Κάποια Κυριακή, που παρακολουθούσα τη θεία λειτουργία, μια ευαγγελική περικοπή μας προξένησε έκπληξη και πιθανόν να γέμισε κάποιους με τρόμο, μιλώντας για αιώνια καταδίκη. Ήταν το εδάφιο από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (κε΄ 31- 46 ), που αναφερόταν στη δευτέρα παρουσία του Χριστού και την τελική κρίση και ανταπόδοση. Ιδιαίτερη εντύπωση μας προξένησε η τελευταία παράγραφος: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον». Η θεολογική ερμηνεία είναι: «και θα απέλθουν αυτοί εις κόλασιν, που δεν θα έχει τέλος, αλλά θα είναι αιωνία
».
Για να ξεδιπλώσουμε τη σκέψη και να κάνουμε την κουβέντα μας, αναζητώντας τον μίτο της Αριάδνης (αλήθειας ), θα παραθέσουμε πρώτα μια πολύ γνωστή παραβολή, την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου (*1) σε μετάφραση:
«Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ αυτή τη φωτιά. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από δω σ εσάς να μην μπορούν. ούτε οι από κει μπορούν να περάσουν σ εμάς. Είπε πάλι ο πλούσιος:τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων Ο Αβραάμ του λέει: έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών.ας υπακούσουν σ αυτά».( Λουκ., ιστ΄19- 29).
Την ίδια παραβολή παρουσιάζει ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα Ο Τελευταίος πειρασμός, αλλά με εντελώς διαφορετική κατάληξη. Ας δούμε τη δική του εκδοχή:
«Κοίταζε, κοίταζε ο Ιησούς το γέρο παραχορτάτο, τα κρέατά του, τα μάτια του, τον τρόμο του κι η αλήθεια γίνηκε μέσα του παραμύθι.
-Άνοιξε τ αυτιά σου, γερο- Ανανία, είπε, άνοιξε την καρδιά σου, γερο- Ανανία. θα μιλήσω.
-Άνοιξα τα αυτιά μου, άνοιξα την καρδιά μου, η ώρα η καλή, ακούω.
- Μια φορά, γερο- Ανανία, ήταν ένας πλούσιος, άδικος, και παράνομος, έτρωε κι έπινε, ντύνουνταν στο μετάξι και την πορφύρα, και ποτέ του δεν έδωκε μήτε ένα πράσινο φύλλο στο γείτονά του το Λάζαρο, που πεινούσε και κρύωνε.
Σούρνουνταν κάτω από το τραπέζι του ο Λάζαρος να μαζέψει τα ψίχουλα, ν αγλείψει τα κόκαλα. μα οι δούλοι τον πετούσαν έξω, κι αυτός κάθουνταν στο κατώφλι κι έρχουνταν τα σκυλιά και του άγλειφαν τις πληγές του. Όπου ήρθε η μέρα η διορισμένη και πέθαναν κι οι δυο. ο ένας πήγε στη φωτιά για την αιώνια, ο άλλος στον κόρφο του Αβραάμ. Σήκωσε μια μέρα ο πλούσιος τα μάτια κι είδε το γείτονά του το Λάζαρο να γελάει και ν αγάλλεται μέσα στο κόρφο του Αβραάμ, έσυρε φωνή: Πάτερ Αβραάμ, πάτερ Αβραάμ, πέψε το Λάζαρο να βρέξει τα ακροδάχτυλό του, να μου δροσίσει το στόμα. καίγουμαι!
Μα ο Αβραάμ του αποκρίθηκε: Θυμήσου όταν φαγοποτούσες εσύ και χαίρουσουν τ αγαθά του κόσμου και τούτος πεινούσε και κρύωνε. του ΄δωκες ποτέ σου ένα πράσινο φύλλο; Ήρθε το λοιπόν κι αυτουνού η σειρά να χαίρεται κι εσύ να καίγεσαι στην αιωνιότητα.
Αναστέναξε ο Ιησούς και σώπασε. ο γέρο Ανανίας, με ανοιχτό το στόμα, περίμενε ακόμα ν ακούσει, τα χείλια του ξεράθηκαν, στέγνωσε ο λαιμός του. κοίταξε τον Ιησού με παρακάλιο:
- Τέλειωσε; Ρώτησε κι η φωνή του έτρεμε. τέλειωσε, δεν έχει άλλο;
Ο Ιούδας γέλασε:
- Καλά να πάθει, είπε. όποιος φάει και πιεί περίσσια στη γης θα τ αναξεράσει στον άδη.
Μα ο νιούτσικος γιος του Ζεβεδαίου έγειρε στον κόρφο του Ιησού:
- Ραβή, ο λόγος σου δεν αλάφρωσε την καρδιά μου, είπε σιγά. πόσες φορές μας παράγγελνες: Συχώρα τον οχτρό σου, αγάπα τον. κι εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να σου κάμει κακό, εσύ εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να του κάμεις καλό. έτσι μονάχα θα ξοφληθεί από τον κόσμο η κάκητα. και τώρα ο Θεός δεν μπορεί να συχωρέσει;
- Ο Θεός είναι δίκαιος, πετάχτηκε κι είπε ο κοκκινογένης και κόχεψε σαρκαστικά το γέρο Ανανία.
- Ο Θεός είναι πανάγαθος, αντιμίλησε ο Ιωάννης.
’πλωσε ο Ιησούς το χέρι, χάδεψε τα σγουρά μαλλιά του αγαπημένου συντρόφου:
- Ιωάννη, είπε, όλοι έχουν αυτιά, άκουσαν, όλοι έχουν μυαλό, έκριναν. ο Θεός είναι δίκαιος, είπαν και δεν μπόρεσαν να παν παραπέρα. μα εσύ έχεις και καρδιά, κι είπες: δίκαιος είναι ο Θεός, μα δε φτάνει. είναι και πανάγαθος. η παραβολή ετούτη, δε γίνεται , πρέπει να χει άλλο τέλος.
- Ραβή, έκαμε ο νέος, συχώρεσέ με. αλήθεια, αυτό είπε η καρδιά μου: ο άνθρωπος συχωρνάει, ο Θεός σε συχωρνάει; δε γίνεται, βλαστήμια μεγάλη. η παραβολή πρέπει να χει άλλο τέλος.
- Κι έχει άλλο τέλος, αγαπημένε, είπε ο Ιησούς χαμογελώντας. γερο- Ανανία, άκου να στερεωθεί η καρδιά σου. ακούστε κι εσείς όλοι που βρίσκεστε στην αυλή κι εσείς γειτόνοι που χαχαρίζετε στο δρόμο. ο Θεός δεν είναι μονάχα δίκαιος, είναι και καλός. και δεν είναι μονάχα καλός, είναι και Πατέρας.
’κουσε ο Λάζαρος το λόγο του Αβραάμ, αναστέναξε: Θεέ μου είπε με το νου του πώς μπορεί κανένας να ναι ευτυχισμένος στην Παράδεισο και να ξέρει πως υπάρχει ένας άνθρωπος, μια ψυχή, που καίγεται στην αιωνιότητα; Δρόσισέ τον, Κύριε, να δροσιστώ. λύτρωσέ τον, Κύριε, να λυτρωθώ. αλλιώς θ αρχίσω κι εγώ να καίγουμαι.
Κι ο Θεός άκουσε το λογισμό του, χάρηκε: Λάζαρε, αγαπημένε είπε κατέβα να πάρεις από το χέρι το διψασμένο. αστέρευτες είναι οι βρύσες μου, φέρ τον να πιεί, να δροσερέψει. να δροσερέψεις κι εσύ μαζί του.
Στην αιωνιότητα; ρώτησε ο Λάζαρος. Στην αιωνιότητα αποκρίθηκε ο Θεός. Ο Ιησούς σηκώθηκε, σώπασε. η νύχτα είχε πλακώσει, σκόρπισε κρυφομιλώντας ο λαός, γύριζαν άντρες και γυναίκες στα φτωχικά τους χαμώγια, κι ήταν η καρδιά τους χορτάτη. Μπορεί ο λόγος να θρέψει; μπορεί, όταν είναι καλός, συλλογίζουνταν.»
Η πρώτη εκδοχή ήταν η εκδοχή του θεολόγου, που μιλάει για την αιώνια τιμωρία. Η δεύτερη ήταν του μύστη, που μιλάει για την μεγάλη αγάπη του Θεού, που στο τέλος θα συγχωρέσει τους αμαρτωλούς και θα ανοίξει τις πόρτες του Οίκου Του για όλους, χωρίς καμιά εξαίρεση. Η καρδιά του θεολόγου είναι ρηχή. Dεν μπορεί να αντέξει τόσο μεγάλο έλεος, δε μπορεί να δει την μεγαλοσύνη του Πανάγαθου! Φροντίζει να τον περιβάλλει με πολλά επίθετα, όπως Αγαθός, Αιώνια Αγάπη, Πανάγαθος, Πάγκαλος, Ελεήμων, Φιλεύσπλαχνος, αλλά δεν έχει το θάρρος και την αποκοτιά να δει πέρα από όσα κάποιοι έγραψαν σαν λόγια του Χριστού , ή πέρα από αυτά που έγραψαν ως Πατερικά Κείμενα.
Γιατί ο απόστολος Λουκάς δεν άκουσε το λόγο του Ιησού. Παρουσίασε την Παυλιανή εκδοχή! Μια εκδοχή, που κυριάρχησε στον τότε κόσμο των Εθνών και έγινε, με τις κατάλληλες συγκυρίες, θρησκεία. Ήταν η εκδοχή που παρουσίασε στην Πνύκα και ουδόλως συγκίνησε τους Αθηναίους, γιατί είχαν ήδη υπερκαλυφθεί από τις φιλοσοφικές ιδέες. Ουδέν καινόν εκόμισε
Ο θεολόγος μένει αγκυλωμένος σε όσα επέβαλαν άνθρωποι, οι οποίοι έκαναν και πολλά λάθη. Ορθώνονται οι τρίχες στην κεφαλή μας, αν διαβάσουμε όσα έχει γράψει για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή και στην προτροπή να μείνουμε εργένηδες σαν κι αυτόν ή στην προτροπή προς τους γονείς να μην παντρεύουν τις κόρες τους.
Σφίγγεται η καρδιά μας όταν αναγιγνώσκουμε τα γεμάτα μίσος λόγια του Ιωάννη του Χρυσόστομου κατά των άθεων Ελλήνων. Οι θεολόγοι όμως τα έχουν ως εγκόλπια κι οδηγούς. Μας σερβίρουν πως όλα εγράφησαν κατ υπόδειξη και θεία φώτιση υπό του Αγ. Πνεύματος. Πως μέσα από το στόμα τους μιλάει ο Θεός «Δοκώ δε καγώ πνεύμα Θεού έχειν» μας λέει ο Απ. Παύλος για να μας περάσει τα μηνύματά του! Μπορεί ο Θεός να είπε: «λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν»; ( Α΄προς Κορινθίους, ζ΄8-9). Dηλαδή να προτρέπει ευθέως στους άγαμους να παραμείνουν άγαμοι; Το ίδιο και στις χήρες να μη ξαναπαντρευτούν, όπως κι ο ίδιος (ο απόστολος) ήταν άγαμος; Μπορούν, κατά παραχώρηση, να παντρευτούν αν δεν είναι ικανοί να δείξουν εγκράτεια. Μα τότε δε θα σβήσει η ανθρωπότητα, αν εφαρμόσουμε όσα μας λέει; Μας λέει επίσης πως η φροντίδα της οικογένειας αποσπά τον άνθρωπο από την αφοσίωση στον Κύριο. Οπότε για να είμαστε αμέριμνοι στα θρησκευτικά μας καθήκοντα, μας προτρέπει να παραμείνουμε άγαμοι.
Εκτός των θεολογικών κύκλων, υπάρχουν φωτισμένοι άνθρωποι, οι μύστες, που αφήνουν ελεύθερη τη σκέψη τους, ανοιχτή την καρδιά τους, και δέχονται περισσότερο θέλημα. Αυτοί δίνουν άλλη διάσταση στον άνθρωπο, υπερβατικό μεγαλείο στο Θεό. Δεν τον υποβιβάζουν στην ανθρώπινηστενοκεφαλιά, αλλά διαβλέπουν τη θεία μεγαλοσύνη
Ο Ντοστογιέφσκυ, στο έργο του Αδελφοί Καραμαζώφ μας δίνει το ακόλουθο απόσπασμα: «Υπάρχει λόγου χάρη ένα μοναστηριακό ποίημα (παρμένο από τα ελληνικά φυσικά) με τίτλο: Η επίσκεψη της Θεοτόκου στην Κόλαση, με εικόνες και τόλμη αντάξια του Ντάντε. Η Θεομήτωρ επισκέπτεται την Κόλαση. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ της κάνει τον οδηγό και την περιάγει εις τα βασανιστήρια. Βλέπει τους αμαρτωλούς και τα μαρτύριά τους. Και να που η Θεομήτωρ, συντριμμένη, πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας μπροστά στο θρόνο του Θεού και ζητάει χάρη για όλους όσους είδε στην Κόλαση, για όλους χωρίς διάκριση. Η συνομιλία Της με το Θεό έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ικετεύει, επιμένει, κι όταν ο Θεός Της δείχνει τα πόδια και τα χέρια του γιού της όπου διακρίνονται ακόμα τα σημάδια από τα καρφιά και τη ρωτάει πώς μπορεί να συγχωρέσει τους βασανιστές Του, Εκείνη διατάζει όλους τους άγιους, όλους τους μάρτυρες, όλους τους αγγέλους κι όλους τους αρχαγγέλους να πέσουν στα γόνατα και να παρακαλέσουν μαζί Της για να συγχωρεθούν όλοι χωρίς εξαίρεση».
Θα τολμούσαν να γράψουν οι θεολόγοι μας παρόμοια κείμενα; Οι δυο συγγραφείς που μνημονεύσαμε, ο Κρητικός και ο Ρώσσος, δεν κατέχονται από εωσφορική έπαρση, αλλά αφήνουν ελεύθερη τη σκέψη και την καρδιά να τους οδηγήσουν από ατραπούς θεογνωσίας σε μεγαλύτερα ύψη, απ όπου θωρούν καλύτερα το Θείο Σχέδιο. Πλαταίνουν την καρδιά και δέχονται πιότερη αγάπη από την Πηγή της Αγάπης. Πίνουν το καθάριο νερό Της. Το νερό που δεν έχει ανθρωποκεντρικές κι εξουσιαστικές προσμίξεις (όπως έχει αυτό των θεολογούντων). Αυτό το νερό δροσίζει την αγωνία και σβήνει το φόβο. Δίνει την ανακούφιση της ελπίδας πως τίποτα δεν είναι χαμένο. Αποδιώχνει την εισαγόμενη από τον ιουδαϊσμό θεοφοβία.
Ο Κρητικός συγγραφέας δίνει στο ίδιο μυθιστόρημα που αναφέραμε την μετατόπιση της αντίληψης για το θέλημα του Θεού:
- Ο άνθρωπος είναι ένα σύνορο: εκεί που σταματάει η γης κι αρχίζει ο ουρανός. Μα το σύνορο αυτό ακατάπαυτα μετατοπίζεται και προχωράει κατά τον ουρανό μαζί του μετατοπίζουνται και προχωρούν κι οι εντολές του Θεού. παίρνω τις εντολές του Θεού από τις πλάκες του Μωυσή και τις πάω πιο πέρα, είπε ο Ιησούς.
- Αλλάζει το λοιπόν το θέλημα του Θεού, ραβή μου; έκαμε ο Ιωάννης ξαφνιασμένος.
- Όχι, Ιωάννη αγαπημένε. μα πλαταίνει η καρδιά του ανθρώπου και χωράει περισσότερο θέλημα.
Ο Θεός «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν» σε όλες τις εποχές και σε όλα τα έθνη. Άγιοι άνθρωποι (πραγματικοί άγιοι, όχι αυτοί που αγιοποιήθηκαν από σκοπιμότητες) και μύστες μπόρεσαν να δουν πέρα από τα πέπλα που το οργανωμένο ιερατείο έθεσε, για να δημιουργήσει το σκηνικό, που του ταίριαζε.
Αυτοί ανέσυραν κάποια πέπλα και φως καταύγασε για να φωτίσει και να αναθερμάνει την καρδιά μας. Είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν ότι στο τέλος των αιώνων όλα θα γίνουν φως, ακόμη και το βαθύτερο σκοτάδι, και θα επανέλθουν στην αγκάλη του Δημιουργού.
«Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ αυτή τη φωτιά. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από δω σ εσάς να μην μπορούν. ούτε οι από κει μπορούν να περάσουν σ εμάς. Είπε πάλι ο πλούσιος:τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων Ο Αβραάμ του λέει: έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών.ας υπακούσουν σ αυτά».( Λουκ., ιστ΄19- 29).
Την ίδια παραβολή παρουσιάζει ο Ν. Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα Ο Τελευταίος πειρασμός, αλλά με εντελώς διαφορετική κατάληξη. Ας δούμε τη δική του εκδοχή:
«Κοίταζε, κοίταζε ο Ιησούς το γέρο παραχορτάτο, τα κρέατά του, τα μάτια του, τον τρόμο του κι η αλήθεια γίνηκε μέσα του παραμύθι.
-Άνοιξε τ αυτιά σου, γερο- Ανανία, είπε, άνοιξε την καρδιά σου, γερο- Ανανία. θα μιλήσω.
-Άνοιξα τα αυτιά μου, άνοιξα την καρδιά μου, η ώρα η καλή, ακούω.
- Μια φορά, γερο- Ανανία, ήταν ένας πλούσιος, άδικος, και παράνομος, έτρωε κι έπινε, ντύνουνταν στο μετάξι και την πορφύρα, και ποτέ του δεν έδωκε μήτε ένα πράσινο φύλλο στο γείτονά του το Λάζαρο, που πεινούσε και κρύωνε.
Σούρνουνταν κάτω από το τραπέζι του ο Λάζαρος να μαζέψει τα ψίχουλα, ν αγλείψει τα κόκαλα. μα οι δούλοι τον πετούσαν έξω, κι αυτός κάθουνταν στο κατώφλι κι έρχουνταν τα σκυλιά και του άγλειφαν τις πληγές του. Όπου ήρθε η μέρα η διορισμένη και πέθαναν κι οι δυο. ο ένας πήγε στη φωτιά για την αιώνια, ο άλλος στον κόρφο του Αβραάμ. Σήκωσε μια μέρα ο πλούσιος τα μάτια κι είδε το γείτονά του το Λάζαρο να γελάει και ν αγάλλεται μέσα στο κόρφο του Αβραάμ, έσυρε φωνή: Πάτερ Αβραάμ, πάτερ Αβραάμ, πέψε το Λάζαρο να βρέξει τα ακροδάχτυλό του, να μου δροσίσει το στόμα. καίγουμαι!
Μα ο Αβραάμ του αποκρίθηκε: Θυμήσου όταν φαγοποτούσες εσύ και χαίρουσουν τ αγαθά του κόσμου και τούτος πεινούσε και κρύωνε. του ΄δωκες ποτέ σου ένα πράσινο φύλλο; Ήρθε το λοιπόν κι αυτουνού η σειρά να χαίρεται κι εσύ να καίγεσαι στην αιωνιότητα.
Αναστέναξε ο Ιησούς και σώπασε. ο γέρο Ανανίας, με ανοιχτό το στόμα, περίμενε ακόμα ν ακούσει, τα χείλια του ξεράθηκαν, στέγνωσε ο λαιμός του. κοίταξε τον Ιησού με παρακάλιο:
- Τέλειωσε; Ρώτησε κι η φωνή του έτρεμε. τέλειωσε, δεν έχει άλλο;
Ο Ιούδας γέλασε:
- Καλά να πάθει, είπε. όποιος φάει και πιεί περίσσια στη γης θα τ αναξεράσει στον άδη.
Μα ο νιούτσικος γιος του Ζεβεδαίου έγειρε στον κόρφο του Ιησού:
- Ραβή, ο λόγος σου δεν αλάφρωσε την καρδιά μου, είπε σιγά. πόσες φορές μας παράγγελνες: Συχώρα τον οχτρό σου, αγάπα τον. κι εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να σου κάμει κακό, εσύ εφτά κι εβδομήντα εφτά φορές να του κάμεις καλό. έτσι μονάχα θα ξοφληθεί από τον κόσμο η κάκητα. και τώρα ο Θεός δεν μπορεί να συχωρέσει;
- Ο Θεός είναι δίκαιος, πετάχτηκε κι είπε ο κοκκινογένης και κόχεψε σαρκαστικά το γέρο Ανανία.
- Ο Θεός είναι πανάγαθος, αντιμίλησε ο Ιωάννης.
’πλωσε ο Ιησούς το χέρι, χάδεψε τα σγουρά μαλλιά του αγαπημένου συντρόφου:
- Ιωάννη, είπε, όλοι έχουν αυτιά, άκουσαν, όλοι έχουν μυαλό, έκριναν. ο Θεός είναι δίκαιος, είπαν και δεν μπόρεσαν να παν παραπέρα. μα εσύ έχεις και καρδιά, κι είπες: δίκαιος είναι ο Θεός, μα δε φτάνει. είναι και πανάγαθος. η παραβολή ετούτη, δε γίνεται , πρέπει να χει άλλο τέλος.
- Ραβή, έκαμε ο νέος, συχώρεσέ με. αλήθεια, αυτό είπε η καρδιά μου: ο άνθρωπος συχωρνάει, ο Θεός σε συχωρνάει; δε γίνεται, βλαστήμια μεγάλη. η παραβολή πρέπει να χει άλλο τέλος.
- Κι έχει άλλο τέλος, αγαπημένε, είπε ο Ιησούς χαμογελώντας. γερο- Ανανία, άκου να στερεωθεί η καρδιά σου. ακούστε κι εσείς όλοι που βρίσκεστε στην αυλή κι εσείς γειτόνοι που χαχαρίζετε στο δρόμο. ο Θεός δεν είναι μονάχα δίκαιος, είναι και καλός. και δεν είναι μονάχα καλός, είναι και Πατέρας.
’κουσε ο Λάζαρος το λόγο του Αβραάμ, αναστέναξε: Θεέ μου είπε με το νου του πώς μπορεί κανένας να ναι ευτυχισμένος στην Παράδεισο και να ξέρει πως υπάρχει ένας άνθρωπος, μια ψυχή, που καίγεται στην αιωνιότητα; Δρόσισέ τον, Κύριε, να δροσιστώ. λύτρωσέ τον, Κύριε, να λυτρωθώ. αλλιώς θ αρχίσω κι εγώ να καίγουμαι.
Κι ο Θεός άκουσε το λογισμό του, χάρηκε: Λάζαρε, αγαπημένε είπε κατέβα να πάρεις από το χέρι το διψασμένο. αστέρευτες είναι οι βρύσες μου, φέρ τον να πιεί, να δροσερέψει. να δροσερέψεις κι εσύ μαζί του.
Στην αιωνιότητα; ρώτησε ο Λάζαρος. Στην αιωνιότητα αποκρίθηκε ο Θεός. Ο Ιησούς σηκώθηκε, σώπασε. η νύχτα είχε πλακώσει, σκόρπισε κρυφομιλώντας ο λαός, γύριζαν άντρες και γυναίκες στα φτωχικά τους χαμώγια, κι ήταν η καρδιά τους χορτάτη. Μπορεί ο λόγος να θρέψει; μπορεί, όταν είναι καλός, συλλογίζουνταν.»
Η πρώτη εκδοχή ήταν η εκδοχή του θεολόγου, που μιλάει για την αιώνια τιμωρία. Η δεύτερη ήταν του μύστη, που μιλάει για την μεγάλη αγάπη του Θεού, που στο τέλος θα συγχωρέσει τους αμαρτωλούς και θα ανοίξει τις πόρτες του Οίκου Του για όλους, χωρίς καμιά εξαίρεση. Η καρδιά του θεολόγου είναι ρηχή. Dεν μπορεί να αντέξει τόσο μεγάλο έλεος, δε μπορεί να δει την μεγαλοσύνη του Πανάγαθου! Φροντίζει να τον περιβάλλει με πολλά επίθετα, όπως Αγαθός, Αιώνια Αγάπη, Πανάγαθος, Πάγκαλος, Ελεήμων, Φιλεύσπλαχνος, αλλά δεν έχει το θάρρος και την αποκοτιά να δει πέρα από όσα κάποιοι έγραψαν σαν λόγια του Χριστού , ή πέρα από αυτά που έγραψαν ως Πατερικά Κείμενα.
Γιατί ο απόστολος Λουκάς δεν άκουσε το λόγο του Ιησού. Παρουσίασε την Παυλιανή εκδοχή! Μια εκδοχή, που κυριάρχησε στον τότε κόσμο των Εθνών και έγινε, με τις κατάλληλες συγκυρίες, θρησκεία. Ήταν η εκδοχή που παρουσίασε στην Πνύκα και ουδόλως συγκίνησε τους Αθηναίους, γιατί είχαν ήδη υπερκαλυφθεί από τις φιλοσοφικές ιδέες. Ουδέν καινόν εκόμισε
Ο θεολόγος μένει αγκυλωμένος σε όσα επέβαλαν άνθρωποι, οι οποίοι έκαναν και πολλά λάθη. Ορθώνονται οι τρίχες στην κεφαλή μας, αν διαβάσουμε όσα έχει γράψει για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή και στην προτροπή να μείνουμε εργένηδες σαν κι αυτόν ή στην προτροπή προς τους γονείς να μην παντρεύουν τις κόρες τους.
Σφίγγεται η καρδιά μας όταν αναγιγνώσκουμε τα γεμάτα μίσος λόγια του Ιωάννη του Χρυσόστομου κατά των άθεων Ελλήνων. Οι θεολόγοι όμως τα έχουν ως εγκόλπια κι οδηγούς. Μας σερβίρουν πως όλα εγράφησαν κατ υπόδειξη και θεία φώτιση υπό του Αγ. Πνεύματος. Πως μέσα από το στόμα τους μιλάει ο Θεός «Δοκώ δε καγώ πνεύμα Θεού έχειν» μας λέει ο Απ. Παύλος για να μας περάσει τα μηνύματά του! Μπορεί ο Θεός να είπε: «λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν»; ( Α΄προς Κορινθίους, ζ΄8-9). Dηλαδή να προτρέπει ευθέως στους άγαμους να παραμείνουν άγαμοι; Το ίδιο και στις χήρες να μη ξαναπαντρευτούν, όπως κι ο ίδιος (ο απόστολος) ήταν άγαμος; Μπορούν, κατά παραχώρηση, να παντρευτούν αν δεν είναι ικανοί να δείξουν εγκράτεια. Μα τότε δε θα σβήσει η ανθρωπότητα, αν εφαρμόσουμε όσα μας λέει; Μας λέει επίσης πως η φροντίδα της οικογένειας αποσπά τον άνθρωπο από την αφοσίωση στον Κύριο. Οπότε για να είμαστε αμέριμνοι στα θρησκευτικά μας καθήκοντα, μας προτρέπει να παραμείνουμε άγαμοι.
Εκτός των θεολογικών κύκλων, υπάρχουν φωτισμένοι άνθρωποι, οι μύστες, που αφήνουν ελεύθερη τη σκέψη τους, ανοιχτή την καρδιά τους, και δέχονται περισσότερο θέλημα. Αυτοί δίνουν άλλη διάσταση στον άνθρωπο, υπερβατικό μεγαλείο στο Θεό. Δεν τον υποβιβάζουν στην ανθρώπινηστενοκεφαλιά, αλλά διαβλέπουν τη θεία μεγαλοσύνη
Ο Ντοστογιέφσκυ, στο έργο του Αδελφοί Καραμαζώφ μας δίνει το ακόλουθο απόσπασμα: «Υπάρχει λόγου χάρη ένα μοναστηριακό ποίημα (παρμένο από τα ελληνικά φυσικά) με τίτλο: Η επίσκεψη της Θεοτόκου στην Κόλαση, με εικόνες και τόλμη αντάξια του Ντάντε. Η Θεομήτωρ επισκέπτεται την Κόλαση. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ της κάνει τον οδηγό και την περιάγει εις τα βασανιστήρια. Βλέπει τους αμαρτωλούς και τα μαρτύριά τους. Και να που η Θεομήτωρ, συντριμμένη, πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας μπροστά στο θρόνο του Θεού και ζητάει χάρη για όλους όσους είδε στην Κόλαση, για όλους χωρίς διάκριση. Η συνομιλία Της με το Θεό έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ικετεύει, επιμένει, κι όταν ο Θεός Της δείχνει τα πόδια και τα χέρια του γιού της όπου διακρίνονται ακόμα τα σημάδια από τα καρφιά και τη ρωτάει πώς μπορεί να συγχωρέσει τους βασανιστές Του, Εκείνη διατάζει όλους τους άγιους, όλους τους μάρτυρες, όλους τους αγγέλους κι όλους τους αρχαγγέλους να πέσουν στα γόνατα και να παρακαλέσουν μαζί Της για να συγχωρεθούν όλοι χωρίς εξαίρεση».
Θα τολμούσαν να γράψουν οι θεολόγοι μας παρόμοια κείμενα; Οι δυο συγγραφείς που μνημονεύσαμε, ο Κρητικός και ο Ρώσσος, δεν κατέχονται από εωσφορική έπαρση, αλλά αφήνουν ελεύθερη τη σκέψη και την καρδιά να τους οδηγήσουν από ατραπούς θεογνωσίας σε μεγαλύτερα ύψη, απ όπου θωρούν καλύτερα το Θείο Σχέδιο. Πλαταίνουν την καρδιά και δέχονται πιότερη αγάπη από την Πηγή της Αγάπης. Πίνουν το καθάριο νερό Της. Το νερό που δεν έχει ανθρωποκεντρικές κι εξουσιαστικές προσμίξεις (όπως έχει αυτό των θεολογούντων). Αυτό το νερό δροσίζει την αγωνία και σβήνει το φόβο. Δίνει την ανακούφιση της ελπίδας πως τίποτα δεν είναι χαμένο. Αποδιώχνει την εισαγόμενη από τον ιουδαϊσμό θεοφοβία.
Ο Κρητικός συγγραφέας δίνει στο ίδιο μυθιστόρημα που αναφέραμε την μετατόπιση της αντίληψης για το θέλημα του Θεού:
- Ο άνθρωπος είναι ένα σύνορο: εκεί που σταματάει η γης κι αρχίζει ο ουρανός. Μα το σύνορο αυτό ακατάπαυτα μετατοπίζεται και προχωράει κατά τον ουρανό μαζί του μετατοπίζουνται και προχωρούν κι οι εντολές του Θεού. παίρνω τις εντολές του Θεού από τις πλάκες του Μωυσή και τις πάω πιο πέρα, είπε ο Ιησούς.
- Αλλάζει το λοιπόν το θέλημα του Θεού, ραβή μου; έκαμε ο Ιωάννης ξαφνιασμένος.
- Όχι, Ιωάννη αγαπημένε. μα πλαταίνει η καρδιά του ανθρώπου και χωράει περισσότερο θέλημα.
Ο Θεός «ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν» σε όλες τις εποχές και σε όλα τα έθνη. Άγιοι άνθρωποι (πραγματικοί άγιοι, όχι αυτοί που αγιοποιήθηκαν από σκοπιμότητες) και μύστες μπόρεσαν να δουν πέρα από τα πέπλα που το οργανωμένο ιερατείο έθεσε, για να δημιουργήσει το σκηνικό, που του ταίριαζε.
Αυτοί ανέσυραν κάποια πέπλα και φως καταύγασε για να φωτίσει και να αναθερμάνει την καρδιά μας. Είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν ότι στο τέλος των αιώνων όλα θα γίνουν φως, ακόμη και το βαθύτερο σκοτάδι, και θα επανέλθουν στην αγκάλη του Δημιουργού.
Συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση
------------------------------------------------------------------------------------
(*1). Την παραβολή αυτή ενώ την γράφει ο Ευαγ. Λουκάς, που δεν ακολουθούσε τον Ιησού κατά την τρίχρονη διδασκαλία Του, δεν την αναφέρουν οι δύο Απόστολοι Ευαγ. Ματθαίος και Ιωάννης, που ήσαν συνέχεια δίπλα Του.
Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε την θεωρία της αποκατάστασης των πάντων.
Η φράση "αποκατάσταση των πάντων" υπάρχει μια φορά στην Αγία Γραφή, και συγκεκριμένα στην ομιλία του Απόστολου Πέτρου στην στοά του Σολομώντος, μετά την θεραπεία του χωλού. Μεταξύ των άλλων ο Απόστολος Πέτρος μίλησε για μετάνοια και επιστροφή στον Θεό. Είπε: "μετανοήσατε ουν και επιστρέψατε εις το εξαλειφθήναι υμών τας αμαρτίας, όπως αν έλθωσι καιροί αναψύξεως από προσώπου του Κυρίου και αποστείλη τον προκεχειρισμένον υμίν Χριστόν Ιησούν, όν δει ουρανόν μεν δέξασθαι άχρι χρόνων αποκαταστάσεως πάντων ών ελάλησεν ο Θεός δια στόματος πάντων αγίων αυτού προφητών απ' αιώνος" (Πράξ. γ', 19-21).
Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται συνεχώς λόγος για τον Παράδεισο και την Κόλαση, που είναι βασικό σημείο της ορθόδοξης πίστης, εν τούτοις από παλαιούς χρόνους αναπτύχθηκε από μερικούς η θεωρία της αποκατάστασης των πάντων, με την έννοια ότι δεν θα υπάρχει αιώνια Κόλαση. Σύμφωνα με τη αυτή τη δοξασία, ο Θεός με την αγάπη και την φιλανθρωπία Του θα αποκαταστήσει όλη την κτίση, όλη την δημιουργία, θα αφανίσει το κακό, και κατά συνέπεια δεν θα υπάρξει αιώνια Κόλαση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν. Φυσικά, μια τέτοια θεώρηση της εσχατολογίας και της σωτηριολογίας ανατρέπει όλο το οικοδόμημα της πίστης, και αναιρεί βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας, όπως εκφράζονται μέσα στην Αγία Γραφή και τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μια τέτοια θεωρία αναιρεί και την ουσία της εκκλησιολογίας.
Η θεολογική φράση "αποκατάσταση των πάντων" χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους Πατέρες και Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν το μυστήριο των εσχάτων (εσχατολογία) και ειδικότερα, τον τρόπο, με τον οποίο θα ολοκληρωθεί το θείο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου και της αποκαταστάσεως της Δημιουργίας στο "αρχαίο της κάλλος". Πρόκειται για μια θεολογική διδασκαλία που την εκπροσωπούν κυρίως οι Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης και Μάξιμος Ομολογητής (αλλά και οι Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Δίδυμος ο Τυφλός, Ευάγριος ο Ποντικός, Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ά.).
Ο Ωριγένης, ο μεγάλος αυτός θεολόγος του 3ου μ. Χ. αιώνος, σαφώς στην διδασκαλία του ανέπτυξε την θεωρία περί της αποκατάστασης των πάντων. Σε πολλά σημεία ο Ωριγένης είχε επηρεαστεί από την φιλοσοφία, και ήταν εκφραστής του λεγόμενου εξελληνισμένου Χριστιανισμού. Σύμφωνα με την διδασκαλία του Ωριγένη, οι ψυχές των ανθρώπων προχωρούν δια της καθάρσεως σε συμφιλίωση με τον Θεό. Άλλες ψυχές φθάνουν στην κάθαρση και την συμφιλίωση με τον Θεό από την παρούσα ζωή, άλλες όμως χρειάζονται περισσότερο χρόνο, γι' αυτό και επανέρχονται εκ νέου στην ζωή, με άλλη σωματική μορφή. Έτσι, γίνεται λόγος για διαδοχικές μετενσαρκώσεις, έως ότου επιτευχθεί η τέλεια κάθαρση κάθε ψυχής, και ένωση με τον Θεό. Με αυτό το πνεύμα οι τιμωρίες των ασεβών και των δαιμόνων θα είναι πρόσκαιρες. Όταν όλες οι ψυχές καθαρθούν, τότε θα ηττηθεί ο διάβολος, θα υποταγούν όλα στον Θεό και θα γίνει η αποκατάσταση των πάντων. Θα ακολουθήσει η ανάσταση των ανθρώπων με πνευματικά σώματα. Με αυτήν την άποψη όλα θα επανέλθουν στην αρχέγονη κατάσταση.
Βασική αρχή του Ωριγένη είναι ότι το τέλος του κόσμου πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή του. Οι ποινές που επιβάλλονται από τον Θεό και αρχίζουν από την παρούσα ζωή συνεχίζονται και μετά τον θάνατο έως ότου γίνει η κάθαρση και η αποκατάσταση των πάντων, έως ότου όλα υποταγούν στον Θεό. Αυτή η κάθαρση γίνεται και δια του καθαρσίου πυρός, που καθαρίζει τον κόσμο από την φθορά και ανακαινίζει τα πάντα. Έτσι, θα αναιρεθεί και θα καταργηθεί τελείως η κακία, με την επικράτηση του αγαθού. Φαίνεται από όσα αναφέραμε ότι ο Ωριγένης συνδέει την αποκατάσταση των πάντων με την ανακύκληση των ψυχών.
Ο βασικός σκοπός του ανθρώπου, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, είναι η θέωσή του. Μόνον μέσα από την προοπτική αυτή πρέπει να θεωρούμε την σωτηρία του ανθρώπου. Αλλά για να επιτύχει κανείς αυτόν το ύψιστο σκοπό, πρέπει να περάσει μέσα από την κάθαρση, η οποία είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο. Η κάθαρση είναι δυνατόν να επιτευχθεί στην παρούσα ζωή. Αλλά, αν μερικοί δεν μπόρεσαν να την επιτύχουν εδώ, θα συνεχιστεί και στην άλλη ζωή. Βέβαια, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης δεν δέχεται την μετεμψύχωση, η οποία, κατά την άποψη του Ωριγένη, συνεχίζει την κάθαρση του ανθρώπου, αλλά, όμως, μιλώντας για κάθαρση, δέχεται ότι συνεχίζεται και μετά τον θάνατο.
Η κάθαρση μετά τον θάνατο επιτυγχάνεται με το λεγόμενο καθάρσιο πυρ ή καθαρτήριο πύρ, το οποίο είναι θεραπευτικό. Έτσι, οι βάσανοι του άδη είναι θεραπευτικές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι αιώνιες. Κάποτε θα σταματήσει να υπάρχει ο άδης. Οι ψυχές μετά την κάθαρσή τους, την οποία άλλες επιτυγχάνουν από την παρούσα ζωή και άλλες μετά τον θάνατο εισέρχονται στην αιωνιότητα. Η κάθαρση και η σωτηρία επιτυγχάνεται με την αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού. Ο Θεός, ως φιλάνθρωπος, παιδεύει τον άνθρωπο για να τον ανακαινίσει. Τα αγαθά που θα απορρεύσουν από την κάθαρση είναι πάρα πολλά. Η φύση του ανθρώπου ανακαινίζεται, αφού αποβάλλει όλα τα νόθα και ξένα στοιχεία, τα οποία προσετέθησαν σε αυτήν.
Μέσα στα πλαίσια αυτά θα καταργηθή και αυτός ο ίδιος ο θάνατος, το κακό θα αφανισθή και έτσι όλα θα υποταγούν στον Θεό. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ύπαρξη και την εξαφάνιση του κακού. Το κακό, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης (*1), δεν είναι οντολογικό γεγονός, γιατί είναι στέρηση του αγαθού. Το κακό είναι φθαρτό. Αλλά κάθε φθαρτό δεν είναι αγέννητο. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει κατ' ουσίαν κακό, αλλά υπάρχει η ποιότητα του κακού. Επειδή η ποιότητα δεν συνιστά την ουσία, γι' αυτό και το κακό δεν είναι ουσία.
Αυτό σημαίνει ότι το κακό δεν είναι αιώνιο, αλλά έχει προσωρινό χαρακτήρα. Δεν μπορεί το κακό, που είναι αγέννητο και φθαρτό, να υπερισχύσει του αγαθού και άφθαρτου, που είναι ο Θεός. Επομένως, κάποτε το κακό, που δεν είναι ουσία, θα καταργηθεί. Η εξάντληση και κατάργηση του κακού δεν προσκρούει στην ελευθερία του ανθρώπου, γιατί τότε η ανθρώπινη ελευθερία θα ήταν ισχυρότερη από τον αγαθό Θεό και την δύναμή Του, αφού θα είχε την δυνατότητα να παρατείνει επ' άπειρο την πορεία του κακού. Επομένως, το κακό κάποτε θα εκλείψει.
Όχι μόνον θα καθαρθούν οι ψυχές των ανθρώπων και θα εξαλειφθεί το κακό, αλλά ακόμη και ο διάβολος θα υποταγή στον Θεό, που σημαίνει ότι θα σωθεί. Η απολύτρωση δια του Χριστού αποδείχτηκε τελικά σωτήρια και για τον διάβολο. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και πέθανε στον Σταυρό, και ο διάβολος επειδή συνελήφθη από την σάρκα του Χριστού, όπως τα ψάρια με το αγκίστρι, εξαναγκάστηκε να αποδώσει τις ψυχές που κατείχε. Έτσι αυτό αποδείχθηκε σωτήριο και για τον διάβολο (*2).
Ο Μάξιμος Ομολογητής δέχεται την αποκατάσταση, αλλά διευκρινίζει στη θεωρία του Ωριγένη και του Νύσσης: ο αφανισμός του κακού και η σιγή της κόλασης σημαίνει αποβολή της μνήμης του κακού και αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής που έχουν διαβρωθεί. Όλες οι ψυχές που έχουν ξεστρατίσει, και είναι υπό το κράτος της κακίας, με την παράταση των αιώνων θα αποβάλουν τις μνήμες της κακίας και το κακό, ως μη όν, δεν θα έχει καμιά δύναμη ούτε και μνήμη. Η λήθη του κακού είναι ο αφανισμός του. Έτσι ο Θεός θα φανεί, κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, πως είναι αναίτιος του κακού.
Για την αποκατάσταση της σχέσης του Θεού με τον Σατανά, ο μύστης Ν. Καζαντζάκης έγραψε στο βιβλίο του "Αναφορά στον Γκρέκο". Σας παραθέτουμε δύο αποσπάσματα: Το πρώτο:
"- Δεν είναι, θαρρείς, γέροντά μου, η καλοσύνη του Θεού τόσο μεγάλη;
Κι ως το 'πα, άστραψε στο νου μου ο ανόσιος, μπορεί, μα, ποιος ξέρει, μπορεί ο τρισάγιος στοχασμός, πως θα ΄ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θα σβήσουν οι φωτιές της Κόλασης, κι ο άσωτος Υιός, ο Σατανάς, θ' ανέβει στον ουρανό, θα φιλήσει το χέρι του Πατέρα και δάκρυα θα κυλίσουν από τα μάτια του: 'Ήμαρτον!' θα φωνάξει, κι ο Πατέρας θ' ανοίξει την αγκάλη του: 'Καλώς ήρθες, θα του πει, καλώς ήρθες, γιε μου· συχώρεσέ με που σε τυράννησα τόσο πολύ!'"
Και το δεύτερο:
"Με πήρες χεραγκαλιά, προχωρούσαμε. Κάτι μουρμούριζες, άνοιγες, σφαλνούσες το στόμα, κάποιο λόγο θα 'θελες να πεις και δίσταζες. Στο τέλος δεν κρατήθηκες:
- Θα πω ένα βαρύ λόγο, Μενεγάκη, συμπάθα με· πες πως είμαι μεθυσμένος.
Γέλασα:
- Καλή ευκαιρία, είπα, τώρα που είσαι μεθυσμένος να πεις ό,τι ξεμέθυστος δειλιάς να ξεστομίσεις· δε μιλάς εσύ, μιλάει το μαλεβιζιώτικο κρασί. Λοιπόν;
Η φωνή σου ακούστηκε μέσα στα χλωμά ξημερώματα βαθιά πολύ, πικραμένη:
- Ρώτησα μια νύχτα το Θεό: 'Πότε θα συχωρέσεις τον Εωσφόρο, Κύριε;
- 'Όταν κι αυτός με συχωρέσει', μου αποκρίθηκε.
Κατάλαβες, νιούτσικε σύντροφε; Αν σε ρωτήσουν καμιά μέρα ποιος είναι ο μεγαλύτερος συνεργάτης του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Αν σε ρωτήσουν ποιος είναι ο περισσότερο θλιμμένος από τα πλάσματα του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Κι ακόμα ετούτο: Αν σε ρωτήσουν ποιος είναι ο άσωτος Γιος, που του 'χει σφάξει το μόσχο το σιτευτό ο πατέρας και τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, να πεις: ο Εωσφόρος."
"Με πήρες χεραγκαλιά, προχωρούσαμε. Κάτι μουρμούριζες, άνοιγες, σφαλνούσες το στόμα, κάποιο λόγο θα 'θελες να πεις και δίσταζες. Στο τέλος δεν κρατήθηκες:
- Θα πω ένα βαρύ λόγο, Μενεγάκη, συμπάθα με· πες πως είμαι μεθυσμένος.
Γέλασα:
- Καλή ευκαιρία, είπα, τώρα που είσαι μεθυσμένος να πεις ό,τι ξεμέθυστος δειλιάς να ξεστομίσεις· δε μιλάς εσύ, μιλάει το μαλεβιζιώτικο κρασί. Λοιπόν;
Η φωνή σου ακούστηκε μέσα στα χλωμά ξημερώματα βαθιά πολύ, πικραμένη:
- Ρώτησα μια νύχτα το Θεό: 'Πότε θα συχωρέσεις τον Εωσφόρο, Κύριε;
- 'Όταν κι αυτός με συχωρέσει', μου αποκρίθηκε.
Κατάλαβες, νιούτσικε σύντροφε; Αν σε ρωτήσουν καμιά μέρα ποιος είναι ο μεγαλύτερος συνεργάτης του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Αν σε ρωτήσουν ποιος είναι ο περισσότερο θλιμμένος από τα πλάσματα του Θεού, να πεις: ο Εωσφόρος. Κι ακόμα ετούτο: Αν σε ρωτήσουν ποιος είναι ο άσωτος Γιος, που του 'χει σφάξει το μόσχο το σιτευτό ο πατέρας και τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες, να πεις: ο Εωσφόρος."
Μας παρουσιάζει η εκκλησία πως ο Σατανάς είναι ο πεπτωκώς άγγελος, ο επικατάρατος και αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει με τίποτα στο Θεό. Εδώ έχουμε σοβαρές αντιρρήσεις. Ο Θεός έχει βοηθό και συνεργάτη τον Διάβολο.! Μη βιαστείτε να πείτε πως βλασφημούμε. Θα επικαλεστούμε αδιάσειστα στοιχεία από την Αγία Γραφή! Εξάλλου έχουμε τη μεγάλη προτροπή: "Ερευνάτε τας γραφάς
και εκείναι εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού" (Ιωάν. ε΄39)
Διαβάζουμε στο βιβλίο "Ιώβ" της Π. Διαθήκης:
"Μια μέρα που ήρθαν τα ουράνια όντα να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε ανάμεσά τους κι ο σατανάς. Ο Κύριος τον ρώτησε: 'Από πού έρχεσαι εσύ;' Κι εκείνος απάντησε: 'Περιπλανήθηκα πάνω σ' όλη τη γη και την περιδιάβηκα'. Ο Κύριος του είπε: 'Πρόσεξες το δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ευθύς· με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό'. Ο σατανάς του απάντησε: 'Μήπως με το αζημίωτο σε σέβεται ο Ιώβ; Πάντα τον προστάτευες, αυτόν και το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντά του. Ευλόγησες τα έργα του και πληθύνανε τα κοπάδια του στη χώρα. Κάνε, όμως, πως αγγίζεις τα υπάρχοντά του και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει'. Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του· μόνο πάνω στον ίδιο να μην απλώσεις χέρι'. Κι ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού." (Ιώβ, α΄ 6- 12)
Διαβάζουμε στο βιβλίο "Ιώβ" της Π. Διαθήκης:
"Μια μέρα που ήρθαν τα ουράνια όντα να παρουσιαστούν μπροστά στον Κύριο, ήρθε ανάμεσά τους κι ο σατανάς. Ο Κύριος τον ρώτησε: 'Από πού έρχεσαι εσύ;' Κι εκείνος απάντησε: 'Περιπλανήθηκα πάνω σ' όλη τη γη και την περιδιάβηκα'. Ο Κύριος του είπε: 'Πρόσεξες το δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν πάνω στη γη· είναι άνθρωπος ευθύς· με σέβεται κι αποστρέφεται το κακό'. Ο σατανάς του απάντησε: 'Μήπως με το αζημίωτο σε σέβεται ο Ιώβ; Πάντα τον προστάτευες, αυτόν και το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντά του. Ευλόγησες τα έργα του και πληθύνανε τα κοπάδια του στη χώρα. Κάνε, όμως, πως αγγίζεις τα υπάρχοντά του και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει'. Είπε τότε ο Κύριος στο σατανά: Ορίστε, σου παραδίδω όλα τα υπάρχοντά του· μόνο πάνω στον ίδιο να μην απλώσεις χέρι'. Κι ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού." (Ιώβ, α΄ 6- 12)
Τα ίδια επαναλαμβάνονται και στο δεύτερο κεφάλαιο. Έχουμε την ίδια αναφορά σύναξης και την ίδια στιχομυθία μέχρι την αποστροφή του κακού. Δίνουμε τη συνέχεια: "Μια μέρα που τα ουράνια όντα ήρθαν
αποστέφεται το κακό. Παραμένει σταθερός στην ακεραιότητά του κι άδικα εσύ με παρακίνησες να τον καταστρέψω χωρίς κανένα λόγο'. 'Δεν έκαμε δα κι άσχημη δοσοληψία!' απάντησε ο σατανάς. 'Όλα όσα έχει ο άνθρωπος τα δίνει για το πετσί του. Κάνε, λοιπόν, πως αγγίζεις το ίδιο του το σώμα και να δεις αν δημόσια δεν σε βλαστημήσει'. Είπε ο κύριος στο σατανά: 'Ορίστε, σου τον παραδίδω· μόνο να μην πειράξεις τη ζωή του'. Ο σατανάς έφυγε από τη σύναξη του Θεού κι έκανε να γεμίσει ο Ιώβ πληγές, από την κορυφή ως τα νύχια
"(Ιώβ, β' 1-7)
Ο Θεός, λοιπόν, δέχεται στη σύναξη τον σατανά, και συνδιαλέγεται μαζί του. Δεν μιλάει ούτε με τον αρχάγγελο Μιχαήλ, ούτε με τον Ραφαήλ, αλλά με τον σατανά! Και ο σατανάς παρακινεί τον Θεό(!) να δοκιμάσει τον Ιώβ! Συνεπώς, πώς μπορεί να μη συγχωρήσει τον σατανά;
Επιπλέον όργανά Του είναι και τα πνεύματα που ακολούθησαν τον εωσφόρο. Διαβάζουμε πως χρησιμοποιεί τα πονηρά πνεύματα: "Εξαπέστειλεν εις αυτούς οργήν θυμού αυτού, θυμόν και οργήν και θλίψιν, αποστολήν δι' αγγέλων πονηρών" (Ψαλμοί, ΟΖ΄ 49). Σε άλλο σημείο: "και ήρξεν Αβιμάχελ επί Ισραήλ τρία έτη. και εξαπέστειλεν ο Θεός πνεύμα πονηρόν ανά μέσον Αβιμέλεχ και ανά μέσον των ανδρών Σικίμων, και ηθέτησαν άνδρες Σικίμων εν οίκω Αβιμέλεχ " (Κριταί, Θ΄ 22-23). Και αλλού: "και είπεν· εξελεύσομαι και έσομαι πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών αυτού. Και είπεν. Απατήσεις και συνήση, έξελθε και ποίησον ούτω. Και νυν ιδού έδωκε κύριος πνεύμα ψευδές εν στόματι των προφητών σου τούτων, και Κύριος ελάλησεν επί σε κακά" (Παραλειπομένων Β', ιη΄21-22)
Επομένως, το "θέλω" του ανθρώπου βρίσκεται και κινείται μέσα στα πλαίσια του ισχυρού "θέλω" του Θεού και για κανένα λόγο δεν μπορεί να βγει έξω και να ανεξαρτητοποιηθεί και να κάνει ό,τι του κατέβει. Όλα τα θελήματα των λογικών όντων μέσα στο Σύμπαν εξαρτώνται από το κυρίαρχο "θέλω" του Θεού. Kαι αυτός ο ίδιος ο μονογενής Yιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Xριστός υποτάχθηκε στο θέλημα του Πατέρα Tου: "πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ' εμού· πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω " (Λουκά κβ' 42). Να θυμηθούμε και το βιβλικό: "Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ" (Αποκ. Ιωάν., α΄8)
Η αποκατάσταση θα γίνει δια μέσου του Χριστού: "ότι εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι και δι' αυτού αποκαταλλάξαι τα πάντα εις αυτόν, ειρηνοποιήσας δια του αίματος του σταυρού αυτού, δι' αυτού είτε τα επί της γης είτε τα εν τοις ουρανοίς." (Παύλου Κολας., α΄ 19-20)
Η εξάλειψη του κακού από τον άνθρωπο και η αποκατάσταση των πάντων συνδέεται με την μετενσάρκωση. Η δοξασία της μετενσάρκωσης είναι ένα τεράστιο θέμα, για το οποίο έχουν χυθεί πολλά κυβικά μέτρα μελάνι. Η δοξασία αυτή ήταν κυρίαρχη σε όλα τα αρχαία ελληνικά μυστήρια, Ορφικά, Καβείρια, Ελευσίνια κ.λ.π. Υποστηριζόταν από όλους τους αρχαίους μύστες και τις φιλοσοφικές σχολές. Γι' αυτό το θέμα μίλησε η προστωϊκή φιλοσοφία (Αναξίμανδρος, Πυθαγόρειοι, Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής), η στωϊκή φιλοσοφία, ο πυθαγορισμός και νεοπυθαγορισμός, ο πλατωνισμός και ο νεοπλατωνισμός. Μέσα στην ανακύκληση του κόσμου συμμετέχει και η ψυχή του ανθρώπου, γι' αυτό και τα περισσότερα φιλοσοφικά συστήματα, τόσο τα αρχαία, όσο και τα νέα που άπτονται της μεταφυσικής, κάνουν λόγο για μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση, δηλαδή για την εκ νέου επάνοδο της ψυχής στον κόσμο για να καθαρθεί.
Ο Πλάτωνας στα έργα του υπερτονίζει την προΰπαρξη της ψυχής, δηλ. πως η ψυχή υπήρχε πριν τη γέννηση του ανθρώπου: " και την ημετέραν ψυχήν είναι πριν γεγονέναι ημάς". Στο έργο του "Φαίδων" αναφέρει: "υπάρχει λοιπόν μια παλιά παράδοση, που λέει πως φτάνουν πράγματι (οι ψυχές) από δω (αισθητό κόσμο) εκεί (στον άδη), και πάλι βέβαια επιστρέφουν εδώ και γεννώνται εκ των νεκρών· και αν είναι έτσι, να ξαναγεννιούνται δηλαδή από τους πεθαμένους οι ζωντανοί, τι άλλο μπορούμε να υποθέσουμε παρά ότι οι ψυχές μας υπάρχουν εκεί;" (Πλάτωνας, "Φαίδων", 70 c).
Η επαναγέννηση έχει σαν σκοπό την αποβολή του κακού: "και βέβαια δεν είναι οι ψυχές των αγαθών, αλλά των πονηρών, που αναγκάζονται να τριγυρνούν εκεί και να εκτίουν έτσι την ποινή για τον προηγούμενο τρόπο ζωής, που ήταν κακός." (Πλάτωνας, "Φαίδων", 81b). Έτσι με την μετενσάρκωση συνδέεται η δοξασία του αντιπεπονθότος ή της ανταπόδοσης (νόμος του κάρμα).
Ο νόμος της ανταπόδοσης αναφέρεται και στην Κ. Διαθήκη: "και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή;" (Ιωάννης, θ΄1-2). Στο χωρίο αυτό έχουμε ταυτόχρονα και τη μετενσάρκωση και το νόμο της ανταπόδοσης, γιατί αν ο εκ γενετής τυφλός είχε αμαρτήσει και η τιμωρία του ήταν να γεννηθεί τυφλός, τότε διέπραξε αμαρτία σε προηγούμενη ζωή του! Μα, θα μας πείτε, η εκκλησία δεν δέχεται την μετενσάρκωση, την έχει απορρίψει. Θα σας παραθέσουμε κάποια χωρία από το Ευαγγέλιο, και ως λογικά όντα βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα: "πάντες γαρ οι προφήται και ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν· και ει θέλετε δέξασθαι, αυτός εστιν Ηλίας ο μέλλων έρχεσθαι. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω." ( Ματθαίος, ια΄ 14-15 ).
"Και επηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· τι ουν οι γραμματείς λέγουσιν ότι Ηλίαν δει ελθείν πρώτον; ο δε ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς· ηλίας μεν έρχεται πρώτον και αποκαταστήσει πάντα· λέγω δε υμίν ότι Ηλίας ήδη ήλθε, και ουκ επέγνωσαν αυτόν, αλλ' εποίησαν εν αυτώ όσα ηθέλησαν· ούτω και ο υιός του ανθρώπου μέλλει πάσχειν υπ' αυτών. τότε συνήκαν οι μαθηταί ότι περί Ιωάννου του βαπτιστού είπεν αυτοίς." (Ματθαίος, ιζ΄10-13).
Ο Ιησούς μήπως δεν λέει ολοφάνερα πως ο Ιωάννης ο βαπτιστής είναι μετενσάρκωση του προφήτη Ηλία; Αν θέλετε να το παραδεχθείτε μας παραγγέλνει και προσθέτει: "ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω" και νόησιν νοείν θα συμπληρώναμε εμείς! Φαίνεται πως και οι μαθητές Του είχαν ακούσει και δέχονταν αυτή τη δοξασία. Και ο ίδιος ο Ιησούς είχε την απορία ο όχλος ποιανού νομίζει πως είναι νέα ενσάρκωση: "Ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου ηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων· τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι υιόν του ανθρώπου; οι δε είπον· οι μεν Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των προφητών." ( Ματθαίος, ιστ΄ 13-14). Πώς ερμηνεύετε πως άλλοι θεωρούν τον Χριστό πως είναι ο Ιωάννης (τον είχε ήδη αποκεφαλίσει ο Ηρώδης), άλλοι πως είναι ο Ιερεμίας κι άλλοι ο Ηλίας, προφήτες που έζησαν που έζησαν 700 ή 900 χρόνια πριν τον Χριστό;
Η μετενσάρκωση ήταν δοξασία που πίστευαν οι πρώτοι χριστιανοί, αλλά απορρίφτηκε με συνοδική απόφαση κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι οι θεολόγοι την καταδικάζουν. Αντίθετα οι μύστες την δέχονται ως βασικό στοιχείο της προσπάθειας του ανθρώπου να προσεγγίσει τη θεότητα και να ομοιωθεί μ' Αυτήν.
Σαν επίλογο θα δώσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη "Ο Τελευταίος Πειρασμός".
"Ο Ναθαναήλ κάθουνταν απάνω στα κάρβουνα· ήθελε να μιλήσει, μα ντρέπουνταν.
- Λέγε, Ναθαναήλ, του 'καμε ο δάσκαλος, άνοιξε την καρδιά σου ν' αλαφρώσεις.
- Ραβή, αποκρίθηκε αυτός, ήθελα να σου πω, για να ξέρεις, εγώ ήμουν πάντα φτωχός, μεροδούλι μεροφάι· δεν είχα ποτέ καιρό να μελετήσω κι εγώ το Νόμο· είμαι τυφλός, ραβή, και να με συμπαθάς· αυτό ήθελα να σου πω, για να ξέρεις· το 'πα κι αλάφρωσα.
Ο Ιησούς άγγισε χαδευτικά τις φαρδιές πλάτες του νεοφώτιστου· γέλασε.
- Ναθαναήλ, είπε, μην αναστενάζεις· δυο μονοπάτια φέρνουν στον κόρφο του Θεού· το ένα, το μονοπάτι του νου, το άλλο, το μονοπάτι της καρδιάς· άκου το παραμύθι που θα πω:
Ένας φτωχός, ένας πλούσιος κι ένας χαροκόπος πέθαναν την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, και παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο του Θεού· κανένας τους, σε όλη του τη ζωή, δεν είχε μελετήσει το Νόμο· ο Θεός μάζεψε τα φρύδια του, ρώτησε το φτωχό:
- Γιατί δε μελέτησες το Νόμο όσο ζούσες;
- Κύριε, αποκρίθηκε αυτός, ήμουν φτωχός, πεινούσα, δούλευα μέρα νύχτα να θρέψω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, δεν είχα καιρό.
- Ήσουν πιο φτωχός του λόγου σου από τον πιστό δούλο μου το Χιλέλ; έκαμε ο Θεός θυμωμένος· δεν είχε να πληρώσει, να μπει μέσα στη συναγωγή, ν' ακούσει να ξηγούν το Νόμο· σκαρφάλωσε το λοιπόν στη στέγη, κι από το φεγγίτη ξαπλωμένος, άκουε· μα χιόνισε, δεν το κατάλαβε, συνεπαρμένος όπως ήταν ν' ακούει, και το πρωί μπαίνει ο ραβίνος και βλέπει σκοτεινή τη συναγωγή· σηκώνει τα μάτια, βλέπει στο φεγγίτη ένα κορμί ανθρώπου· ανεβαίνει στη στέγη, σκάβει το χιόνι, ξεθάβει το Χιλέλ· τον παίρνει στην αγκαλιά του, τον κατεβάζει, ανάβει φωτιά, τον ζωντάνεψε· και πια του 'δωκε την άδεια να μπαίνει λεύτερα ν' ακούει· κι έγινε ο ξακουστός ραβίνος, όλος ο κόσμος τον έχει ακουστά, ο Χιλέλ. Τι έχεις να πεις;
- Τίποτα, Κύριε, μουρμούρισε ο φτωχός κι άρχισε να κλαίει.
Στράφηκε ο Θεός στον πλούσιο:
- Κι η αφεντιά σου, γιατί δε μελέτησες το Νόμο, όσο ζούσες;
- Εγώ 'μουν πλούσιος πολύ, είχα πολλά περιβόλια, πολλές δουλειές, πολλές έγνοιες· που να προφτάσω;
- Ήσουν, τον αντίκοψε ο Θεός, πιο πλούσιος από τον Ελεάζαρ, το γιο του Χαρσώμ, που ο κύρης του του αφήκε χίλια χωριά και χίλια καράβια; Κι όλα τα παρατούσε και πήγαινε όπου μάθαινε πως βρίσκουνταν ένας σοφός και ξηγούσε το Νόμο; Τι έχεις να πεις;
- Τίποτα, Κύριε, μουρμούρισε κι ο πλούσιος κι άρχισε κι αυτός να κλαίει.
Στράφηκε ο Θεός στο χαροκόπο:
- Και του λόγου σου, ομορφονιέ, γιατί δε μελέτησες το Νόμο;
- Εγώ 'μουν περίσσια όμορφος, πολλές γυναίκες έπεσαν απάνω μου, πολλά γλέντια, που να βρω καιρό να κοιτάξω και το Νόμο;
- Ήσουν εσύ πιο όμορφος από τον Ιωσήφ, που τον αγάπησε η γυναίκα του Πετεφρή, κι ήταν τόσο όμορφος που έλεγε στον ήλιο: λάμψε ήλιε, για να λάμψω; Κι όταν ξεδίπλωνε το Νόμο, τα γράμματα άνοιγαν σαν πόρτες, κι έβγαιναν έξω, ντυμένα φως και φλόγα, τα νοήματα; Τι έχεις να πεις;
- Τίποτα, Κύριε, μουρμούρισε κι ο χαροκόπος κι άρχισε κι αυτός να κλαίει.
Χτύπησε ο Θεός τα παλαμάκια, φώναξε από τον Παράδεισο το Χιλέλ, τον Ελεάζαρ και τον Ιωσήφ· ήρθαν.
- Δικάστε τους ανθρώπους ετούτους, είπε, που από τη φτώχεια τους, από τα πλούτη τους, από την ομορφιά τους, δε μελέτησαν το Νόμο· λέγε, Χιλέλ· δίκασε το φτωχό!
- Κύριε, αποκρίθηκε αυτός, πώς μπορώ εγώ να τον δικάσω! Ξέρω τι θα πει φτώχεια, ξέρω τι θα πει πείνα· συχωρεμένος να 'ναι!
- Κι εσύ, Ελεάζαρ; είπε ο Θεός· να ο πλούσιος, σου τον παραδίνω!
- Κύριε, αποκρίθηκε αυτός, πώς μπορώ εγώ να τον δικάσω; ξέρω τι θα πει πλούσιος· θάνατος· συχωρεμένος να 'ναι!
- Κι εσύ, Ιωσήφ; η σειρά σου· να ο ομορφονιός!
- Κύριε, πώς μπορώ εγώ να τον δικάσω; ξέρω τι αγώνας, τι μαρτύριο φοβερό να νικήσεις την ομορφιά του κορμιού σου· συχωρεμένος να 'ναι!
Σώπασε ο Ιησούς, χαμογελούσε και κοίταζε το Ναθαναήλ· κι αυτός, ανήσυχος:
- Και λοιπόν; ρώτησε· τι έκαμε ο Θεός;
- Ό,τι θα ΄κανες κι εσύ, αποκρίθηκε ο Ιησούς και γέλασε.
Γέλασε κι ο αγαθός μπαλωματής:
- Ε, τότε λοιπόν σώθηκα.
’ρπαξε και τα δυο χέρια του δάσκαλου, τα 'σφιξε δυνατα:
- Ραβή μου, φώναξε, κατάλαβα· δυο μονοπάτια, είπες, φέρνουν στον κόρφο του Θεού: το μονοπάτι του νου και το μονοπάτι της καρδιάς· εγώ πήρα το μονοπάτι της καρδιάς και σε βρήκα!"
Πολλοί δρόμοι και πολλά μονοπάτια οδηγούν στο ίδιο μέρος. Στο σμίξιμο ανθρώπου και Θεού. Ο θεολόγος ακολουθεί τον δρόμο της πίστης, στο δρόμο που όρισαν οι άγιοι Πατέρες και κάνει υπακοή σε αυτά που είπαν αυτοί, ακόμα κι αν η καρδιά του λέει πως είναι λάθος. Κάποιοι πάλι αναμασούν, σαν νεότεροι φαρισαίοι, λόγια από την Αγία Γραφή και τα πατερικά Κείμενα με ιδιοτέλεια. Λίγοι κατορθώνουν να δουν με τα μάτια της αγνής ψυχής τους τη μεγαλοσύνη του Θεού. Αυτοί μπορούν να μιλήσουν για το Θεό που δεν τιμωρεί αλλά καρτερεί τον άσωτο γιό.
Ο μυημένος έχει "δει" το φως της πραγματικής γνώσης και έχει πλατύνει νου και καρδιά, που χωρούν πολλή αγάπη και μεγάλη κατανόηση. Ο μύστης ακολουθεί την ατραπό που του δείχνουν η καρδιά κι ο νους. Ξέρει πως ο άσωτος έχει πάρει το δρόμο της επιστροφής, και, όπως τα χελιδόνια βρίσκουν το δρόμο τους, θα επιστρέψει αργά ή γρήγορα εξαγνισμένος και λαμπρός, ντυμένος το ένδυμα της γνώσης, και θα πέσει στην αγκαλιά του Πατέρα.
Ο Θεός, λοιπόν, δέχεται στη σύναξη τον σατανά, και συνδιαλέγεται μαζί του. Δεν μιλάει ούτε με τον αρχάγγελο Μιχαήλ, ούτε με τον Ραφαήλ, αλλά με τον σατανά! Και ο σατανάς παρακινεί τον Θεό(!) να δοκιμάσει τον Ιώβ! Συνεπώς, πώς μπορεί να μη συγχωρήσει τον σατανά;
Επιπλέον όργανά Του είναι και τα πνεύματα που ακολούθησαν τον εωσφόρο. Διαβάζουμε πως χρησιμοποιεί τα πονηρά πνεύματα: "Εξαπέστειλεν εις αυτούς οργήν θυμού αυτού, θυμόν και οργήν και θλίψιν, αποστολήν δι' αγγέλων πονηρών" (Ψαλμοί, ΟΖ΄ 49). Σε άλλο σημείο: "και ήρξεν Αβιμάχελ επί Ισραήλ τρία έτη. και εξαπέστειλεν ο Θεός πνεύμα πονηρόν ανά μέσον Αβιμέλεχ και ανά μέσον των ανδρών Σικίμων, και ηθέτησαν άνδρες Σικίμων εν οίκω Αβιμέλεχ " (Κριταί, Θ΄ 22-23). Και αλλού: "και είπεν· εξελεύσομαι και έσομαι πνεύμα ψευδές εν στόματι πάντων των προφητών αυτού. Και είπεν. Απατήσεις και συνήση, έξελθε και ποίησον ούτω. Και νυν ιδού έδωκε κύριος πνεύμα ψευδές εν στόματι των προφητών σου τούτων, και Κύριος ελάλησεν επί σε κακά" (Παραλειπομένων Β', ιη΄21-22)
Επομένως, το "θέλω" του ανθρώπου βρίσκεται και κινείται μέσα στα πλαίσια του ισχυρού "θέλω" του Θεού και για κανένα λόγο δεν μπορεί να βγει έξω και να ανεξαρτητοποιηθεί και να κάνει ό,τι του κατέβει. Όλα τα θελήματα των λογικών όντων μέσα στο Σύμπαν εξαρτώνται από το κυρίαρχο "θέλω" του Θεού. Kαι αυτός ο ίδιος ο μονογενής Yιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Xριστός υποτάχθηκε στο θέλημα του Πατέρα Tου: "πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ' εμού· πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γινέσθω " (Λουκά κβ' 42). Να θυμηθούμε και το βιβλικό: "Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ" (Αποκ. Ιωάν., α΄8)
Η αποκατάσταση θα γίνει δια μέσου του Χριστού: "ότι εν αυτώ ευδόκησε παν το πλήρωμα κατοικήσαι και δι' αυτού αποκαταλλάξαι τα πάντα εις αυτόν, ειρηνοποιήσας δια του αίματος του σταυρού αυτού, δι' αυτού είτε τα επί της γης είτε τα εν τοις ουρανοίς." (Παύλου Κολας., α΄ 19-20)
Η εξάλειψη του κακού από τον άνθρωπο και η αποκατάσταση των πάντων συνδέεται με την μετενσάρκωση. Η δοξασία της μετενσάρκωσης είναι ένα τεράστιο θέμα, για το οποίο έχουν χυθεί πολλά κυβικά μέτρα μελάνι. Η δοξασία αυτή ήταν κυρίαρχη σε όλα τα αρχαία ελληνικά μυστήρια, Ορφικά, Καβείρια, Ελευσίνια κ.λ.π. Υποστηριζόταν από όλους τους αρχαίους μύστες και τις φιλοσοφικές σχολές. Γι' αυτό το θέμα μίλησε η προστωϊκή φιλοσοφία (Αναξίμανδρος, Πυθαγόρειοι, Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής), η στωϊκή φιλοσοφία, ο πυθαγορισμός και νεοπυθαγορισμός, ο πλατωνισμός και ο νεοπλατωνισμός. Μέσα στην ανακύκληση του κόσμου συμμετέχει και η ψυχή του ανθρώπου, γι' αυτό και τα περισσότερα φιλοσοφικά συστήματα, τόσο τα αρχαία, όσο και τα νέα που άπτονται της μεταφυσικής, κάνουν λόγο για μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση, δηλαδή για την εκ νέου επάνοδο της ψυχής στον κόσμο για να καθαρθεί.
Ο Πλάτωνας στα έργα του υπερτονίζει την προΰπαρξη της ψυχής, δηλ. πως η ψυχή υπήρχε πριν τη γέννηση του ανθρώπου: " και την ημετέραν ψυχήν είναι πριν γεγονέναι ημάς". Στο έργο του "Φαίδων" αναφέρει: "υπάρχει λοιπόν μια παλιά παράδοση, που λέει πως φτάνουν πράγματι (οι ψυχές) από δω (αισθητό κόσμο) εκεί (στον άδη), και πάλι βέβαια επιστρέφουν εδώ και γεννώνται εκ των νεκρών· και αν είναι έτσι, να ξαναγεννιούνται δηλαδή από τους πεθαμένους οι ζωντανοί, τι άλλο μπορούμε να υποθέσουμε παρά ότι οι ψυχές μας υπάρχουν εκεί;" (Πλάτωνας, "Φαίδων", 70 c).
Η επαναγέννηση έχει σαν σκοπό την αποβολή του κακού: "και βέβαια δεν είναι οι ψυχές των αγαθών, αλλά των πονηρών, που αναγκάζονται να τριγυρνούν εκεί και να εκτίουν έτσι την ποινή για τον προηγούμενο τρόπο ζωής, που ήταν κακός." (Πλάτωνας, "Φαίδων", 81b). Έτσι με την μετενσάρκωση συνδέεται η δοξασία του αντιπεπονθότος ή της ανταπόδοσης (νόμος του κάρμα).
Ο νόμος της ανταπόδοσης αναφέρεται και στην Κ. Διαθήκη: "και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή;" (Ιωάννης, θ΄1-2). Στο χωρίο αυτό έχουμε ταυτόχρονα και τη μετενσάρκωση και το νόμο της ανταπόδοσης, γιατί αν ο εκ γενετής τυφλός είχε αμαρτήσει και η τιμωρία του ήταν να γεννηθεί τυφλός, τότε διέπραξε αμαρτία σε προηγούμενη ζωή του! Μα, θα μας πείτε, η εκκλησία δεν δέχεται την μετενσάρκωση, την έχει απορρίψει. Θα σας παραθέσουμε κάποια χωρία από το Ευαγγέλιο, και ως λογικά όντα βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα: "πάντες γαρ οι προφήται και ο νόμος έως Ιωάννου προεφήτευσαν· και ει θέλετε δέξασθαι, αυτός εστιν Ηλίας ο μέλλων έρχεσθαι. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω." ( Ματθαίος, ια΄ 14-15 ).
"Και επηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· τι ουν οι γραμματείς λέγουσιν ότι Ηλίαν δει ελθείν πρώτον; ο δε ιησούς αποκριθείς είπεν αυτοίς· ηλίας μεν έρχεται πρώτον και αποκαταστήσει πάντα· λέγω δε υμίν ότι Ηλίας ήδη ήλθε, και ουκ επέγνωσαν αυτόν, αλλ' εποίησαν εν αυτώ όσα ηθέλησαν· ούτω και ο υιός του ανθρώπου μέλλει πάσχειν υπ' αυτών. τότε συνήκαν οι μαθηταί ότι περί Ιωάννου του βαπτιστού είπεν αυτοίς." (Ματθαίος, ιζ΄10-13).
Ο Ιησούς μήπως δεν λέει ολοφάνερα πως ο Ιωάννης ο βαπτιστής είναι μετενσάρκωση του προφήτη Ηλία; Αν θέλετε να το παραδεχθείτε μας παραγγέλνει και προσθέτει: "ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω" και νόησιν νοείν θα συμπληρώναμε εμείς! Φαίνεται πως και οι μαθητές Του είχαν ακούσει και δέχονταν αυτή τη δοξασία. Και ο ίδιος ο Ιησούς είχε την απορία ο όχλος ποιανού νομίζει πως είναι νέα ενσάρκωση: "Ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου ηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων· τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι υιόν του ανθρώπου; οι δε είπον· οι μεν Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν ή ένα των προφητών." ( Ματθαίος, ιστ΄ 13-14). Πώς ερμηνεύετε πως άλλοι θεωρούν τον Χριστό πως είναι ο Ιωάννης (τον είχε ήδη αποκεφαλίσει ο Ηρώδης), άλλοι πως είναι ο Ιερεμίας κι άλλοι ο Ηλίας, προφήτες που έζησαν που έζησαν 700 ή 900 χρόνια πριν τον Χριστό;
Η μετενσάρκωση ήταν δοξασία που πίστευαν οι πρώτοι χριστιανοί, αλλά απορρίφτηκε με συνοδική απόφαση κατά την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι οι θεολόγοι την καταδικάζουν. Αντίθετα οι μύστες την δέχονται ως βασικό στοιχείο της προσπάθειας του ανθρώπου να προσεγγίσει τη θεότητα και να ομοιωθεί μ' Αυτήν.
Σαν επίλογο θα δώσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη "Ο Τελευταίος Πειρασμός".
"Ο Ναθαναήλ κάθουνταν απάνω στα κάρβουνα· ήθελε να μιλήσει, μα ντρέπουνταν.
- Λέγε, Ναθαναήλ, του 'καμε ο δάσκαλος, άνοιξε την καρδιά σου ν' αλαφρώσεις.
- Ραβή, αποκρίθηκε αυτός, ήθελα να σου πω, για να ξέρεις, εγώ ήμουν πάντα φτωχός, μεροδούλι μεροφάι· δεν είχα ποτέ καιρό να μελετήσω κι εγώ το Νόμο· είμαι τυφλός, ραβή, και να με συμπαθάς· αυτό ήθελα να σου πω, για να ξέρεις· το 'πα κι αλάφρωσα.
Ο Ιησούς άγγισε χαδευτικά τις φαρδιές πλάτες του νεοφώτιστου· γέλασε.
- Ναθαναήλ, είπε, μην αναστενάζεις· δυο μονοπάτια φέρνουν στον κόρφο του Θεού· το ένα, το μονοπάτι του νου, το άλλο, το μονοπάτι της καρδιάς· άκου το παραμύθι που θα πω:
Ένας φτωχός, ένας πλούσιος κι ένας χαροκόπος πέθαναν την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, και παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο του Θεού· κανένας τους, σε όλη του τη ζωή, δεν είχε μελετήσει το Νόμο· ο Θεός μάζεψε τα φρύδια του, ρώτησε το φτωχό:
- Γιατί δε μελέτησες το Νόμο όσο ζούσες;
- Κύριε, αποκρίθηκε αυτός, ήμουν φτωχός, πεινούσα, δούλευα μέρα νύχτα να θρέψω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, δεν είχα καιρό.
- Ήσουν πιο φτωχός του λόγου σου από τον πιστό δούλο μου το Χιλέλ; έκαμε ο Θεός θυμωμένος· δεν είχε να πληρώσει, να μπει μέσα στη συναγωγή, ν' ακούσει να ξηγούν το Νόμο· σκαρφάλωσε το λοιπόν στη στέγη, κι από το φεγγίτη ξαπλωμένος, άκουε· μα χιόνισε, δεν το κατάλαβε, συνεπαρμένος όπως ήταν ν' ακούει, και το πρωί μπαίνει ο ραβίνος και βλέπει σκοτεινή τη συναγωγή· σηκώνει τα μάτια, βλέπει στο φεγγίτη ένα κορμί ανθρώπου· ανεβαίνει στη στέγη, σκάβει το χιόνι, ξεθάβει το Χιλέλ· τον παίρνει στην αγκαλιά του, τον κατεβάζει, ανάβει φωτιά, τον ζωντάνεψε· και πια του 'δωκε την άδεια να μπαίνει λεύτερα ν' ακούει· κι έγινε ο ξακουστός ραβίνος, όλος ο κόσμος τον έχει ακουστά, ο Χιλέλ. Τι έχεις να πεις;
- Τίποτα, Κύριε, μουρμούρισε ο φτωχός κι άρχισε να κλαίει.
Στράφηκε ο Θεός στον πλούσιο:
- Κι η αφεντιά σου, γιατί δε μελέτησες το Νόμο, όσο ζούσες;
- Εγώ 'μουν πλούσιος πολύ, είχα πολλά περιβόλια, πολλές δουλειές, πολλές έγνοιες· που να προφτάσω;
- Ήσουν, τον αντίκοψε ο Θεός, πιο πλούσιος από τον Ελεάζαρ, το γιο του Χαρσώμ, που ο κύρης του του αφήκε χίλια χωριά και χίλια καράβια; Κι όλα τα παρατούσε και πήγαινε όπου μάθαινε πως βρίσκουνταν ένας σοφός και ξηγούσε το Νόμο; Τι έχεις να πεις;
- Τίποτα, Κύριε, μουρμούρισε κι ο πλούσιος κι άρχισε κι αυτός να κλαίει.
Στράφηκε ο Θεός στο χαροκόπο:
- Και του λόγου σου, ομορφονιέ, γιατί δε μελέτησες το Νόμο;
- Εγώ 'μουν περίσσια όμορφος, πολλές γυναίκες έπεσαν απάνω μου, πολλά γλέντια, που να βρω καιρό να κοιτάξω και το Νόμο;
- Ήσουν εσύ πιο όμορφος από τον Ιωσήφ, που τον αγάπησε η γυναίκα του Πετεφρή, κι ήταν τόσο όμορφος που έλεγε στον ήλιο: λάμψε ήλιε, για να λάμψω; Κι όταν ξεδίπλωνε το Νόμο, τα γράμματα άνοιγαν σαν πόρτες, κι έβγαιναν έξω, ντυμένα φως και φλόγα, τα νοήματα; Τι έχεις να πεις;
- Τίποτα, Κύριε, μουρμούρισε κι ο χαροκόπος κι άρχισε κι αυτός να κλαίει.
Χτύπησε ο Θεός τα παλαμάκια, φώναξε από τον Παράδεισο το Χιλέλ, τον Ελεάζαρ και τον Ιωσήφ· ήρθαν.
- Δικάστε τους ανθρώπους ετούτους, είπε, που από τη φτώχεια τους, από τα πλούτη τους, από την ομορφιά τους, δε μελέτησαν το Νόμο· λέγε, Χιλέλ· δίκασε το φτωχό!
- Κύριε, αποκρίθηκε αυτός, πώς μπορώ εγώ να τον δικάσω! Ξέρω τι θα πει φτώχεια, ξέρω τι θα πει πείνα· συχωρεμένος να 'ναι!
- Κι εσύ, Ελεάζαρ; είπε ο Θεός· να ο πλούσιος, σου τον παραδίνω!
- Κύριε, αποκρίθηκε αυτός, πώς μπορώ εγώ να τον δικάσω; ξέρω τι θα πει πλούσιος· θάνατος· συχωρεμένος να 'ναι!
- Κι εσύ, Ιωσήφ; η σειρά σου· να ο ομορφονιός!
- Κύριε, πώς μπορώ εγώ να τον δικάσω; ξέρω τι αγώνας, τι μαρτύριο φοβερό να νικήσεις την ομορφιά του κορμιού σου· συχωρεμένος να 'ναι!
Σώπασε ο Ιησούς, χαμογελούσε και κοίταζε το Ναθαναήλ· κι αυτός, ανήσυχος:
- Και λοιπόν; ρώτησε· τι έκαμε ο Θεός;
- Ό,τι θα ΄κανες κι εσύ, αποκρίθηκε ο Ιησούς και γέλασε.
Γέλασε κι ο αγαθός μπαλωματής:
- Ε, τότε λοιπόν σώθηκα.
’ρπαξε και τα δυο χέρια του δάσκαλου, τα 'σφιξε δυνατα:
- Ραβή μου, φώναξε, κατάλαβα· δυο μονοπάτια, είπες, φέρνουν στον κόρφο του Θεού: το μονοπάτι του νου και το μονοπάτι της καρδιάς· εγώ πήρα το μονοπάτι της καρδιάς και σε βρήκα!"
Πολλοί δρόμοι και πολλά μονοπάτια οδηγούν στο ίδιο μέρος. Στο σμίξιμο ανθρώπου και Θεού. Ο θεολόγος ακολουθεί τον δρόμο της πίστης, στο δρόμο που όρισαν οι άγιοι Πατέρες και κάνει υπακοή σε αυτά που είπαν αυτοί, ακόμα κι αν η καρδιά του λέει πως είναι λάθος. Κάποιοι πάλι αναμασούν, σαν νεότεροι φαρισαίοι, λόγια από την Αγία Γραφή και τα πατερικά Κείμενα με ιδιοτέλεια. Λίγοι κατορθώνουν να δουν με τα μάτια της αγνής ψυχής τους τη μεγαλοσύνη του Θεού. Αυτοί μπορούν να μιλήσουν για το Θεό που δεν τιμωρεί αλλά καρτερεί τον άσωτο γιό.
Ο μυημένος έχει "δει" το φως της πραγματικής γνώσης και έχει πλατύνει νου και καρδιά, που χωρούν πολλή αγάπη και μεγάλη κατανόηση. Ο μύστης ακολουθεί την ατραπό που του δείχνουν η καρδιά κι ο νους. Ξέρει πως ο άσωτος έχει πάρει το δρόμο της επιστροφής, και, όπως τα χελιδόνια βρίσκουν το δρόμο τους, θα επιστρέψει αργά ή γρήγορα εξαγνισμένος και λαμπρός, ντυμένος το ένδυμα της γνώσης, και θα πέσει στην αγκαλιά του Πατέρα.
___________________________________________
(*1) Γρηγόριος Νύσσης: Αν και η άποψή του περί της αποκατάστασης των πάντων καταδικάστηκε ως αιρετική, ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η θεολογική του κατάρτιση. Στην Β' Οικουμενική Σύνοδο αναγνωρίστηκε από όλους ως ο κατ' εξοχήν θεολόγος. Αυτός διάβασε την εισηγητική ομιλία στην Σύνοδο, εκφώνησε τον επικήδειο λόγο στον Μελέτιο Αντιοχείας, που ήταν Πρόεδρος της Συνόδου. Ήταν ο κεντρικός ομιλητής κατά την ενθρόνιση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, και όπως πιστεύεται, αυτός έδωσε την τελική μορφή στο Σύμβολο της Πίστεως και συνέταξε το άρθρο περί του Αγίου Πνεύματος. Μάλιστα, λέγεται ότι στην εικονογράφηση της Β' Οικουμενικής Συνόδου ο άγιος Γρηγόριος παρουσιάζεται ως ο πρακτικογράφος της Συνόδου.
Πριν από την λήξη των εργασιών της Συνόδου αυτής ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο ο άγιος Γρηγόριος ορίστηκε ως ένας από τους τρεις επισκόπους, που θα είναι πρότυπο πίστης για τους επισκόπους του Πόντου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όσοι δεν συμφωνούσαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου και δεν είχαν κοινωνία μαζί του, ήταν αιρετικοί.
Πριν από την λήξη των εργασιών της Συνόδου αυτής ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο ο άγιος Γρηγόριος ορίστηκε ως ένας από τους τρεις επισκόπους, που θα είναι πρότυπο πίστης για τους επισκόπους του Πόντου, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όσοι δεν συμφωνούσαν με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου και δεν είχαν κοινωνία μαζί του, ήταν αιρετικοί.
(*2). Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Οσία Μακρίνα (αδελφή των Μέγ. Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης και Πέτρου (επισκόπου Σεβαστείας ). Μας λέει: "Το κακό θα εξαφανιστεί εντελώς. Εάν ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι, σίγουρα δε θα υπάρχει πλέον το κακό μέσα τους..." και "ο Χριστός ελευθερώνει τους ανθρώπους από την κακία και θεραπεύει ακόμα και τον ίδιο τον εφευρετή της κακίας". Τα λόγια της Μακρίνας: "Το κακό θα εξαφανιστεί εντελώς. Εάν ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι, σίγουρα δε θα υπάρχει πλέον το κακό μέσα τους... Είναι αναγκαίο κάποιο καιρό να αφαιρεθεί εντελώς το κακό από την ύπαρξη...". Η Μακρίνα δεν βρήκε καμία δυσκολία στην ιδέα ότι ο Θεός θα σώσει όλους τους ανθρώπους μέσω της ελεύθερης βούλησης: "επειδή από τη φύση του το κακό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ελεύθερη βούληση, όταν όλη η ελεύθερη βούληση έλθει κάτω από τη δύναμη του Θεού, σίγουρα το κακό θα εξαφανισθεί εντελώς καθώς δε θα υπάρχει κανένας δέκτης του". Στη συνομιλία του Γρηγόριου με την Μακρίνα, η οποία λέει και τα περισσότερα, "η Ανάσταση και η Αποκατάσταση χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι όροι, όπως για παράδειγμα όταν η Μακρίνα διακηρύττει ότι η Ανάσταση δεν είναι παρά η Αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσης"
! Ο Δημήτρης Μάρκου είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος.