Το Ἑλένης ἐγκώμιον, ένα από τα ελάχιστα έργα σοφιστών που σώζονται ολόκληρα, στην ουσία δεν είναι εγκώμιο αλλά "υπεράσπιση" της Ελένης. Πρόκειται για ρητορική επίδειξη, γραμμένη σε αττική διάλεκτο και στο γνωστό, περίτεχνο ύφος του Γοργία, ο οποίος πρωτοήρθε στην Αθήνα το 427 π.Χ. ως απεσταλμένος της πατρίδας του (των Λεοντίνων). Έχει διατυπωθεί η εικασία ότι το έργο περιλαμβανόταν στην τέχνη (εγχειρίδιο ρητορικής) που φέρεται να είχε γράψει ο Γοργίας. Στο Ἑλένης ἐγκώμιον ο Γοργίας αναλαμβάνει να αποδείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον Πάρη, όποιος και αν ήταν ο λόγος. Εισαγωγικά απαριθμούνται τέσσερις παράγοντες στους οποίους θα μπορούσε να αποδοθεί η ευθύνη για την απόφασή της: 1) οι θεοί και η τύχη, 2) η βία, 3) ο πειστικός λόγος και 4) ο έρωτας. Στη συνέχεια ο Γοργίας εξετάζει έναν ένα με τη σειρά τους τέσσερις αυτούς παράγοντες και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από τη θέληση ενός ανθρώπου.
Στο παρατιθέμενο απόσπασμα, που αποτελεί το 1/3 του έργου, συζητείται διεξοδικά το τρίτο ενδεχόμενο, να πείσθηκε δηλ. η Ελένη από τον λόγο,που χαρακτηρίζεται μέγας δυνάστης. Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, που έχει γενικότερη σημασία καθώς αναφέρεται αφενός στη φύση του λόγου και τη σχέση του με την αλήθεια, αφετέρου στη λειτουργία της ποίησης.
Ἑλένης ἐγκώμιον § 8-14
[8] Αν όμως ήταν ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την ψυχή της, ούτε σ᾽ αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη η υπεράσπιση και η ανασκευή της κατηγορίας ως εξής: Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά· γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να διώξει και χαρά να προκαλέσει και τον οίκτο να αυξήσει. Και θα δείξω ότι έτσι είναι αυτά. [9] Αλλά πρέπει να το δείξω στους ακροατές μου και μέσω της πεποίθησης· θεωρώ και ονομάζω όλη την ποίηση λόγο που έχει μέτρο· όποιοι την ακούν, εισχωρεί μέσα τους φρίκη γεμάτη φόβο, οίκτος όλο δάκρυα, πόθος όλο λαχτάρα, και η ψυχή, με τα λόγια, παθαίνει η ίδια αυτά που ξένα πράγματα και σώματα παθαίνουν στις ευτυχίες και στις δυστυχίες τους. [10] Ας στραφώ τώρα από τον ένα λόγο στον άλλο. Και οι θεϊκές επωδές που λέγονται με λόγια προξενούν ηδονή και διώχνουν τη λύπη· γιατί όταν η δύναμη της επωδής αναμιχθεί με την πίστη της ψυχής, την θέλγει, την πείθει και τη μεταβάλλει με τη μαγεία της. Και έχουν εφευρεθεί δύο ειδών τέχνες, η γοητεία και η μαγεία, οι οποίες συνίστανται σε σφάλματα της ψυχής και εξαπατήσεις της πίστης. [11] Πόσοι δεν έχουν πείσει ή δεν πείθουν τόσους και τόσους για τόσα πράγματα, πλάθοντας έναν ψευδή λόγο! Γιατί αν οι πάντες είχαν για τα πάντα, μνήμη για τα περασμένα, συνείδηση για τα παρόντα και πρόγνωση για τα μελλοντικά, ο λόγος δεν θα εξαπατούσε έτσι· στην πραγματικότητα όμως δεν είναι εύκολο ούτε να θυμόμαστε το παρελθόν, ούτε να έχουμε γνώση του παρόντος, ούτε να μαντεύουμε το μέλλον· έτσι, για τα περισσότερα ζητήματα οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σύμβουλο της ψυχής τους την πίστη. Επειδή όμως η πίστη είναι σφαλερή και αβέβαιη, οδηγεί όσους τη χρησιμοποιούν σε σφαλερές και αβέβαιες επιτυχίες. [12] Ποια αιτία λοιπόν μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήρθε στην Τροία χωρίς τη θέλησή της, το ίδιο όπως αν αρπάχτηκε από απαγωγέων τη βία; Αφού η επίδραση της πειθούς, αν και δεν έχει του εξαναγκασμού τη μορφή, έχει την ίδια μ᾽ αυτόν δύναμη. Γιατί ο λόγος που έπεισε την ψυχή εξανάγκασε και αυτήν την οποία έπεισε να πιστέψει αυτά που λέχθηκαν και να συγκατατεθεί σ᾽ αυτά που έγιναν. Αυτός λοιπόν που την έπεισε, εφόσον την εξανάγκασε, διέπραξε αδίκημα, ενώ αυτή που πείσθηκε, εφόσον εξαναγκάστηκε από τον λόγο, άδικα κατηγορείται.[13] Και για να αντιληφθεί κανείς ότι η πειθώ, όταν προστεθεί στο λόγο, προκαλεί και στην ψυχή την εντύπωση που θέλει, πρέπει να μελετήσει, πρώτον, τα λόγια των κοσμολόγων, οι οποίοι, αντικαθιστώντας τη μια πεποίθηση με την άλλη, απορρίπτοντας τη μια και εφαρμόζοντας την άλλη, καθιστούν τα απίστευτα και άδηλα φανερά στα μάτια της πίστης· δεύτερον, τους υποχρεωτικούς στους δικαστικούς αγώνες λόγους, όπου ένας με τέχνη γραμμένος λόγος τέρπει και πείθει ένα μεγάλο πλήθος, κι ας μη λέει την αλήθεια· και τρίτον, τους διαγωνισμούς των φιλοσοφικών λόγων, στους οποίους φανερώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η ταχύτητα της σκέψης κάνει ευμετάβλητη την πίστη σε μια πεποίθηση. [14] Και η δύναμη του λόγου είναι για την ψυχή ό,τι τα φάρμακα για τη φύση των σωμάτων. Γιατί όπως κάθε φάρμακο εξάγει από το σώμα διαφορετικούς χυμούς, και άλλα σταματούν την αρρώστια ενώ άλλα τη ζωή, έτσι και οι λόγοι, άλλοι δίνουν στους ακροατές τους θάρρος, και άλλοι φαρμακώνουν και μαγεύουν την ψυχή με ένα είδος δόλιας πειθούς.