Δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα χαραμισμένης ιδιοφυΐας σαν αυτό του Αίλιου Αριστείδη. Κατά κάποιον τρόπο είναι μοναδικός ανάμεσα στους Έλληνες συγγραφείς αυτής της περιόδου: ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της ελληνικής γλώσσας, που την επιστράτευσε για να καταγράφει ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει. Άσσος της διαλεκτικής, χρησιμοποιεί το χάρισμά του για να αποδείξει με κάθε σοβαρότητα και ειλικρίνεια ότι είναι λανθασμένο ή ανάξιο απόδειξης.
Ήταν γιος ενός ιερέα του Δία και γεννήθηκε το 117 μ.Χ. σε μια μικρή πόλη της Μικράς Ασίας. Ευαίσθητος νέος και με πάθος για τη λογοτεχνία, τον συνεπήρε ένας ρομαντικός ενθουσιασμός για την Αίγυπτο και την επισκέφθηκε τέσσερις φορές πριν κλείσει τα είκοσι έξι. Ένα ταξίδι στη Ρώμη την ίδια περίπου εποχή τού προκάλεσε μία ασθένεια, ψυχολογική κατά βάση, και πέρασε τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια της ζωής του αναζητώντας γιατρειά, κυρίως στα ιερά του Ασκληπιού, όπου η θεραπεία δια της υποβολής συνδυαζόταν με λουτρά και φυσική ζωή. Ανέκτησε την υγεία του για ένα διάστημα και τότε έγραψε τα κύρια έργα του. Πέθανε το 189 μ.Χ., έχοντας περάσει μία ζωή γεμάτη αρρώστιες, «θεραπείες» και λογοτεχνικές αναζητήσεις.
Ήταν από τα μεγαλύτερα ονόματα του επαγγέλματος του: κανείς δεν εξιδανίκευσε τόσο τη λογοτεχνία όσο αυτός, ανάγοντάς τη σε θρησκεία. Αλλά δεν είναι οι σοφιστικές του ανησυχίες που θα μας απασχολήσουν εδώ. Έχουν διασωθεί πενήντα πέντε έργα του. Περιλαμβάνουν ιστορικές δημηγορίες' εγκώμια πόλεων που μοιάζουν με τα ιμπρεσιονιστικά σκίτσα που αρέσκονται να φιλοτεχνούν οι Γάλλοι, και μας δείχνουν τα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας από την οπτική γωνία ενός Έλληνα του 2ου μ.Χ. αιώνα' θρησκευτικούς ύμνους' λογοτεχνικές διακηρύξεις που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν δύο εκτενέστατους φιλιππικούς όπου υπερασπίζεται τη ρητορική ενάντια στους φιλοσόφους' και έξι τόμους ημερολογίων όπου μιλά για την αρρώστια του. Όλα τούτα είναι γραμμένα στη γνησιότερη αττική διάλεκτο και, μολονότι απολύτως προσωπικά, δεν ξεχωρίζουν γλωσσικά από τα κείμενα πέντε αιώνων πριν. Είναι τρομερά σχοινοτενή, εγωιστικά και επιπόλαια, αλλά το ύφος της γραφής μπορεί άνετα να συγκριθεί με τα έργα των μεγαλύτερων Ελλήνων συγγραφέων.
Τα ακόλουθα αποσπάσματα από τα Ημερολόγιά του —ή αλλιώς, τους “Ιερούς λόγους”- μας βάζουν κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του Αριστείδη. Γράφτηκαν μετά την ανάρρωσή του, αλλά βασίζονται σε όνειρα που έβλεπε στη διάρκεια της ασθένειάς του.
Η αρρώστια του ήταν ψυχολογική: το καταμαρτυρούν η ποικιλία των συμπτωμάτων, η ταχύτατη εναλλαγή των παθήσεων, η απουσία κάθε οργανικής διαταραχής, η ανάκτηση της υγείας μετά από πολύ μεγάλο διάστημα. Η ιδιοσυγκρασία και το επάγγελμά του ήταν επιρρεπή σε τέτοιου είδους ασθένειες. Εγωκεντρικός και ευερέθιστος, ήταν αφοσιωμένος στη λογοτεχνική εργασία, που είναι έτσι κι αλλιώς μία δοκιμασία για τα νεύρα, και αντί να αναζητήσει άλλα ενδιαφέροντα επιδίδεται μονίμως στην ομφαλοσκόπηση.
Το θέαμα που παρουσιάζει ο Αριστείδης είναι περισσότερο περίεργο παρά ελκυστικό. Αλλά ακόμη και εκείνοι που βρίσκουν τα ελαττώματά του αξεπέραστα μπορούν να ψυχαγωγηθούν από την εικόνα της μικρής κοινωνίας στα ιερά των θεών της υγείας -τους ασθενείς και τους συνοδούς τους, τους σαστισμένους γιατρούς, τους πανούργους θεράποντες των ιερών.
Συναντάμε το δόκτορα Σάτυρο, που ο «ελαφρύς και απλός» νάρθηκάς του αποδείχτηκε τόσο καταστροφικός' τον συγκλητικό Sedatus, «θαυμάσιο κύριο», που είχε έρθει από τη Ρώμη για θεραπεία' τον Επάγαθο, παιδαγωγό του Αριστείδη, «έναν εξαιρετικό άνθρωπο που επικοινωνούσε με το θεό και θυμόταν απ’ έξω κατεβατά ολόκληρα χρησμών που είχε ακούσει στα όνειρά του»' την παλιά του τροφό, τη «φιλτάτη Φιλουμένη», και πολλούς άλλους. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διασκεδαστικά περιγράφεται η στάση του νευρωτικού απέναντι στους γιατρούς του.
Ο Αίλιος Αριστείδης πέρασε από πολλούς που του έκαναν ότι χειρότερο μπορούσαν, και το χειρότερο του 2ου αιώνα ήταν πραγματικά πολύ κακό. Δεν τους εμπιστευόταν, και με το δίκιο του, αν και ήταν πάντα πρόθυμος να εφαρμόσει κατά γράμμα τις γελοίες οδηγίες τους. Του αρέσει να τους παρουσιάζει ως ανόητους και ανίκανους, αλλά πάντα σ’ αυτούς επιστρέφει.
Από το βιβλίο «Οι ηλίθιοι είναι ανίκητοι» του Άγγελου Ροδαφηνού