Σε κοίταξα. Ήσουν εκεί, στεκόσουν. Απλή, όπως πάντα.
Μπροστά στον καθρέφτη, η ίδια, αυτή που ξέρω, αυτή που αγαπώ, αυτή που νοιάζομαι και η μόνη που αγκαλιάζω τα βράδια... Κι όμως, ξάφνου, ήσουν άλλη, ήσουν κρύα σαν το γυαλί που σκεπάζει τον καθρέφτη, ήσουν φάντασμα πίσω από το προσωπείο του εαυτού σου.
Μα ποια είσαι τώρα; Ποια είσαι τελοσπάντων; Νόμιζα σε ξέρω σαν το ίδιο μου το εγώ. Tόσα χρόνια νόμιζα σε φρόντιζα καλά, όπως άρμοζε. Πώς έχεις καταντήσει έτσι καημένη μου; Δε σε αναγνωρίζω. Kρίμα. Κάπου σ' έχασα γλυκιά μου ψυχή, κάπου χωριστήκαμε στο δρόμο. Κάπου φάνηκε να ξεχνώ την ύπαρξή σου, να παραμελώ τη νιότη σου.
Και τώρα στέκεις μπροστά μου, αμίλητη, ανέκφραστη, αποκαμωμένη. Δε νιώθεις, δεν κλαις, δεν επιθυμείς, δε λαχταράς. Απλά ζεις, προχωράς παθητικά. Βιάζεσαι να φτάσεις μια μάταιη τελειότητα.
Τα μάτια σου βαριά, χωρίς λάμψη, κουρασμένα, αηδιασμένα, κορεσμένα με κοιτούν και ανατριχιάζω. Το σώμα σου, μια μηχανή καλοκουρδισμένη, αιωρείται μπρος μου. Σε λυπάμαι ψυχή μου. Και δε μ’ αρέσει να σε λυπάμαι. Είμαστε οι δυο μας σ’ αυτό το παιχνίδι. Εμπιστεύσου με. Φύγε να σωθείς, άλλαξε, απελευθερώσου...