Οι σχολές των ψυχαναλυτών και τ΄ αποτελέσματα τους!
Δεν σας έχω συνηθίσει να ανεβάζω κάθε μέρα άλλο post. Αλλά σήμερα θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω το blog μου για να στείλω ένα μήνυμα σε μια φίλη μου, ένα νεαρό κορίτσι 20 χρονών, που δεν μου βγαίνει στο τηλέφωνο γιατί θέλει ν’ αποφύγει ν’ ακούσει αυτά που έχω να της πω και που υποψιάζεται τι θα ‘ναι.
Πριν μερικές μέρες έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια ν’ αυτοκτονήσει και τώρα την παρακολουθεί ψυχαναλυτής, σε καθημερινή βάση, και την έχει βάλει –κατ’ αρχάς- σε πρόγραμμα θεραπείας με χάπια. Αυτό που θέλω να της πω εδώ, είναι κάποια πράγματα για την ψυχανάλυση, που δεν είναι θεωρίες από διαβάσματα, αλλά κάτι που βγαίνει μέσα από τη ζωή μου —και την καρδιά μου. Ίσως να σας ενδιαφέρουν κι εσάς γιατί θα σας εξηγήσουν την αντίθεσή μου με την ψυχανάλυση που έχω δείξει σε κάποια παλιότερα post. Επιγραμματικά θα έλεγα, ότι θεωρώ πως κανείς ακολουθεί αυτό το δρόμο, εξαιτίας μιας βαθιάς ψυχολογικής τεμπελιάς, που γεννάνε η αυτολύπηση και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Μην το δεχτείτε αυτό που σας λέω· για μένα είναι έτσι, αλλά εσείς πρέπει απλώς να το ακούσετε και –αν σας ενδιαφέρει- να το ανακαλύψετε οι ίδιοι από μόνοι σας.
Δύο πράγματα απέφυγα με πείσμα στη ζωή μου από ένστικτο: Να πιω και να κάνω ψυχανάλυση. Η επιθυμία να πιω μου ερχόταν την εποχή που ήμουν επαγγελματίας ηθοποιός (1963-1974), κάθε φορά που είχα πρεμιέρα. Πάντα πριν από την πρεμιέρα, είχα τρακ. Έβλεπα κάποιους γύρω μου να πίνουν ουίσκι, ενώ μερικοί με συμβούλευαν να πιω κι εγώ για να μου φύγει το τρακ. Όμως, δεν το έκανα ποτέ, γιατί μια φωνή μέσα μου, μου έλεγε ότι η αν το κάνω μια φορά θα το κάνω πάντα και ίσως το κάνω και σε κάθε περίπτωση που θα ένοιωθα τρακ, ανασφάλεια, ανησυχία ή άλλου είδους φόβο. Η επιθυμία να κάνω ψυχανάλυση ή να πάω σε ψυχίατρο, μου ήρθε στα είκοσι, τον Αύγουστο του 1963, μετά από κάποιες πολύ έντονες ψυχολογικές καταστάσεις που με έφεραν φοβερή σύγκρουση μέσα μου με αποτέλεσμα να πέσω σε κατάθλιψη που μου μείωσε σε φοβερό βαθμό όλα τα ανακλαστικά μου, μέχρι και το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Είχα αρχίσει να θέλω να πάω ψυχανάλυση και πολλοί με ενθάρρυναν να πάω. Πάλι μια φωνή μέσα μου (ξέρετε, δεν είμαι κάτι ξεχωριστό γιατί όλοι, μα όλοι, έχουμε αυτή τη φωνή μέσα μας, αλλά δεν την ακούμε), μου έλεγε να μην το κάνω γιατί από τα είκοσί μου, ίσως έβαζα μια φοβερή εξάρτηση στη ζωή μου, κάνοντάς με να χρειάζομαι κάθε είδους ψυχολογικά δεκανίκια και να μην μπορώ να σταθώ στα πόδια μου μόνος μου. Κάποιοι μου έλεγαν ότι έχω προκατάληψη, ότι ντρέπομαι μην με πουν τρελό και τέτοια, αλλά εμένα δεν ίδρωνε το αυτί μου με τίποτα, αφού από νέο –προς μεγάλη στενοχώρια της μάνας μου – δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ, «τι θα πει ο κόσμος». Έτσι, δεν πήγα πουθενά, αλλά έκανα –από ένστικτο- κάτι: Έγραφα κάθε μέρα ό,τι αισθανόμουνα και σκεφτόμουνα και κατά διαστήματα, γυρνούσα πίσω και τα διάβαζα. (Κάντε το έτσι για πλάκα. Θα δείτε). Τα προβλήματά μου κράτησαν επτά μήνες. Το ξαναπέρασα το ίδιο για άλλη μια φορά, την τελευταία, δέκα χρόνια αργότερα, πάλι μετά από μία τρομερή ψυχολογική πίεση. Κράτησε εννιά μήνες. Τέλειωσε τη μέρα που θύμωσα τρομερά με τον εαυτό μου, γιατί κατάλαβα πως ό,τι μας συμβαίνει στη ζωή είτε το έχουμε προκαλέσει, είτε το έχουμε επιτρέψει. Πριν είκοσι χρόνια, γνώρισα μία ψυχίατρο, που δεν άντεχε άλλο αυτό το επάγγελμα και έγινε ομοιοπαθητικός γιατρός. Αυτή με… αποτέλειωσε: έβγαλε και τις ελάχιστες αμφιβολίες που είχα για το θέμα.
Όλα αυτά σας τα είπα, για να φτάσω να σας πω εδώ – κοιτώντας κάποιες σημειώσεις από τότε που βρήκα στο ημερολόγιό μου – όσα μου έμαθε αυτή η γυναίκα, και τεκμηρίωσα όσα μου έλεγε… η «φωνή» μέσα μου, για να καταλάβετε το ανέκδοτο που θέλω να πω. Αυτό το ανέκδοτο που θα διαβάσετε στο τέλος, είναι ένα παλιό κλασσικό ανέκδοτο των ψυχαναλυτών, με ένα ασθενή που τα έκανε πάνω του σε συνδυασμό με τις τρεις βασικές Σχολές ψυχανάλυσης.
Οι ψυχαναλυτές ακολουθούν κατ’ επιλογή μία γραμμή ανάμεσα στις τρεις επικρατέστερες:
Η πρώτη είναι η κλασσική σχολή με τις Φροϋδικές τεχνικές που ψάχνει το «γιατί» και ασχολείται με το παρελθόν του πάσχοντος. Αρκετά αυτογνωσιακή μια και φέρνει το υποσυνείδητο στο συνειδητό. Ωστόσο για να ολοκληρώσει κανείς μια θεραπεία θα πρέπει να κάνει ψυχανάλυση σε μάκρος χρόνου, περίπου το 1/3 της ζωής που έχει ζήσει μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε τη θεραπεία. Με λίγα λόγια μιλάμε για πολλά χρήματα και τεράστια υπομονή, μέχρι να ανακαλύψεις αν η κότα γέννησε το αυγό ή το αυγό την κότα.
Η δεύτερη σχολή είναι αυτή των «συμπεριφοριστών», αυτή ασχολείται με το «πώς» και με το μέλλον. Προτείνει στον πάσχοντα ένα νέο τρόπο συμπεριφοράς για να αντιμετωπίσει τα «δεινά του», αρκετά ρηχή για τη γνώση του εαυτού αλλά, σύντομη σαν θεραπεία. Επειδή όμως κάθε φορά ασχολείται και μ’ ένα διαφορετικό πρόβλημα που προκύπτει στον ασθενή, ο υποτιθέμενος «άρρωστος» κάνει τον ψυχίατρο δεκανίκι του για όλη του τη ζωή.
Η Τρίτη, και πιο μοντέρνα, είναι η σχολή Γκεστάλτ. Εδώ ο ψυχαναλυτής δίνει το βάρος στο «παρόν»: ο «ασθενής» μέσα από την παρατήρηση των γεγονότων της ζωής του, αποκτά επίγνωση κι έτσι μαθαίνει για τον εαυτό του και τις αντιδράσεις του. Εδώ χρειάζεται λιγότερος χρόνος από τις άλλες δύο και είναι πιο δυνατή αυτογνωσιακά από αυτές, αλλά και πάλι ο ασθενής κινδυνεύει κι εδώ να παρερμηνεύσει και να μεταφράσει λάθος το «παρόν» με μια ελαφρότητα του τύπου «ζήσε τη στιγμή και μη σε νοιάζει».Αυτή η σχολή μοιάζει να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη καθώς η όλη δουλειά γίνεται με το μυαλό κι όχι με την καρδιά. Με λίγα λόγια αν η καρδιά δεν πονέσει, το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο αρνητικό αλλά και επικίνδυνο, γιατί καρδιά που δεν πόνεσε με όσα είδε θα περάσει απέναντι, στην άλλη όχθη του «ωχαδερφισμού», της «γραψαρχιδοσύνης».
Και τώρα, αφού σας μίλησα για τις τρεις Σχολές, μπορείτε να καταλάβετε το ανέκδοτο της φίλης μου – καλή της ώρα. Όπως μου είχε πει, αυτό το ανέκδοτο το σκάρωσαν οι ίδιοι οι ψυχαναλυτές για να αυτοσαρκάζονται σύμφωνα με τη γραμμή που ακολουθεί ο καθένας.
Ήταν λοιπόν κάποτε ένας ασθενής που έπασχε από ενκόπρινση (κοινώς τα έκανε επάνω του), πηγαίνει σε έναν παθολόγο για να πει το πρόβλημα του κι εκείνος τον διαβεβαιώνει ότι δεν έχει τίποτα σωματικό και του συστήνει να κάνει ψυχανάλυση.
Ο «ασθενής» πηγαίνει σε πρώτη φάση σε ψυχαναλυτή της κλασσικής Φροϋδικής σχολής. Μετά από πέντε χρόνια που έκανε ψυχανάλυση τον συναντά ο παθολόγος και τον ρωτά πώς πάει με τη θεραπεία που του σύστησε.
«Μια χαρά», είπε εκείνος ενθουσιασμένος.
«Δηλαδή, σταμάτησες να τα κάνεις επάνω σου», τον ρωτά ο γιατρός.
«Όχι, αλλά τώρα ξέρω το ‘γιατί’», του απαντά χαρούμενος ο «ψυχασθενής». Όμως, έπειτα από κάνα δύο χρόνια, είδε κι απόειδε ότι δεν βλέπει οριστική θεραπεία και κάποιος φίλος του, του συστήνει να πάει σε ψυχαναλυτή της σχολής των Συμπεριφοριστών. Μετά από κάποιους μήνες τον συναντά πάλι ο παθολόγος και τον ρωτά πώς πάει η ψυχανάλυση.
«Μια χαρά», του απαντά χαρούμενος εκείνος και του εξηγεί ότι άλλαξε ψυχαναλυτή.
«Δηλαδή, σταμάτησες να τα κάνες επάνω σου;», ρωτά ο παθολόγος.
«Όχι, αλλά τώρα ξέρω ‘πώς’ να το αντιμετωπίσω κι έτσι αγοράζω λαστιχένια σώβρακα για να χωράνε περισσότερα και να μην τρέχω σαν τρελός σπίτι να αλλάξω αμέσως», απαντά ο «ψυχασθενής». Και πάλι, όμως, μετά από κάνα δυο χρόνια, δεν βλέπει οριστικά αποτελέσματα και βουτηγμένος στην απελπισία δοκιμάζει – ύστερα από συστάσεις φίλων – ένα ψυχίατρο της σχολής Γκεστάλτ. Μετά από μερικούς μήνες, τον συναντά πάλι ο παθολόγος στο δρόμο και τον ρωτά να μάθει τα νέα της ψυχανάλυσής του. Εκείνος, αφού του εξηγεί ότι άλλαξε πάλι ψυχίατρο, του απαντά πάλι ενθουσιασμένος: «Τώρα πια είμαι μια χαρά»!
«Δηλαδή, σταμάτησες να τα κάνεις επάνω σου», ρωτά ο παθολόγος.
«Όχι, αλλά τώρα πια ‘δεν με νοιάζει’. Δεν πάει να τα κάνω επάνω μου. Χα, χα, χα…».