Οι κορδέλες της εκδίκησης - Point of view

Εν τάχει

Οι κορδέλες της εκδίκησης


Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς άνοιξε το φάκελο. Κι εκείνα τα λόγια, ω Θεέ μου! «Κλείνω τα μάτια κι ολόγυμνη βαδίζω μέσα στο απέραντο γαλάζιο, δεν μπορώ να αποχωριστώ αυτή την αγκαλιά, δεν έχω τη δύναμη! Τώρα πια δεν θα κλαίω μόνη, δεν θα μένω μόνη. Στο βουητό του ανέμου, στο φως του φεγγαριού, στο παιχνίδισμα των κυμάτων, θα τραγουδώ τον έρωτα ορατή κι αόρατη συνάμα για σένα! Λεύτερη από πόνο και δάκρυα θα μπορώ να σε λατρεύω για μια αιωνιότητα κι ας πόνεσα πολύ τόσο πολύ, αγάπη μου!»
Λίγο πιο πέρα, πάνω στην άμμο, είχε μείνει ξεχασμένο ένα κόκκινο φόρεμα στο χρώμα της φωτιάς, μόνο κι ορφανεμένο απ’ το κορμί κι από την ύπαρξή της…

Το σούρουπο της επόμενης μέρας βρήκε τον Άγγελο καθισμένο στην ίδια θέση να σφίγγει το φόρεμα στο στήθος του. Αμίλητος ήταν κι ανέκφραστος. Δίπλα του ο φίλος του ο Αυγουστής τρανταζόταν από τους λυγμούς.
«Εσύ φταις», φώναξε.
«Εγώ;»
«Ναι εσύ, εσύ ποτέ δεν την αγάπησες, ποτέ δεν αφουγκράστηκες την καρδιά της, να δεις πόσο σε λάτρευε κι εσύ, εσύ τη χρησιμοποίησες με τον πιο αισχρό τρόπο! Εσύ τη σκότωσες… Άγγελος θανάτου έγινες εσύ…»
Άρπαξε το φόρεμα από τα χέρια του Άγγελου.
«Μόνο εγώ μπόρεσα να δω τα δάκρυά της εκείνο το βράδυ, προσπάθησε να μου κρυφτεί μα δεν τα κατάφερε, πού ήσουν εσύ ε; Πού ήσουν; Και τώρα, τώρα τολμάς να κρατάς το φόρεμά της στα χέρια σου, μην το μαγαρίζεις μη…»
Σαν ταινία πέρασαν από μπροστά του εκείνες οι τελευταίες στιγμές.
«Πάω να πάρω λίγο αέρα, πνίγομαι εδώ μέσα…»
«Να ‘ρθω μαζί σου, μάτια μου»
Εκείνη χαμογέλασε θλιμμένα.
«Μόνο εσύ μ’ αγαπάς, μόνο εσύ με πονάς, καρδιά μου, μόνο εσύ», του είπε και τον φίλησε στο μέτωπο.
Πόσο αναθάρρησε με το φιλί της. Πήγε να την ακολουθήσει, μα εκείνη δεν θέλησε.
«Θα ξανάρθω…», ψιθύρισε και του έσφιξε τρυφερά το χέρι.
«Αποχαιρετισμός, αποχαιρετισμός», μονολόγησε.
«Τι είπες;» τον ρώτησε ο Άγγελος.
«Δε σου άξιζε μια τέτοια γυναίκα, όχι, όχι… δεν σου άξιζε. Ω Θεέ μου, πώς να δεχτώ ότι αυτή την ομορφιά, αυτό το πλάσμα το κατάπιε η θάλασσα; Πώωωως;»
Ο Άγγελος έσκυψε το κεφάλι.
Η απουσία της ήδη τον στοίχειωνε. Οι τύψεις, μαζί με τα θυμωμένα λόγια του Αυγουστή, άρχισαν να του ανοίγουν τα μάτια και να συνειδητοποιεί πόσο ανόητα, πόσο εγκληματικά είχε φερθεί. Αγάπη σαν αυτής της γυναίκας δεν θα ξανάβρισκε ποτέ. Έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία της, τη φίλησε κι έκλαψε. Ναι, αυτός ο λογικός, ο τόσο εγκεφαλικός τύπος έκλαψε. Όταν οι νύχτες μυρίζουν ίριδα και γιασεμί, θα ναι η αγάπη μου που θα ‘ρχεται να σου χτυπά το παραθύρι, τα λόγια της.
Ο Αυγουστής στράφηκε προς το μέρος του.
«Πάψε λοιπόν», του φώναξε. «Μόνο εγώ έχω δικαίωμα να κλάψω, εγώ που σαν Παναγιά τη λάτρεψα, εγώ! Μην κλαις λοιπόν, πάψε πάψε πάψε!»
Ο Άγγελος έπεσε σπαράζοντας στην αγκαλιά του φίλου του.
«Συγνώμη», ψέλλισε. «Κι από εκείνη κι από εσένα, δεν έπρεπε, δεν έπρεπε. Αχ, μόνο αυτό το γράμμα θα έχω να θυμάμαι…»
«Εγώ, εγώ θα ‘χω κάτι παραπάνω, το τελευταίο της φιλί….», ψιθύρισε ο Αυγουστής.
Έκλεισε τα μάτια του. Ξαφνικά, καθώς ο ήλιος είχε πια γείρει προς τη δύση του, ένιωσε να τον τυλίγει το αγαπημένο άρωμα εκείνης.
«Είναι εδώ», είπε σιγανά.
«Δεν… δεν…», κόμπιασε ο Άγγελος.
«Η νύχτα μύρισε ίριδα και γιασεμί, ήρθε η αγάπη της να μου χτυπήσει το παραθύρι, μόνο για μένα, Αριάδνη, ψυχή μου, μόνο για μένα…», τα λόγια του Αυγουστή έκαναν τον Άγγελο να χαμηλώσει το βλέμμα ντροπιασμένος.
Ωστόσο….
«Κέρδισες…», είπε στο φίλο του με φωνή που μόλις ακουγόταν. «Δικό σου το φιλί της λίγο πριν το τέλος κι εκείνα τα λόγια που για μένα φύλαγε, δικά σου κι αυτά…»
«Τελικά, δεν σε αγγίζει τίποτα εσένα!» είπε ο Αυγουστής ρίχνοντας μια δολοφονική ματιά που φώναζε όλο το μίσος που ένιωθε γι’ αυτόν που κάποτε θεωρούσε φίλο κι αδελφό.
Για μια στιγμή μόνο. Ύστερα το βλέμμα του στράφηκε πάλι πονεμένο στη θάλασσα σαν να γύρευε απ’ αυτήν να του φέρει πίσω ό,τι είχε αγαπήσει και ποθήσει πιο πολύ στη ζωή του.
«Εκείνη αφέθηκε σε κύματα θαλασσινά, έφυγε μα είναι εδώ, ζει εδώ μέσα», ψιθύρισε βάζοντας το χέρι στο μέρος της καρδιάς. «Εσύ, όμως, εσύ είσαι από καιρό νεκρός!» συνέχισε με παγερή φωνή.
Σηκώθηκε κρατώντας ακόμα το φόρεμα στην αγκαλιά του.
«Όποιος μένει κοντά σου, χάνει την ψυχή του, Άγγελε!»
Ο Άγγελος κάτι πήγε να πει, όμως ο Αυγουστής τον έκοψε, σηκώνοντας το χέρι του, δίχως να τον κοιτάζει.
«Δεν υπάρχει τίποτα πια! Φύγε!», η φωνή του συνέχισε να είναι παγερή.
«Μα…»
«Φύγε, λοιπόν φύγε φύγε φύγε!» η φωνή του Αυγουστή έσταζε πόνο, οργή και μίσος μαζί.
Ο Άγγελος έφυγε συντετριμμένος με βήματα βαριά, από τις αλυσίδες που του ‘χαν περάσει οι τύψεις. Ένιωθε πως δεν είχε αέρα στα πνευμόνια του. Και πώς να είχε άλλωστε; Οι ενοχές, σφιχτή θηλιά στο λαιμό του. Αδύνατο να λύσει τον κόμπο. Ένα ματωμένο δάκρυ έσταξε στην καρδιά του. Ήταν όμως κενή η θέση και δεν είχε πού να σταθεί. Έτσι συνέχισε την πορεία του ακολουθώντας τον σκοτεινό και παγωμένο δρόμο της ψυχής του.
Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Μια σκοτεινή φιγούρα ένιωσε εμπρός του και σήκωσε τα μάτια. Ένας κουκουλοφόρος προπορευόταν τραβώντας τον από μια αλυσίδα και ο Άγγελος τινάχτηκε από την έκπληξη.
«Τι συμβαίνει, Άγγελε;» άκουσε μια κούφια φωνή. «Δεν με αναγνωρίζεις; Ο φόβος είμαι. Θαρρούσες μήπως ότι δεν υπάρχω;»
Είχε χάσει τη μιλιά του. Και σάμπως θα τη χρειαζόταν πάλι; Τι να την έκανε; Τι να ρωτήσει; «Πού πήγαινε;» Μα ήξερε. Στον Όλεθρο. Τίποτα δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν. Η Αριάδνη είχε τερματίσει τη ζωή της εξαιτίας του, επειδή αυτός την είχε εκμεταλλευτεί. Μια αθώα ψυχή που τον αγαπούσε πραγματικά. Και μαζί μ’ αυτήν είχε χάσει και τον Αυγουστή, τον Αυγουστή που ‘χε υπάρξει φίλος κι αδελφός. Δεν είχε νόημα να σκέφτεται. Άλλωστε, τι να σκεφτεί; Ο δρόμος δεν είχε επιστροφή.
Ξάφνου έφτασε στη σπηλιά.
«Μα πώς;;» ψέλλισε. «Πώς βρέθηκα στην καταραμένη σπηλιά;»
Το εσωτερικό της ήταν τεράστιο. Ένα απύθμενο σκοτάδι απλωνόταν εμπρός του και μια ανατριχιαστική σιωπή επικρατούσε. Προσπαθώντας να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι, του φάνηκε ότι είδε μια λάμψη. Προχώρησε προσεκτικά προς το μέρος που φώτιζε.
«Είναι κανείς εκεί;» φώναξε και η ηχώ του έστειλε γι’ απάντηση την ίδια την φωνή του.
Μια καυτή ανάσα ένιωσε πίσω στο σβέρκο του κι έκανε να γυρίσει αιφνιδιασμένος. Δεν πρόλαβε να δει κάτι. Πυκνότερο σκοτάδι από το εσωτερικό της σπηλιάς τον τύλιξε κι έπεσε κάτω προλαβαίνοντας μόνο να δει τις αισθήσεις του να του γυρνάν την πλάτη και να τον εγκαταλείπουν.
Όταν συνήλθε κι άνοιξε τα μάτια του, το σκοτάδι ήταν το ίδιο πυκνό. Σηκώθηκε παραπατώντας και χτύπησε πάνω σε κάτι μεταλλικό. Έκανε πίσω κρατώντας το κεφάλι του στο σημείο που είχε χτυπήσει και η πλάτη του ακούμπησε κι αυτή πάνω στην ίδια επιφάνεια. Τρέμοντας από το φόβο του, γύριζε σαν τρελός γύρω γύρω να βρει μια διέξοδο. Όμως, όπου κι αν προσπαθούσε να πάει, έπεφτε πάνω στην ίδια επιφάνεια.
«Άδικος κόπος, Άγγελε», άκουσε μια ξύλινη φωνή. «Βρίσκεσαι μέσα σε σιδερένιο κλουβί. Μη βιάζεσαι λοιπόν να φύγεις».
«Ποιος είσαι;» ρώτησε τρομαγμένος.
«Αυτός που θα σε δικάσει και θα σε καταδικάσει. Ή μάλλον για να το πω πιο σωστά, αυτός που σε δίκασε και σε καταδίκασε. Η δίκη έγινε και η απόφαση πάρθηκε. Μπορείς να την μαντέψεις, Άγγελε; Άσε, δεν χρειάζεται. Δεν θέλω να κουράσω το ηλίθιο κεφάλι σου με σκέψεις που δεν μπορείς να κάνεις. Η απόφαση είναι... Θάνατος, Άγγελε. Σκληρός κι αμείλικτος. Θάνατος τιμωρός. Θάνατος εκδικητικός. Θάνατος Θεός, Άγγελε».
Ο Άγγελος άκουγε κάθιδρος. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένιωθε φόβο. Προσπάθησε να επικεντρωθεί στη φωνή. Κάτι του θύμιζε. Τι όμως;
«Ποιος είσαι;» ήρθε πάλι η γελοία ερώτηση.
«Ο μεγαλύτερός σου εφιάλτης», ακούστηκε η φωνή βροντερή και γεμάτη μίσος. «Το φονικό που έκανες θα στο γυρίσω πίσω χειρότερο».
Μια φλόγα άρχισε να τρεμοπαίζει και να φωτίζει λίγο τον χώρο. Ο Άγγελος είδε μια κόκκινη κορδέλα να καίγεται δεμένη σε μια άκρη του κλουβιού. Προσπάθησε να διακρίνει τη φιγούρα, όμως αυτή κινήθηκε προς άλλη κατεύθυνση και ξαφνικά άλλη κόκκινη κορδέλα καιγόταν σε άλλη πλευρά του κλουβιού. Η φιγούρα κινούνταν γρήγορα και σύντομα όλο το κλουβί έγινε μια φλεγόμενη φυλακή, όπου κόκκινες κορδέλες καίγονταν πνίγοντάς τον από τον καπνό. Μόνο όταν η φωτιά φώτισε όλη τη σπηλιά, κατάφερε ο Άγγελος να δει τη μορφή που τον οδηγούσε σ’ έναν φλεγόμενο και αποπνικτικό θάνατο.
«Εσύ;» ρώτησε ασθμαίνοντας.
«Η απάντηση, Άγγελε, είναι… Μόνο εγώ. Δεν θα μπορούσε να είναι κανείς άλλος. Μόνο εγώ».
«Πνίγομαι...» ακούστηκε ξεψυχισμένη η φωνή του Άγγελου.
«Σωστά, Άγγελε. Πνίγεσαι. Αλλά όχι από τον καπνό. Δεν σου φύλαξα αυτό το τέλος», χύθηκε μια φωνή δηλητήριο.
Ο Άγγελος είδε την κορδέλα στα χέρια του και κατάλαβε μόλις μια στιγμή πριν τυλιχτεί στο λαιμό του, παίρνοντάς του την τελευταία ανάσα.
Πίσω στη θάλασσα, το πονεμένο βλέμμα του Αυγουστή δεν είχε γαληνέψει. Ίσως επειδή αυτή αρνιόταν τα τάματά του και δεν του έφερνε πίσω την αγαπημένη του.
Ένιωσε τη ζεστασιά πίσω του, πριν δει τη λάμψη.
«Αριάδνη», ψιθύρισε με μάτια βουρκωμένα.
«Αυγουστή», άκουσε πίσω από την πλάτη του τη γλυκιά φωνή της.
Δεν γύρισε. Δεν ήθελε να τελειώσει το όνειρο.
«Γύρνα, Αυγουστή, και δώσε μου συγχώρεση», ξανάκουσε ικετευτική την φωνή της.
Γύρισε πολύ αργά λες και η επιβράδυνση της κίνησής του θα φυλάκιζε τη στιγμή και θα την μετέτρεπε σε αλήθεια. Τα μάτια του τα κρατούσε ερμητικά κλειστά.
«Άνοιξε τα μάτια σου, Αυγουστή. Είμαι εδώ…».
Τα άνοιξε αργά. Του φάνηκε ότι είδε την Αριάδνη λευκή οπτασία, αλλά δεν ήταν σίγουρος, γιατί τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα από δάκρυα καυτά.
«Συγχώρεσέ με, Αυγουστή...»
Ήταν πράγματι εκεί μπροστά του.
«Από τι, ψυχή μου; Τι κακό έκανες εσύ που μου ζητάς να σε συγχωρέσω;»
«Δεν κατάλαβα, Αυγουστή. Δεν έβλεπα ότι εσύ ήσουν η αγάπη, λυπάμαι».
«Γιατί έφυγες, Αριάδνη;» ρώτησε πνίγοντας με κόπο έναν λυγμό. « Γιατί; Πώς θα ζήσω χωρίς εσένα;»
«Θα ζήσεις, Αυγουστή. Πρέπει να ζήσεις και να συνεχίσεις. Πρέπει ν’ αγαπήσεις πάλι».
«Όσες ζωές και να ζήσω, πάλι εσένα θ’ αγαπήσω, Αριάδνη. Εσένα θα περιμένω να ξανανταμώσω».
Το φως τον τύλιξε κι έφτασε ως τα βάθη της ψυχής του, καθώς εκείνη τον κοίταζε με απέραντη αγάπη τώρα πια. Η μορφή της άρχισε να σβήνει, να χάνεται.

«Σε σένα θα έρθω, Αριάδνη, όταν φτάσει η ώρα», της έδωσε απάτητο όρκο.

Καθώς η μορφή της έσβησε τελείως, έμεινε ακίνητος για μια στιγμή να κοιτάζει το μέρος που στεκόταν. Ύστερα στράφηκε πάλι προς τη θάλασσα. «Μου την πήρες. Πάρε, λοιπόν, κι εσύ αυτό από μένα και τελείωσα μαζί σου», της είπε σκορπίζοντας καμένες κόκκινες λωρίδες υφάσματος να τις πάρει το κύμα.



_

Pages