Μόνον από του τέλους μπορεί κανείς να συμπεράνη το μέγεθος των κατορθωμάτων ενός αγίου, να συλλάβη τί έκανε, δηλαδή από την δόξα που του έδωσε ο Θεός, από την πατρική ανταπόδοσι. Το τέλος είναι η πίστις ότι ο Θεός δοξάζει τον άγιό του. Και για να τον δοξάζη, σημαίνει ότι είναι υπέροχο και αιώνιο το κατόρθωμα του αγίου, το να στέκεται δηλαδή μέσα στην σιωπή κατ'ενώπιον του Θεού. Αυτή η δόξα πολλάκις αποκαλύπτεται και στους άλλλους, γίνεται γνωστή και σε μας· αλλά δεν χρειάζεται καν να την γνωρίζωμε, διότι ξεύρομε ότι ο Θεός "έφα", υπεσχέθη, ο Θεός προεπηγγείλατο, και επομένως ο άγιος την λαμβάνει την δόξα.
Ο άγιος πηγαίνει στην μόνωσι, στην ησυχία, για να επιδείξη ανδρικούς αγώνες και να εκφράση με αυτούς την πίστη του ότι ο Θεός είναι παρών. Βλέπει τον Αόρατον ως Ορατόν.
Βλέποντας τα σύννεφα, το βουνό, την άπλα του ορίζοντος, το σκοτάδι του κελλιού μου, τα βάθη της καρδιάς μου, τα μύχια του νοός μου, τα πάθη μου, στην πραγματικότητα τα ξεύρω και το πιστεύω ότι βλέπω τον Θεόν, διότι παντού κρύβεται ο Θεός.
Τα πάντα είναι περιβόλαιο δικό Του, σημάδια της παρουσίας Του.
Ακόμη και το πάθος μου και η τύφλωσίς μου και ο κτύπος της καρδιάς μου και η γνώσεις και η άγνοιά μου δείχνουν ότι υπάρχει ο Θεός, ότι είναι εδώ που είμαι εγώ.
Αλοίμονο αν δεν υπήρχε ο Θεός, θα πέθαινα ευθίς αμέσως. Λίγο να λείψη όχι ο Θεός, αλλά το πνεύμα του, το νεύμα του, αμέσως χάνομαι.
Το ότι λοιπόν ζω και το ότι μπορώ να αμαρτήσω και να έχω το πάθος μου ή να κρύβω μέσα μου τα θελήματά μου και τους πόθους μου, σημαίνει ότι ο Θεός με ανέχεται και δεν αποσύρει το βλέμμα του από εμένα.
Με ανέχεται το νεύμα του, μακροθυμεί ο Θεός, περιμένει, μόνο που δεν μπορεί να ενεργήση επάνω μου, διότι του βάζω φραγμό!
Εκείνος όμως στέκει από επάνω μου και με παρακολουθεί, έτοιμος, μόλις εγώ επιθυμήσω, να με αρπάξη και να με οδηγήση στην άπλα την εσωτερική, στην ανάνευσι, στην χαρίτωσι της καρδιάς μου.
Εάν με την παρουσία του ο Θεός με καλύπτη και μου επιτρέπη να αμαρτάνω, να τον προσβάλλω δηλαδή, και εάν ακόμη και το πάθος μου και η αισχύνη μου είναι απόδειξις της παρουσίας του Θεού, πόσο μάλλον τα ορατά και αισθητά –πολύ δε περισσότερο τα αόρατα και νοούμενα- αποτελούν μαρτύρια της παρουσίας του. Άρα ο ασκητής παρίσταται ενώπιον του παρόντος Θεού, ο οποίος, αν και αόρατος, γι’ αυτόν είναι ορατός.
Έτσι το πάλαισμά μου είναι η παράστασίς μου ενώπιον του Θεού και εκφράζει την πίστι μου ότι ο Θεός είναι παρών. Αυτή η παρουσία του Θεού είναι για μένα η προσδοχή Του, η οποία δεν είναι ψυχική ενέργεια ούτε έλλειψις, αλλά βίωμα, αφή του αοράτου Θεού, γάμος μυστικός, κάτι που το προσδέχομαι συνεχώς “αυλιζόμενος κατα μόνας”· προσλαβάνω δηλαδή αδιαλείπτως Αυτόν που είναι εδώ παρών μαζί μου και μέσα μου.
Ο κατα μόνας λοιπόν αυλισμός μου είναι μία διαρκής απορρόφησις του Θεού, μία διαρκής ένωσις, μία διαρκής γαμήλιος απόλαυσις, μία διαρκής συζυγία, μία διαρκής απόμαξις των ακτίνων του Θεού, της θείας ενεργείας, μία διαρκής μεταχώρησις των ιδιοτήτων του Θεού και του ανθρώπου, μία διαρκής συνύπάρξις Θεού και ανθρώπου.
Άραγε, εμείς το πιστεύουμε αυτό; ζούμε έτσι; ασκούμεθα έτσι; Όταν ο Ιησούς μιλούσε στους μαθητάς του για τον Πατέρα, ο Φίλιππος του είπε: Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα και μας αρκεί. Και ο Ιησούς του απήντησε: Τόσο χρόνο είμαι μαζί σας, και δεν με γνώρισες Φίλιππε; Όποιος έχει δει εμένα έχει δει και τον Πατέρα.
Πόσες φορές θα μπορούσε να πη και σε μας ο Θεό: Τόσο καιρό παιδί μου, ήμουν μαζί σου και δεν με καταλάβαινες· τόσο καιρό ησκείσο, ήμουν εκεί, ήμουν έτοιμος να με απορροφήσης, έλεγες ότι με προσδέχεσαι, ότι με αγαπάς, ότι ζης για μένα και όμως δεν καταλάβαινες τί έλεγες!
Πότε θα πιστεύσης; Ούπω πιστεύεις; Ακόμη δεν πιστεύεις; Ακόμη δεν βλέπεις;
Είθε να δώση ο Θεός την στιγμή εκείνη που θα μας πη: Άρτι πιστεύεις, τώρα μάλιστα πιστεύεις.
Αλλά θα συνέχιζε: Παιδί μου, τόσα χρόνια έπρεπε να σε περιμένω; τόσα χρόνια να σε κατακλύζω; τόσα χρόνια να σε φωτίζω; τόσα χρόνια να χυμάω ολόκληρος επάνω σου, και συ να μην με παίρνεις καθόλου είδησι; τόσα χρόνια χρειαζόσουν, για να ξυπνήσις λίγο και να ανοίξης τα μάτια σου και να πης, νάτος;
Μα, τι μάτια χρειάζεσαι να ανοίξης, αφού τα μάτια σου τα έχω δώσει; Θέλεις λοιπόν να με δεις; Θέλεις να με κάνεις αντικείμενο της περιέργειάς σου, της απολαύσεώς σου; Εγώ σου ζητάω αυτήν την πίστι, αυτήν την απόλαυσι, αυτήν την προσδοχή, αυτήν την τελειότητα.
Όταν καταλάβης αυτό το μεγαλείο, τότε θα πης: Είδα τον Θεό!
Δεν μπορώ να πω, θα δω τον Θεό. Μπορώ μόνον να λέγω, είδα τον Θεόν.
Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
"Χαρισματική Οδός"