Οι καταραμένοι ή κατά… δικασμένοι να ζήσουν ελεύθερα Έλληνες ποιητές - Point of view

Εν τάχει

Οι καταραμένοι ή κατά… δικασμένοι να ζήσουν ελεύθερα Έλληνες ποιητές

Φωτογραφία από εδώ
Έζησαν έξω από τα κοινωνικά πλαίσια και εναντιώθηκαν σε αυτά. Δεν συμβιβάστηκαν με όσα «πρόσταζε» λογοτεχνικά η εποχή τους, δεν συμβιβάστηκαν σε ποιητικές συντεχνίες, δεν συμβιβάστηκαν, όμως, ούτε με τα κοινωνικά πρότυπα ή μάλλον στερεότυπα της περιόδου κατά την οποία έζησαν.
Αδικήθηκαν από τη μοίρα τους, όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί, λίγοι, μάλιστα, ήταν όσοι είχαν τη χαρά να δουν την ποίησή τους να αποθεώνεται. Δεν αναγνωρίστηκε η προσφορά τους στην τέχνη και στα γράμματα όσο αυτοί ήταν εν ζωή. Από την άλλη, δεν δέχτηκαν να «υποχωρήσουν», τολμώντας να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη τόσο του κόσμου όσο και της γραφής. Υπήρξαν αιρετικοί τόσο στους εκφραστικούς τους τρόπους όσο και στην ίδια τους τη ζωή και τελικά επέλεξαν να ζήσουν στο περιθώριο και να πεθάνουν μόνοι και… ελεύθεροι.
Δεν εντάχθηκαν πουθενά και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους για να τους αποκαλούμε σήμερα «καταραμένους ποιητές». Η ατέρμονη προσπάθεια κάποιων να ανήκουμε κάπου. Σε ένα ρεύμα, σε μια σχολή, σε μια γενιά, σε ένα κίνημα. Ειδικά όσον αφορά την ποίηση δεν μπορείς εύκολα να ξεφύγεις από τα στενά όρια που θέλουν να σε τοποθετήσουν.
Ο όρος «καταραμένοι ποιητές» εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ένα έργο του ποιητή Αλφρέ ντε Βινύ, Stello, το 1832, στο οποίο αποκαλεί όλους τους ποιητές «ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης». Είναι η μετάφραση της φράσης «poétes maudits» του ποιητή Βερλαίν.
Αλκοόλ, ναρκωτικά, τρέλα, βία και έγκλημα ενδεχομένως, ομοφυλοφιλία, αθεΐα και τελικά ο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος, ήταν κάποια από τα χαρακτηριστικά της ζωής τους ή καλύτερα ήταν… η ζωή τους. Πώς θα μπορούσε από αυτά να ξεφύγει και η γραφή τους; Είμαστε, άλλωστε, απόλυτοι σε αυτό: Ζωή και γραφή πάντα πορεύονται μαζί. Δεν γίνεται αλλιώς.
Γιατί η γραφή και συγκεκριμένα η ποίηση δεν μπορεί να απέχει από όσα βιώνεις. Δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ γραφής και ζωής. Είναι κομμάτι του εαυτού σου. Δεν γράφεις για να έχεις αναγνώστες, δεν γράφεις για να έχεις σχολιαστές. Γράφεις γιατί δεν μπορείς να μην γράψεις. Είναι κατάρα και ευλογία.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τους λεγόμενους «καταραμένους ποιητές»… Φρανσουά Βιγιόν, Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Αρθούρος Ρεμπώ.
Καταραμένους ή άδοξους, όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί ο Κώστας Καρυωτάκης σε ένα ποίημά του, δεν «γέννησε» μόνο η Γαλλία. Έντγκαρ Άλαν Πόε και Τσαρλς Μπουκόφσκι ενδεχομένως, είναι άλλες δύο μορφές που απασχόλησαν τόσο με τον τρόπο ζωής τους όσο και με την ποιητική τους γραφή. Κώστας Καρυωτάκης και Ναπολέων Λαπαθιώτης (και ίσως όχι μόνο οι δύο τελευταίοι) είναι οι «δικοί μας» καταδικασμένοι να ζήσουν ελεύθερα ποιητές.
kariotakis
Κώστας Καρυωτάκης
Ο Καρυωτάκης, στο ποίημα “Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων”, ένα ποίημα για να τιμήσει εκείνους τους ποιητές που παρά την προσπάθειά τους δεν κέρδισαν την πολυπόθητη αναγνώριση, όχι τουλάχιστον όσο ζούσαν, αυτοαποκαλείται άδοξος.  Και σύμφωνα με όσα ο ίδιος γράφει, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ο Κώστας Καρυωτάκης πέθανε ως «ιδανικός αυτόχειρας», δίχως να γνωρίσει την αίγλη του μεγάλου Έλληνα ποιητή, της οποίας χαίρει πλέον. Το έργο του αναγνωρίστηκε δυστυχώς μετά τον θάνατό του.
 «Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε… «την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι ;»
Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι κοντά στον άνθρωπο. Είναι υπαρξιακή και ρεαλιστική. «Κάθε πραγματικότης του ἦταν ἀποκρουστική», άλλωστε. Ο ποιητής δεν παρουσιάζει τα πράγματα όπως θα ήθελε να είναι αλλά ως έχουν. Όλο το έργο του το διαπερνά η ίδια σαρκαστική ειρωνεία και ο μελαγχολικός λυρισμός, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης των καταραμένων. Στάθηκε πολέμιος των καθιερωμένων αξιών, του συντηρητισμού και της υποταγής.
«Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι».
Αυτό που μετέπειτα ονόμασαν «καρυωτακισμό» ίσως τελικά να ήταν η ποίηση της υπαρξιακής αγωνίας, της σαρκαστικής διάθεσης, της αμφισβήτησης ή ακόμη και της άρνησης των κοινωνικών αξιών, δηλαδή όλα όσα εξέφρασε ποιητικά ο Καρυωτάκης.
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Έζησε ελεύθερα μια ζωή γεμάτη πάθη και καταχρήσεις, ανεπηρέαστος από το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής του προκαλώντας τρόπον τινά την «καλή κοινωνία». Ό,τι μπορούσε να πράξει για να μπει στον… κύκλο των καταραμένων ποιητών, το έπραξε, το έζησε, το έγραψε και πέθανε νωρίς ως «ιδανικός αυτόχειρας» και αυτός. Ομοφυλόφιλος, άθεος, ναρκομανής και αριστερός, ήταν όλα όσα του απαγόρευε η εποχή του να είναι.
Λυπήσου εκείνους που πονούν, βουβά κι ανώφελα, για κάτι, και παίρνουν, για να λησμονούν, της ζωής κάποιο άθλιο μονοπάτι
Ένας μποέμ τύπος που περιπλανιόταν κάθε βράδυ στη νυχτερινή Αθήνα, ένας λάτρης των απολαύσεων, που αγαπούσε οτιδήποτε ωραίο. Δεν είχε όρια στη διασκέδαση και στις κραιπάλες και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι πράξεις του σκανδάλισαν την εποχή. Μιλούσε χωρίς φόβο για την ομοφυλοφιλία του, για τα πιστεύω του, για τις ιδέες του. Είχε εθιστεί σε ναρκωτικές ουσίες, γεγονός που του προκάλεσε σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
…λυπήσου αυτούς, που, μια φορά, με φτερά ζούσαν, και τα χάνουν, και δεν τους μένει άλλη χαρά, παρά η χαρά πως θα πεθάνουν…
Μπορεί να τον κατατάσσουν στους νεορομαντικούς ποιητές, αλλά οι συμβολισμοί και τα λυρικά στοιχεία στα ποιήματά του, δεν είναι δυνατόν να περιορίσουν την ποίησή του.  Ο Λαπαθιώτης εκφράζει τις υπαρξιακές αγωνίες και ανησυχίες του ανθρώπου, φανερώνοντας τη μοναξιά και την απομόνωσή του.
Η ποίηση είναι κατάρα και ευλογία… και αναρωτιόμαστε, ήταν τελικά καταραμένοι;

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ως μυθιστορηματική μορφή

  Ο Γιώργος Μιχαηλίδης ζωντανεύει  τη μορφή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στο β' τόμο της τριλογίας  του  " Της επανάστασης της μοναξιάς και της λαγνείας " 




   " Τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη τον ήξερα από τα εφηβικά μου χρόνια. Μου τον είχε γνωρίσει ο Πάρης, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί ήδη αρκετές φορές μόνος του στο πατρικό διώροφο σπίτι του στα Εξάρχεια, γωνία Κουντουριώτου και Οικονόμου. Εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη ακολούθησαν λίγες ακόμη, αλλά με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν ξαναπήγα. Τα Εξάρχεια τότε - αναφέρομαι  στα 1938 - ήταν μια μικρή, ζεστή αθηναϊκή γειτονιά από κομψές νεοκλασικές οικίες, κήπους και χωματόδρομους, με ακακίες που ανηφόριζαν ως το λόφο του Στρέφη. Το σπίτι του ποιητή ξεχώριζε από τα άλλα γύρω με τον όγκο, το μεγάλο άδειο αέτωμα, την κατήφεια και τη σιωπή που αισθανόσουν να έχει εγκατασταθεί μονίμως πίσω από τα κλειστά παράθυρα. Τα σημάδια της εγκατάλειψης φαίνονταν καθαρά στις σπασμένες γρίλιες, στους ραγισμένους και πεσμένους σοβάδες, στον ρημαγμένο κήπο.

    Ο Πάρης, ενώ δεν εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον Λαπαθιώτη σαν ποιητή, θαύμαζε την προσωπικότητά του και περισσότερο την τεράστια και σπάνια βιβλιοθήκη του. Δε γνωρίζω πώς και από ποιον είχε πληροφορηθεί ότι ο Λαπαθιώτης,  πιεσμένος από μεγάλη ένδεια, πουλούσε τα βιβλία του και με αυτούς τους πόρους ζούσε. Ένας από τους αγοραστές ήταν και ο θείος μου, αποκομίζοντας έτσι μερικά πράγματι σπάνια βιβλία. Ο Λαπαθιώτης τον δεχόταν πάντα νύχτα, μέσα σε έναν πηχτό, χαλκόχρωμο φωτισμό από λάμπες πετρελαίου, με τη σάλα του ισογείου γεμάτη φίλους του ποιητή, και η αγοραπωλησία γινόταν με τη γλώσσα της παντομίμας και των κρυφών νοημάτων. Κανείς από τους παριστάμενους δεν έπρεπε να καταλάβει πως ο Πάρης ήταν αγοραστής ή πως ο ποιητής πουλούσε τα αγαπημένα του βιβλία. Όλοι ωστόσο ήσαν ενήμεροι , όλοι γνώριζαν τί γύρευε εκεί ο ξένος, τον οποίο ο Λαπαθιώτης είχε συστήσει σαν εγκάρδιο φίλο του. Έμοιαζε όμως απαραίτητη  αυτή η θεατρική προσποίηση, αλάφρωνε φαίνεται, τη σκληρότητα της ανάγκης.
    Ο Πάρης, με μια μικρή λάμπα στο χέρι, παίζοντας το ρόλο του φανατικού βιβλιόφιλου, περιδιάβαζε εμπρός στις βιβλιοθήκες που εκτείνονταν σε όλα τα δωμάτια. Όταν συναντούσε το βιβλίο που τον ενδιέφερε, και ήσαν πολλά, επέστρεφε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η συντροφιά του ποιητή κρατώντας το στο χέρι. Κάνοντας πως το ξεφυλλίζει, έδειχνε με τρόπο στον Λαπαθιώτη τίτλο και συγγραφέα. Εάν ήταν από τα πολύ αγαπημένα του, ο ποιητής, με μιαν αδιόρατη αρνητική κίνηση του κεφαλιού , έλεγε στον αγοραστή όχι, αυτό δεν μπορώ να το στερηθώ. Τότε ο Πάρης το έβαζε πάλι στη θέση του και συνέχιζε την αναζήτηση. Όποιο βιβλίο ο ποιητής δεχόταν να στερηθεί, πάλι με ένα αδιόρατο, καταφατικό αυτή τη φορά κίνημα, ο Πάρης το τοποθετούσε σε ένα μικρό τραπέζι πλάι στην είσοδο. Όταν ερχόταν η ώρα, γύρω στα μεσάνυχτα, για τις θρυλικές εξόδους και τις νυχτερινές περιπλανήσεις του Λαπαθιώτη στο Ζάππειο, στο Μεταξουργείο, στο Θησείο, στο Μενίδι, η συντροφιά φρόντιζε να βγει βιαστικά στην αυλή για να μείνουν μόνοι ο ξένος και ο ποιητής και να αρχίσει η συναλλαγή. Ο Λαπαθιώτης δεν ήξερε την τιμή των βιβλίων του, απεχθανόταν τα παζάρια, και ο Πάρης όμως δεν καταδέχτηκε ποτέ να εκμεταλλευθεί αυτή την περηφάνεια. Του έδινε όσα θα ζητούσε ο Χαρίτιμος, ο γνωστός παλαιοβιβλιοπώλης της Αθήνας, με τον οποίο συνεργαζόταν συχνά και του προμήθευε σπάνιες εκδόσεις. Ο Λαπαθιώτης είχε πολύ εκτιμήσει αυτή τη γενναιοδωρία του θείου μου, γιατί τον έπαιρνε ο ίδιος στο τηλέφωνο:
    " Έχομε καιρό να σας δούμε, κύριε Μαδονή! Δε σκοπεύετε να μας έλθετε ξανά;"
    " Πότε μπορώ να σας επισκεφθώ;"
    " Μα και σήμερα, εάν ευκολύνεσθε".

    Ύστερα από  ένα τέτοιο τηλεφώνημα με πήρε μαζί του ο Πάρης. Η κυρία είσοδος ήταν από τον κήπο, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η δίφυλλη μεταλλική αυλόπορτα ανοιχτή  και μια λάμπα ακουμπισμένη στο φιλιατρό του πηγαδιού φώτιζε την εγκατάλειψη, το χορταριασμένο πλακόστρωτο και το ρήμαγμα του κήπου, ενώ την ίδια στιγμή αυτό το φως, λες από κεχριμπάρι ή χαλκό, είχε κάτι επίσημο και χυδαίο μαζί, σαν να ξενυχτούσαν κάποιο νεκρό, ή να καλούσε τον περαστικό σε ύποπτες συναλλαγές και στην κραιπάλη οχείας. Μια μαρμάρινη σκάλα ανέβαζε στον επάνω όροφο γεμάτη σκουπίδια. Στο ισόγειο, μέσα από τις γρίλιες, φαινόταν ένα αμυδρό πορτοκαλί φως. Όλο το άλλο αχανές σπίτι σκοτεινό, σιωπηλό, κλειστό σαν σφραγισμένο. Η γειτονιά ήσυχη, με λίγες μακρινές φωνές και κάποιο, μακρινό κι αυτό, πέρασμα αυτοκινήτου. Το μοναχικό φως στην αυλή, που έριχνε μεγάλες βαριές σκιές στους τοίχους, το βουβό και κατασκότεινο σπίτι, με γέμισαν με ένα αίσθημα ανησυχίας και απειλής.
    Μας άνοιξε ένας ψηλός, γεροδεμένος νέος, με δυσάρεστη,χωριάτικη φυσιογνωμία και πυκνά μαύρα μαλλιά που ξεκινούσαν από τη μέση του μετώπου του. Σιωπηλός μάς έκανε τόπο να περάσουμε. Ο Λαπαθι'ωτης καθόταν σε μια φθαρμένη μπερζέρα στο χρώμα της βρόμικης άμμου, ενώ μια λευκή καμέλια φέγγιζε στο πέτο του, πελιδνά άμεμπτος μέσα στο φθαρμένο κοστούμι του, θλιβερά σεβαστός, αθεράπευτα μόνος. Όλα ήσαν γραμμένα επάνω του, όλη του η ζωή, λες και κάποια απόκρυφη, αόρατη δερματοστιξία τα είχε καταγράψει με τα ιερογλυφικά της, και εκεί μπορούσες να διαβάσεις τη σημασία τους και το μόνο συγκλονιστικό ποίημα που μπόρεσε να γράψει: τον εαυτό του. Και μαζί ήταν σαν ήσκιος` κάτι που κάποτε το καταύγαζε ένα αδιάκριτο και αλαζονικό φως, τώρα ένα άλλο φως, αδιάκριτο κι αυτό, αλλά ταυτόχρονα ανελέητο, σκληρό και επίμονο, έδειχνε τον ήσκιο του θλιβερό και ωχρό.
    Από την είσοδό μας κιόλας σε έναν στενό διάδρομο, ένιωσα μια βαριά, ταγκή μυρωδιά κλεισούρας και σκόνης, λες και ένα άπλυτο για καιρό σώμα κυκλοφορούσε μέσα στο μισοσκόταδο. Η συντροφιά ήταν συγκεντρωμένη σε ένα δωμάτιο - αρκετά μικρό και χαμηλοτάβανο για την εποχή εκείνη, - γεμάτο ογκώδη, καταθλιπτικά έπιπλα, βαριές πυκνοϋφασμένες κουρτίνες και βιβλιοθήκες που κάλυπταν τους τοίχους έως την οροφή. Ένα παχύ στρώμα σκόνης σκέπαζε τα πάντα σαν πένθιμο σουδάριο.
    Στα πρόσωπα της συντροφιάς, γύρω στα δέκα και όλοι άντρες, διέκρινες έντονες χρωματικές αντιθέσεις. Στους περισσότερους έβλεπες μιαν αρρωστημένη, φωσφορίζουσα χλομάδα, ενώ στους υπόλοιπους υπήρχε εκείνη η μελαχρινή, βάρβαρη σχεδόν υγεία του χωριάτη. Ήσαν οι περίφημοι Μενιδιάτες μανάβηδες - ή μάλλον οι γιοί τους - , που ακολουθούσαν τον Λαπαθιώτη παντού σαν πιστοί μολοσσοί. Σε έναν μικρό καναπε ήταν ριγμένος, σχεδόν αναίσθητος, ο ποιητής Μήτσος Παπανικολάου, ένα αποστεωμένο φάντασμα. Τα μάτια του ολάνοιχτα, γυάλινα, άδεια. Η ηρωίνη τον ταξίδευε στο κενό. Όταν εμφανιστήκαμε στην είσοδο του δωματίου, ο Λαπαθιώτης, αιφνιδιασμένος από την παρουσία και το κάλλος μου, έμεινε για λίγο σιωπηλός, ύστερα ορθώθηκε νωχελικά, με το δεξί του χέρι ακουμπισμένο στο αναλόγιο που ήταν πλάι του και όπου έγραφε όρθιος τα ποιήματά του, όπως ο Βικτόρ Ουγκό, και αναφώνησε θεατρικά:
    " Καλέ, αυτός είναι ωραίος μέχρι τρόμου!"
     Ύστερα έσπευσε να μας υποδεχθεί. Έγιναν οι συστάσεις. Μέσα σ' εκείνο το ανήσυχο, παλλόμενο μισοσκόταδο, το γεμάτο φασματικές σκιές, ένιωθα τα μάτια όλων στραμμένα επάνω μου. Ο Πάρης μάς άφησε για να επιδοθεί στην άγρα βιβλίων, ο Λαπαθιώτης περνώντας το χέρι του στο μπράτσο μου με ξενάγησε στο άντρο του. Μού έδειξε το πιάνο του, ένα Zimmerman Λειψίας, την κασέλα όπου φυλούσε ποιήματα, σκέψεις, διηγήματα, σχέδια δραμάτων και μυθιστορήματα, ημερολόγια ταξιδίων και ερώτων, φωτογραφίες.
    " Δεν πρόκειται να το ανοίξω ποτέ πια αυτό το φέρετρο. Κάποιοι νεκροί ας κοιμηθούν για πάντα. Είναι καλύτερα ", μου ψιθύρισε πολύ κοντά στο αυτί, σαν να μου εκμυστηρευόταν ένα μυστικό που έπρεπε να μείνει μεταξυ μας.
    Ύστερα γέλασε δυνατά - ακόμη και το "δυνατά" ήταν γεμάτο σιωπή μέσα σ' εκείνο το ερειπωμένο ιερό της τρίμορφης Εκάτης - και είπε:
     " Μα γιατί είσθε τόσον ωραίος! Δεν επιτρέπεται! Είσθε ωραιότερος απ' ό,τι ήμουν εγώ στην ηλικίας σας", και πρόσθεσε στα γαλλικά την ανελέητη διαπίστωση του Προυστ στον Ξανακερδισμένο χρόνο : 
" Ο χρόνος, ο άχρωμος και ακατάληπτος χρόνος, έχει πάρει σάρκα και οστά στο πρόσωπό σας, έχει πλάσει ένα αριστούργημα, ενώ παράλληλα σ' εμένα - αλίμονο - έχει κάνει απλώς τη δουλειά του".
    Αιφνιδίως μελαγχόλησε, και το μονίμως υγρό και αόριστο βλέμμα του, από την επήρεια της μορφίνης, γέμισε σκιές. Άλλαζε συνεχώς εκφράσεις και διαθέσεις, όπως ένα επαρχιακός τραγωδός όταν ερμηνεύει ευριπίδειο δράμα. Οι ρητορικές χειρονομίες του, η καθαρή και σχεδόν ποσταρισμένη φωνή του, το μακιγιαρισμένο π΄ροσωπό του, το στριντμπεργκικό σκηνικό γύρω του, λες και ήταν παρμένο από τη Σονάτα των φαντασμάτων, όλα ανάδιναν κάτι θεατρικό, ψεύτικο, και ταυτοχρόνως κάτι που έμοιαζε με ανυποχώρητη, συντριπτική αρρώστια, όλη την απερίγραπτη, γεμάτη αρχοντιά, επιβλητική αξιοπρέπεια κάποιου μεγάλου μαρτυρίου[...]
    Έβλεπα μπροστά στα μάτια μου ένα θρίαμβο να καταρρέει, ένα λατρευτικό τέμενος χορταριασμένο κι ερειπωμένο, το καμαρίνι ενός γερασμένου θεατρίνου, με τις αναμνήσεις και τις επευφημίες  να σαπίζουν μέσα στη σκόνη και τη σιωπή. Στα υγρά μάτια του ποιητή φώναζε μια σπαρακτική απορία: Πώς συνέβη αυτό; Πώς ξεγελάστηκα; Η αφθαρσία ήταν στο χέρι μου, και η αθανασία το ίδιο. Ποιος με παγίδευσε; Κάπου πρέπει να υπάρχει το φάρμακο, οι μαγικοί αριθμοί και οι ζωικές ουσίες, οι Χαλδαίοι και οι Βαβυλώνιοι γόητες, για να σταματήσουν την κλεψύδρα.
    Ο Λαπαθιώτης αστειευόταν συνεχώς, χλεύαζε τους νεότερους ποιητές με τα " ακατανόητα παραληρήματά τους" - ακούστηκαν τα ονόματα Σεφέρη, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου -, ακκιζόταν και χαριεντιζόταν, δίνοντας μια παράσταση αλλοπρόσαλλη, γελοία και γκροτέσκα, μπροστά σ' ένα ακροατήριο από χωριάτες και μέθυσους, αλλά ο πόνος ήταν εκεί, τρομερός, σαν κοντάρι τον είχε διαπεράσει και φαινόταν επάνω στο χιλιοτριμμένο σώμα του, στην καρδιά και στο μυαλό του, επάνω στο χιλιοτριμμένο ρούχο του(απόσπασμα)





Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Ο Λαβύρινθος(ΙΙ), Καστανιώτης 2002, 10η έκδοση 

     
 


ofisofi
Πηγήkalamatain
via

Pages