Η φιλοσοφική πράξη του Σωκράτη έδινε προτεραιότητα στην αληθινή γνώση. Όμως, δεν την κατανοούσε ως μια αφηρημένη θεωρία γνώσης, αλλά ως συγκεκριμένη γνώση του καλού, η οποία ενδιάθετα συνδέεται με τη λογική εξήγηση των πραγμάτων και υπαγορεύει ανάλογο τρόπο ζωής.
Γι’ αυτό, τη θεωρούσε αναγκαία συνθήκη για το ηθικό πράττειν των ανθρώπων. Έτσι, η αρετή είναι γνώση και υπερέχει των άλλων επιμέρους μορφών γνώσης, διότι είναι γνώση του αγαθού, προς το οποίο πρέπει να αποβλέπει κάθε άλλη γνώση.
Το αγαθό όμως εγκατοικεί κυριολεκτικά στην ψυχή μας και δεν ταυτίζεται με τα υλικά αγαθά. Η πραγμάτωση του αγαθού, λοιπόν, είναι ίδιον του ανθρώπου και η φιλοσοφία έχει αποστολή να μεταδίδει την επιθυμία αυτής της πραγμάτωσης στην ψυχή του και να διαμορφώνει συνειδήσεις που μπορούν να πορεύονται προς αυτό.
Η πορεία προς το αγαθό, λέει ο Σωκράτης στον Φίληβο, είναι ο καλύτερος δρόμος στη ζωή,και αυτού του δρόμου ο φιλόσοφος δηλώνει αιώνιος εραστής. Πρόκειται για ένα δρόμο τον οποίο εύκολα υποδεικνύει ο καθένας, αλλά δύσκολα μπορεί να τον ακολουθήσει.
Για πρώτη φορά, λοιπόν, η φιλοσοφία ορίζεται από αυτό που δεν κατέχει και δεν γνωρίζει. Αυτό που γνωρίζει ο φιλόσοφος είναι ότι δεν γνωρίζει. Πότε, όμως,γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει; Όταν αρχίζει να κινείται προς την ιδέα του αγαθού και του ωραίου, την οποία φέρει δυνάμει μέσα του.
Ο φιλόσοφος, σε αυτή την αναλογία, είναι το ον το οποίο έχει επίγνωση ότι δεν κατέχει καμιά σοφία και μπορεί να κάνει μόνο τούτο: να πορευτεί το δρόμο του αγαθού, να μετάσχει στην ιδέα του. Η πορεία αυτή συνιστά στάση ζωής και ακριβώς γι’ αυτό είναι και δεν είναι μοναχική. Είναι μοναχική, επειδή ο πραγματικός φιλόσοφος δεν ανήκει ούτε στον κόσμο της μωρίας, ούτε στον κόσμο της σοφίας, αλλά «βρίσκεται ανάμεσα στη σοφία και τη μωρία».
Η αληθινή του παρουσία διαβαθμίζεται εδώ σε σχέση με το δικό του φιλοσοφικό τρόπο ζωής, τον οποίο μόνο αυτός ξέρει και μπορεί να κατακτά. Γι’ αυτό και είναι μοναδικός. Είναι τόσο μοναδικός, ώστε να συγκεντρώνει συχνά την εχθρότητα των πολιτικά ισχυρών. Γι’ αυτό και οι πολλοί δείχνουν απρόθυμοι ή ανίκανοι να τον αποδεχτούν.
Για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως και οι πιο αφοσιωμένοι σύντροφοι του Σωκράτη δυσκολεύτηκαν ως ένα βαθμό να κατανοήσουν το βάθος του τρόπου ζωής του δασκάλου τους. Λίγο πριν πεθάνει, ο Σωκράτης εμφανίζεται στο διάλογο του Πλάτωνα, Κρίτων, να υπερασπίζεται με τη δύναμη του θεωρητικού λόγου τη φιλοσοφική ζωή που ο ίδιος διάλεξε να ζήσει και για την αληθινότητα της οποίας οι σύντροφοί του έδειχναν να μην είναι απόλυτα πεπεισμένοι.
Ταυτόχρονα, όμως, η πορεία προς τη σοφία, προς το αγαθό δεν είναι μοναχική, αλλά διαλογική και παιδευτική. Ο Πλάτων, στο Συμπόσιο, παρουσιάζει το φιλόσοφο να είναι ο γονιμοποιός έρως, που «είναι εύγλωττος στα λόγια για την αρετή και για το πώς πρέπει να είναι ο ανώτερος άνθρωπος και τι πρέπει να τον απασχολεί, και ο οποίος επιχειρεί να τον εκπαιδεύσει».
Η φιλοσοφία, έτσι όπως την ορίζει εδώ ο φιλόσοφος, ασκεί τους ανθρώπους σε γνώσεις με γενικό κύρος και σε έννοιες που δίνουν στα εμπειρικά αντικείμενα και στις αισθητηριακές αντιλήψεις την αυθεντική τους ερμηνεία. Παράλληλα, παρέχει τη γνωσιακή δυνατότητα στους μετέχοντες της φιλοσοφικής παιδείας να αυτοεξελίσσονται και μέσω της διαλεκτικής, δηλαδή της πνευματικής άσκησης, να χρησιμοποιούν πρακτικά το φιλοσοφικό λόγο.
Το ζητούμενο για τον Πλάτωνα είναι πώς θα μπορεί σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος να διαλέγεται για την ουσία των πραγμάτων και να ατενίζει μέσα από τη λογική εκδίπλωση των συλλογισμών του την αδιάφθορη ιδέα, η οποία είναι η ιδέα του αγαθού.
Αυτή η ιδέα δεν είναι μια διάδοχη ιδέα, αλλά το νόημα ή η νοηματική ισχύς του κόσμου των ιδεών, η οποία μας επιτρέπει να μην διασκορπιζόμαστε στο επιμέρους, το μεταβλητό, το εφήμερο, αλλά να σκεφτόμαστε το πιο γενικό, το πιο καθολικό,το πιο αδιάψευστο.
Η φιλοσοφία, λοιπόν, αναλαμβάνει το έργο να πραγματοποιεί τον καθολικό λόγο συγκεκριμένα:΄μέσα από την πράξη του διαλόγου, αποκαθιστά ανάμεσα στους συνομιλητές μια πνευματική επικοινωνία, η οποία είναι συνάμα εμβάθυνση στην ανιδιοτέλεια της σκέψης και πρακτικά μεταστρέφει ολόκληρη την ψυχή σε ανώτερες συγκινήσεις και πιο αναλλοίωτες μορφές ζωής.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Πλάτων διατυπώνει μια νέα αντίληψη για τη ζωή της φιλοσοφίας, η οποία θα επηρεάσει έμμεσα ή άμεσα το σύνολο του ελληνικού στοχασμού. Η ζωή της φιλοσοφίας δεν είναι απλώς μια θεωρητική ενασχόληση με ιδέες και έννοιες, ούτε εξαντλείται σε έναν αυστηρά θεωρητικό λόγο. Έχει πραγματική αξία στο βαθμό που ο θεωρητικός της λόγος συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση μιας κατά φρόνηση ζωής.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πνευματικής κοινότητας, ο καθημερινός άνθρωπος έλκεται προς μια πιο ορθολογική πρακτική, η οποία αξιολογείται από την ορθότητα των σκοπών. Η αλήθεια τουκρίνεται από τη σωστή σύλληψη του σκοπού και από τη σωφροσύνη με την οποία επιλέγει τις μεθόδους για την επίτευξη του σκοπού.
Στο έργο του Πολιτεία, ο Πλάτων τονίζει την αναγκαιότητα της ενότητας φιλοσοφικού λόγου και φιλοσοφικής ζωής. Η αλήθεια του φιλοσοφικού λόγου έγκειται σε τούτο: κατά πόσο μπορεί να εναρμονιστεί με ένα φιλοσοφικό τρόπο ζωής και να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά μιας αλλότριας εξουσίας.
Στην περίφημη αλληγορία του σπηλαίου, η κατάσταση του αλυσοδεμένου σκλάβου παριστάνει τον άνθρωπο-σκλάβο μιας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας αψευδώς ψευδεπίγραφης. Είναι σκλάβος των ψευδαισθήσεων, των απατηλών αντιλήψεων, των ιδεολογικών δογματισμών και, ακόμα πιο πολύ, είναι σκλάβος γιατί, ως ψευδής συνείδηση, υπερασπίζεται τη σαθρότητα της πολιτικοκοινωνικής εξουσίας ενάντια σε εκείνους ακριβώς που ζητούν να τον ανασύρουν από αυτή τη σαθρότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δολοφονία του Σωκράτη από τους πολιτικά κυρίαρχους της Αθήνας. Η απόδραση από το σπήλαιο, δηλαδή η έλξη προς τη φιλοσοφική αλήθεια της ζωής, αντλεί το νόημά της όχι από τον εαυτό της, ήτοι από τη φιλοσοφική ενασχόληση ως αυτοσκοπό, αλλά από την επιστροφή στο σπήλαιο, δηλαδή από την εσωτερική υποχρέωση του φιλοσόφου να οδηγήσει τους αλυσοδεμένους σε έναν άλλον, πιο αληθινό τρόπο ζωής.
Σε ολόκληρη την ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας παρατηρείται σύζευξη του φιλοσοφικού λόγου με συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο ή τις κατευθύνσεις της κάθε σχολής, κοινό είναι το στοιχείο της ορθόφρονης πρακτικής που υπαγορεύεικαι συνάμα προϋποθέτει έναν βαθύ, εμπνευσμένο λόγο, ικανό να ερμηνεύει, να παιδαγωγεί και να συμφιλιώνει. Αυτό σημαίνει ότι η συνέχεια και η συνέπεια της σκέψης οφείλει να αποδεικνύεται στην άμεση πράξη της φιλοσοφικής ζωής.
Δεν αρκεί να μιλά κανείς περί ενάρετης ζωής, αλλά χρειάζεται και ο ίδιος να ζει ενάρετα. Δεν μπορεί κανείς να διατυπώνει θεωρίες χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ενεργό πραγματικότητα του ανθρώπου.
Ακόμη και οι πιο αφηρημένες φιλοσοφικές συλλήψεις ξεκινούν από την ανάγκη να ερμηνεύσουν τον κόσμο. Παράλληλα, αυτή η πράξη δεν έχει νόημα εάν δεν λαμβάνει υπόψη το φιλοσοφικό λόγο.
Ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής, αλλά και το επίπεδο του πολιτισμού, η φιλοσοφική ζωή συνδέει την ανάπτυξή της με τις δυνατότητες που της παρέχει ο φιλοσοφικός λόγος να επιλέγει σωστά, να εφαρμόζει τις επιλογές της, να εξηγεί τις συνέπειες αυτής της εφαρμογής, να αναγιγνώσκει τα διακριτά σημεία της καθημερινής επικοινωνίας, να συγκροτεί το γλωσσικό της κώδικα(Είναι, γίγνεσθαι, Ιδέα, νους, ουσία, ηδονή, αταραξία κ.λπ.), να κατανοεί την ενδότερη λογική των γενικών σχέσεων ζωής και κοινωνίας και να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με θεωρητική επάρκεια.