Κείμενο : Φρειδερίκος Νίτσε*
«Να το ωραίο άλογο που χτυπά τη γη με τα πόδια του και χλιμιντρίζει, κι αδημονεί να τρέξει κι αγαπά αυτόν που το καβαλά – αλλά τι ντροπή! Ο καβαλάρης δεν μπορεί να ανεβεί στη σέλα, είναι κουρασμένος. Αυτή είναι η ντροπή του κουρασμένου στοχαστή μπροστά στη δική του φιλοσοφία.»
«Πώς πρέπει να συμπεριφέρεται κανείς; Για ποιο σκοπό πρέπει να ενεργεί; – Αναφορικά με τις άμεσες και καθημερινές ανάγκες του ατόμου είναι εύκολο να απαντήσει κανείς σ’ αυτό το ερώτημα. Αλλά όσο περισσότερο υπεισέρχεται σε ένα πεδίο λεπτότερων, πιο εκτεταμένων και πιο σημαντικών πράξεων, τόσο περισσότερο αβέβαιο και αυθαίρετο γίνεται το πρόβλημα. Ωστόσο, πρέπει εδώ ακριβώς να αποτραπεί η αυθαιρεσία της απόφασης! Αυτό απαιτεί η αυθεντία της ηθικής: ένας φόβος και ένας τυφλός σεβασμός πρέπει να οδηγούν τον άνθρωπο δίχως καθυστέρηση σ’ αυτές τις πράξεις που δεν διακρίνει αμέσως τον σκοπό και τα μέσα τους! Στα πράγματα όπου θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο να σκεφτόμαστε λαθεμένα, αυτή η αυθεντία της ηθικής συνδέει τη σκέψη – έτσι τουλάχιστον η ηθική συνηθίζει να δικαιολογείται μπροστά στους κατήγορούς της. «Λαθεμένα», εδώ σημαίνει «επικίνδυνα» -, αλλά επικίνδυνα για ποιον; Γενικά, δεν είναι ο κίνδυνος της πράξης που έχουν υπόψη οι κάτοικοι της αυθεντικής ηθικής, αλλά ο δικός τους κίνδυνος, η απώλεια που θα μπορούσε να υποστεί η δύναμή τους και η επιρροή τους, μόλις θα αναγνωριζόταν σε όλους το δικαίωμα να ενεργούν σύμφωνα με τη δική τους οποιαδήποτε λογική, αυθαίρετα και απερίσκεπτα: αυτοί διατάζουν, ακόμη και όταν στα ερωτήματα: «Πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι; για ποιο σκοπό πρέπει να ενεργώ;» μόλις και μετά βίας μπορούν να δοθούν απαντήσεις. Και αν η λογική της ανθρωπότητας αναπτύσσεται με τόσο περίεργη βραδύτητα, ώστε μερικές φορές να αμφισβητείται αυτή η ανάπτυξη που αφορά ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, ποιος έχει μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτό, αν όχι αυτή η επίσημη παρουσία; Θα πω μάλιστα, αυτή η πανταχού παρουσία των ηθικών εντολών που δεν επιτρέπουν ούτε να τεθεί το προσωπικό ερώτημα «Για ποιο σκοπό;» και «Πώς;» Μήπως η παιδεία μας δεν έχει δημιουργηθεί για να μας προκαλεί παθητικά συναισθήματα, για να μας κάνει να καταφεύγουμε στο σκοτάδι όταν η λογική μας θα έπρεπε να διατηρεί όλη της τη διαύγεια και την ψυχραιμία; Εννοώ σε όλες τις ανώτερες και σπουδαιότερες υποθέσεις.»
[…]
«Οι περισσότεροι άνθρωποι, ό,τι κι αν πιστεύουν και λένε για τον «εγωισμό» τους, δεν κάνουν τίποτα σ’ όλη τη ζωή τους για το εγώ τους, αλλά για το φάντασμα του εγώ τους που έχει σχηματιστεί γι’ αυτούς μέσα στο πνεύμα του περιβάλλοντος τους πριν τους κοινοποιηθεί. Κατά συνέπεια, ζουν όλοι μέσα σε μια νεφέλη από απρόσωπες ή μισοπρόσωπες γνώμες, και από αυθαίρετες και κατά κάποιο φανταστικές αξιολογήσεις, ο ένας σε σχέση με τον άλλο, και επομένως από πνεύμα σε πνεύμα: είναι ένα μοναδικός κόσμος φαντασμάτων που ξέρει να δίνει μια εικόνα τόσο γαλήνια! Αυτή καταχνιά από γνώμες και συνήθειες αναπτύσσεται και ζει σχεδόν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους που περικαλύπτει. Σ’ αυτή βρίσκεται η αχώριστη δυσαναλογία από τις γενικές κρίσεις για τους ανθρώπους – όλοι αυτοί που είναι άγνωστοι μεταξύ τους πιστεύουν σ’ αυτή την αναιμική και αφηρημένη λέξη «άνθρωπος», δηλαδή σε ένα μύθο. Και κάθε αλλαγή που επιχειρείται σ’ αυτή την αφηρημένη έννοια από τις μεμονωμένες ισχυρές κρίσεις (όπως εκείνες των ηγεμόνων και των φιλοσόφων) προκαλεί ένα ασυνήθιστο και παράλογο αποτέλεσμα στη μεγάλη πλειονότητα. – Όλα αυτά επειδή κάθε άτομο αυτής της πλειοψηφίας δεν μπορεί να αντιτάξει ένα αληθινό εγώ, που του είναι προσιτό και που το έχει εμβαθύνει, στην καθολική ωχρή πλαστικότητα, που θα κατάστρεφε μ’ αυτό τον τρόπο.»
[…]
«Πρέπει να το τακτοποιήσεις αυτό με τον εαυτό σου, επειδή πρόκειται για τη ζωή σου.” Είναι ο Λούθηρος που μας κάνει αυτή τη δήλωση πιστεύοντας ότι μας έβαλε το μαχαίρι στον λαιμό. Αλλά εμείς τον αποκρούουμε με τα λόγια κάποιου ανώτερου και πιο συνετού: “Εξαρτάται από μας να μην σχηματίζουμε γνώμη για το ένα ή για το άλλο και να απαλλάξουμε έτσι την ψυχή μας από την ανησυχία. Γιατί, από την ίδια τη φύση τους τα πράγματα δεν μπορούν να μας αναγκάσουν να έχουμε γνώμη.»
[…]
«Τι είναι εκείνο που μου αρέσει στον Θουκυδίδη; Τι με ωθεί να τον εκτιμώ περισσότερο από τον Πλάτωνα; Αντλεί τη μεγαλύτερη και την πιο ανιδιοτελή ευχαρίστηση από το καθετί, από τον άνθρωπο και τα γεγονότα, και βρίσκει ότι σε κάθε τύπο ανήκει μια ποσότητα ορθολογισμού: αυτό τον ορθολογισμό ζητά να ανακαλύψει. Έχει μια μεγαλύτερη πρακτική δικαιοσύνη από τον Πλάτωνα. Δεν διαβάλλει και δεν ταπεινώνει τους ανθρώπους που δεν του αρέσουν ή που του έκαναν κακό. Αντίθετα: προσθέτει και εισάγει ένα στοιχείο μεγαλείου σε κάθε πράγμα και σε κάθε πρόσωπο, βλέποντας σ’ αυτά μόνο χαρακτήρες. Τι θα μπορούσαν να κάνουν όλες οι επόμενες γενιές που τους αφιερώνει το έργο του μ’ αυτό που δεν είναι τυπικό! Έτσι ανοίγεται σ’ αυτό τον άνθρωπο-στοχαστή ο πολιτισμός της ανιδιοτελούς γνώσης του κόσμου, σε μια θαυμαστή άνθιση, αυτός ο πολιτισμός που βρίσκει τον ποιητή του στον Σοφοκλή, τον πολιτικό του στον Περικλή, τον γιατρό του στον Ιπποκράτη, τον φυσικό του επιστήμονα στον Δημόκριτο: αυτός ο πολιτισμός που του αξίζει να βαφτιστεί με το όνομά των δασκάλων του, των σοφιστών, και που δυστυχώς, από τη στιγμή της βάφτισής του, αρχίζει ξαφνικά να ωχριά και να γίνεται ασύλληπτος για μας, – επειδή από τότε υποψιαζόμαστε ότι θα ήταν πολύ ανήθικος για να τον χτυπήσει ο Πλάτων και όλες οι σωκρατικές σχολές! Εδώ η αλήθεια είναι τόσο πολύπλοκη και τόσο συγκεχυμένη ώστε αποφεύγει κανείς να τη διευκρινίσει: ας ακολουθήσει λοιπόν η πανάρχαια πλάνη (error veritate simplicior) τον παλιό της δρόμο!»
[…]
«Δεν τον γνωρίζετε! Η αλήθεια είναι ότι υποτάσσεται εύκολα και ελεύθερα στους ανθρώπους και στα πράγματα, και ότι δείχνει καλοσύνη και στα δύο – το μόνο που ζητά είναι να τον αφήσουν ήσυχο – αλλά μόνο όσο οι άνθρωποι και τα πράγματα δεν απαιτούν υποταγή. Κάθε αξίωση τον κάνει περήφανο, ακοινώνητο και φιλοπόλεμο.»
[…]
«Δεν είναι για μια φορά μόνο αλλά ακατάπαυστα που η ικανότητά μας και η μεγαλοσύνη μας γίνονται κομμάτια. Τα μικρά φυτά που φυτρώνουν παντού, που εισβάλλουν ανάμεσα στα πράγματα και προσκολλώνται σ’ αυτά, – αυτή η μικρή βλάστηση που καταστρέφει ό,τι μεγάλο υπάρχει μέσα μας,-τη μικρότητα του περιβάλλοντος μας, αυτά που βλέπουμε καθημερινά, κάθε ώρα, τις χίλιες μικρές ρίζες αυτού ή εκείνου του μικρόψυχου αισθήματος που φυτρώνουν γύρω μας, στις δουλειές μας, στις συναναστροφές μας, στη χρησιμοποίηση του χρόνου μας. Αν αφήσουμε αυτό το μικρό ζιζάνιο να περάσει απαρατήρητο, θα μας καταστρέψει χωρίς να το καταλάβουμε!- Και αν θέλετε οπωσδήποτε να αφανιστείτε, προτιμήστε να το κάνετε με μιας και ξαφνικά: τότε θα μείνουν ίσως από σας θαυμάσια λείψανα! Και όχι, όπως φοβόμαστε σήμερα, φωλιές από τυφλοπόντικες! Και χόρτο και ζιζάνια πάνω σ’ αυτές τις μικρές, νικηφόρες, ταπεινές φωλιές, ίδιες με πριν και πολύ αξιοθρήνητες ακόμη και για να θριαμβεύσουν! »
[…]
«Δεν υπάρχει ούτε μία και μοναδική επιστημονική μέθοδος που μπορεί αποκλειστικά να σου δώσει τη γνώση! Πρέπει να ενεργούμε απέναντι στα πράγματα ψηλαφιστά, να είμαστε πότε καλοί, πότε κακοί μ’ αυτά και να τα χειριζόμαστε διαδοχικά με δικαιοσύνη, πάθος και ψυχραιμία. Ο ένας συνδιαλέγεται με τα πράγματα ως αστυνομικός, ο άλλος ως εξομολογητής, ένας τρίτος ως ταξιδιώτης και ως περίεργος. Θα κατορθώσει κανείς να τους αποσπάσει ένα κομμάτι είτε με τη συμπάθεια είτε με τη βία. Ο ένας ωθείται μπροστά για να τα δει καθαρά, από τον σεβασμό που του εμπνέουν τα μυστικά τους, ο άλλος αντίθετα, από αδιακρισία και πονηριά ως προς την ερμηνεία των μυστηρίων. Εμείς οι αναζητητές της γνώσης, όπως όλοι οι κατακτητές, οι εξερευνητές, οι θαλασσοπόροι, οι τυχοδιώκτες, εμείς έχουμε μια ριψοκίνδυνη ηθικότητα και πρέπει να το θεωρούμε καλό που μας περνούν γενικά, για κακούς.»
[…]
«Για να υπολογίσουμε πόσο λεπτοί ή αδύνατοι από τη φύση τους φαίνονται ακόμη και οι πιο γεροί εγκέφαλοι, πρέπει να παρατηρήσουμε με ποιο τρόπο αντιλαμβάνονται και αποδίδουν τις γνώμες των αντιπάλων τους•, το φυσικό μέτρο κάθε διάνοιας αποκαλύπτεται εδώ – Ο τέλειος σοφός, δίχως να το επιδιώκει, υψώνει τον αντίπαλό του σε είδωλο και ελευθερώνει την αντίφασή του από κάθε κηλίδα και από κάθε γωνία επαφής. Μόνο όταν ο αντίπαλός του έχει γίνει θεός με λαμπερά όπλα, παλεύει εναντίον του.»
[…]
«Επειδή κάτι έχει καταλήξει να μας φαίνεται διάφανο, φανταζόμαστε ότι δεν θα μπορεί στο εξής να μας αντισταθεί – και απορούμε τότε που βλέπουμε τα πράγματα διαμέσου αυτού δίχως να μπορούμε να το διαπεράσουμε! Πρόκειται για την ίδια τρέλα και την ίδια έκπληξη που δοκιμάζει μια μύγα όταν βρίσκεται μπροστά σε ένα τζάμι.»
[…]
«Να κάνουμε τα πιο αποκρουστικά πράγματα για τα οποία δεν τολμά κανείς να μιλήσει, αλλά που είναι χρήσιμα και αναγκαία, – είναι κι αυτό κάτι ηρωικό. Οι Έλληνες δεν ντρέπονταν να συγκαταλέγουν στα μεγάλα κατορθώματα του Ηρακλή τον καθαρισμό ενός στάβλου.»
[…]
«Αν λέω ψέματα αυτή τη στιγμή, δεν είμαι πια ένας έντιμος άνθρωπος και ο καθένας πρέπει να έχει το δικαίωμα να μου το πει κατάμουτρα.» – Συνιστώ αυτό τον τύπο στη θέση του δικαστικού όρκου και της γνωστής επίκλησης του Θεού: είναι πιο ισχυρός. Ο ευσεβής άνθρωπος δεν έχει κι αυτός κανένα λόγο να εναντιωθεί σ’ αυτό: επειδή από τη στιγμή που ο συνηθισμένος όρκος δεν” αρκεί πια, πρέπει ο ευσεβής να ακούει την κατήχηση που προστάζει: Δεν θα επικαλείσαι μάταια το όνομα του Κυρίου σου, του Θεού σου!»
[…]
«Παντού όπου οι αρχαίοι των πρώτων αιώνων έθεταν μια λέξη, πίστευαν ότι είχαν κάνει μια ανακάλυψη. Πόσο αλήθεια το θέμα ήταν διαφορετικό! – είχαν θίξει ένα πρόβλημα και πιστεύοντας ότι το είχαν λύσει, είχαν δημιουργήσει ένα εμπόδιο για τη λύση του – Τώρα, για να φτάσουμε στη γνώση, πρέπει να σκοντάψουμε σε λέξεις διαιωνισμένες και σκληρές σαν πέτρα, και αν επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο, θα σπάσουμε πιθανότερα ένα πόδι παρά μια λέξη.»
[…]
«Ντροπή σας! Θέλετε να ενταχθείτε σε ένα σύστημα όπου πρέπει να είναι κανείς ένας πλήρης και τέλειος τροχός! Όπου είναι φανερό ότι ο καθένας θα μπορούσε να είναι αυτό που τον κάνουν οι ανώτεροι του! Όπου η αναζήτηση των “σχέσεων” αποτελεί ένα από τα φυσικά καθήκοντα! Όπου κανείς δεν αισθάνεται προσβεβλημένος όταν του υποδεικνύουν έναν άνθρωπο που “μπορεί κάποτε να του είναι χρήσιμος”! Όπου δεν ντρέπεται κανείς να κάνει επισκέψεις για να ζητήσει τη μεσολάβηση κάποιου! Όπου δεν αμφιβάλλει μάλιστα κανείς ότι, με μια τόσο σκόπιμη συμμόρφωση με παρόμοια ήθη, κατατάσσεται μια για πάντα στα πιο ευτελή δοχεία της φύσης που οι άλλοι μπορούν να χρησιμοποήσουν ή να σπάσουν όποτε θέλουν, δίχως να θεωρούνται πολύ υπεύθυνοι. Όπως θα έλεγε κανείς:Δεν θα εκλείψουν ποτέ οι άνθρωποι του είδους μου: Χρησιμοποιείστε με λοιπόν, δίχως καμώματα!»
[…]
«Εδώ κι εκεί συναντάς ένα άνθρωπο που μετατρέπει σε χρυσάφι ό,τι αγγίζει. Μια ωραία μέρα, θα ανακαλύψει ότι αυτό το παιχνίδι θα τον κάνει να πεθάνει από πείνα. Όλα όσα είναι γύρω του είναι λαμπερά, εξαίσια, ιδανικά και απρόσιτα, και τώρα επιδιώκει να βρει πράγματα που του είναι τελείως αδύνατο να μεταβάλλει σε χρυσάφι. Και πόσο σφοδρά τα λαχταρά! Όπως ένας που πεθαίνει από πείνα λαχταρά την τροφή!
– Πού θ’ απλώσει το χέρι του;»
– Πού θ’ απλώσει το χέρι του;»
* Αποσπάσματα από το βιβλίο Αυγή – (Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις). Μετάφραση Ελένη Καλκάνη, εκδ. Δαμιανός.