Κατανοώντας αυτό το δύσκολο ερώτημα είναι αρχικά γόνιμο να ορίσουμε τις έννοιες για να γίνει προσιτό το τι ερωτάται, για να μπούμε μετά στο πως θα σκεφτούμε, δηλαδή ποια διανοητικά μονοπάτια θα διαλέξουμε να ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στο προκείμενο, που θα είναι –ενδεχομένως- ένα συμπέρασμα και όχι μια ολιστική απάντηση.
Και τα δύο ξεκινούν από δύο διαφορετικές βάσεις τα οποία αντικατοπτρίζουν δύο διαφορετικές στάσεις ζωής των ανθρώπων. Άρα αυτό που ερωτάται στο παρόν κείμενο είναι η στάση ζωής που επιλέγουν οι άνθρωποι με βάσει το ἔχειν και αυτοί που επιλέγουν με βάσει το εἶναι. Οπότε ξεκαθαρίζοντας τις βασικές ιδιότητες των δύο αυτών στάσεων, ξεκαθαρίζουμε το τοπίο –το οποίο απαντά στο πως θα σκεφτούμε-, συνεπώς το πεδίο είναι ελεύθερο για να κρίνει ο καθένας το τι ορίζει ως απάντηση και αν υπάρχει απάντηση.
Ο ρηματικός τύπος έχω, ορίζει την κατοχή, το κράτημα, δηλαδή κατέχω κάτι το οποίο είμαι ιδιοκτήτης, μου ανήκει, το ελέγχω και αυτό είναι σε θέση αντικειμένου, είναι αποσπασματικό, χρηστικό, νεκρό και ο μόνος σκοπός του είναι για ορίσει ή ικανοποιήσει εμένα- με τις όποιες ιδιότητές του. Δηλαδή για να είμαι, πρέπει να έχω, αλλιώς δεν νοούμαι ότι είμαι. Μια σχέση κτήσης η οποία τοποθετεί το κέντρο της στην εξάρτηση ανάμεσα σε κάποιον που κατέχει και σε αυτό(ν) που κατέχεται. Σκεφτείτε έναν άνθρωπο ο οποίος όλη του τη ζωή αγωνιά να αποκτήσει, να κατέχει χρήματα, κοινωνικό κύρος, ανθρώπους, υλικά αγαθά στα οποία μέσα από αυτή την αναζήτηση αγωνιά για να αποκτήσει αρχικά την έννοια της ταυτότητας – το εγώ δηλαδή- που εν συνεχεία θα αποφέρουν τον σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την υποταγή, το έλεγχο και τον θαυμασμό. Κάτι που δεν μπορεί να αξιοποιήσει με τον εαυτό του, βάζει στο επίκεντρο της αναζήτησης υλικά- εξωτερικά αντικείμενα που θα σταθούν οι αιτίες για να αποκτήσει υπόσταση στη δική του ζωή και των γύρων του. Συνεπώς, οι συνεχείς αναζητήσεις θα τον τοποθετούν πάντα εξαρτημένο και συναρτώμενο από ένα ή πολλά αντικείμενα τα οποία θα ορίζουν τη ταυτότητά του, τα συναισθήματά του και γενικότερα την ύπαρξή του.
O Έρικ Φρομ στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι» αναφέρει: H φράση «Εγώ (υποκείμενο) έχω Α (αντικείμενο)», ορίζει το εγώ μέσα από τη κατοχή του Α. Το υποκείμενο δεν είναι ο εαυτός μου αλλά το είμαι ό,τι έχω. Η ιδιοκτησία μου συνθέτει τον εαυτό μου και τη ταυτότητά μου. Η υπονοούμενη σκέψη στην πρόταση «εγώ είμαι εγώ», είναι «είμαι γιατί έχω το Χ»- όπου το Χ δηλώνει όλα τα φυσικά αντικείμενα και τα άτομα που σχετίζονται με μένα, μέσα από τη δύναμή μου να τα ελέγχω, να τα κάνω αιώνια δικά μου. Στη βάση του ἔχειν δεν υπάρχει ζωντανή σχέση ανάμεσα σε μένα και τα πράγματα που έχω. Το εγώ και το αυτό έχουν γίνει πράγματα κι εγώ έχω αυτό γιατί έχω τη δύναμη να το κάνω δικό μου. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη σχέση- όπου αυτό έχει εμένα, γιατί η σχέση της ταυτότητας που έχω, στηρίζεται στο γεγονός ότι «εγώ έχω αυτό».
Στον αντίποδα υπάρχει η στάση με βάση το εἶναι. Το εἶναι αν και αποτελεί μια αρκετά πολύπλοκη και δύσκολη έννοια συνοπτικά θα μπορούσε να χρησιμοποιείται με τους εξής τρόπους: Πρώτον σαν συνδετικό ρήμα που αποτελεί μια γραμματική ένδειξη της ταυτότητας (π.χ είμαι ψηλός, χριστιανός, έφηβος). Δεύτερον ως ένας παθητικός τύπος ρήματος όπου εγώ είμαι το αντικείμενο της ενέργειας κάποιου άλλου (π.χ είμαι χτυπημένος). Τρίτον, με την έννοια του υπάρχω, το είμαι με την έννοια της ύπαρξης, όπου τη διαχωρίζει από την έννοια της ταυτότητας, που υποδεικνύει ένα εγώ ζωντανό, ενεργό, άχρονο.
Η στάση των ανθρώπων που βασίζεται στο εἶναι στηρίζεται σε μια συνεχή, ζωντανή σχέση επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους και το φυσικό κόσμο που στηρίζεται στην ανεξαρτησία, την ελευθερία και τη δραστηριότητα. Το εγώ ορίζεται όχι με εξωτερικά αντικείμενα ή άτομα αλλά με χαρακτηριστικά και ιδιότητες του ίδιου του υποκειμένου που τον τοποθετεί σε μια ζωντανή και διαρκή ξεχωριστή επικοινωνία με τους άλλους γύρω του. Είμαι εγώ γιατί αποδέχομαι τον εαυτό μου ως ύπαρξη, ως ολότητα, όπως ακριβώς είμαι, με τα εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά μου είτε είμαι ψηλός, είτε αδύνατος, μελαχρινός, εύσωμος, ντροπαλός , εξωστρεφής. Αυτή η αποδοχή και ο σεβασμός προς το είμαι ως ολότητα με καθιστά ικανό να συνάπτω μια ουσιώδη και βαθιά σχέση με ανθρώπους και πράγματα στα οποία δεν εξαρτώμαι για να καθοριστώ και να συνεχίσω να υπάρχω, αλλά περισσότερο για να αλληλεπιδρώ ενεργά και δημιουργικά με αυτά.
Σκεφτείτε τώρα έναν άνθρωπο που αναγνωρίζει το σύνολο των ιδιοτήτων του, αποδέχεται πλήρως τον τρόπο που ενεργεί ως δικό του και αυτό τον οδηγεί σε σχέσεις με ανθρώπους που συμβαδίζουν με τον δικό του τρόπο σκέψης, με τα συναισθήματα και τις αντιλήψεις του, που εργάζεται γιατί έχει ένα δικό του σκοπό- να βιοπορίζεται ώστε να είναι ανεξάρτητος και αυτόνομος – που χρησιμοποιεί υλικά αντικείμενα με στόχο τη κάλυψη βασικών και πρακτικών αναγκών στη καθημερινότητά του χωρίς να επιθυμεί να αποκτήσει περισσότερα για να προσδιοριστεί κοινωνικά, να γεμίσει συναισθηματικά εσωτερικά και παράλληλα να νιώθει μια αέναή δραστηριότητα- δηλαδή η ίδια του η ζωή να αποκτά νόημα για τον ίδιο που τον ωθούν σε δράση- είτε εσωτερική είτε εξωτερική προς τον ίδιο και προς το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Το είναι όπως αναφέρει και ο Φρομ στο βιβλίο του «αναφέρεται στο πραγματικό , σε αντίθεση με την ψεύτικη εικόνα της αυταπάτης. Με αυτή την έννοια, κάθε προσπάθεια να πλατύνουμε τον τομέα του είναι, σημαίνει μια πλατύτερη εμβάθυνση στη πραγματικότητα του εαυτού μας, των άλλων, του κόσμου γύρω μας.»
Έχω αγάπη ή αγαπώ; Η αγάπη με βάση το ἔχειν κλείνει μέσα της το περιορισμό, την φυλάκιση, την εξάρτηση, τον έλεγχο του αντικειμένου που κάποιος «αγαπάει». Ενώ η αγάπη με βάση το εἶναι, είναι μια πράξη αγάπης, που μεταφράζεται σε μια παραγωγική δραστηριότητα η οποία περιέχει την φροντίδα, τη γνώση, την ανταπόκριση, τη βεβαίωση και την απόλαυση που προσφέρει ένα πρόσωπο, μια ιδέα, ένα βιβλίο μεγαλώνοντας τη ζωντάνια του και κατεπέκταση ανανεώνει και δίνει διαστάσεις στον ίδιο μας τον εαυτό.
Ο Κρισναμούρτι στο βιβλίο του «Η αίσθηση της ευτυχίας» μιλώντας για την τάση των ανθρώπων να επιδιώκουν να γίνουν σπουδαίοι μέσα από την κατάκτηση υλικών πραγμάτων, αξιωμάτων, και άλλων πραγμάτων, δίνει την ακόλουθη απάντηση: “ Θέλεις να είσαι σπουδαίος, θέλεις να γίνεις γνωστός και να μιλούν σ’ όλο τον κόσμο για σένα, επειδή νιώθεις ασήμαντος. Δεν υπάρχει εσωτερικός πλούτος, δεν υπάρχει τίποτε απολύτως μέσα σου, γι’ αυτό θέλεις να σε ξέρει ο κόσμος. Αλλά αν έχεις εσωτερικό πλούτο, τότε δεν σ’ ενδιαφέρει καθόλου αν είσαι γνωστός ή άγνωστος. Το να έχεις εσωτερικό πλούτο είναι πολύ πιο δύσκολο από το να είσαι πλούσιος σε υλικά αγαθά και διάσημος· χρειάζεται πολύ περισσότερη φροντίδα και πολύ οξυμένη προσοχή. Αν έχεις ταλέντο σε κάτι και ξέρεις πώς να το εκμεταλλευτείς, γίνεσαι διάσημος, αλλά ο εσωτερικός πλούτος δεν έρχεται μ’ αυτό τον τρόπο. Για να είσαι μέσα σου πλούσιος, ο νους σου πρέπει να κατανοήσει και να παραμερίσει τα πράγματα που δεν είναι σημαντικά, όπως το να θέλεις να είσαι σπουδαίος. Ο εσωτερικός πλούτος προϋποθέτει να στέκεσαι στα πόδια σου μόνος σου, αλλά ο άνθρωπος που θέλει να είναι σπουδαίος φοβάται να στέκεται στα πόδια του μόνος του, επειδή γι’ αυτόν έχουν σημασία μόνο η κολακεία και η γνώμη.»
Αυτός ο εσωτερικός πλούτος μπορεί να αποκτηθεί μόνο όταν οι άνθρωποι στρέφονται προς το εἶναι, προς μια στάση ζωής που θέτει τους ίδιους τους ανθρώπους στο κέντρο της ζωής τους, αποδεχόμενοι αυτό που είναι, ζώντας σε μια διαρκή και ελεύθερη επικοινωνία προς αυτούς που αποτελούν μια αντανάκλαση του εαυτού τους και προς αυτά αυτά που στοχεύουν σε βασικές και πρακτικές ανάγκες. Διαφορετικά ο πλούτος αυτός αποτελεί μια χαμένη Ατλαντίδα σε αυτούς που επιλέγουν την κατάκτηση υλικών αγαθών για να ορίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό στο κοινωνικό γίγνεσθαι, σε ανθρώπους που τους εγκλωβίζει ο φόβος, ανασφάλεια, ο έλεγχος και η εξάρτηση και όχι η αγάπη και η ζωντάνια της πραγματικής επικοινωνίας, σε αυτούς που επιλέγουν να γεμίζουν μαύρες τρύπες από συναισθήματα κατέχοντας κάποιον ή κάτι, σε αυτούς που εκτιμούν διαρκώς την αξία των πραγμάτων και των ανθρώπων μετατρέποντάς στο σε ένα ασταμάτητο ανταλλακτικό εμπόριο.
Οι κοινωνικές συνιστώσες και συγκεκριμένα η δυτικές κοινωνίες προωθούν τον άνθρωπο προς μια στάση ζωής με βάση το ἔχειν, όπου ξεκινώντας από το κυρίαρχο οικονομικό καπιταλιστικό σύστημα που εμπεριέχει ως θεμέλια τον ατομικισμό, τον καταναλωτισμό, την απληστία για χρήμα, δόξα και δύναμη, έχει γίνει η βάση ώστε να αποκτήσουν οι άνθρωποι ένα περισσότερο τίτλο ύπαρξης, ένα προσωπείο αποβάλλοντας εξαρχής την ουσία και το νόημα της ίδιας της ύπαρξης. Ωστόσο όσο και να παρατηρείται αυτή η τάση γύρω μας, παγκοσμίως, αυτό ποτέ δεν θα μπορέσει να αλλάξει αν η ίδια μας η φύση δεν λαχταρίσει, δεν απαιτήσει προς τον ίδιο του τον εαυτό μια ζωή, μια καθημερινότητα, ένα νόημα στραμμένο προς το είναι, που θα χαρακτηρίζεται από αυθεντικότητα , στοχαστικότητα, ευσυνειδησία, συναισθηματικό πλουραλισμό, υλική λιτότητα, μοιρασιά, ενεργητικότητα και συνεργασία.
Η δυσκολία που θέτει το ερώτημα ξεφεύγει από τη καθημερινότητα και διευρύνεται σε φιλοσοφικές, υπαρξιακές και συναισθηματικές αναζητήσεις που ωστόσο εμποτίζουν κάθε πτυχή, κάθε λεπτή απόχρωση της ζωής μας. Πρόκειται για ένα δίπολο που, από ετερογενείς βάσεις οι οποίες κατευθύνονται σε δύο διαφορετικές θεωρήσεις και πρακτικές στη κάθε στιγμή της ζωής μας. Αν αντιπαραθέταμε τις δύο αυτές αντιθετικές έννοιες θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: Για να είσαι, προϋποθέτει να κατέχεις ή για να έχεις, σημαίνει να είσαι;