Λίγη αισιοδοξία, παρακαλώ;
Φοράς γάντια και κασκόλ. Προσθέτεις τελικά και τον πλεκτό σκούφο. Εκείνον με την ξεφτισμένη φουντίτσα . Κάνει κρύο απόψε. Φυλάξου, θα αρρωστήσεις (έρε μάνα!).
Ξεπορτίζεις. Ξεχύνεσαι στους δρόμους γεμάτος ιμπερεαλιστικές διαθέσεις. Έτοιμος να κατακτήσεις (τους δρόμους πάντα!).
Είπες πως σήμερα μόνο το χαμόγελο θα φορέσεις. Και να το έκανες! Άφησες τη λύπη σου στο σπίτι, πάνω στο κομοδίνο μαζί με τα κρυμμένα άγχη να προσέχουν τις ανασφάλειες. Καλά έκανες. Σήμερα δείχνεις πιο όμορφος. Σου πηγαίνει τελικά το χαμόγελο (μη γίνεσαι κυνική!).
Μια καλή εισπνοή χειμερινού αέρα σου θυμίζει πως υπάρχει ζωή εκεί έξω. Μα κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι τα φώτα, τα μαγαζιά, ο κόσμος (αυτά πάνε πια). Είναι μάλλον η ελπίδα, η αισιοδοξία που σου φόρτωσαν από παιδί –από την οποία τώρα παλεύεις να απαλλαγείς γιατί νιώθεις ένοχος. Γιατί ο αισιόδοξος σήμερα είναι ένας άνθρωπος πανούργος, δολοπλόκος, δίχως έγνοιες και προβλήματα -ειδάλλως γιατί να αισιοδοξεί κανείς σήμερα; (είμαι οπτιμιστής από πεποίθηση, σου λέει και στριμώχνει το πουκάμισο μέσα στο ακριβοπληρωμένο τζιν!)
Μα όχι, εσύ δεν είσαι τέτοιος. Είσαι από τους άλλους τους αισιόδοξους, τους καλούς, τους φτωχούς και τίμιους, εκείνους που… (πάψε πια, δεν υπάρχουν κατηγορίες εδώ!) Μία είναι η ελπίδα, δεν έχει σχήματα, ούτε χρώματα. Οφείλεις υποθέτω να βιώσεις την απόλυτη απελπισία για να μάθεις να ελπίζεις. Κάντο, έστω κι έτσι. Πάψε να κρίνεις επιπόλαια την ευτυχία των άλλων.
Παίρνεις άλλη μια ανάσα, πιο βαθιά, πιο έντονη. Ακούς τον συριστικό ήχο να βγαίνει ανάμεσα από τον ουρανίσκο και τη γλώσσα, διατηρώντας πάντα το στόμα κλειστό, αδυνατώντας να προσδιορίσεις από πού(στην ευχή;) εξέρχεται η αναπνοή. Μα να! Μόλις εισέπνευσες αλά γιόγκα σταιλ (ευχαριστώ στη δασκάλα). Πώς το κάνεις; Είναι εύκολο. Σκέψου κάτι κακό. Βούρκωσε. Αναστέναξε σαν να θέλεις να ουρλιάξεις. Πέτα το από μέσα σου. Ήλπισε παρακαλώ!
Βαδίζεις. Σκυφτός ξανά. Και όλο συλλογιέσαι -μασουλώντας αντιαισθητικά εκείνη την παγωμένη τσίχλα (άνευ περιτυλίγματος) που προ λίγου ανακάλυψες στην τσέπη του παλτό σου. Είναι ευτυχία να βρίσκεις τσίχλες στο μπουφάν-το ξέρω!
Είπες πως θα γινόσουν ποιητής ή ζωγράφος(πού έχεις παραχώσει αλήθεια εκείνες τις τέμπερες;). Θα μπορούσες να ξεκινήσεις τα πειράματα μόλις επιστρέψεις στο σπίτι. Ναι, βέβαια και μπορείς. Γελάς. Ούτε τον εαυτό σου δεν πείθεις πια. Τι να γίνω; Πώς να γίνω; Μόνο οι σημαντικοί γίνονται. Εγώ δεν είμαι τίποτα (η αισιοδοξία που λέγαμε;).
Θυμάσαι ξάφνου έναν φίλο απ’ τα παλιά -εκείνον που κοιμόταν επί δύο εβδομάδες στο πλάι σου επειδή φοβόσουν τον μίκι μάους που μάλλον είχε ανοίξει σπιτικό πίσω από το ντουλάπι της κουζίνας (ερε γλέντια). Θυμάσαι το πάρτι των γενεθλίων σου. Θυμάσαι τα χαμόγελα. Θυμάσαι πόσο όμορφος έδειχνες μέσα στη καινούρια σου φορεσιά. Θυμάσαι πως λέρωσες το μπλουζάκι σου με κρασί (το έβαλα στο πλυντήριο;) Θυμάσαι πως πρέπει να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής γιατί παρα-ενθουσιάστηκες με τις υπαρξιακές σου αναζητήσεις.
Αισιοδοξία είναι η πίστη στην καλή έκβαση των πραγμάτων. Αισιόδοξος είναι ο άνθρωπος που βλέπει καλούς οιωνούς, κάνει ελπιδοφόρες σκέψεις, σκέφτεται θετικά, αίσια, ανεξάρτητα απ’ το αν αναγνωρίζει τη δυσχέρεια των πραγμάτων. Ο αισιόδοξος δεν είναι πλούσιος ούτε φτωχός, δεν είναι όμορφος μήτε άσχημος. Δεν είναι ακόμα έξυπνος ούτε και ανόητος. Είναι όλα αυτά μαζί.
Γιατί αν η ελπίδα φαντάζει μεγαλείο, χαθήκαμε. Γιατί αν η αισιοδοξία μοιάζει με ουτοπία τότε είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μια ζωή δίχως νόημα!
Λίγη αισιοδοξία, παρακαλώ;