Οι πραγματικοί και μεγάλοι ριγκοριστές* ποτέ δεν είναι άνθρωποι αναίσθητοι στις επιθυμίες της σάρκας και στις επίγειες απολαύσεις. Γίνονται ριγκοριστές ακριβώς επειδή αντιδρούν σ’ ένα πάθος που το γνώρισαν και κατόρθωσαν να το καταπνίξουν. Η πασίγνωστη επιστολή με την οποία ο άγιος Βερνάρδος καταδικάζει με οργή και απέχθεια τα στολίδια των ρομανικών εκκλησιών, αποτελεί ένα από τα πιο ζωντανά παραδείγματα μεσαιωνικής κριτικής της τέχνης, μιας κριτικής που δε μπορεί ν’ αντισταθεί στη γοητεία του καταδικαζόμενου αντικείμενου.
Πρόσφατα έτυχε να πέσει στα χέρια μου ένα κείμενο του ιερωμένου Paolo Segneri. Ο Segneri ήταν ένας Ιησουίτης του 17ου αιώνα, γνωστός για τα κηρύγματά του. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας υποστηρίζουν ότι το στυλ του είναι γεμάτο μεγαλοστομίες και αποκαλυψιακούς θεατρινισμούς και ο μοραλισμός του υπερβολικά ρητορικός, γι’ αυτό και τον καταδικάζουν ομόφωνα. Το κείμενο μιλάει για έναν ιππότη ο οποίος, περιφρονώντας τις νουθεσίες των παπάδων και των φίλων του, συζούσε με μια μικρούλα, και σ’ όλους εκείνους που του έλεγαν να την απομακρύνει, απαντούσε «Δεν μπορώ». Κάποια στιγμή ο ιππότης έπεσε βαριά άρρωστος και ο Segneri μας παραθέτει το διάλογο ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο ιππότη και τον εξομολογητή, του.
«Μήπως έχετε, συνέχισε ο ιερέας, κάποιον πιστωτή που θά 'πρεπε να τον ξοφλήσετε;
— Είχα κάμποσους, αλλά τους ξόφλησα όλους.
— Μήπως έχετε ξένα πράγματα που θά ’πρεπε να τα επιστρέφετε;
— Είχα, αλλά παρομοίως τα επέστρεψα...
— Θα θέλατε, λοιπόν, τελειώνοντας, να κοινωνήσετε των Αχράντων Μυστηρίων, όπως αρμόζει σε Χριστιανό, για ν' αντιμετωπίσετε πάνοπλος τους πειρασμούς του εχθρού και τους κινδύνους της κόλασης;
— Θα το κάνω πολύ ευχαρίστως, εάν εσείς πάτερ θα είχατε την ευσπλαχνία να με κοινωνήσετε.
— Ξέρετε, όμως, ότι κάτι τέτοιο δε μπορεί να γίνει, αν προηγουμένως δεν απομακρύνετε από κοντά σας την νεαρή κόρη.
— Ωχ, αυτό πάτερ δε μπορώ να το κάνω, δε μπορώ.
— Αλλοίμονο, τί λέτε;
— Δε μπορώ.
— Γιατί δε μπορείτε; Και μπορείτε, και υποχρέωση έχετε, αγαπητέ μου κύριε, αν θέλετε να σωθήτε.
— Κι εγώ σας λέω, δε μπορώ...
— Μα, θα χάσετε τον ουρανό.
— Δε μπορώ.
— Μα, θα γκρεμιστήτε στην κόλαση.
— Δε μπορώ.
— Μα είναι δυνατό να μη βγαίνει από το στόμα σας τίποτε άλλο; Δύστυχε, για πείτε μου, δεν θα είναι καλύτερα να χάσετε μόνο τη γυναίκα, αντί να χάσετε και τη γυναίκα, και την αξιοπρέπεια, και το κορμί, και την ψυχή, και τη ζωή, και την αιωνιότητα, και τους Αγίους, και την Παρθένο, και τον Χριστό, και τον Παράδεισο, κι έτσι, μετά το θάνατό σας, να σας θάψουνε σαν αφορεσμένο, και σαν κτήνος, μέσα στην κοπριά;
Και τότε εκείνος ο άμοιρος, αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό ξανάρχισε να λέει «δε μπορώ, δε μπορώ» και συγκεντρώνοντας τις λίγες δυνάμεις που του είχαν απομείνει, άρπαξε ξαφνικά από το χέρι εκείνη την αμαρτωλή και με ξαναμμένο πρόσωπο και με σπασμένη φωνή ξεστόμισε αυτές ακριβώς τις λέξεις στις οποίες, επιμένω και το τονίζω, δεν πρόσθεσα ούτε μία κι απ’ τις οποίες δεν αφαίρεσα ούτε μία:
«Αυτή εδώ υπήρξε η δόξα της ζωής μου, αυτή είναι η δόξα του θανάτου μου, και αυτή θα είναι η δόξα μου στους αιώνες των αιώνων».
Και ύστερα, αγκαλιάζοντάς την και σφίγγοντάς την επάνω του, εξαιτίας της αρρώστιας, της βιαιότητας της κίνησης και της ψυχικής του ταραχής, εξέπνευσε, αφήνοντας το απελπισμένο πνεύμα του στα αμαρτωλά της μπράτσα.
Ο Francesco Flora*, σχολιάζοντας αυτή τη σελίδα, έγραψε ότι δεν περιέχει την παραμικρή ανθρώπινη συμπάθεια για ένα πλάσμα που δείχνει μια τόσο μεγάλη αγάπη, κι ούτε το παραμικρό σημάδι ευσπλαχνίας για έναν αμαρτωλό «όχι μικρόψυχο, και που κάποιος άλλος δε θα δίστασε να τον χαρακτηρίσει ηρωικό». Με άγρια ψυχρότητα, τελείως ασυγκίνητος ο Segneri μιλάει μόνο για κείνη την «αμαρτωλή» αγκαλιά.
Δεν συμφωνώ. Ο Segneri παίζει το ρόλο του ηθικολόγου, η σεξοφοβία και ο μισογυνισμός τον σπρώχνουν να παρουσιάσει την κοπέλα βρώμικη, ο ετοιμοθάνατος όμως δεν είναι βρώμικος. Εμφανίζεται με ωμότητα που θυμίζει πίνακα του Caravaggio, είναι δυστυχής και απελπισμένος. Ο Segneri θα μπορούσε να μην παραθέσει τα λόγια του που ορκίζεται ότι είναι αυθεντικά, το κάνει όμως, και υποψιάζομαι ότι έχει προσθέσει και κάτι δικό του, επειδή σίγουρα είναι δική του η σύνταξη και η επιλογή των λέξεων, κι ο αναγνώστης μένει κατάπληκτος από εκείνο το τριπλό «δόξα» που ακούγεται μεγαλόπρεπα από τα χείλη του καταδικασμένου. Εκείνο το αντικείμενο του έρωτα, που γίνεται δόξα στη ζωή, δόξα στο θάνατο και δόξα στην αιώνια καταδίκη, το δημιούργησε η πύρινη σκέψη του Segneri κι όχι η θολή και σβησμένη του αμαρτωλού. Ο Segneri δεν είναι κι ούτε θα μπορούσε να είναι ο Δάντης μπροστά στον Πάολο και τη Φραντσέσκα, δεν παύει όμως να είναι ένας ριγκοριστής που μένει κατάπληκτος και γοητεύεται από τη δύναμη του πάθους.
Ίσως ήξερε, όπως τον δίδασκε ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης, ότι ένα πάθος μπορούμε να το καταδικάσουμε κάτω απ' το φως της λογικής, αυτό καθεαυτό όμως, επειδή αποτελεί κίνηση μιας μη λογικής επιθυμίας, διαθέτει μια δική του θετικότητα. Και, προφανώς, για έναν μπαρόκ συγγραφέα, διαθέτει ένα δικό του λαμπερό μεγαλείο, μια ιδιόμορφη τρέλα, την συγκεχυμένη και φλέγόμενη εικόνα ενός αγίου του Ελ Γκρέκο.
****************
[1] Οπαδοί του ριγκορισμού. Ριγκορισμός: υπερβολική αυστηρότητα στην αξιολόγηση των ανθρωπίνων πράξεων.
[2] Ιστορικός της ιταλικής λογοτεχνίας.
Από το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο - Le bustine di Minerva ― ελλην.μετάφρ.Θόδωρου Ιωαννίδη με τον τίτλο "Σημειώματα"(Εκδοτικός Οργανισμός Θεσσαλονίκης)