσδυση, στοματικό έρωτα, πρωκτική επαφή, ή να χαϊδεύουν/ διεισδύουν με τα δάκτυλά τους, με ξένα αντικείμενα εξασκώντας εκάστοτε πίεση και βία προκειμένου να καταφέρουν το σκοπό τους. Οι απόπειρες αυτές ερμηνεύονται συνήθως στα παιδιά με διάφορες δικαιολογίες και εκλογικεύσεις, π.χ. ότι έχουν εκπαιδευτική αξία, ότι το ίδιο λαμβάνει σεξουαλική ευχαρίστηση από αυτές ή ότι εκείνο ήταν σεξουαλικά προκλητικό και προκάλεσε τις συγκεκριμένες πράξεις. Σχετικά ζητήματα είναι ευρέως γνωστά και από την παιδοφιλική πορνογραφία.

Ο παιδόφιλος μπορεί να περιορίζει την παιδοφιλική του δραστηριότητα στα παιδιά του, τα θετά παιδιά του, άλλα συγγενικά πρόσωπα, ή να θυματοποιεί και παιδιά εκτός του ευρύτερου συγγενικού του περιβάλλοντος. Πολλοί παιδόφιλοι απειλούν το παιδί για να αποφύγουν την αποκάλυψή τους. Άλλοι θυματοποιούν τα παιδιά αναπτύσσοντας πολύπλοκες τεχνικές για να έρχονται σε επαφή μαζί τους, π.χ., κερδίζουν την εμπιστοσύνη της μητέρας τους, παντρεύονται τη μητέρα ενός πολύ ελκυστικού παιδιού, ανταλλάσσουν παιδιά με άλλους που εκδηλώνουν την ίδια διαταραχή ή, σε άλλες περιπτώσεις, υιοθετούν παιδιά από χώρες του τρίτου κόσμου ή απαγάγουν παιδιά από ξένους.

Εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις που σχετίζονται με σεξουαλικό σαδισμό ο παιδόφιλος είναι συνήθως πολύ γενναιόδωρος και ευαίσθητος στις ανάγκες του παιδιού αποσκοπώντας να κερδίσει τη συμπάθεια, το ενδιαφέρον, την αφοσίωσή του, και να αποφύγει την αποκάλυψή του.

Οι παιδοφιλικές τάσεις εκδηλώνονται αρχικά κατά την εφηβική ηλικία. Πολλοί παιδόφιλοι όμως αναφέρουν ότι δεν είχαν νιώσει έλξη για παιδιά μέχρι τη μέση ηλικία. Η πορεία των παιδοφιλικών παρορμήσεων είναι συνήθως χρόνια, ιδιαίτερα για όσους έλκονται από αγόρια. Η συχνότητα εκδήλωσης όμως της παιδοφιλικής συμπεριφοράς συνήθως κυμαίνεται ανάλογα με τα επίπεδα ψυχοκοινωνικού στρες. Τέλος η πλειοψηφία των παιδόφιλων έχουν υπάρξει και οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική τους ηλικία.


Φετιχισμός

Ο φετιχισμός αφορά επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, επιθυμίες και συμπεριφορές που περιλαμβάνουν τη χρήση ειδικών αντικειμένων ως ερεθίσματα με σκοπό τη σεξουαλική διέγερση και ευχαρίστηση (π.χ. γυναικεία εσώρουχα). Οι σεξουαλικές αυτές φαντασιώσεις, επιθυμίες και συμπεριφορές προκαλούν σημαντική δυσφορία και διατάραξη της κοινωνικής, εργασιακής ή άλλης σημαντικής δραστηριότητας του ατόμου. Τέλος, τα φετιχιστικά αντικείμενα δεν περιορίζονται μόνο σε είδη γυναικείων ρούχων (όπως στο μετενδυματικό φετιχισμό) ή σε αντικείμενα ειδικά σχεδιασμένα για σεξουαλική διέγερση και ικανοποίηση (π.χ. δονητής).

Δεν υφίστανται σαφή επιδημιολογικά στοιχεία σχετικά με το φετιχισμό. Είναι όμως ευρέως γνωστό ότι ο φετιχισμός συναντάται σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό στους άνδρες.

Οι  φετιχιστές χρησιμοποιούν διάφορα αντικείμενα, όπως, ρούχα, μαλακά υλικά, παπούτσια, δερμάτινα ή λαστιχένια εξαρτήματα, με ποικίλους τρόπους, π.χ. χαϊδεύοντας, γλύφοντας, τρίβοντας, καίγοντας, κόβοντας, κοιτάζοντας ή παρακολουθώντας κάποιον άλλον να τα χρησιμοποιεί, ή εστιάζουν σε συγκεκριμένα μέρη του σώματος, με κύρια προτίμηση το πόδι. Μπορεί επίσης να έχουν ένα φετίχ, σε πολλές όμως περιπτώσεις περισσότερα από ένα. Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο ο φετιχιστής να κλέβει το φετίχ που προτιμά. Έχουν καταγραφεί και περιστατικά βιαιότερων εγκλημάτων, δηλαδή, φόνοι με επίκεντρο ενδιαφέροντος, κίνητρο κλπ. το φετιχιστικό αντικείμενο.



Εφαψιομανία


Η εφαψιομανία αφορά επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις και συμπεριφορές που περιλαμβάνουν άγγιγμα και τρίψιμο με μη-συγκατατιθέμενο άτομο. Οι συγκεκριμένες σεξουαλικές φαντασιώσεις, τάσεις και συμπεριφορές προκαλούν σημαντική δυσφορία και διαταραχή στην κοινωνική, εργασιακή, ή άλλη σημαντική περιοχή της λειτουργικότητας του ατόμου. Η δράση αυτή λαμβάνει χώρα σε μέρη όπου υπάρχει πολυκοσμία ή όπου η διαφυγή θα ήταν εύκολη αν ο δράστης γινόταν αντιληπτός, π.χ. σε λεωφορεία σε ώρες αιχμής, σε υπόγειους σιδηρόδρομους, σε πεζοδρόμια πολυσύχναστων δρόμων. Ο εφαψιομανής συνήθως επιλέγει ως «θύματα» άτομα ελκυστικά στον ίδιο, τα οποία συνήθως φορούν στενά /εφαρμοστά ρούχα. Ο ίδιος τρίβει τα γεννητικά του όργανα στους μηρούς και τα οπίσθια του θύματος ή χαϊδεύει τα γεννητικά όργανα ή τους μαστούς. Όταν το κάνει αυτό συνήθως φαντασιώνει ότι διατηρεί μια αποκλειστική σχέση φροντίδας και τρυφερότητας με το συγκεκριμένο άτομο. Παρ’ όλα αυτά έχει συνείδηση ότι αφού αγγίξει το θύμα του πρέπει να απομακρυνθεί άμεσα προκειμένου να αποφύγει τον εντοπισμό και την πιθανή σύλληψή του. Το θύμα συνήθως αρχικά δεν αντιδρά στο άγγιγμά του καθώς δύσκολα φαντάζεται ότι μια τέτοια προκλητική πράξη μπορεί να λαμβάνει χώρα σε έναν δημόσιο χώρο.

Η εφαψιομανία εκδηλώνεται αρχικά κατά την εφηβική ηλικία και τα υψηλότερα ποσοστά δράσης σημειώνονται μεταξύ 15-25 ετών με προοδευτική ελάττωση της συχνότητας εκδήλωσης μετέπειτα. Πολλοί εφαψίες έχουν αναφέρει ότι άρχισαν να εκδηλώνουν αυτές τις τάσεις  παρακολουθώντας άλλους να διαπράττουν τη συγκεκριμένη πράξη.


Σεξουαλικός σαδισμός

Ο σεξουαλικός σαδισμός αφορά επανειλημμένες και έντονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, τάσεις ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν πράξεις (πραγματικές, όχι φανταστικές ή προσποιητές) στις οποίες ο ψυχικός ή σωματικός πόνος του «θύματος» (συμπεριλαμβανόμενης και της ταπείνωσης) διεγείρουν το άτομο σεξουαλικά. Το άλλο άτομο μπορεί να συναινεί ή όχι στην όλη δραστηριότητα. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις, τάσεις ή συμπεριφορές προκαλούν σημαντική υποκειμενική ενόχληση και  διαταραχή στην κοινωνική, εργασιακή ή άλλη σημαντική περιοχή της καθημερινής λειτουργικότητας του ατόμου.

Ο σεξουαλικός σαδισμός εκδηλώνεται τόσο σε ομοφυλόφιλα όσο και σε ετεροφυλόφιλα άτομα και εμφανίζεται συνήθως κατά την αρχή της ενήλικης ζωής. Οι σχετικές δραστηριότητες μπορεί να είναι ήπιες αλλά μπορεί να εξελιχθούν και σε τέτοιο βαθμό που να προξενήσουν σοβαρές σωματικές κακώσεις ή και θάνατο. Ο σεξουαλικός σαδισμός μπορεί επίσης να συνοδεύεται και από σεξουαλικό μαζοχισμό στο ίδιο άτομο.
Ο σαδισμός θεωρείται ότι αποτελεί άμυνα του ατόμου σε φόβους ευνουχισμού: ο ίδιος κάνει σε άλλους αυτά τα οποία φοβάται ότι θα συμβούν στον ίδιο.


Σεξουαλικός μαζοχισμός


Ο σεξουαλικός μαζοχισμός αφορά επανειλημμένες και έντονες σεξουαλικά διεγερτικές φαντασιώσεις, παρορμήσεις ή συμπεριφορές σχετικά με πράξεις (πραγματικές, όχι φανταστικές ή προσποιητές) κατά τις οποίες το άτομο ταπεινώνεται, δέρνεται, δένεται ή με κάποιο τρόπο εξαναγκάζεται να υποφέρει, και οι οποίες του προκαλούν σεξουαλική διέγερση. Οι φαντασιώσεις και οι συμπεριφορές αυτές προκαλούν σημαντική υποκειμενική ενόχληση και διαταραχή στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή άλλο σημαντικό τομέα της καθημερινής του ζωής.

Ομοφυλόφιλα και ετεροφυλόφιλα άτομα, άντρες και γυναίκες, μπορεί να εκδηλώνουν σεξουαλικό μαζοχισμό. Η εκδήλωση των παρορμήσεων αυτών μπορεί να εκκινήσει σε οποιαδήποτε ηλικία, συνήθως όμως εκδηλώνεται κατά την αρχή της ενηλικίωσης. Τονίζεται ότι κατά τις πράξεις αυτές μπορεί να προκύψει και μόνιμη σωματική βλάβη του άλλου ατόμου-θύματος, ευνουχισμός, ακόμη και θάνατος λόγω των παραφιλικών δραστηριοτήτων. Ιδιαίτερα επικίνδυνη θεωρείται μια μορφή σεξουαλικού μαζοχισμού που αποκαλείται «υποξυφιλία» (το άτομο διεγείρεται σεξουαλικά με πρόκληση στέρησης οξυγόνου με χρήση βρόγχου, σακούλας, μάσκας κ.ά.) καθώς μπορεί να μην προλάβει να ξεφύγει την ασφυξία και το θάνατο.

Ο σεξουαλικός μαζοχισμός αποδίδεται ψυχολογικά σε φαντασιώσεις καταστροφολογικού περιεχομένου οι οποίες στρέφονται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό και στην ανάγκη τιμωρίας του για τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Επιπλέον, άτομα που εκδηλώνουν σεξουαλικό μαζοχισμό μπορεί να είχαν εμπειρίες κατά την παιδική τους ηλικία που τα έπεισαν ότι ο πόνος αποτελεί προϋπόθεση της σεξουαλικής ευχαρίστησης. Τέλος, ο σεξουαλικός μαζοχισμός συχνά συνυπάρχει με το φετιχισμό και το σεξουαλικό σαδισμό.


Παρενδυσιακός φετιχισμός


Ο παρενδυσιακός φετιχισμός χαρακτηρίζεται από έντονες, σεξουαλικά διεγερτικές φαντασιώσεις και συμπεριφορές του ατόμου που αφορούν την ένδυση με ρούχα του αντίθετου φύλου. Ένα άτομο που εκδηλώνει παρενδυσιακό φετιχισμό δεν είναι απαραίτητα ομοφυλόφιλο. Μπορεί να είναι ετεροφυλόφιλο αλλά να έχει την ανάγκη να ντύνεται με ρούχα του αντίθετου φύλου προκειμένου να διεγερθεί σεξουαλικά. Για παράδειγμα, ένας άντρας μπορεί να φορά γυναικεία εσώρουχα προκειμένου να διεγερθεί και να κάνει έρωτα, αλλά με άτομο του αντίθετου φύλου. Πέρα από αυτό όμως ο ίδιος δεν αμφισβητεί γενικότερα το ρόλο και τις συμπεριφορές που απορρέουν από το φύλο του. Οι ιδιαιτερότητές του περιορίζονται στη συγκεκριμένη παραφιλική δραστηριότητα και είναι γνωστές μόνο από τους εκάστοτε ερωτικούς του συντρόφους. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις διαταραχής ταυτότητας φύλου (τρανσεξουαλισμό) το άτομο αισθάνεται έντονη δυσφορία σχετικά με το βιολογικό του φύλο και ταύτιση με το άλλο φύλο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ένδυση με ρούχα του αντίθετου φύλου εντάσσεται στην καθημερινότητά του και δεν χρησιμοποιείται μόνο περιστασιακά για σεξουαλική διέγερση.



Άλλες παραφιλίες


Συχνά αναφέρονται βιβλιογραφικά περιπτώσεις παραφιλιών που δεν πληρούν τα κριτήρια για καμία από τις συγκεκριμένες κατηγορίες που προαναφέρθηκαν. Αυτές είναι:
  • Νεκροφιλία (πτώματα)
  • Μεροφιλία (αποκλειστικός εστιασμός σε ένα μέρος του σώματος)
  • Ζωοφιλία ή Κτηνοβασία (ζώα)
  • Κοπροφιλία (κόπρανα)
  • Κλισμαφιλία (υποκλισμός)
  • Ουροφιλία (ούρα)
  • Υποξυφιλία (αρέσκεια σε καταστάσεις που μειώνουν την οξυγόνωση).
  • Βρεφοφιλία (αρέσκεια σε παιδιά νεώτερα της ηλικίας των 5 ετών).

Βιβλιογραφία



- DSM-III-R: Diagnostic & Statistical Manual of Mental Disorders (Third edition revised), American Psychiatric Association, USA 1987.
- Ορέστης Γιωτάκος: Σεξουαλική επιθετικότητα και παραφιλίες: αιτιολόγηση, εκτίμηση, αντιμετώπιση, 2004.
- Ελληνικό Σεξολογικό Ινστιτούτο: 501 Ερωτήσεις για το σεξ, Αθήνα 1996. 
- http://www.psychologia.gr/disorders/sexual%20disorders.htm
- http://psychiatrytoday.netfirms.com/sexdev/sexdevgr.html
- http://www.obrela.gr/sexual_deviance_5.htm
- http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=126
- http://www.nhsdirect.nhs.uk/articles/article.aspx?articleid=435



Pages