ματαιότης ματαιοτήτων
Ο Ἐκκλησιαστὴς (ο όρος δηλώνει το πρόσωπο που διδάσκει σε θρησκευτική συνάθροιση) είναι έργο αγνώστου συγγραφέως. Γράφτηκε κατά την επικρατέστερη άποψη το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π. Χ. στα εβραϊκά και ανήκει στην ομάδα των σοφιολογικών κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή των κειμένων εκείνων τα οποία στηρίζονται σε ένα είδος πρακτικής σοφίας και αποσκοπούν στη διδασκαλία κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ωστόσο οφείλεται στη διαφοροποίησή του από τη σοφιολογική παράδοση, λόγω των επιδράσεων που έχει δεχτεί από την ελληνική γραμματεία, κυρίως την ελληνιστική φιλοσοφία. Το έργο διαπνέεται από έντονη απαισιοδοξία, η οποία εν τέλει μετατρέπεται σε κήρυγμα απόλαυσης των ηδονών του βίου. Αν η απόκτηση πλούτου και εξουσίας αποβαίνουν μάταια, αφού πανταχού παρών ο θάνατος καραδοκεί, αν παραδοσιακές κοινωνικές αξίες όπως ο μόχθος ή η τήρηση του νόμου είναι ανώφελες, αφού οι άδικοι ευημερούν, ενώ οι δίκαιοι δυστυχούν, αν στο ανθρώπινο γένος κυριαρχεί η φθορά, ο θάνατος, η κοινωνική αδικία, τότε αυτό που απομένει είναι να απολαμβάνει κανείς κάθε ημέρα σαν να είναι η τελευταία.
Στο απόσπασμα που παρατίθεται από τους Ο'1 διακρίνονται δύο ενότητες: στην πρώτη (1-11) η αιωνιότητα της φύσης αντιπαρατίθεται στην θνητότητα του ανθρώπου· στη δεύτερη (12-18) την απόκτηση σοφίας ακολουθεί η οδυνηρή διαπίστωση ότι η γνώση προκαλεί θλίψη, γιατί καθιστά ορατή τη δυστυχία του ανθρώπου.
Ῥήματα Ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαυῒδ
βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ.
ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής,
ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης. τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται, καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν αἰῶνα ἕστηκεν. καὶ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύει ὁ ἥλιος καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει· ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ πνεῦμα, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα. πάντες οἱ χείμαρροι, πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔσται ἐμπιμπλαμένη· εἰς τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσιν τοῦ πορευθῆναι. πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι· οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν, καὶ οὐκ ἐμπλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως. τί τὸ γεγονός, αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τί τὸ πεποιημένον, αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον. ὃς λαλήσει καὶ ἐρεῖ Ἰδὲ τοῦτο καινόν ἐστιν, ἤδη γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσιν τοῖς γενομένοις ἀπὸ ἔμπροσθεν ἡμῶν. οὐκ ἔστιν μνήμη τοῖς πρώτοις, καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενομένοις οὐκ ἔσται αὐτοῖς μνήμη μετὰ τῶν γενησομένων εἰς τὴν ἐσχάτην.
ἐγὼ Ἐκκλησιαστὴς ἐγενόμην
βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ· καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου τοῦ ἐκζητῆσαι καὶ τοῦ κατασκέψασθαι ἐν τῇ σοφίᾳ περὶ πάντων τῶν γινομένων ὑπὸ τὸν οὐρανόν· ὅτι περισπασμὸν πονηρὸν ἔδωκεν ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς τοῦ ἀνθρώπου τοῦ περισπᾶσθαι ἐν αὐτῷ. εἶδον σὺν πάντα τὰ ποιήματα τὰ πεποιημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. διεστραμμένον οὐ δυνήσεται τοῦ ἐπικοσμηθῆναι, καὶ ὑστέρημα οὐ δυνήσεται τοῦ ἀριθμηθῆναι. ἐλάλησα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου τῷ λέγειν ἐγὼ ἰδοὺ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν, οἳ ἐγένοντο ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ καρδία μου εἶδεν πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν. καὶ ἔδωκα καρδίαν μου τοῦ γνῶναι σοφίαν καὶ γνῶσιν, παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων, ὅτι καί γε τοῦτ᾽ ἔστιν προαίρεσις πνεύματος· ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως, καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα. |
2 Υιός του Δαυΐδ είναι ο Σολομών (993-953 π.Χ.), βασιλιάς του Ισραήλ και θεμελιωτής του Ναού. Η απόδοση του έργου στον σοφό βασιλιά έχει στόχο να προσδώσει κύρος στις ιδέες που αναπτύσσονται.
3 Δια της επαναλήψεως σε γενική πληθυντικού της λέξεως ματαιότης (ματαιότης ματαιοτήτων) εκφράζεται ο υπερθετικός βαθμός, για τον οποίο η εβραϊκή γλώσσα δεν διαθέτει μονολεκτικό τύπο. (Πβ. Άσμα Ασμάτων, βασιλεύς βασιλέων κτλ.).
4 Εννοείται η εξάτμιση του νερού μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η ανακύκλωση. Η έννοια του κύκλου των φυσικών φαινομένων υπάρχει και στους στ. 5-6 (ήλιος, άνεμοι) και έχει στόχο να εξειδικεύσει το περιεχόμενο του στ. 4.
5 Από το χωρίο αυτό (και ώς το 3, 15) ο Εκκλησιαστής αρχίζει να μιλά σε πρώτο πρόσωπο.
6 Το εβραϊκό κείμενο έχει "θλίψεως" αντί "γνώσεως" που έχουν οι Ο᾽. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ακολουθείται στη μετάφραση το εβραϊκό κείμενο.