Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κανόνες και «πρέπει» στην ζωή τους, που επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και την συμπεριφορά τους. Αν και ως έναν βαθμό είναι ωφέλιμο να υπάρχουν, ωστόσο μπορεί να οδηγήσουν σε συναισθηματική δυσλειτουργία, ιδίως όταν παραγκωνίζονται τα «θέλω» και οι επιθυμίες που είναι απαραίτητα για την καλή ψυχική και σωματική υγεία. Τα «πρέπει» πηγάζουν κατά κύριο λόγο από μαθημένες συμπεριφορές και πρότυπα μέσα από την οικογένεια, ενώ υπάρχουν και σαφείς επιρροές από το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον που περιλαμβάνει τα κοινωνικά στερεότυπα, τις συνθήκες και την ποιότητα ζωής, τη θρησκεία και τις εμπειρίες μας.
Τα «θέλω» από την άλλη διαμορφώνονται μέσω της δομής της προσωπικότητάς μας, τους ρόλους που καλούμαστε να εξυπηρετήσουμε, την ιεράρχηση των αναγκών και την περίοδο της ζωής που βρισκόμαστε.
Υπάρχουν λοιπόν διαφορές αλλά και κοινά σημεία ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει», με τα τελευταία όμως ευθύνονται για μία σειρά αρνητικών συναισθημάτων όπως το άγχος, οι ενοχές, η θλίψη, ο θυμός κ.α. Λόγω της αλληλεπίδρασης του τρόπου σκέψης με την συμπεριφορά πολλοί αποφεύγουν να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους, καθώς δεν μπορούν να ιεραρχήσουν τα «πρέπει» με έναν λειτουργικό τρόπο προκειμένου να τα αντισταθμίσουν. Το αποτέλεσμα είναι να επικεντρώνονται περισσότερο στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των άλλων, από τον φόβο μήπως τους δυσαρεστήσουν, νιώθοντας συνεχώς απογοήτευση.
Τι μπορούμε όμως να κάνουμε αν τα «πρέπει» είναι περισσότερα από τα «θέλω»; Αν βάζουμε πάντα τους άλλους πάνω από τις επιθυμίες μας και δεν τις συνειδητοποιούμε ώστε να τις εκφράσουμε και κατά συνέπεια να τις ικανοποιήσουμε; Αν νιώθουμε συνεχώς άγχος και παραμελούμε τον εαυτό μας μήπως δεν κάνουμε το «σωστό» ή μήπως σπάσουμε κάποιον «κανόνα» που έχουμε μάθει από τους γονείς μας;
Αρχικά είναι καλό να φτιάξουμε μία λίστα με όλα τα «θέλω» και τα «πρέπει», για να τα αναγνωρίσουμε. Κατόπιν ιεραρχούμε για να κατανοήσουμε καλύτερα και την προέλευσή τους αλλά και την χρησιμότητά μας σε αυτήν την περίοδο της ζωής μας. Με αυτόν τον τρόπο ξεχωρίζουμε τα «πρέπει» που μας πιέζουν από αυτά που θεωρούμε ότι μπορούμε να εφαρμόσουμε. Αν ένας κανόνας μας γεμίζει στρες χρειάζεται να εξεταστεί η χρησιμότητά του στο «τώρα» αλλά και πώς αυτός επηρεάζει τις σχέσεις μας και την καθημερινότητά μας. Για να μετριαστεί η ένταση που δημιουργεί ένας κανόνας – η μη εφαρμογή του οδηγεί σε συνέπειες άρα τιμωρία- είναι καλό να τροποποιηθεί μέσω της επιλογής, «θα μπορούσα να …» και όχι «πρέπει να …».
Δεύτερον, είναι καλό να εντοπίσουμε από που πηγάζουν οι κανόνες και κατά πόσο συμφωνούμε με αυτούς. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η πηγή είναι κατά κύριο λόγο από την οικογένεια. Διαμορφώνουμε άρα κάποια «πρέπει» τα οποία προέρχονται από τους γονείς μας, τις δικές τους αντιλήψεις και βιώματα που μπορεί όμως να μην έχουν απόλυτη εφαρμογή στον τρόπο ζωής μας. Το να εξετάσει κάποιος με ρεαλισμό τις ανάγκες και τις επιθυμίες του μπορεί να τον/ την αποφορτίσει από κανόνες που δεν εξυπηρετούν. Μπορεί για παράδειγμα, στο οικογενειακό περιβάλλον να κυριαρχούσαν κάποιες πεποιθήσεις πιο «συντηρητικές», τις οποίες όμως το άτομο, μέσα από τα βιώματά να θέλει να τις απορρίψει. Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται αξιολόγηση και εκλογίκευση για να μην νιώθει το άτομο ότι κάνει λάθος.
Τέλος, κάθε κανόνας, εκτός από «πρέπει» μπορεί να κρύβει και κάποια «θέλω». Είναι θεμιτό, να αναγνωρίζουμε τις προσπάθειες μας για το πώς ανταποκρινόμαστε είτε στις προσωπικές είτε κοινωνικές/ επαγγελματικές σχέσεις ή υποχρεώσεις και να αποφορτιζόμαστε με ευχάριστες δραστηριότητες που αναπληρώνουν την ενέργεια μας.
Η λογική του «όλα ή τίποτα» σχετίζεται με την έλλειψη ορίων σε πολλούς τομείς της ζωής μας και οδηγεί σε τυφλή εφαρμογή κανόνων για να ικανοποιηθούν οι άλλοι.