Η θορυβώδης είσοδός του συνιστά την πιο γλαφυρή περιγραφή της προσωπικότητάς του. Ορμητικός, ενθουσιώδης, γοητευτικός, όπου κι αν εμφανιζόταν ο Αλκιβιάδης βρισκόταν στο επίκεντρο της προσοχής όλων. Τα εξαιρετικά του χαρίσματα, η σκανδαλώδης ζωή και η πολιτική του δράση, τον καθιστούν μία από τις πιο φημισμένες και πολυσυζητημένες μορφές της κλασικής Αθήνας. Έτσι το ερώτημα «ποιος ήταν ο Αλκιβιάδης;» μπορεί να θεωρηθεί περιττό, καθώς η επίσημη ιστοριογραφία, σύγχρονη και μεταγενέστερή του, έχει αποφανθεί οριστικά για το πρόσωπό του. O Αλκιβιάδης ήταν ένας δημαγωγός, νοσηρά φιλόδοξος, καιροσκόπος, άνθρωπος αδίστακτος, διεφθαρμένος, παραδομένος σε κάθε λογής σωματικές ηδονές και στο πάθος της εξουσίας. Ένας προδότης, ο μεγαλύτερος ίσως προδότης της Ιστορίας, ήταν εκείνος που, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, οδήγησε την πατρίδα του στην ολοσχερή καταστροφή της.2 H απάντηση μοιάζει με ετυμηγορία, βασισμένη σε στοιχεία ακλόνητα που δεν αφήνουν περιθώρια αντιρρήσεων, ωστόσο, εξετάζοντας τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς συναντούμε πάντα έναν αντίλογο που δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε, έναν αντίλογο που μοιάζει με την «πραγματικότητα» του πλατωνικού αισθητού, όπου καθετί άσχημο ενέχει και κάτι όμορφο, καθετί άδικο από μια άλλη άποψη φαντάζει δίκαιο κ.ο.κ.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, μια επανεξέταση του ζητήματος δεν θα ήταν άσκοπη, καθώς μπορεί να φωτίσει περισσότερο τον άνθρωπο που, ακόμη και μετά θάνατον, δεν έπαψε να απασχολεί τους συμπολίτες του.3 O Αλκιβιάδης γεννιέται το 450 π.Χ. Γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης, Ευπατρίδης από την πλευρά του πατέρα του και Αλκμεωνίδης από τη μητέρα του, ανιψιός και κηδεμονευόμενος του Περικλή, έχει μια ένδοξη καταγωγή που του υπόσχεται λαμπρές προοπτικές για τη μετέπειτα ζωή του. Γεννιέται και ζει την εποχή του αθηναϊκού μεγαλείου. H Αθήνα, πανίσχυρη χάρη στο ναυτικό της και τους πολιτικούς χειρισμούς του Περικλή, ηγετική δύναμη μιας εκτεταμένης στον ηπειρωτικό και νησιωτικό ελλαδικό χώρο συμμαχίας, οικονομικά ακλόνητη, αποτελεί «Ελλάδος παίδευσιν», το πνευματικό κέντρο που προσελκύει τους σπουδαιότερους σοφούς τού τότε γνωστού κόσμου. H δημοκρατία μεσουρανεί, θεμελιωμένη σε θεσμούς που εισήγαγε ή ενίσχυσε ο Περικλής.4
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Αλκιβιάδης αποκτά όλα τα εφόδια για μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία. O πόθος του να ασχοληθεί με τον δημόσιο βίο είναι αυτονόητος, όχι μόνο επειδή αυτός συνιστά την πεμπτουσία της ύπαρξης των Αθηναίων, αλλά και επειδή ζει και μεγαλώνει στην οικία του Περικλή, ένα κατεξοχήν πολιτικό περιβάλλον, οπότε εξοικειώνεται από νωρίς με την πολιτική πράξη. Οι παραπάνω καταβολές, σε συνδυασμό με την επίγνωση των δυνατοτήτων του, επιδρούν καθοριστικά στη ζωή του, δημιουργώντας ήδη από την εφηβική του ηλικία την ανάγκη να διακριθεί και να πρωτεύσει.
Τα προτερήματά του πολλά: απαράμιλλη ομορφιά, χάρη στην οποία γοητεύει όλους όσοι τον συναναστρέφονται,5 ρητορική δεινότητα, ευστροφία και διορατικότητα, δυναμισμός, εξαιρετικές στρατηγικές ικανότητες, ετοιμότητα στη λήψη αποφάσεων, του δίνουν ένα σαφές προβάδισμα έναντι των υπολοίπων.6
Πλάι σ' αυτά του τα χαρίσματα, μια σειρά ελαττωμάτων εξίσου αξιοπρόσεκτων: υπερβολική αυτοπεποίθηση, που αγγίζει τα όρια του θράσους και της αλαζονείας, τάσεις επίδειξης μέσω αλόγιστης σπατάλης χρημάτων, ροπή προς ακρότητες και σκάνδαλα προκειμένου οι συμπολίτες του να ασχολούνται μαζί του, οριστικότητα και έκλυτος ερωτικός βίος.7 Με όλα τούτα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία, ο Αλκιβιάδης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος.
H προκλητική του συμπεριφορά δημιούργησε από νωρίς πολλούς εχθρούς στις τάξεις των πολιτικών, ο αθηναϊκός δήμος ωστόσο, αν και προς στιγμήν σκανδαλιζόταν, παρέβλεπε και συγχωρούσε όλες του τις παρεκτροπές, χαρακτηρίζοντάς τες «παιδιας καΐ φιλοτιμίας», παιχνίδια και καμώματα (Πλουτ. 16). Ο λαός γοητεύεται από τον Αλκιβιάδη και με την επιείκεια και την ανοχή του τον ενθαρρύνει ωθώντας τον σε περαιτέρω σκάνδαλα. Εκείνος με τη σειρά του δεν μένει ασυγκίνητος από την αγάπη που του δείχνουν οι Αθηναίοι.
Οι Αθηναίοι τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους, σαν να είναι το αγαπημένο τους παιδί, υποκύπτουν στη γοητεία του λόγου και της μορφής του, κι αυτός κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία στην καρδιά τους. Θέλοντας να είναι ο μοναδικός μέσα στη δημοκρατία στρέφεται στην πολιτική και οραματίζεται να ξαναζωντανέψει με το δικό του τρόπο την «ενός ανδρός αρχήν» του Περικλή. Τίποτε δεν μπορεί να τον εμποδίσει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, ούτε καν ο δάσκαλός του, ο Σωκράτης, ο οποίος δεν παύει να του υπενθυμίζει ότι είναι αδύνατον να κυβερνήσει δίκαια τον αθηναϊκό λαό, αν δεν φροντίσει προηγουμένως να γνωρίσει και να βελτιώσει τον εαυτό του.8 Ο Αλκιβιάδης εμφανίζεται στον πολιτικό στίβο το 420 π.Χ., σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, όταν εκλέγεται στο ύπατο αξίωμα του στρατηγού και παίρνει στα χέρια του την τύχη της πόλης του.
Εν τω μεταξύ, το σκηνικό στην Αθήνα έχει μεταβληθεί: στα έντεκα χρόνια που έχουν περάσει από τη στιγμή που ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, το κλεινόν άστυ έχει υποστεί σημαντικές ήττες, η οικονομία κλονίζεται, τα κρούσματα αποστασίας στους κόλπους της Ηγεμονίας πολλαπλασιάζονται. Ο Περικλής έχει πεθάνει και στην πολιτική σκηνή επικρατούν δημαγωγοί, άνθρωποι ατάλαντοι και εκφυλισμένοι, οι οποίοι θυσιάζουν το συλλογικό συμφέρον στο βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών (Θουκ. 2.65). Ο Αλκιβιάδης ακτινοβολεί και επισκιάζει τους πάντες. H πολιτική του, παράτολμη και διάφορη από εκείνη του Περικλέους, εισηγείται και υπερασπίζεται τον ιμπεριαλισμό. Προτείνει, στην κρίσιμη στιγμή της επισφαλούς ειρήνης με τη Σπάρτη, την εκστρατεία στη Σικελία (416 π.Χ.). Οραματίζεται να επεκτείνει την κυριαρχία της Αθήνας στη Δύση και να καταστήσει την πατρίδα του πανίσχυρη, αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα του ελλαδικού χώρου. H συνείδηση της προσωπικής του υπεροχής ταυτίζεται με την υπερηφάνεια της πόλεως.
Η αγόρευσή του συνεπαίρνει τους Αθηναίους (Θουκ. 6.1718). «Την ηγεμονία μας έτσι την αποκτήσαμε ... βοηθώντας πρόθυμα οποιονδήποτε Έλληνα ή βάρβαρο κάθε φορά που το ζητούσε, γιατί, βέβαια, αν μέναμε άπρακτοι (εἰ ἡσυχάζοιεν) . λίγα θα προσθέταμε στην ηγεμονία μας ή μάλλον θα εκθέταμε σε κίνδυνο την ίδια μας την ύπαρξη . Και δεν είναι δυνατόν να αντιλαμβάνεστε εσείς την ησυχία (τό ἥσυχον) όπως οι άλλοι, εκτός και αν αλλάξετε και τις αρχές της ζωής και της δράσης σας όμοια με των άλλων». Υπέρμαχος του δόγματος της πολυπραγμοσύνης,9 εκφράζει απόλυτα την ιδιοσυγκρασία των Αθηναίων, οι οποίοι θεωρούν «ξυμφοράν τε οὐχ ἧσσον ἡσυχίαν ἀπράγμονα ἤ ἀσχολίαν ἐπίπονον» (1.70). Στην εν λόγω χρονική στιγμή, ο Αλκιβιάδης και ο αθηναϊκός δήμος συνιστούν δύο μορφές τέλεια εναρμονισμένες και αλληλεξαρτώμενες. «Παρά δύναμιν τολμηταί καί παρά γνώμην κινδυνευταί ἄοκνοι και ἀποδημηταί» (1.70), οι Αθηναίοι έχουν τις ίδιες φιλοδοξίες και επιδιώξεις με εκείνον, προσβλέποντας στα υλικά οφέλη που θα αποκομίσουν από την κατάκτηση της Σικελίας (6.19, 24). Τα γεγονότα ωστόσο που ακολουθούν ανατρέπουν την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό που επικρατεί: η κοπή των Ερμών, παραμονές της σικελικής εκστρατείας, και οι καταγγελίες που αόριστα εμπλέκουν το όνομα του Αλκιβιάδη στην υπόθεση, δημιουργούν ανησυχία και τρόμο στον αθηναϊκό λαό. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι εκμεταλλεύονται τεχνηέντως τις νεανικές απερισκεψίες και θρασύτητές του. Ο λαός, επιρρεπής σε προλήψεις και φοβικός αναφορικά με την ανατροπή της δημοκρατίας, αρχίζει να αμφιβάλλει γι' αυτόν,10 ωστόσο δεν τον δικάζει, παρά τις επίμονες παρακλήσεις του (Θουκ. 6.29).
Ο Αλκιβιάδης ξεκινά για τη Σικελία αφήνοντας πίσω εχθρούς που ενεργούν ανενόχλητοι εναντίον του, με αποτέλεσμα την ανάκλησή του. Την απόφαση του δήμου τού αναγγέλλει η Σαλαμινία. Πρέπει να επιστρέψει στην Αθήνα, για να εκδικαστεί η υπόθεσή του. Εκείνος δραπετεύει· στους Θουρίους κι από εκεί στο Άργος, όπου πληροφορείται ότι οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν σε θάνατο, δήμευσαν την περιουσία του, χάραξαν σε στήλη το όνομά του και του απήγγειλαν κατάρες. Τότε παίρνει την πιο παράτολμη απόφαση της ζωής του: να καταφύγει στη Σπάρτη!
Γιατί αυτή η αντίδραση; Οι αντιπρόσωποι των Αθηναίων δεν είχαν εντολή να τον συλλάβουν.11 Ο ίδιος δεν ήταν ένοχος. Είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί να ακολουθήσει, να παραμείνει στη Σικελία, όπου όλος ο στρατός ήταν με το μέρος του, να νικήσει και κατόπιν να επιστρέψει για να κριθεί. Δεν το έκανε. Ο Αλκιβιάδης αισθάνθηκε προδομένος από τον αθηναϊκό λαό, αυτόν που με την κατάκτηση της Σικελίας θέλησε να καταστήσει παντοδύναμο, το λαό που ενστερνίστηκε το όραμά του και που, σε μια μόνο στιγμή, παρασυρμένος από τους εχθρούς του, τον αμφισβήτησε, τον εκμηδένισε. H αίσθηση της απόρριψης υπερίσχυσε και τον οδήγησε σε μια τέτοια απόφαση. «Ο Αλκιβιάδης ακολούθησε από προσωπική φιλοδοξία το δρόμο που άνοιξαν οι λαϊκές επιθυμίες. Οι Αθηναίοι θα δειχθούν με την πολιτική τους τόσο ανακόλουθοι απέναντί του, όσο ανακόλουθοι είχαν δειχθεί και απέναντι στον Περικλή στην αρχή του πολέμου».12 Μόνο που ο Αλκιβιάδης δεν ενεργεί με τη λογική, όπως ο Περικλής· κατακλύζεται από το συναίσθημα. Δεν είναι σε θέση ούτε και επιδιώκει να συγκρατήσει το δήμο από ολέθριες παρεκτροπές. Δεν κυβερνά χαλιναγωγώντας τα πάθη των μαζών. Κυβερνά με το πάθος του, το οποίο αξιώνει να ενστερνιστεί ο λαός. Αν ο Περικλής υπήρξε «ο πατέρας» που νουθετούσε το πλήθος, ο Αλκιβιάδης είναι το «παιδί», που θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να του έχουν εμπιστοσύνη.13 H αμφισβήτηση του λαού επισύρει την οργή και την εκδικητικότητά του. Έτσι καταφεύγει εξόριστος στη Σπάρτη, αδικημένος από την πατρίδα του κι αποφασισμένος να της στερήσει ό, τι μέχρι τώρα της είχε χαρίσει ανεπιφύλακτα: το όραμά του και, κάτι περισσότερο, τον ίδιο του τον εαυτό.
Στη Σπάρτη, με θάρρος, αυτοπεποίθηση και ωμό ρεαλισμό, εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν ν' αλλάξει στρατόπεδο και να ενεργήσει εναντίον της πατρίδας του: «και έχω την αξίωση να μη με θεωρήσει κανείς σας τιποτένιο, επειδή, ενώ άλλοτε είχα θεωρηθεί πατριώτης (φιλόπολις), σήμερα χτυπώ με τόσο πάθος την πατρίδα μου σε συνεργασία με τους χειρότερους εχθρούς μου ούτε να δυσπιστεί στα επιχειρήματά μου, αποδίδοντάς τα στο ζήλο ενός εξόριστου. Χειρότεροι εχθροί μου δεν είναι εκείνοι που, όπως εσείς, έβλαψαν κάπου τους εχθρούς του, αλλά εκείνοι που ανάγκασαν τους φίλους να γίνουν εχθροί. Δεν αισθάνομαι πατριωτισμό όταν με αδικούν (τό τε φιλόπολι οὐκ ἐν ᾦ αδικούμαι), τον αισθάνομαι εκεί όπου ασκώ με ασφάλεια τα πολιτικά μου δικαιώματα.
Ούτε αισθάνομαι ότι έχω πια πατρίδα και ότι τώρα ενεργώ εναντίον της. Αντίθετα, νομίζω ότι δεν έχω πια πατρίδα και θέλω να την ανακτήσω. Καλός πατριώτης (καί φιλόπολις οὗτος ὀρθῶς) δεν είναι εκείνος ο οποίος, αφού έχασε άδικα την πατρίδα του, αρνείται να βαδίσει εναντίον της, αλλά εκείνος που νοσταλγώντας την προσπαθεί να την ανακτήσει με κάθε τρόπο» (Θουκ. 6.92).
Από το λόγο του διαφαίνεται ότι κατά την εποχή των διαδόχων του Περικλή η έννοια του πατριωτισμού είναι συνυφασμένη με την κρίση του πολιτικού ήθους. Πρόκειται για μια εποχή, κατά την οποία το κόμμα είναι πιο σημαντικό από την πατρίδα. Καθώς λοιπόν η επικράτηση μιας πολιτικής παράταξης συνεπάγεται την απομάκρυνση των πλέον επικίνδυνων αντιπάλων, για τους τελευταίους το ουσιώδες είναι η επάνοδός τους στην πόλη με οποιοδήποτε τίμημα και η εκδίωξη των εχθρών τους. Με αυτό το σκεπτικό, ο Αλκιβιάδης κρίνει ότι η λαϊκή Αθήνα δεν είναι η πόλη του· είναι ένα κόμμα, όχι η πατρίδα του, και, κατά την άποψή του, λαός και πόλη στην εν λόγω χρονική στιγμή δεν συμπίπτουν.14
H απόφασή του ωστόσο να προδώσει την Αθήνα έχει, πέρα από τη λογική, και μια ψυχολογική εξήγηση: Για τον Αλκιβιάδη, η πατρίδα δεν είναι η υπέρτατη εκείνη αξία, στην οποία ο πολίτης υποκλίνεται με σεβασμό. Είναι μια έννοια οικεία, όπως η μητέρα, από την οποία περιμένει αποδοχή και επιβράβευση, όταν της αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι. H πικρία που αισθάνεται είναι φυσικό επακόλουθο της απόρριψης που εισπράττει. Ο Αλκιβιάδης αντιδρά σπασμωδικά, όπως ακριβώς ένα παιδί που νιώθει πως αδικείται. Επιθυμεί να εκδικηθεί,15 πίσω όμως από αυτή του την επιθυμία υποβόσκει ο πόθος της επανένταξης, της επιστροφής στην αγκαλιά της μητέρας-πόλεως (ὅς ἄν ἐκ παντός τρόπου δια τό ἐπιθυμεῖν πειραθῇ αὐτήν ἀναλαβεῖν). Πρόκειται για μια σχέση βαθύτατα ερωτική, στην οποία η αγάπη και το μίσος συνυπάρχουν. Έτσι δίνει στους Σπαρτιάτες τρεις πολύτιμες συμβουλές: Την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία, την οχύρωση της Δεκέλειας και την καταστροφή των αθηναϊκών κτήσεων στα μικρασιατικά παράλια. Η Αθήνα βάλλεται από παντού. Μετά τον όλεθρο στη Σικελία (413 π.Χ.), οι αποστασίες των πόλεων της Ιωνίας και των νησιών διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ η Σπάρτη ενισχύεται οικονομικά από το σατράπη των Σάρδεων Τισσαφέρνη. Παρ' όλα αυτά, η Αθήνα αντέχει και κατορθώνει να θέσει τέλος στις αποστασίες των συμμάχων της. Οι νίκες των Αθηναίων εγείρουν τις υποψίες των Σπαρτιατών εναντίον του Αλκιβιάδη, οι οποίοι διατάζουν το διοικητή του στόλου τους στη Χίο να τον θανατώσει. Εκείνος το πληροφορείται εγκαίρως και αντιδρά ψύχραιμα. Αυτή τη φορά καταφεύγει στον Τισσαφέρνη και κατορθώνει να γίνει σύμβουλός του.16 Στόχος του πλέον είναι να βλάψει τη Σπάρτη. Έχει ήδη προκαλέσει αρκετό κακό στην πατρίδα του. Το μένος του εναντίον της έχει εξασθενίσει. Είναι πια καιρός να την ξανακερδίσει17 και μπορεί να το κατορθώσει.
Εξόριστος από την πόλη του, κυνηγημένος και επικηρυγμένος σε όλη την Ελλάδα, ο Αλκιβιάδης εξακολουθεί να είναι πανίσχυρος. Του ήταν εύκολο να πείσει τον Τισσαφέρνη, «διότι δεν υπήρχε κανένας χαρακτήρας που να μην υποχωρεί στη χάρη της καθημερινής συναναστροφής του και κανένας άνθρωπος που να μη γοητεύεται από αυτόν. Ακόμη κι εκείνοι που τον φοβούνταν και τον φθονούσαν, εύρισκαν ηδονή και θέλγητρο να τον συναναστρέφονται και τον βλέπουν» (Πλουτ. 24). Κατορθώνει λοιπόν να διαταράξει τις σχέσεις του Τισσαφέρνη με τους Σπαρτιάτες και εν συνεχεία, φέρνοντας υποσχέσεις βοήθειας από την Περσία, να έρθει σε επαφή με τους αθηναίους στρατηγούς στη Σάμο18 και να αναλάβει την αρχηγία του αθηναϊκού στρατού. Στην Άβυδο (411 π.Χ.) και στην Κύζικο (410 π.Χ.) καταναυμαχεί τον σπαρτιατικό στόλο. Το 410 π.Χ., πέντε μόλις χρόνια μετά την καταδίκη του, ο Αλκιβιάδης είναι άτυπα ο ηγέτης του αθηναϊκού στόλου. Με σύνεση και μεθοδικότητα ανακτά και επαναφέρει στους κόλπους της αθηναϊκής συμμαχίας τις πόλεις της Προποντίδας. Το ηθικό των Αθηναίων αναπτερώνεται, αλλά θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το καλοκαίρι του 407 π.Χ., ώσπου ο δήμος να τον εκλέξει επίσημα στρατηγό. Ο Αλκιβιάδης θα επιστρέψει θριαμβευτής στη μητέρα-πόλη. Ο δήμος αίρει τις κατάρες, του επιστρέφει την περιουσία του, του απονέμει στεφάνους. Η Αθήνα, που φέρθηκε σκληρά στο απείθαρχο παιδί της, αυτή τη στιγμή του συγχωρεί τα πάντα. Δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στην ιστορία της. Μοναδική εξαίρεση, γι' αυτόν που είναι μοναδικός! Η πόλη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον Αλκιβιάδη. «Ποθεῖ μέν, ἐχθαίρει δέ, βούλεται δ’ ἔχειν».19 Αλκιβιάδης και Αθηναίοι ταυτίζονται βιώνοντας μια δυνατή σχέση αντιφατικών συναισθημάτων. Η επανένταξη όμως στην πόλη δεν πρόκειται να διαρκέσει πολύ. Λίγους μήνες αργότερα, ο αθηναϊκός στόλος ηττάται στο Νότιον Ακρωτήριον. Η ναυμαχία πραγματοποιείται εν απουσία του και κατά παράβαση της εντολής του, οι Αθηναίοι όμως του καταλογίζουν ευθύνες για την ήττα και τον καθαιρούν. Ο Αλκιβιάδης δεν θα επιστρέψει ποτέ πια στην πόλη του, τα μάτια του ωστόσο θα είναι πάντοτε στραμμένα σ' αυτήν. Από το οχυρό του στη Θρακική Χερσόνησο παρακολουθεί τους Αθηναίους, που έχουν προσορμιστεί στους Αιγός ποταμούς και προσπαθεί μάταια να αποτρέψει την ολοκληρωτική καταστροφή τους.20 Λίγο αργότερα, ηττημένοι και παραδομένοι άνευ όρων στον Λύσανδρο και τους τριάκοντα τυράννους, οι Αθηναίοι μετανοούν για την απερισκεψία τους: Τον απέρριψαν χωρίς να έχει αδικήσει και στέρησαν για δεύτερη φορά την πόλη από τον «κράτιστον καί πολεμικώτατον στρατηγόν» (Πλουτ. 38).
Ο Αλκιβιάδης βρίσκεται μακριά τους κι όμως, ακόμη και τώρα, εναποθέτουν τις ελπίδες τους σ' αυτόν. Εξόριστος αλλά ζωντανός, εξακολουθεί να είναι επικίνδυνος. Η Σπάρτη τον φοβάται κι εκείνος σχεδιάζει πλέον να καταφύγει στο βασιλιά Αρταξέρξη, σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει την πατρίδα του. Δεν το κατορθώνει. Σ' ένα μικρό χωριό της Φρυγίας, όπου έχει σταθμεύσει, οι άνθρωποι του Φαρνάβαζου τον δολοφονούν.21 Η συνωμοσία Σπάρτης-σατράπη στέφεται με επιτυχία· κι η Αθήνα χάνει οριστικά το αγαπημένο της παιδί. Αναμενόμενο τέλος. Ο Αλκιβιάδης καταστράφηκε από τις σκευωρίες και τις διενέξεις, στις οποίες συνέβαλε με ελαφρότητα και τόλμη, με ασυνειδησία και φαντασία.22 Νικήθηκε από τους εχθρούς του, τους πολιτικούς αντιπάλους εκείνους στους οποίους έδωσε το έναυσμα να καταφέρονται εναντίον του, προκαλώντας κάθε τόσο σκάνδαλα γύρω από το όνομά του. Ξεπέρασε κάθε όριο προδίδοντας την πατρίδα του, θυσιάζοντάς την στο βωμό του υπέρμετρου εγωισμού και της φιλοδοξίας του. Διαπιστώσεις λογικοφανείς αλλά ανεπαρκείς. Όλη η ζωή του Αλκιβιάδη ήταν ένας αγώνας για διάκριση. Επεδίωκε εναγωνίως την υπεροχή, όποια κι αν ήταν αυτή: στον πόλεμο, στην πολιτική, στην πολυδάπανη ζωή, ακόμη και στα σκάνδαλα. Όλη του η ζωή ήταν μια προσπάθεια να κερδίσει τον αθηναϊκό δήμο με κάθε τρόπο. Το παιχνίδι της κατάκτησης δεν γνωρίζει όρια και ηθικούς φραγμούς. Χάριν αυτού του πάθους του, ο Αλκιβιάδης απαρνιέται τη συναναστροφή του με τον Σωκράτη και συνακόλουθα τον καλύτερο εαυτό του. Τα απαρνιέται όχι χωρίς οδύνη και ενδοιασμούς· το απόσπασμα από το πλατωνικό Συμπόσιον (216a-c) περιγράφει με πολύ παραστατικό τρόπο το δίλημμα και την εσωτερική του πάλη: «Με εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχτώ ότι ενώ προσωπικά έχω πολλές ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλά ασχολούμαι με των Αθηναίων τις υποθέσεις. Βίαια λοιπόν, σαν να ήταν οι Σειρήνες, κλείνω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· διαφορετικά, όλη μου τη ζωή θα δαπανούσα καθισμένος στο πλευρό του, ώσπου να γεράσω. Ενώπιον αυτού μόνου από τους ανθρώπους έχω δοκιμάσει το αίσθημα που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να ντρέπομαι οποιονδήποτε. Κι όμως, αυτόν και μόνον ντρέπομαι. Γιατί γνωρίζω καλά ότι δεν έχω τη δύναμη να διαφωνήσω ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Κι όμως, μόλις απομακρυνθώ, ηττημένος από τις τιμές της μάζας, δραπετεύω κι εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω κι όταν τον συναντώ καταλαμβάνομαι από ντροπή για όσα είχα παραδεχτεί. Και πολλές φορές θα ήμουν ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα ανάμεσα στους ζωντανούς, εντούτοις, αν τυχόν συνέβαινε αυτό, ξέρω καλά ότι θα ήμουν πολύ περισσότερο δυστυχής. Έτσι, δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω μ' αυτόν τον άνθρωπο». Ο Αλκιβιάδης ταλαντεύεται ανάμεσα στο καλό και το κακό, συναισθάνεται την αθλιότητα και την κενότητα της τελικής επιλογής του, κι αυτή ακριβώς η επίγνωση τον καθιστά πρόσωπο τραγικό.23
Ο Σωκράτης αγωνίζεται να τον συγκρατήσει. Τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει τούτη η επιμονή του φιλοσόφου, αν όχι ότι είχε διακρίνει βαθιά στην ψυχή του νεαρού Αλκιβιάδη το Κάλλος εκείνο που οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να αντικρίσουν, παγιδευμένοι στη σωματική του ομορφιά; «Ὁ δέ Σωκράτους ἔρως μέγα μαρτύριον ἦν τῆς ἀρετῆς καί εὐφυΐας τοῦ παιδός» (Πλουτ. 4).24
Οι λόγοι του Σωκράτη συγκινούν την καρδιά του και του προκαλούν δάκρυα. Μόνον αυτόν σέβεται και φοβάται ο Αλκιβιάδης. Ωστόσο, οι κόλακες και οι διαφθορείς του τον πείθουν να ασχοληθεί πρόωρα με τα δημόσια πράγματα, λέγοντάς του ότι όχι μόνο θα επισκιάσει τους άλλους στρατηγούς, αλλά θα ξεπεράσει και τον Περικλή στη δύναμη και την πανελλήνια δόξα (Πλουτ. 6). Ο φόβος του Σωκράτη, ότι η δύναμη της πόλεως θα νικήσει και τους δυο τους, επαληθεύεται (Πλατ., Αλκ. 1.135b). Ο δήμος εξυψώνει τον Αλκιβιάδη. Εκείνος γοητεύει και γοητεύεται από την Αθήνα, την εμπιστεύεται και της χαρίζεται, χωρίς να υπολογίζει το ευμετάβλητο των διαθέσεων του όχλου. Τον προδίδει και την προδίδει. Το πάθος δεν υπακούει ποτέ στη λογική. Η μοίρα τους αλληλένδετη. Οι νίκες του και νίκες της, τα σφάλματά του και δικά της. Παιδί μιας παρηκμασμένης δημοκρατίας, ο Αλκιβιάδης παίζει με τους κανόνες της επιτείνοντας την παρακμή της. Η τραγικότητα του Αλκιβιάδη δεν έγκειται στο γεγονός ότι απέτυχε να κερδίσει τη δόξα που του ταίριαζε υπηρετώντας την πατρίδα του έτσι όπως θα έπρεπε, αλλά στο γεγονός ότι, χάριν αυτής της πόλης και της ανάγκης του να συμπορευτεί με εκείνη, απαρνήθηκε το ευγενέστερο κομμάτι της ψυχής του, τον καλύτερό του εαυτό.25 Παγιδευμένος στον έρωτά του για την Αθήνα, παραδομένος ολοκληρωτικά σε αυτήν, κατέστη θύμα και θύτης ταυτόχρονα, ένας πλανήτης που, ως το τέλος της ζωής του, κινήθηκε ανάμεσα στο καλό και το κακό, παραμένοντας πάντα εντός και εκτός των ορίων της πόλεως.