Λόγος λιτός, χαμηλόφωνη υπαρξιακή αγωνία, ολιγαρκής μοναξιά, γνήσιο συναίσθημα. Διαβάζοντας το διήγημα του "Νυχτερινό" του Νικήτα Κακκαβά σε τυλίγει η λυτρωτική συγκίνηση του ρεαλισμού της ζωής. Της ζωής που φεύγει.
Στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα, άνοιξε τη βρύση και άφησε το νερό να τρέξει. Κοιτάχτηκε στο ραγισμένο καθρέφτη. Το μπάνιο βρωμούσε αμμωνία ανάκατα με χλωρίνη. Του ήρθε ναυτία.
Από το ανοικτό παράθυρο του θαλάμου ακούγονταν ένας τζίτζικας και η σβησμένη ηχώ της εξάτμισης μιας μοτοσικλέτας.
Αισθάνθηκε ένα δυνατό πόνο στο στήθος, καυτό σίδερο.
Με έναν γδούπο προσγειώθηκε στην κιτρινιασμένη πορσελάνη της ντουζιέρας. Ένα μικρό κόκκινο αυλάκι απλώθηκε γρήγορα στο μωσαϊκό του μπάνιου.
- Σοφία πήγαινε να μαζέψεις τα πράγματα του Ιγνατίου από το κομοδίνο. Μην ξεχάσεις τη μασέλα, τη βέρα και το ρολόι του. Όρεξη έχω τους συγγενείς να μας κατηγορούν για κλέφτες πρωινιάτικα!
είναι περασμένες τρεις και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν είναι που πονάω σ’ όλο μου το σώμα, έμαθα πια στον πόνο, τον συνήθισα. Θα πεθάνω, το αισθάνομαι. Βλέπω παράξενα όνειρα τα βράδια.
Θα πεθάνω σε πολύ λίγο. Τελειώνουν οι πιστώσεις χρόνου που μου έχουν απομείνει.
Με εκείνη την αυθεντική αγάπη που μόνο τα παιδιά μπορούν να έχουν.
Είχα χαρεί τόσο πολύ, όταν γεννήθηκες.
Και δεν έσβησε ποτέ εκείνο το φως που έφερε ο ερχομός σου στη ζωή μου. Εκείνα τα μικρά δαχτυλάκια, εκείνο το χαμόγελο, μα περισσότερο από όλα εκείνα τα μεγάλα μάτια φώτισαν εντός μου έναν άλλον εαυτό που ούτε είχα ματαδεί, ούτε ήξερα ότι υπήρχε.
Δεν ξέρω πότε και γιατί άρχισε αυτή η παραμόρφωση μου. Με θυμάμαι με καστανά, καλοχτενισμένα μαλλιά, δεν ζάρωναν την φάτσα μου ρυτίδες, τα μέλη μου είχαν δύναμη, μπορούσα να ανεβαίνω με εσένα στην αγκαλιά δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά κάποτε φορούσα στενά μπλουτζίν με λευκά αθλητικά παπούτσια και στενά, καρό κοντομάνικα πουκάμισα.
Τότε μπορούσες ακόμη να ερμηνεύεις τον ήχο των σιωπών μου, δεν χρειάζονταν τα λόγια να παραχαράξουν κανένα συναίσθημα. Μετά το κυνηγητό των περιστεριών σε έπαιρνε ο ύπνος, κάνοντας μαξιλάρι το κεφάλι μου.
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλοι μαζί στη θάλασσα. Έκλαψες τρομαγμένος, όταν σε έβαλα για πρώτη φορά στο νερό. Η μητέρα σου φώναζε «τι άτσαλος που είσαι με το παιδί!». Χτυπούσες αδέξια πτερύγια τα ποδαράκια σου στο νερό, προσπαθώντας να επιπλεύσεις.
Μάλλον θα ήταν ένα πρωί Κυριακής που έσκυψα να σε φιλήσω. Ήμουν αξύριστος, τα γένια μου θα έγδαραν τα μάγουλα σου. Ήσουν μόνο οκτώ μηνών. Έκλεισα τα μάτια, για να μην εξαντληθεί η ηχώ του νιόβγαλτου ήχου. Θυμώνω πολύ με αυτούς που θέλουν τα παιδιά να τους φωνάζουν με το μικρό τους όνομα, αντί για «πατέρα», «μητέρα», «μαμά», «μπαμπά». Εγώ ήθελα πάντοτε να το ακούω! Το να γίνω ο μπαμπάς σου υπήρξε ό,τι πιο σπουδαίο προσπάθησα ποτέ στη ζωή μου.
λεπτομέρειες, δεν επιτρέπεται να εισχωρήσει καμιά εντροπία στον κόσμο τους.
Η αλήθεια είναι πως χρειάζομαι κάποιον κοντά μου αυτές τις ώρες.
Ωστόσο δεν στο λέω για να γυρίσεις πίσω, δεν έχεις καμία ευθύνη εσύ, καμία υποχρέωση!
Άραγε θα 'ρθεις τον Δεκαπενταύγουστο; Αν τα καταφέρεις, θα πάμε εκδρομή στη θάλασσα. Δεν νοστάλγησα τίποτε περισσότερο από ένα αεράκι. Σαν τότε – Μάης δεν ήταν; - που καθάριζε τον ουρανό στα Κάστρα. Τίποτε άλλο παρά ένα δροσερό αεράκι.
Μπήκε στο γραφείο της Προϊσταμένης. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου και τράβηξε ένα λευκό φάκελο. Δίπλωσε το χαρτί στα δυο και το έκλεισε μέσα.
Με σταθερό χέρι αντέγραψε με μπλε μελάνι:
Baggensgatan 25
Stockholm / SWEDEN