Ζευγμένος εἰς τὸν ζυγὸ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου ὁ ἄνθρωπος, σύρει τὴν οἰκουμένη.
Ποῦ;
Εἰς ποίους βαραθρώδεις βράχους θὰ τὴν ὁδηγήσει, εἰς ποία παγερὰ ὕψη πέραν τοῦ τόπου καὶ τοῦ χώρου;
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλαι αἱ φυλαί, ὅλοι οἱ λαοί, ὅλαι αἱ γενεαί, εἶναι, ἐξ’ ἴσου, ζευγμένοι εἰς αὐτὸν τὸν διπλοῦν ζυγόν.
Καὶ νυχθημερὸν τὸν σύρουν βαρύν, ὠθούμενοι ἀπὸ κάποιαν ἀκατανίκητον δύναμιν.
Σύρουν καὶ σκοντάπτουν, καὶ πάλιν σύρουν καὶ πάλιν σκοντάπτουν, πίπτουν καὶ χάνονται.
Πρὸς τί;
Ποιὸς τοὺς ζευγνύει καὶ ποτὲ δὲν τοὺς ἀποζευγνύει;
Ὦ! ὁ χρόνος!.
Εἴπητέ μου τὸ μυστικὸν τοῦ χρόνου.
Ὁ χρόνος: πικρὸν φορτίον.
Καὶ ὁ χῶρος;
Θλιμμένος δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ χρόνου.
Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ τραγικὸν καὶ πιὸ θλιβερὸν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ζευγμένον εἰς τὸν βαρὺν ζυγὸν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου.
Σύρει τὸν χρόνον χωρὶς νὰ γνωρίζη οὕτε τὴν φύσιν, οὕτε τὸ νόημα, τὸν σκοπόν του.
Σύρει καὶ τὸν χῶρον, ἀλλὰ οὕτε αὐτοῦ γνωρίζει τὴν φύσιν τὸ νόημα τὸν σκοπόν.
Τὸ ἄσκοπον λοιπὸν στὴν αἰχμαλωσία τοῦ παραλόγου! Συναγωνίζεται τὸ ἄσκοπον μὲ τὸ παράλογον, τὸν ἀγῶνα κερδίζει πάντοτε τὸ τραγικόν.
Τὸ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ζεῖ κανεὶς σὲ τέτοιο κόσμο δὲν ἀποτελεῖ προνόμιο.
Δὲν εἶναι ἔτσι;
Ἀλλὰ κατὰ κάποια ἀκατανόητη ἀναγκαιότητα ἀμέσως μόλις ἐξέρχεσαι ἀπὸ τὸ μὴ ὅν εἰς τὸ εἶναι, ἀμέσως εὑρίσκεσαι ζευγμένος στὸν πικρὸ ζυγὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου.
Τὶ παράδοξη φιλοξενία!
Καὶ ἄν ἀκόμη ἐστάλης στὸν κόσμο μὲ κάπως πιὸ εὐαίσθητα αἰσθητήρια, γρήγορα θὰ αἰσθανθεῖς ὅτι μιὰ τεράστια θλίψη πιέζει ὅλα τὰ ὅντα, ὅτι κάποια ἄσπλαχνη ἐσωτερικὴ ἀρρώστια κατατρώγει ὅλα τὰ δημιουργήματα.
Καὶ ἡ καρδιά σου διὰ μιᾶς μετατρέπεται σὲ μιὰ πηγὴ δακρύων.
Τότε ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι τὸ κάθε πλάσμα ἔχει μάτια ποὺ συνεχῶς δακρύζουν ἀπὸ κάποια πικρὴ θλίψη.
Καὶ τὰ δάκρυα ὅλων τῶν πονεμένων πλασμάτων μαζεύονται στὴν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διαποτίζουν ὅλο του τὸ εἶναι.
Προσπάθησε ἄν μπορεῖς νὰ συγκρατήσεις τὴν καρδιά σου, νὰ μὴν ξεσπάσει σὲ λυγμούς, μπροστά στὴν λυπηρὴ μοῖρα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ προσπάθειά σου μεταβάλλεται σὲ μιὰ ἀπελπισμένη κραυγή.
Ἡ θέλησή σου λυγίζει, ἀνίσχυρη ἀπὸ τὴν ἔφοδο τῆς λύπης ὅλου τοῦ κόσμου ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν ὕπαρξή σου.
Ὁ κόσμος αὐτός... τὶ εἶναι ὁ κόσμος αὐτὸς μὲ ὅλα τὰ βάσανά του τὶς θλίψεις του, τὶς τραγωδίες του καὶ τοὺς πόνους του;
Τὶ ἄλλο ἄν ὄχι ἕνας μελλοθάνατος χωρὶς ἐλπίδα.
Ναὶ ἕνας μελλοθάνατος χωρὶς ἐλπίδα, ποὺ ψυχορραγεῖ μὲ μιὰ συνεχὴ ἀγωνία, ἀλλὰ ποτὲ δὲν πεθαίνει.
Τὶ μᾶς μένει;
Ὁ τρυγμός τῶν ὁδόντων καὶ ἡ ἀνταρσία.
Ἀλλὰ ἐναντίον τίνος;
Ἀχ αὐτὴ ἡ μικρὴ ἀνθρώπινη συνείδηση μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸν κύριον ἔνοχο.!
Ἡ συνείδηση φαίνεται ὅτι δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους μόνο τόσο ὅσο νὰ μποροῦν νὰ βασανίζονται μάταια μὲ αὐτή, αἰσθανόμενοι τὸ τραγικό των, ἀδιέξοδο ἀπὸ τὶς φρικτές συνθῆκες ὕπαρξης.
Ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση εἶναι σὰν μιὰ μικρή πυγολαμπίδα μέσα στὴν σκοτεινὴ νύκτα, παντοῦ γύρω πυκνός καὶ ἀδιαπέραστος ζόφος.
Ὠθούμενη ἀπὸ κάποια ἐσωτερικὴ ἀνησυχία ἡ ταλαίπωρη πυγολαμπίδα, τρέχει ἀπὸ τὸ ἕνα σκότος στὸ ἄλλο, ἀπὸ τὸ μικρότερο στὸ μεγαλύτερο.
Ἀλλὰ τὸ κορύφωμα τῆς φρίκης βρίσκεται στὸ ὅτι καὶ τὸ μεγαλύτερο σκότος εἶναι πολὺ μικρὸ ἐμπρὸς σὲ ἕνα μεγαλύτερο του.
Καὶ οὕτω καθ’ἐξῆς ἐπ’ ἄπειρον.
Ὑπερβολικὰ ἀνεπτυγμένη συνείδηση...Τὶ μοῦ χρειάζεται;
Ἐπιθυμῶ νὰ μὴν ἐπιθυμῶ πιὰ τίποτα.
Ὑπερβολικά ἀνεπτυγμένη αἴσθηση...Τὶ μοῦ χρειάζεται;
Θέλω νὰ μὴν αἰσθάνομαι πιὰ τίποτα.
Ἀλλὰ τὸ πλέον ἀνυπόφορο βάσανο, εἶναι τὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς περὶ τοῦ παραλόγου τῆς σκέψεως.
Ἡ σκέψη εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο παράλογο.
Ὦ!, ἄν εἶχε ὁ ἄνθρωπος ἐπινοήσει τὴν σκέψη, θὰ εὕρισκε εὔκολα τὸν παράδεισό του!!
Πῶς;
Καταστρέφοντάς την.
Τώρα ὅμως ἡ σκέψη εἶναι ἐπιβεβλημένη στὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὴ στοχάζεται καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸ θέλει....
Σεῖς, ποὺ εἶστε μάρτυρες τῆς σκέψης, τὸ αἰσθάνεστε καὶ τὸ γνωρίζετε αὐτό.
Τὸ γνωρίζετε διὰ τῆς αἰσθήσεως.
Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ τραγικὴ γνώση.
Ἄν μοῦ εὕρετε τὸ τέλος τῆς σκέψης, τὸν θάνατό της, τότε θὰ γίνετε οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐως ὅτου θὰ ὑπάρχει σκέψη, ἐὼς ὅτου θὰ ὑπάρχει αἴσθηση στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν θρηνεῖ πάνω ἀπὸ τὸ φρικτὸ μυστήριο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μὲ ἕναν θρῆνο ἀτελείωτο καὶ ἀπαρηγόρητο, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνευ τέλους καὶ πέρατος- μὲ τὴν θλίψη.
Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ κόσμος, ὅταν δὲν τοὺς αἰσθάνομαι ἐν Χριστῷ, οὕτε τοὺς βλέπω διἁ μέσω τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ μαζί Του, ὅλα ἀλλάζουν.
Καὶ ἐγὼ καὶ ὁ κόσμος γύρω μου.
Ἀπὸ τὴν συνάντηση μαζί Του, διαπερνᾶ τὸν ἄνθρωπο ἕνα ρεῦμα τελείως νέο, κάτι ποὺ μέχρι τότε δὲν ἧταν αἰσθητό, κάτι τὸ ἀνείκαστο, τὸ ἄγνωστο.
Ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, ἡ αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ ἡ αἴσθηση τοῦ κόσμου μεταμορφώνεται σὲ ἕνα χαρούμενο μήνυμα (εὐ-αγγέλιον), ποὺ δὲν ἔχει τέλος οὕτε εἰς τὸν χρόνον οὕτε εἰς τὸν χῶρον.
Καὶ τότε μέσα σὲ ὅλους τοὺς κρημνούς τοῦ κόσμου καὶ σὲ ὅλες τὶς ἀβύσσους τοῦ ἀνθρώπου, ἀντηχεῖ ἡ γλυκιὰ καὶ γοητευτικὴ φωνή, ποὺ δυναμώνει ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀνορθώνει ὅλους τοὺς πεσμένους καὶ σώζει ὅλους τοὺς κατεστραμμένους καὶ θεραπεύει κάθε πληγή.
Ποὺ παρηγορεῖ σὲ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ ἐλαφρώνει ὅλα τὰ βάρη καὶ γλυκαίνει κάθε πίκρα.
Ἡ φωνή τοῦ Μόνου Φιλάνθρωπου: «Δεῦτε πρὸς ἐμὲ πάντες..... καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»
Γιατὶ εἶναι ἡ ζωή δύσκολη γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐφεῦρε τὸν θάνατο καὶ τὸν ἐγκαθίδρυσε ἐντὸς του καὶ σὲ ὅλα τὰ ὅντα γύρω του.
Ὁ δὲ θάνατος εἶναι μιὰ ἀστείρευτος πηγὴ ὅλων τῶν βασάνων καὶ τῶν θλίψεων.
Ὅλα τὰ νεύρα τοῦ θανάτου ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιατί αὐτὸς εἶναι τὸ κύριο γάγγλιο τοῦ θανάτου.
Εἰς τὴν πραγματικότητα ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη πικρία τῆς ζωῆς, ἡ μόνη πικρία τῆς ὕπαρξης.
Ἐξ αὐτοῦ προέρχεται καὶ ὅλη ἡ τραγικότητα τῆς ζωῆς.
Ἡ επίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ἀδιάκοπος πάλη μὲ τὸν θάνατο - μὲ τοὺς προδρόμους του καὶ τοὺς συνοδούς του.
Ἐδῶ ποτὲ δὲν ὑπάρχει ἀνακωχή.
Ὁ θάνατος ἐπιτίθεται συνεχῶς κατὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὑπάρχει μόνο μιὰ διέξοδος, μόνο μιὰ σωτηρία:
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ δι’ αὐτῆς νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου εἰς ὅλους τοὺς κόσμους.
Ὅπως ὁ θάνατος εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν πικριῶν, εἶναι ἡ καθολικὴ πικρία, ἔτσι καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε χαρᾶς, εἶναι ἡ καθολικὴ χαρά.
viaΠοῦ;
Εἰς ποίους βαραθρώδεις βράχους θὰ τὴν ὁδηγήσει, εἰς ποία παγερὰ ὕψη πέραν τοῦ τόπου καὶ τοῦ χώρου;
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλαι αἱ φυλαί, ὅλοι οἱ λαοί, ὅλαι αἱ γενεαί, εἶναι, ἐξ’ ἴσου, ζευγμένοι εἰς αὐτὸν τὸν διπλοῦν ζυγόν.
Καὶ νυχθημερὸν τὸν σύρουν βαρύν, ὠθούμενοι ἀπὸ κάποιαν ἀκατανίκητον δύναμιν.
Σύρουν καὶ σκοντάπτουν, καὶ πάλιν σύρουν καὶ πάλιν σκοντάπτουν, πίπτουν καὶ χάνονται.
Πρὸς τί;
Ποιὸς τοὺς ζευγνύει καὶ ποτὲ δὲν τοὺς ἀποζευγνύει;
Ὦ! ὁ χρόνος!.
Εἴπητέ μου τὸ μυστικὸν τοῦ χρόνου.
Ὁ χρόνος: πικρὸν φορτίον.
Καὶ ὁ χῶρος;
Θλιμμένος δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ χρόνου.
Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ τραγικὸν καὶ πιὸ θλιβερὸν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ζευγμένον εἰς τὸν βαρὺν ζυγὸν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου.
Σύρει τὸν χρόνον χωρὶς νὰ γνωρίζη οὕτε τὴν φύσιν, οὕτε τὸ νόημα, τὸν σκοπόν του.
Σύρει καὶ τὸν χῶρον, ἀλλὰ οὕτε αὐτοῦ γνωρίζει τὴν φύσιν τὸ νόημα τὸν σκοπόν.
Τὸ ἄσκοπον λοιπὸν στὴν αἰχμαλωσία τοῦ παραλόγου! Συναγωνίζεται τὸ ἄσκοπον μὲ τὸ παράλογον, τὸν ἀγῶνα κερδίζει πάντοτε τὸ τραγικόν.
Τὸ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ζεῖ κανεὶς σὲ τέτοιο κόσμο δὲν ἀποτελεῖ προνόμιο.
Δὲν εἶναι ἔτσι;
Ἀλλὰ κατὰ κάποια ἀκατανόητη ἀναγκαιότητα ἀμέσως μόλις ἐξέρχεσαι ἀπὸ τὸ μὴ ὅν εἰς τὸ εἶναι, ἀμέσως εὑρίσκεσαι ζευγμένος στὸν πικρὸ ζυγὸ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου.
Τὶ παράδοξη φιλοξενία!
Καὶ ἄν ἀκόμη ἐστάλης στὸν κόσμο μὲ κάπως πιὸ εὐαίσθητα αἰσθητήρια, γρήγορα θὰ αἰσθανθεῖς ὅτι μιὰ τεράστια θλίψη πιέζει ὅλα τὰ ὅντα, ὅτι κάποια ἄσπλαχνη ἐσωτερικὴ ἀρρώστια κατατρώγει ὅλα τὰ δημιουργήματα.
Καὶ ἡ καρδιά σου διὰ μιᾶς μετατρέπεται σὲ μιὰ πηγὴ δακρύων.
Τότε ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι τὸ κάθε πλάσμα ἔχει μάτια ποὺ συνεχῶς δακρύζουν ἀπὸ κάποια πικρὴ θλίψη.
Καὶ τὰ δάκρυα ὅλων τῶν πονεμένων πλασμάτων μαζεύονται στὴν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διαποτίζουν ὅλο του τὸ εἶναι.
Προσπάθησε ἄν μπορεῖς νὰ συγκρατήσεις τὴν καρδιά σου, νὰ μὴν ξεσπάσει σὲ λυγμούς, μπροστά στὴν λυπηρὴ μοῖρα τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ προσπάθειά σου μεταβάλλεται σὲ μιὰ ἀπελπισμένη κραυγή.
Ἡ θέλησή σου λυγίζει, ἀνίσχυρη ἀπὸ τὴν ἔφοδο τῆς λύπης ὅλου τοῦ κόσμου ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν ὕπαρξή σου.
Ὁ κόσμος αὐτός... τὶ εἶναι ὁ κόσμος αὐτὸς μὲ ὅλα τὰ βάσανά του τὶς θλίψεις του, τὶς τραγωδίες του καὶ τοὺς πόνους του;
Τὶ ἄλλο ἄν ὄχι ἕνας μελλοθάνατος χωρὶς ἐλπίδα.
Ναὶ ἕνας μελλοθάνατος χωρὶς ἐλπίδα, ποὺ ψυχορραγεῖ μὲ μιὰ συνεχὴ ἀγωνία, ἀλλὰ ποτὲ δὲν πεθαίνει.
Τὶ μᾶς μένει;
Ὁ τρυγμός τῶν ὁδόντων καὶ ἡ ἀνταρσία.
Ἀλλὰ ἐναντίον τίνος;
Ἀχ αὐτὴ ἡ μικρὴ ἀνθρώπινη συνείδηση μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸν κύριον ἔνοχο.!
Ἡ συνείδηση φαίνεται ὅτι δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους μόνο τόσο ὅσο νὰ μποροῦν νὰ βασανίζονται μάταια μὲ αὐτή, αἰσθανόμενοι τὸ τραγικό των, ἀδιέξοδο ἀπὸ τὶς φρικτές συνθῆκες ὕπαρξης.
Ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση εἶναι σὰν μιὰ μικρή πυγολαμπίδα μέσα στὴν σκοτεινὴ νύκτα, παντοῦ γύρω πυκνός καὶ ἀδιαπέραστος ζόφος.
Ὠθούμενη ἀπὸ κάποια ἐσωτερικὴ ἀνησυχία ἡ ταλαίπωρη πυγολαμπίδα, τρέχει ἀπὸ τὸ ἕνα σκότος στὸ ἄλλο, ἀπὸ τὸ μικρότερο στὸ μεγαλύτερο.
Ἀλλὰ τὸ κορύφωμα τῆς φρίκης βρίσκεται στὸ ὅτι καὶ τὸ μεγαλύτερο σκότος εἶναι πολὺ μικρὸ ἐμπρὸς σὲ ἕνα μεγαλύτερο του.
Καὶ οὕτω καθ’ἐξῆς ἐπ’ ἄπειρον.
Ὑπερβολικὰ ἀνεπτυγμένη συνείδηση...Τὶ μοῦ χρειάζεται;
Ἐπιθυμῶ νὰ μὴν ἐπιθυμῶ πιὰ τίποτα.
Ὑπερβολικά ἀνεπτυγμένη αἴσθηση...Τὶ μοῦ χρειάζεται;
Θέλω νὰ μὴν αἰσθάνομαι πιὰ τίποτα.
Ἀλλὰ τὸ πλέον ἀνυπόφορο βάσανο, εἶναι τὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς περὶ τοῦ παραλόγου τῆς σκέψεως.
Ἡ σκέψη εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο παράλογο.
Ὦ!, ἄν εἶχε ὁ ἄνθρωπος ἐπινοήσει τὴν σκέψη, θὰ εὕρισκε εὔκολα τὸν παράδεισό του!!
Πῶς;
Καταστρέφοντάς την.
Τώρα ὅμως ἡ σκέψη εἶναι ἐπιβεβλημένη στὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὴ στοχάζεται καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸ θέλει....
Σεῖς, ποὺ εἶστε μάρτυρες τῆς σκέψης, τὸ αἰσθάνεστε καὶ τὸ γνωρίζετε αὐτό.
Τὸ γνωρίζετε διὰ τῆς αἰσθήσεως.
Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ τραγικὴ γνώση.
Ἄν μοῦ εὕρετε τὸ τέλος τῆς σκέψης, τὸν θάνατό της, τότε θὰ γίνετε οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐως ὅτου θὰ ὑπάρχει σκέψη, ἐὼς ὅτου θὰ ὑπάρχει αἴσθηση στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν θρηνεῖ πάνω ἀπὸ τὸ φρικτὸ μυστήριο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μὲ ἕναν θρῆνο ἀτελείωτο καὶ ἀπαρηγόρητο, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνευ τέλους καὶ πέρατος- μὲ τὴν θλίψη.
Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ κόσμος, ὅταν δὲν τοὺς αἰσθάνομαι ἐν Χριστῷ, οὕτε τοὺς βλέπω διἁ μέσω τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ μαζί Του, ὅλα ἀλλάζουν.
Καὶ ἐγὼ καὶ ὁ κόσμος γύρω μου.
Ἀπὸ τὴν συνάντηση μαζί Του, διαπερνᾶ τὸν ἄνθρωπο ἕνα ρεῦμα τελείως νέο, κάτι ποὺ μέχρι τότε δὲν ἧταν αἰσθητό, κάτι τὸ ἀνείκαστο, τὸ ἄγνωστο.
Ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, ἡ αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ ἡ αἴσθηση τοῦ κόσμου μεταμορφώνεται σὲ ἕνα χαρούμενο μήνυμα (εὐ-αγγέλιον), ποὺ δὲν ἔχει τέλος οὕτε εἰς τὸν χρόνον οὕτε εἰς τὸν χῶρον.
Καὶ τότε μέσα σὲ ὅλους τοὺς κρημνούς τοῦ κόσμου καὶ σὲ ὅλες τὶς ἀβύσσους τοῦ ἀνθρώπου, ἀντηχεῖ ἡ γλυκιὰ καὶ γοητευτικὴ φωνή, ποὺ δυναμώνει ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀνορθώνει ὅλους τοὺς πεσμένους καὶ σώζει ὅλους τοὺς κατεστραμμένους καὶ θεραπεύει κάθε πληγή.
Ποὺ παρηγορεῖ σὲ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ ἐλαφρώνει ὅλα τὰ βάρη καὶ γλυκαίνει κάθε πίκρα.
Ἡ φωνή τοῦ Μόνου Φιλάνθρωπου: «Δεῦτε πρὸς ἐμὲ πάντες..... καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»
Γιατὶ εἶναι ἡ ζωή δύσκολη γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐφεῦρε τὸν θάνατο καὶ τὸν ἐγκαθίδρυσε ἐντὸς του καὶ σὲ ὅλα τὰ ὅντα γύρω του.
Ὁ δὲ θάνατος εἶναι μιὰ ἀστείρευτος πηγὴ ὅλων τῶν βασάνων καὶ τῶν θλίψεων.
Ὅλα τὰ νεύρα τοῦ θανάτου ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιατί αὐτὸς εἶναι τὸ κύριο γάγγλιο τοῦ θανάτου.
Εἰς τὴν πραγματικότητα ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη πικρία τῆς ζωῆς, ἡ μόνη πικρία τῆς ὕπαρξης.
Ἐξ αὐτοῦ προέρχεται καὶ ὅλη ἡ τραγικότητα τῆς ζωῆς.
Ἡ επίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ἀδιάκοπος πάλη μὲ τὸν θάνατο - μὲ τοὺς προδρόμους του καὶ τοὺς συνοδούς του.
Ἐδῶ ποτὲ δὲν ὑπάρχει ἀνακωχή.
Ὁ θάνατος ἐπιτίθεται συνεχῶς κατὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὑπάρχει μόνο μιὰ διέξοδος, μόνο μιὰ σωτηρία:
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ δι’ αὐτῆς νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου εἰς ὅλους τοὺς κόσμους.
Ὅπως ὁ θάνατος εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν πικριῶν, εἶναι ἡ καθολικὴ πικρία, ἔτσι καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε χαρᾶς, εἶναι ἡ καθολικὴ χαρά.
Ἀρκεῖ νὰ ἀνοίξει ὁ ἄνθρωπος τοὺς πνευματικούς
ὁφθαλμούς του, καὶ τότε δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ αἰσθανθεῖ καὶ νὰ δεῖ ὅτι ὁ
Ἁναστάς Κύριος εἶναι ὁ Μόνος ποὺ δίδει νόημα καὶ χαρὰ αληθινή εἰς τὴν
πικρὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς.
Αὐτὸς καὶ οὐδὲν ἄλλο καὶ οὐδεῖς ἄλλος....
Ἰουστῖνος Πόποβιτς