Μπορεί κανείς να έχει την αγάπη; Αν ήταν στο χέρι μας, θα μετατρέπαμε την αγάπη σε πράγμα, σε κάτι που θα μπορούσαμε να κατέχουμε. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν «αγάπη». Η «αγάπη» είναι κάτι το αφηρημένο, ίσως μια θεά ή ένα ξωτικό, αν και κανείς δεν έχει ποτέ δει αυτή τη θεά. Στην πραγματικότητα, αυτό που υπάρχει είναι η πράξη της αγάπης. Το να αγαπά κανείς, είναι μια παραγωγική δραστηριότητα. Κλείνει μέσα της τη φροντίδα, τη γνώση, την ανταπόκριση, τη βεβαίωση, την απόλαυση που προσφέρουν ένα πρόσωπο, ένα δέντρο, ένας πίνακας ζωγραφικής, μια ιδέα. Σημαίνει, να φέρεις κάτι σε ζωή μεγαλώνοντας τη ζωντάνια του/της/του. Είναι μια λειτουργία που ανανεώνει και δίνει διαστάσεις στον ίδιο μας τον εαυτό.
Όταν η αγάπη βιώνεται με βάση το έχειν, κλείνει μέσα της τον περιορισμό, τη φυλάκιση, τον έλεγχο του αντικειμένου που κάποιος «αγαπάει». Στραγγαλίζει, νεκρώνει, πνίγει, σκοτώνει, στερεί τη ζωή. Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν αγάπη, είναι μια κακή χρήση της λέξης, που κρύβει την πραγματικότητα: ότι δεν αγαπούν. Πόσοι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους είναι ακόμα συζητήσιμο. Ο Lloyd de Mause αποκάλυψε ότι μέσα στις δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της Δύσης, έχουν αναφερθεί τόσο τρομακτικές πράξεις σκληρότητας ενάντια στα παιδιά -φυσικά και ψυχικά μαρτύρια, αδιαφορία, ωμή κτητικότητα και σαδισμός-, που θα έπρεπε κανείς να πιστέψει ότι οι φιλόστοργοι γονείς είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους γάμους. Ο γάμος μπορεί να στηρίζεται είτε στην αγάπη είτε -όπως συνέβαινε στους παραδοσιακούς γάμους στο παρελθόν- στην κοινωνική συμβατικότητα και συνήθεια: και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το ζευγάρι που πραγματικά αγαπιέται, μοιάζει να είναι η εξαίρεση. Η κοινωνική συμβατικότητα, η συνήθεια, τα κοινά οικονομικά συμφέροντα, το ενδιαφέρον για τα παιδιά, η αμοιβαία εξάρτηση, το μίσος ή ο φόβος, όλα αυτά βιώνονται συνειδητά σαν «αγάπη». Κι έρχεται μια στιγμή, που ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι ανακαλύπτουν ότι δεν αγαπιούνται, ότι ποτέ δεν είχαν αγαπηθεί.
Σήμερα βλέπουμε κάποια πρόοδο σ’ αυτόν τον τομέα: οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο ρεαλιστές, πιο συνετοί και πολλοί καταλαβαίνουν ότι ούτε μια σεξουαλική έλξη σημαίνει αγάπη, ούτε μια φιλική, όχι πολύ στενή, ομαδική σχέση είναι έκφραση αγάπης. Αυτή η καινούργια θέση έχει σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη εντιμότητα στις σχέσεις -καθώς και πιο συχνή αλλαγή συντρόφων. Δεν οδήγησε όμως αναγκαστικά σε μεγαλύτερη συχνότητα αγάπης, και οι καινούργιοι σύντροφοι μπορεί ν’ αγαπιούνται τόσο λίγο όσο και οι παλιοί.
Η αλλαγή από το «Πέφτω σε έρωτα» στην αυταπάτη του «έχω» αγάπη φαίνεται ξεκάθαρα στην ιστορία των ζευγαριών που «έπεσαν σε έρωτα» (Στο βιβλίο Η Τέχνη της Αγάπης υπέδειξα ότι η λέξη «πέφτω» στη φράση «πέφτω σε έρωτα» είναι αντίθετη προς την ίδια τη σημασία της. Αφού η αγάπη είναι μια παραγωγική δραστηριότητα, ένα άτομο μπορεί μόνο να «σταθεί» ή να «περπατήσει» στην αγάπη: δεν μπορεί να «πέσει», γιατί το πέσιμο δείχνει παθητικότητα).
Στη διάρκεια της γνωριμίας ενός ζευγαριού, κανένας από τους δύο δεν είναι σίγουρος για τον άλλο, αλλά προσπαθούν ο ένας να κερδίσει τον άλλο. Και οι δύο είναι ελκυστικοί, ζωντανοί, γεμάτοι ενδιαφέρον, ακόμα και όμορφοι -η ζωντάνια πάντα κάνει ένα πρόσωπο όμορφο. Κανένας δεν έχει ακόμα τον άλλο. Έτσι, όλη τους η ενέργεια διοχετεύεται στο να είναι, δηλαδή στο να δώσουν και να κινήσουν το ενδιαφέρον του άλλου.
Ο γάμος συχνά αλλάζει ριζικά την κατάσταση. Το συμβόλαιο του γάμου δίνει σε κάθε σύντροφο την αποκλειστική κατοχή του σώματος, των αισθημάτων και της φροντίδας του άλλου. Τώρα δεν χρειάζεται πια να κερδηθεί κανείς, γιατί η αγάπη έχει γίνει κάτι που το έχουν και οι δυο, μια ιδιοκτησία. Παύουν να προσπαθούν να γίνουν αξιαγάπητοι και να δώσουν αγάπη: έτσι, γίνονται πληκτικοί και η ομορφιά τους εξαφανίζεται. Απογοητεύονται, νιώθουν μπλεγμένοι. Δεν είναι πια τα ίδια πρόσωπα; Έκαναν λάθος; Συνήθως, ο καθένας αναζητάει την αιτία της αλλαγής στον άλλο και νιώθει εξαπατημένος.
Εκείνο που δεν βλέπουν είναι ότι δεν είναι πια οι άνθρωποι που ήταν τον καιρό που ο ένας αγαπούσε τον άλλο. Το λάθος τους να πιστέψουν ότι μπορεί κανείς να έχει αγάπη, τους έκανε να πάψουν ν’ αγαπιούνται. Τώρα, αντί γι’ αγάπη, συμβιβάζονται με την κατοχή των όσων έχουν: χρήματα, κοινωνική θέση, σπίτι, παιδιά. Έτσι, σε μερικές περιπτώσεις, ο γάμος που βασίστηκε στην αγάπη αλλάζει και γίνεται μια φιλική κοινοκτημοσύνη, μια εταιρία, όπου τα δύο εγώ φτιάχνουν ένα: αυτό της «οικογένειας».
Όταν ένα ζευγάρι δεν μπορεί να κατανικήσει την επιθυμία για την ανανέωση του αισθήματος της αγάπης που είχαν πριν, τότε ο ένας από τους δύο μπορεί να έχει την αυταπάτη ότι ένας καινούργιος σύντροφος (ή σύντροφοι) θα ικανοποιήσουν αυτή την επιθυμία. Νιώθουν πως το μόνο που θέλουν να έχουν είναι αγάπη. Αλλά η αγάπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι μια έκφραση του είναι τους: είναι μια θεά, που θέλουν να τους υποτάξει. Αποτυχαίνουν αναγκαστικά στην αγάπη γιατί «η αγάπη είναι παιδί της ελευθερίας» (όπως λέει ένα παλιό γαλλικό τραγούδι). Αυτός που λατρεύει τη θεά της αγάπης γίνεται τελικά τόσο παθητικός, που είναι πια πληκτικός και χάνει ό,τι έχει απομείνει από την παλιά του ελκυστικότητα.
Αυτή η περιγραφή δεν σκοπεύει να αποδείξει ότι ο γάμος δεν είναι η καλύτερη λύση για δύο ανθρώπους που αγαπούν ο ένας τον άλλο. Η δυσκολία δεν βρίσκεται στον γάμο, αλλά στην υπαρξιακή δομή των δύο συντρόφων, που αποζητά την κατοχή, και σε τελευταία ανάλυση στη δομή της ίδιας της κοινωνίας τους. Οι υποστηρικτές των σύγχρονων μορφών συμβίωσης, όπως είναι οι ομαδικοί γάμοι, η αλλαγή των συζύγων, το ομαδικό σεξ κ.λπ., νομίζω ότι προσπαθούν ν’ αποφύγουν το πρόβλημα της δυσκολίας του ν’ αγαπήσουν: προτιμούν να γιατρεύουν την πληγή τους με κάθε καινούργιο ερέθισμα, θέλοντας να έχουν περισσότερους «εραστές» παρά να προσπαθήσουν ν’ αγαπήσουν έστω και έναν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Έριχ Φρομ «Να έχεις ή να είσαι»- Εκδ. Μπουκουμάνης