Τα τρία ά-λογα - Point of view

Εν τάχει

Τα τρία ά-λογα



Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ' της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινήσει...

Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα στην Ανατολή, εκεί που γεννιούνται τα παραμύθια, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Όταν έφτασε η ώρα ο πιο μεγάλος να αφήσει την πατρική εστία και την τύχη του να ψάξει και να βρει, τον ρώτησε ο πατέρας του ποιο από τα τρία ξεχωριστά άλογα που είχαν στο παλάτι θέλει να του χαρίσει... τον Πλούτο; την Υγεία; ή την Χαρά;


"Τον Πλούτο, πατέρα, θέλω. Και μαυτόν σίγουρα μπορώ να έχω και υγεία και χαρά". Και γεμάτος προσμονή και όνειρα ταξίδεψε μακρυά. 

Όταν έφτασε ο καιρός του δεύτερου γιου, ο πατέρας τον ρώτησε κι αυτόν ποιο άλογο διαλέγει.

"Την Υγεία θέλω, πατέρα. Και αν την έχω και χαρούμενος θα είμαι και θα δουλέψω και θ'αποκτήσω πλούτη". Και έφυγε κι αυτός σε μέρη ξένα.

Πέρασαν τα χρόνια και ο πρώτος γιος συνέχιζε να ζει μέσα στα πλούτη, μα αρρώστιες που και οι πιο σπουδαίοι γιατροί δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν του στέρησαν την χαρά. Και ο δεύτερος γιος την υγειά του δεν την έχανε μα στεναχώριες που γνώρισε στην ζωή τον έκαναν μίζερο και παραπονιάρη και απόμεινε ολόγερος μα μονάχος.

Το τι απέγιναν τα δυο του αδέρφια δεν το γνώριζε ο πιο μικρός. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να βρει κι αυτός τον δρόμο του και να τον περπατήσει και του έδωσε ο πατέρας το τρίτο άλογο, την Χαρά, ένιωσε λιγάκι αδικημένος. Γρήγορα, όμως, ξέχασε το παράπονό του γιατί το άλογο τον κουβάλησε στην πλάτη του και τον ταξίδεψε χρόνια πολλά. Και αν γνώρισε φτώχεια ή αρρώστειες, την χαρά του δεν την έχανε.

Γέρασε χαρούμενος και αγαπητός, γιατί η χαρά μοιάζει με μέλι που όταν την γευτείς κολλάς. Μια χειμωνιάτικη βραδυά που είχαν μαζευτεί οι φίλοι στο σπιτικό του να ψήσουν κάστανα, να πούνε λόγια και τραγούδια και να ζεσταθούν οι καρδιές τους, πήγε στο στάβλο να τρατάρει μήλα το γέρικο άλογό του. Κι εκεί που το τάιζε, έγειρε το κεφάλι στη χαίτη του αλόγου και αποκοιμήθηκε... και ο στάβλος έγινε ουρανός με αστέρια και πάνω στο πιο φωτεινό αστέρι είδε ένα μικρό παιδί να του απλώνει τα χέρια και να του λέει:   "Όλη σου την ζωή με χαρά την πορεύτηκες και μένα με άφησες να παίζω στον κήπο της ψυχής σου. Από σήμερα θα είσαι μαζί μου στον δικό μου κήπο που νους ανθρώπου δεν χωρά την ομορφιά του".

Χριστός ετέχθη! Η χαρά μου ετέχθη!


Νεκταρία Αποστολίδου
via

Pages