Περί ευτυχίας: Μια συζήτηση με τον Pascal Bruckner - Point of view

Εν τάχει

Περί ευτυχίας: Μια συζήτηση με τον Pascal Bruckner



Τι είναι η ευτυχία; Είναι καλή μια ευτυχισμένη ζωή; Είναι η αναζήτηση της ευτυχίας μια ανθρώπινη επιδίωξη αντάξια της προσπάθειας;
Η ανθρώπινη ευτυχία ήταν το θέμα της συζήτησης που διοργανώθηκε στις 12 Μαρτίου 2013 στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης από το θυγατρικό Ίδρυμα Ωνάση ανάμεσα στον καθηγητή Φιλοσοφίας Simon Critchley και τον διακεκριμένο Γάλλο συγγραφέα Pascal Bruckner, στο πλαίσιο του κύκλου συζητήσεων «Αλήθεια και Ψέματα» [«On truth (and lies) about happiness!»]. Ορισμένα από τα ψέματα που λέγονται συχνά σχετικά με την επιδίωξη της ευτυχίας αναλύονται στα βιβλία του Bruckner Η αέναη ευφορία – Δοκίμιο για το καθήκον της ευτυχίας (Αστάρτη, 2001) και Le Paradoxe amoureux (Grasset, 2009).
Η συζήτηση ξεκίνησε με τη θεώρηση της έννοιας της ευτυχίας στο ιστορικό της πλαίσιο και, πιο συγκεκριμένα, σε τέσσερις χρονικές περιόδους: την αρχαία ελληνική, τη χριστιανική, τη νεότερη και τη σύγχρονη. Όπως σχολίασε ο Pascal Bruckner, κατά την αρχαία ελληνική περίοδο η έννοια της ευτυχίας ταυτίζεται με την ευδαιμονία∙ ωστόσο, το νόημά της είναι διαφορετικό από αυτό που αποδίδουμε σήμερα στον όρο. Για τους αρχαίους Έλληνες, ευδαιμονία σήμαινε να είναι κανείς εναρμονισμένος με το Σύμπαν. Γι’ αυτό και οι Έλληνες είχαν εφεύρει μια έννοια την οποία σήμερα έχουμε ξεχάσει παρ’ όλο που εξακολουθεί να μας συνταράσσει: την έννοια της «ύβρεως», της υπερβολής. Κάθε φορά που οι άνθρωποι προέβαιναν σε υπερβολές, διατάρασσαν την τάξη του Σύμπαντος, οπότε και βρίσκονταν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο και την αταξία. Η έννοια της ευδαιμονίας εμφανίζεται με ποικίλους τρόπους στις διάφορες σχολές της αρχαίας ελληνικής και της ρωμαϊκής σκέψης. 
Οι Έλληνες όμως είχαν ανακαλύψει αυτό που και σήμερα ονομάζουμε «ευ ζην». Για τον Αριστοτέλη, το «ευ ζην» προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος ακολουθεί το «τέλος», τον σκοπό του στη ζωή. Η χριστιανική θρησκεία, συνέχισε ο Bruckner, δεν δέχεται την αρχαιοελληνική άποψη σύμφωνα με την οποία μπορεί κανείς να ευτυχήσει σε τούτη τη ζωή χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Για τον λόγο αυτόν, ο Γάλλος στοχαστής και επιστήμονας Pascal επικρίνει τη φιλοσοφία των Στωικών, θεωρώντας αλαζονική την πεποίθησή τους ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν τον πόνο του βίου χωρίς τη βοήθεια του Υπέρτατου Όντος. «Επονείδιστο δεν είναι να πεθαίνει κανείς από πόνο, αλλά από ευχαρίστηση», λέει ο Pascal. Την άποψη αυτή υιοθέτησε στη σύγχρονη εποχή και ο πάπας Ιωάννης Παύλος B΄. Κυρίως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και, δευτερευόντως, η Προτεσταντική έχουν μακρά παράδοση στην αγάπη του πόνου, σημείωσε δηκτικά ο Bruckner.
Στην αρχαία Ελλάδα, επεσήμανε με τη σειρά του ο Simon Critchley, η ευτυχία σχετίζεται με την έννοια του «μέτρου». Πράγματι, η επικούρεια φιλοσοφία πρέσβευε το μέτρο, την προσοχή, τη λιτή δίαιτα, τη μη ακραία σεξουαλικότητα, τη φιλία με λίγα άτομα∙ θεωρούσε ότι η φιλοσοφία είναι η καλλιέργεια της υγείας της ψυχής, και αυτό σήμαινε την ύπαρξη μέτρου στη ζωή. Με τον χριστιανισμό η ιδέα του μέτρου αλλάζει άρδην.
«Σωστά», συμφώνησε ο Bruckner, «γιατί οι χριστιανοί επινόησαν το προπατορικό αμάρτημα, σύμφωνα με το οποίο όλοι γεννιόμαστε αμαρτωλοί. Αυτό σημαίνει ότι η ευτυχία δεν μπορεί να υπάρξει στο παρόν∙ υπήρξε κάποτε στον Απολεσθέντα Παράδεισο, πριν από το Προπατορικό Αμάρτημα, και θα υπάρξει και αργότερα, στη μετά θάνατον ζωή, μετά την ανάσταση των σωμάτων». Η χριστιανική θρησκεία υποστηρίζει ότι δεν βρισκόμαστε στη Γη για να είμαστε ευτυχείς –είναι μάταιο κάτι τέτοιο– αλλά για να σώσουμε την ψυχή μας∙ γι’ αυτό και πρέπει να ακολουθούμε τις διδαχές της Εκκλησίας, να εκτελούμε τα θρησκευτικά καθήκοντά μας και να αποφεύγουμε τα θανάσιμα αμαρτήματα. «Οι παραδόσεις αυτές είναι πολύ ζωντανές», παρατήρησε ο Bruckner, «κι εγώ, προσωπικά, μεγάλωσα με αυτά τα βιώματα, ενώ υπάρχουν και ακραίες προτεσταντικές ομάδες που διδάσκουν ότι πρέπει να φοβόμαστε την Κόλαση κ.ο.κ.».
«Στη συνέχεια γίνεται μια μεταστροφή», σημείωσε ο συντονιστής της συζήτησης. «Αναδύεται μια τρίτη θεώρηση της ευτυχίας, μια νεότερη αντίληψη, με εκπρόσωπό της τον Βολταίρο: “Ο επίγειος Παράδεισος είναι εκεί που βρίσκομαι”. “Η Γη δεν είναι η Κοιλάδα των Δακρύων, αλλά ένας τόπος πιθανής χαράς”».
Ο χριστιανισμός προετοίμασε την αλλαγή της έννοιας της ευτυχίας, παρατήρησε ο Pascal Bruckner. Έχοντας την υπόσχεση της μετά θάνατον ευτυχίας οι άνθρωποι δεν προσδοκούσαν την ευτυχία στο σήμερα. Στην αλλαγή αυτή συνέβαλε καταρχάς η πρόοδος της ιατρικής. Παλαιότερα, στους αρρώστους προσέτρεχε ο ιερέας και απέδιδε την ασθένεια στη βούληση του Θεού. Με την ανακάλυψη της πενικιλίνης και του λαβδάνου, που απαλύνει τον πόνο, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι μπορούν να έχουν μια καλύτερη ζωή. Αίφνης, ακόμη και οι πιο πιστοί χριστιανοί διαπιστώνουν ότι αυτή η γη δεν είναι καταδικασμένη να είναι Κοιλάδα των Δακρύων, αλλά ένας «ευτυχισμένος κήπος». Και τότε, έρχεται ο Βολταίρος με τον Διαφωτισμό για να αλλάξει τα πάντα, ισχυριζόμενος πως «ο επίγειος Παράδεισος είναι εκεί που βρίσκομαι». Η ιδέα αυτή θεωρήθηκε σκανδαλώδης. Με τον Διαφωτισμό γίνεται αποδεκτό ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε χωρίς να νιώθουμε ενοχές: δεν είναι κακό να απολαμβάνουμε το ωραίο φαγητό, τις σαρκικές ηδονές, να αγαπάμε τα ταξίδια και να ζούμε με πολυτέλεια. Ο 18ος είναι ο αιώνας κατά τον οποίο ανακαλύφθηκαν η πολυτέλεια και η άνεση. Αναγνωρίζεται, λοιπόν, πως η ευτυχία είναι εδώ και τώρα, και η δυστυχία απορρίπτεται. Σταδιακά, κατά τον 20ό αιώνα, με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι η δυστυχία δεν αποτελεί μονόδρομο για την ανθρωπότητα: νέοι ορίζοντες ανοίγονται.
Ο Simon Critchley έθεσε ακολούθως το εξής ερώτημα στον Γάλλο διανοητή: «Πώς φθάνουμε στον 20ό αι. από την ιδέα του “δικαιώματος στην ευτυχία” στη φιλοσοφία της σύγχρονης εποχής, η οποία βλέπει την ευτυχία ως “καθήκον”, όπως πολύ εύστοχα γράφετε στο βιβλίο σας – “Η ευτυχία είναι ένα καθήκον που μας καθιστά δυστυχείς”. Είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε ευτυχείς, αλλά βιώνουμε πλήξη και μιζέρια. Πώς φθάσαμε σε αυτό το σημείο;»
«Θα πρέπει πρώτα να κάνουμε ένα μικρό άλμα στον 19ο αιώνα», απάντησε ο Pascal Bruckner. «Στo πλαίσιο της σύγκρουσης των εργοδοτών με την εργατική τάξη, η πιο διαδεδομένη άποψη ήταν πως η ευτυχία προοριζόταν αποκλειστικά για την ελίτ και πως εάν οι εργάτες ήταν ευτυχείς θα άρχιζαν να γλεντούν και θα σταματούσαν να δουλεύουν. Αυτή η άποψη κυριάρχησε ώς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τουλάχιστον στη Γαλλία. Δύο σημαντικά γεγονότα συνέβησαν στη δεκαετία του ’60: πρώτον, ο καπιταλισμός αλλάζει δραστικά κατεύθυνση και η οικονομία δεν βασίζεται πλέον στην παραγωγή αλλά στην κατανάλωση. Είναι δηλαδή προς το συμφέρον της οικονομικής μηχανής να σε έχει να δουλεύεις 40-45 ώρες την εβδομάδα, αλλά και να καταναλώνεις προϊόντα∙ διαφορετικά, τα εργοστάσια θα πρέπει να σταματήσουν την παραγωγή τους. Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο καπιταλισμός παύει να μιλά τη γλώσσα του ασκητισμού και αρχίζει να μιλά για ευτυχία».
«Η δεύτερη αλλαγή», συνέχισε ο Bruckner, «είναι η επανάσταση του ατομικισμού, η οποία συνέβη μόνο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Μάλιστα, πιστεύω ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνει στον αραβικό κόσμο είναι μια αργή στροφή προς τη χειραφέτηση του ατόμου από τις συλλογικότητες. Η τάση αυτή βασίζεται στην άποψη πως κάθε άνθρωπος είναι κυρίαρχος της ζωής του και μπορεί να αποστασιοποιηθεί από κάθε είδους συλλογικότητα, όπως είναι η Εκκλησία, η οικογένεια, η φυλή. Εάν έως σήμερα πίστευες ότι για τη δυστυχία σου φταίνε η Εκκλησία, η μπουρζουαζία, το καπιταλιστικό σύστημα, οι γονείς σου, τώρα είσαι μόνος σου απέναντι στην ευτυχία σου, και αν δεν την επιτύχεις φταις εσύ: πρέπει να προβληματιστείς και να αλλάξεις τον εαυτό σου».
«Με αυτήν τη θεώρηση της ζωής», συνέχισε, «συνδέονται οι διάφορες θεραπείες που προορίζονται να μας κάνουν ευτυχείς: οι πλαστικές επεμβάσεις, η ιατρική, οι φροϋδικές θεραπείες. Η θρησκεία ως θεραπεία μπαίνει στο παιχνίδι, με κυρίαρχους τους προτεστάντες έναντι των καθολικών, χωρίς να παραβλέπουμε τον βουδισμό, τον ινδουισμό και τον μυστικισμό, που υποτίθεται ότι θέλουν να μας βοηθήσουν να επιτύχουμε την ολοκλήρωσή μας».
«Όμως δεν αισθανόμαστε πλήρεις», παρατήρησε ο Simon Critchley. «Κατά τη δεκαετία του ’60 γινόμαστε αφεντικά, αλλά και σκλάβοι του εαυτού μας, και μάλιστα απολαμβάνουμε αυτήν τη μαζοχιστική σχέση με τον εαυτό μας».
«Ένα από τα παράδοξα της ελεύθερης κοινωνίας μας», απάντησε ο Γάλλος συγγραφέας, «είναι ότι έχουμε μεταφέρει την έννοια της ενοχής μέσα από νέα αντικείμενα. Στην αναζήτηση της ευτυχίας βιώνουμε λιγότερες ενοχές αλλά περισσότερο άγχος. Με τη σεξουαλική επανάσταση, τα ταμπού εξαφανίζονται. Όμως αυτό που χθες ήταν απαγορευμένο τώρα γίνεται υποχρεωτικό. Η απαγόρευση της απόλαυσης έχει αντικατασταθεί από το άγχος της απόδοσης. Τώρα βασανιζόμαστε από μια έννοια η οποία θα έπρεπε να μας δίνει απόλαυση. Έχουμε θέσει έναν νέο στόχο: το να είμαστε διαρκώς ευτυχείς!»
Στη συνέχεια, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις ανατολικές θρησκείες και ιδιαίτερα τη βουδιστική, στις οποίες, κατά τις περασμένες δεκαετίες, στράφηκαν πολλοί Δυτικοί, και μάλιστα «επώνυμοι», αναζητώντας μια πνευματικότητα πέραν των δυτικών θρησκειών. Ο Bruckner θεωρεί ότι οι διάφοροι Ινδοί γκουρού εκμεταλλεύτηκαν ιδιοφυώς τη διαπιστωμένη αυτή ανάγκη ως μια ευκαιρία για να αποκομίσουν οικονομικό όφελος. «Ο πραγματικός βουδισμός», ανέφερε, «ουδεμία σχέση έχει με τις διδασκαλίες του Δαλάι Λάμα ή με τη light εκδοχή του που θα συναντήσουμε στην Καλιφόρνια! Είναι μια σύνθετη, μεταφυσική θρησκεία, με αυστηρή ιεραρχία και κλειστό κοινωνικό σύστημα. Ο βουδισμός στη Δύση αποτελεί συνέπεια του υλισμού, γι’ αυτό και βλέπει κανείς τόσο πολλούς τραπεζίτες, χρηματιστές, ιατρούς και μεγαλοστελέχη να τον ασπάζονται, σαν ένα είδος πνευματικού συμπληρώματος. Το πρωί προσπαθείς να κατατροπώσεις τους ανταγωνιστές σου, απολύεις και εκφοβίζεις τους υπαλλήλους σου, και το βράδυ επιστρέφεις στο σπίτι σου για να κάνεις διαλογισμό και να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου. Προφανώς, καθώς έχουμε αποκοπεί από το θρησκευτικό μας παρελθόν, έχουμε ανάγκη τον βουδισμό, ο οποίος μας παρέχει ένα είδος light πνευματικότητας που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες μας».
Στο βιβλίο του, ο Pascal Bruckner χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τη Μαντάμ Βερντυρέν από το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Proust, η οποία βουτά το κρουασάν της στον καφέ της καθώς διαβάζει στην εφημερίδα για το ναυάγιο του Λουζιτάνια το 1915. Είναι πραγματικά συντετριμμένη και συμπονά τους ναυαγούς για τη δυστυχία τους. Το παράδειγμα αυτό, σύμφωνα με τον Simon Critchley, μας δείχνει ότι ποτέ δεν είμαστε τόσο ευτυχείς όσο όταν βρισκόμαστε απέναντι στη δυστυχία των άλλων. Αποκαλύπτει επίσης την αποστασιοποίηση της ηρωίδας, η οποία ενσαρκώνει την έννοια που ο Bruckner ονομάζει «η σωτήρια αποστασιοποίηση της ελευθερίας» («the saving detachment of freedom»). Στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου του ο Bruckner καταλήγει λέγοντας ότι ίσως το μυστικό της ζωής είναι το να μη δίνει κανείς δεκάρα για την ευτυχία.
Σύμφωνα με τους δύο συνομιλητές, κάτι αντίστοιχο με την ηρωίδα του Proust εντοπίζουμε σήμερα στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Την ώρα που τρώμε το βραδινό μας φαγητό βλέπουμε εικόνες ανθρώπων που υποφέρουν σε όλον τον κόσμο. Μία από τις λειτουργίες των ειδήσεων δεν είναι να μας στενοχωρούν αλλά, αντιθέτως, να μας ανακουφίζουν, συγκρίνοντας τις δικές μας σκοτούρες με τα τεράστια προβλήματα, τους πολέμους, την πείνα κ.λπ. των άλλων. Ξέρουμε πως, όταν νιώθουμε δυστυχείς και βρεθούμε ανάμεσα σε χαρούμενους και γελαστούς ανθρώπους, πονάμε ακόμη περισσότερο. Επιπλέον, στην καρδιά της τραγωδίας συχνά συναντάμε έντονες στιγμές ευτυχίας. Στο σημείο αυτό έγκειται ίσως η διαφορά ανάμεσα στην ευτυχία και τη χαρά.
«Κατά τη γνώμη μου, η χαρά είναι ανώτερη της ευτυχίας γιατί αποτελεί την αποδοχή της ζωής όπως ακριβώς είναι: με τις καλές και τις κακές της στιγμές», είπε ο Pascal Bruckner. «Ένα από τα βασικά προβλήματα της ευτυχίας είναι ότι αποκλείει δύο βασικές έννοιες που ούτως ή άλλως συναντάμε στη ζωή μας: την ασθένεια και τον θάνατο. Εμείς στη Δύση αρνούμαστε τον θάνατο και πληρώνουμε βαρύ τίμημα γι’ αυτό. Δεν ξέρουμε πώς να χειριστούμε το ζήτημα του θανάτου. Οι παλιές κοινωνίες είχαν ειδικά τελετουργικά, τα οποία εμείς έχουμε εξαλείψει. Αποτέλεσμα αυτής της απώθησης είναι οι ταινίες φρίκης με τα ζόμπι και τα βαμπίρ, που έχουν γίνει μόδα και στη Γαλλία. Δεν ξέρουμε πώς να αντιμετωπίσουμε τους νεκρούς. Αντιστοίχως απωθούμε και την ασθένεια».
«Ο θάνατος και η ασθένεια», συνέχισε ο Bruckner, «αποτελούν τη σύγχρονη “πορνογραφία”, αφού ο ερωτισμός έχει κατακτήσει τη δημόσια σφαίρα. Η μόνη αισχρή λέξη στο σύγχρονο λεξιλόγιό μας είναι “ανίατος”. Ο πόνος δεν θεωρείται πια φυσικός συνοδοιπόρος της ζωής, είναι σκάνδαλο, και αυτό αποτελεί τη βασική διαφορά ανάμεσα στη σύγχρονη δυτική κοινωνία και τις παραδοσιακές κοινωνίες, όπου η ευτυχία αποτελεί την εξαίρεση. Το κακό είναι», κατέληξε ο Pascal Bruckner, «πως νομίζουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε την ευτυχία».
Ολόκληρη τη συζήτηση μπορείτε να ακούσετε στο: http://www.onassisusa.org/webcast_play.php?id=21&mt=2&m=7&h=7&tcid=11&screen=0
via

Pages