Αναφέρομαι συχνά στο μύθο που έχει επικρατήσει σε σειρά γενεών, που αφορά τις σχέσεις των ζευγαριών και που καταγράφει τους ανθρώπους ως μισές οντότητες. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, οι άνθρωποι όντας σε μια αναπηρία έλλειψης, θα πρέπει να αναζητήσουν το έτερον ήμισυ τους για να την καλύψουν. Επομένως ως επιτυχημένη επιλογή συντρόφου θεωρείται εκείνη που θα καλύπτει πλήρως τις ατέλειες με το να σου προσφέρει ό,τι σου λείπει.
Ο μύθος αυτός ήταν πολύ σημαντικός σε πολύ παλιές εποχές, τότε που οι γυναίκες ήταν υποτιμημένες και με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζονταν ως σημαντικές υπάρξεις που θα συνεισέφεραν στην ολοκλήρωση των ανδρών.
Η παρενέργεια του μύθου αυτού είναι καθημερινά παρούσα στην κλινική πράξη, όταν άνθρωποι που αναζητούν τις αιτίες της καταστροφής της σχέσης τους, ορίζουν ως μοναδική τους ευθύνη την κακή επιλογή συντρόφου. Δεν αναζητούν καθόλου την προσωπική τους ευθύνη, πριν και κατά την σχέση, αλλά εστιάζονται αποκλειστικά στις ελλείψεις του συντρόφου.
Η στάση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι ο καθένας θεωρεί ως δεδομένη την προσωπικότητα του και ως αυτονόητες τις συμπεριφορές, τις προσωπικές ελλείψεις, τις συνήθειες και τις ιδιορρυθμίες τους. Επομένως ο άλλος φταίει για οιαδήποτε εμπλοκή προκύψει στη συνέχεια.
Το φαινόμενο αυτό καταγράφεται σε μεγαλύτερη ένταση από τους συγγενείς και τους φίλους στις διενέξεις και στους χωρισμούς, που πρόθυμα δικαιολογούν την οποιαδήποτε δυσλειτουργία στον δικό τους, αλλά αντίθετα είναι πολύ σκληροί στην κριτική του συντρόφου. «Δεν μπόρεσε να σταθεί όπως έπρεπε…».
Πρέπει να το υπογραμμίσουμε. Δεν είμαστε μισά που αναζητούμε το άλλο ήμισυ. Δικαιούμαστε να είμαστε ολόκληροι και η συμπόρευση με τον σύντροφο αφορά την αμοιβαία ενίσχυση, την αμοιβαία παροχή εμπιστοσύνης, την αμοιβαία έμπνευση, την αμοιβαία φροντίδα, την αμοιβαία χαρά.
Το μοίρασμα και η συμπαράσταση στις δυσχέρειες της ζωής απαιτεί εμπιστοσύνη και γενναιότητα, αλλά και το μοίρασμα των επιτυχιών απαιτεί προσωπική καλή αυτοεκτίμηση και συνάμα ταπεινοφροσύνη αυτού που την παρέχει.
Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να επιλέξεις κάποιον επειδή εσύ τον αγαπάς και με όρους αμοιβαιότητας. Αντίθετα όποιος έχει κινηθεί με κριτήριο την αγάπη και την προσφορά του άλλου (την αγάπη του αγάπησα…), σύντομα θα νιώσει προδομένος. Ο άλλος δεν θα του χαρίζεται για πάντα ή, χειρότερα, θα νιώσει εγκλωβισμένος στο χρυσό κλουβάκι που αρχικά τον κολάκεψε και τον βόλεψε.
Είναι πολύ σημαντικό να μην επιτρέπεις στους ιούς να μπαίνουν ανενόχλητα στη ζωή σου και να την καταστρέφουν, να μην είσαι ανοχύρωτος στα spam της μιζέριας που κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στα κοινωνικά δίκτυα παντός τύπου, να πάρεις την απόφαση να μην πετάξεις τη ζωή σου στον κάδο ανακύκλωσης.
Είναι πολύ σημαντικό δηλαδή να αποφασίσεις για το αν εσύ θα είσαι ένας άνθρωπος που θα ζεις ερωτικά, δηλαδή ευχαριστιακά, δηλαδή υπερβατικά, δηλαδή αναστάσιμα, δηλαδή να μην ορίζεσαι από τη φθορά και το μοιραίο, δηλαδή να αξιοποιείς την κάθε στιγμή που έχεις σ? αυτή τη ζωή.
Ένας ερωτικός άνθρωπος έχει αποφασίσει ότι η γκρίνια, το παράπονο, η αίσθηση αδικίας δεν του ταιριάζουν. Επομένως επιλέγει να σχετίζεται με αντίστοιχους ανθρώπους εκεί όπου μπορεί να επιλέξει.
Στο ζήτημα της επιλογής συντρόφου δεν ταιριάζει η υπομονή, η φιλανθρωπία, και η ελεημοσύνη. Δεν μπορείς να επιλέξεις κάποιον επειδή τον λυπάσαι, επειδή θέλεις να τον σώσεις, επειδή δεν τον αντέχει κανείς άλλος. Μια τέτοια στάση δεν αφορά την ανθρωπιά, αλλά την παθολογία και την ανοησία που αναζητά εύκολες συγκρίσεις για να επιβεβαιώνεται.
Ένας γνήσιος ερωτικός άνθρωπος ζητά συνοδοιπόρους που θα τον εμπνέουν στο συναρπαστικό μα και απαιτητικό ταξίδι της ζωής. Είναι υπέροχα θαυμαστή και ιερή η εικόνα ενός νέου ζευγαριού που, ευρισκόμενοι μέσα στο πλήθος των ανθρώπων, έχουν δημιουργήσει τον δικό τους αποκλειστικό μικρόκοσμο και τρυφερά κουβεντιάζουν τιτιβίζοντας, καθώς μοιράζονται εμπειρίες, σχόλια και πλούσια συναισθήματα.
"Στον αντίποδα του ερωτικού ανθρώπου βρίσκεται ο σεξουαλικός άνθρωπος, ο καταναλωτής του έρωτα., αυτός δηλαδή που δεν ενδιαφέρεται για το πρόσωπο του άλλου. Λειτουργεί συλλεκτικά κι εκπαιδεύει τον εαυτό του να είναι συνέχεια απών. Με το που ζορίζεται σε μια ευκαιριακή σχέση, αποδρά από τον εαυτό του κι απ’τη σχέση του. Για τους σεξουαλικά πεινασμένους αυτό μοιάζει ελκυστικό, αλλά οδηγεί τελικώς σε ένα άδειασμα - όχι ηθικό, αλλά οντολογικό. Ομως το απρόσωπο σεξ αφορά μεγάλο αριθμό ανθρώπων, διότι είναι περισσότερο διαθέσιμο από ποτέ και σήμερα πλέον μπορούμε να μιλάμε για σεξουαλικό εθισμό. Το σεξ είναι το πιο φθηνό εθιστικό. Το πιο φθηνό χαλαρωτικό. Μπορεί όμως να καταστρέψει, όπως οι ουσίες ή ο τζόγος. Το παλιό μαρξιστικό τσιτάτο σήμερα γίνεται έτσι: το σεξ είναι το όπιο του λαού. Παρατηρούμε το φαινόμενο αυτό στις πολύ χαμηλές κοινωνικές τάξεις αλλά και στις πιο υψηλές. Για διαφορετικούς λόγους, συχνά, άνθρωποι από τόσο διαφορετικές οικονομικά τάξεις συμπεριφέρονται παρόμοια: δεν ενδιαφέρονται για σχέσεις που απαιτούν διάθεση του εαυτού τους».
Απόσπασμα από το βιβλίο του ψυχίατρου Δημήτρη Καραγιάννη «Έρωτας ή τίποτα» – Εκδ. Αρμός