Ο Μαρτίν είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα σε έντονες απολαύσεις.
Όταν η νοημοσύνη τον δεν έφτανε για να του δείξει τον καλύτερο δρόμο, τον οδηγούσε η διαίσθησή του. Ένιωθε σχεδόν όλη την ώρα ήρεμος κι ευτυχισμένος, απλώς, μερικές φορές, τη διάθεσή του σκίαζε η αίσθηση ότι ασχολιόταν υπερβολικά με τον εαυτό του.
Είχε μάθει να είναι υπεύθυνος για τη ζωή του και αγαπούσε τον εαυτό του τόσο ώστε να προσπαθεί να του εξασφαλίζει ό,τι καλύτερο. Ήξερε ότι κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια προσέχοντας να μη βλάψει τους άλλους, και κυρίως εκείνους που αγαπούσε. Ίσως γι’ αυτό τον πείραζαν τόσο οι άδικες επικρίσεις, ο φθόνος των τρίτων και οι κατηγορίες που πολύ συχνά δεχόταν από το στόμα γνωστών και αγνώστων.
Έφτανε η αναζήτηση της απόλαυσης για να δώσει νόημα στη ζωή του;
Το άντεχε ο ίδιος να ορίζει τον εαυτό του σαν έναν ηδονιστή που είχε βάλει στο επίκεντρο της ύπαρξής του την προσωπική του ικανοποίηση;
Πώς να εναρμονίσει τα συναισθήματα αυτά της προσωπικής ευχαρίστησης με τις απόψεις του περί ηθικής, με τη θρησκευτική του πίστη, με όλα αυτά που είχε διδαχτεί από τους προγόνους του;
Τι νόημα είχε μια ζωή που σήμαινε κάτι μόνο για τον ίδιο;
Εκείνη την ημέρα, οι σκέψεις αυτές τον βάραιναν περισσότερο από κάθε προηγούμενη.
Ίσως θα έπρεπε να απομακρυνθεί. Να φύγει μακριά. Να αφήσει ό,τι είχε και δεν είχε στα χέρια άλλων. Να μοιράσει όλη του την περιουσία ή να την αφήσει κληρονομιά, ώστε ν’ αποτελέσει για κάποιους —έστω και απών—, μια καλή ανάμνηση.
Κάπου αλλού, σε άλλη χώρα, σε άλλη πόλη, με άλλους ανθρώπους, θα μπορούσε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Μια διαφορετική ζωή, μια ζωή στην υπηρεσία των άλλων, μια ζωή με αλληλεγγύη.
Έπρεπε να βρει χρόνο να στοχαστεί για το παρόν και το μέλλον του.
Έβαλε λοιπόν ο Μαρτίν κάτι λίγα πράγματα σ’ ένα σακίδιο κι έφυγε με κατεύθυνση το βουνό.
Κάποιος του είχε πει ότι ήταν ήσυχα εκεί πάνω, και πως η θέα της εύφορης κοιλάδας σε βοηθούσε να βάλεις τις σκέψεις σου σε τάξη.
Όταν έφτασε στο ψηλότερο σημείο του βουνού γύρισε να κοιτάξει την πόλη του για τελευταία ίσως φορά.
Σουρούπωνε και η πόλη φαινόταν πολύ ωραία από ψηλά.
Ήταν η φωνή ενός γέρου που εμφανίστηκε από το πουθενά, μ ένα μικρό πτυσσόμενο τηλεσκόπιο στα χέρια. Τώρα, με το ένα χέρι του δείχνει το τηλεσκόπιο και με το άλλο απλωμένο περιμένει τα λεφτά.
Ο Μαρτίν ψάχνει στην τσέπη του, βρίσκει το κέρμα που ήθελε και το δίνει στον γέρο. Ανοίγει τότε κι εκείνος το τηλεσκόπιο και το δίνει στον Μαρτίν.
Ο Μαρτίν παίρνει το τηλεσκόπιο και κοιτάζει... Καταφέρνει να εντοπίσει τη γειτονιά του, την πλατεία, και απέναντι από την πλατεία, το σχολείο.
Ο Μαρτίν σηκώνει τα μάτια του από τον φακό, τα ανοιγοκλείνει μερικές φορές και ξανακοιτάει. Η χρυσή κουκίδα είναι ακόμη εκεί.
«Πολύ περίεργο!» λέει ο Μαρτίν απορημένος, χωρίς να καταλάβει ότι μίλησε δυνατά.
«Πού είναι το περίεργο;» τον ρωτάει ο γέρος.
«Να εκεί, η κουκίδα που λάμπει...» λέει ο Μαρτίν, «...στην αυλή του σχολείου» συνεχίζει και του δίνει το τηλεσκόπιο για να δει κι ο γέρος αυτό που μόλις είδε εκείνος.
«Αυτά είναι ίχνη» του λέει ο γέρος.
«Τι ίχνη;» ρωτάει ο Μαρτίν.
«Θυμάσαι εκείνη την ημέρα —πρέπει να ήσουνα επτά χρόνων—, που ο Χαβιέρ, ο παιδικός σου φίλος, έκλαιγε απαρηγόρητος στην αυλή του σχολείου; Του είχε δώσει η μητέρα του λεφτά να πάρει ένα μολύβι για την πρώτη μέρα στο σχολείο. Είχε χάσει τα λεφτά κι έκλαιγε με λυγμούς» του απαντάει ο γέρος. Κάνει μια παύση και συνεχίζει: «Θυμάσαι τι έκανες; Είχες ένα καινούργιο μολύβι που πρώτη φορά το έφερνες στο σχολείο. Ακούμπησες στην πόρτα, έσπασες το μολύβι σε δύο ίσα μέρη, έξυσες το σπασμένο μισό κι έδωσες στον Χαβιέρ το άλλο μισό από το καινούργιο σου μολύβι.»
«Δεν το θυμόμουνα» λέει ο Μαρτίν. «Αυτό, όμως, τι σχέση έχει με τη χρυσή κουκίδα;»
«Ο Χαβιέρ δεν ζέχασε ποτέ εκείνη τη χειρονομία, και η ανάμνηση αυτή είχε μεγάλη σημασία για τη ζωή του.»
«Ε, και λοιπόν;»
«Υπάρχουν πράξεις στη ζωή ενός ανθρώπου που αφήνουν ίχνη στη ζωή των άλλων» του εξηγεί ο γέρος. «Οι πράξεις που συμβάλλουν στην εξέλιξη των υπολοίπων, αφήνουν σημάδια σαν χρυσές κουκίδες...»
Ο Μαρτίν ξανακοιτάει μέσα από το τηλεσκόπιο και βλέπει κι άλλη κουκίδα να λάμπει στο δρομάκι που βγάζει από το κολέγιο.
«Αυτή είναι για την ημέρα που βγήκες να υπερασπιστείς τον Πάντσο, θυμάσαι; Γύρισες σπίτι με μαυρισμένο μάτι και μία τσέπη του παλτού σου σκισμένη.»
Ο Μαρτίν κοιτάζει την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη.
«Αυτή εδώ στο κέντρο...» συνεχίζει ο γέρος, «είναι η δουλειά που βρήκες στον δον Πέδρο όταν τον απέλυσαν από το εργοστάσιο... και η άλλη, εκεί δεξιά, είναι το ίχνος εκείνης της φοράς που έδωσες τα χρήματα που έλειπαν για την εγχείρηση του παιδιού του Ραμίρες... Τα ίχνη πάλι εδώ αριστερά, είναι από τότε που γύρισες από ταξίδι γιατί πέθανε η μητέρα του φίλου σου, του Χουάν, και ήθελες να είσαι δίπλα του.»
Ο Μαρτίν βάζει στην άκρη το τηλεσκόπιο. Δεν το έχει πια ανάγκη γιατί, και χωρίς αυτό, αρχίζει να βλέπει χιλιάδες χρυσές κουκίδες διασκορπισμένες σ’ ολόκληρη την πόλη.
Μόλις έπεσε ο ήλιος, η πόλη φωτίστηκε ολόκληρη από τα χρυσά του ίχνη.
Τότε ένιωσε ο Μαρτίν ότι μπορούσε να γυρίσει ήσυχος στο σπίτι του.
Θα ξεκινούσε τη ζωή του από την αρχή, αλλά αυτή τη φορά από ένα διαφορετικό σημείο.
****************
Το συναίσθημα είναι αυτό που προετοιμάζει το σώμα για να ενεργήσει. Ωστόσο, το συναίσθημα είναι η μισή διαδικασία. Η άλλη μισή είναι η ενέργεια. Αυτό λοιπόν που γίνεται αμέσως μετά είναι ότι φορτίζομαι με ενέργεια, δύναμη και διάθεση. Η μετατροπή των συναισθημάτων αυτών σε ενέργεια θα μου επιτρέψει να συνειδητοποιήσω πραγματικά την απουσία αυτού που δεν υπάρχει πια. Και η συνειδητοποίηση του απόντος, η επαφή με την απουσία που φοβόμουν, θα μου επιτρέψει στη συνέχεια να δεχτώ τη νέα πραγματικότητα. Αυτή είναι μια συνειδητοποίηση καθοριστική πριν από τη στροφή στον εαυτό μου.
Jorge Bucay - Ο Δρόμος των Δακρύων