Αυτό που τρομοκρατεί τους περισσοτέρους στον θάνατο δεν είναι η απώλεια του μέλλοντος αλλά η απώλεια του παρελθόντος. Για την ακρίβεια η διαδικασία της λήθης είναι μια μορφή θανάτου μόνιμα παρούσα μέσα στη ζωή.
Μίλαν Κούντερα
Ο κάθε άνθρωπος φοβάται το θάνατο με το δικό του μοναδικό τρόπο. Για κάποιους ανθρώπους μοιάζει σαν σελίδα κάποιου μυθιστορήματος, μια σελίδα που μόλις διαβαστεί δεν ξαναγυρνά, οι εμπειρίες που ζει κανείς κάθε μέρα της ζωής δεν ξανάρχονται, δεν επαναλαμβάνεται τίποτε πια. Πολλοί άνθρωποι στοιχειώνονται από τρομακτικές σκέψεις σε σχέση με το δικό τους θάνατο ή με το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων.
Όλοι οι άνθρωποι, ανεξαιρέτως, έχουνε κάποια επαφή με το θάνατο μέσα από περιστατικά στην καθημερινή ζωή, όταν χάνονται αγαπημένα πρόσωπα και γνώριμα άτομα. Αν σκεφτεί κανείς ακόμα και τη στιγμή του χειρουργείου ερχόμαστε σε επαφή με μια μορφή θανάτου (αδράνεια), και όταν κοιμόμαστε, το ίδιο. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που στην αρχαία ελληνική μυθολογία ο Θάνατος και ο Ύπνος ήταν δίδυμα αδέρφια. Αν στραφεί κανείς στο παρελθόν και μελετήσει παλιούς πολιτισμούς και λαούς, εντυπωσιάζεται από το γεγονός ότι ο θάνατος ήταν πάντα κάτι που ο άνθρωπος αποστρέφονταν και πιθανότατα έτσι θα παραμείνει. Πολλά παλιά έθιμα και τελετουργίες κράτησαν αιώνες και σκοπό τους είχαν να μειώσουν την οργή των θεών ή των ανθρώπων, ανάλογα με την κατάσταση, ελαττώνοντας έτσι την αναμενόμενη τιμωρία.
Η στάχτη, τα σκισμένα ρούχα, το σάβανο και οι μοιρολογίστρες, είναι όλα μέσα στα πλαίσια αυτά που ζητούν συμπάθεια γι’ αυτούς που θρηνούν και είναι εκφράσεις λύπης, οδύνης και ντροπής. Αν κάποιος πονάει χτυπάει το στήθος του, τραβά τα μαλλιά του και αρνείται να φάει ως μια απόπειρα αυτοτιμωρίας για να αποφύγει ή να υποβιβάσει την προσδοκώμενη τιμωρία για την ενοχή που αποδέχεται σε σχέση με το θάνατο του αγαπημένου του. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Εβραίοι θεωρούσαν το σώμα του νεκρού ως κάτι βρώμικο, που δεν έπρεπε να αγγίζει κανείς. Οι πρώτοι Αμερικανοί Ινδιάνοι μιλούσαν για τα κακά πνεύματα και έριχναν βέλη στον αέρα για να τα διώξουν. Πολλοί άλλοι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν τελετουργίες που φρόντιζαν για το «κακό νεκρό» και όλες έχουν τη ρίζα τους στο αίσθημα οργής που υπάρχει πάντα μέσα στον άνθρωπο. Η παράδοση της επιτύμβιας στήλης μπορεί να ανάγεται σ’ αυτή την επιθυμία να κρατηθούν τα κακά πνεύματα κάτω, μέσα στο χώμα. Ακόμα και τα πετραδάκια που πολλοί πενθούντες βάζουν πάνω στον τάφο είναι κατάλοιπα της ίδιας επιθυμίας (Kubler-Ross, 1969).
Τα παραδείγματα αυτά δηλώνουν ότι το άγχος του θανάτου είναι το ίδιο πάντα και σ’ όλες τις εποχές, είναι ένα φοβερό, τρομακτικό γεγονός για τον άνθρωπο. Εντούτοις, αυτό που μπορεί να αλλάξει δεν είναι εκείνος ο πρωταρχικός φόβος ο οποίος έχει να κάνει με την ύπαρξη του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το θάνατο.
Η επίγνωση του θανάτου μπορεί να λειτουργήσει και να χρησιμεύσει σαν αφυπνιστική εμπειρία στη ζωή κάθε ατόμου, σαν μια διαδικασία ωρίμανσης και βαθιάς περισυλλογής, όπως επίσης, να χρησιμεύσει και σε αλλαγή στο τρόπο που αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή, δημιουργώντας ένα νέο σύστημα αξιών. Μην ξεχνάμε ότι ο πιο γνωστός λογοτεχνικός ήρωας, ο Εμπενίζερ Σκρούτζ από την «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Charles Dickens,υπόκειται μια εκπληκτική μεταμόρφωση και προς το τέλος ο αναγνώστης αναρωτιέται αν πρόκειται για τον ίδιο ήρωα που παρακολουθεί από την αρχή.
Το ερώτημα που μπορεί να θέσει κάποιος είναι τελικά τι είναι το πένθος; Τι σημαίνει πενθώ και τι σημαίνει αντιμετωπίζω μια απώλεια; Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ γράφει στο «Ο Μικρός Πρίγκιπας»:
«…Και είπε ο Μικρός Πρίγκιπας: Ωραία.. Αυτό είναι όλο. Ταλαντεύτηκε ακόμα λίγο. Μετά σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα…Δεν φώναξε. Έπεσε απαλά, όπως πέφτει ένα δέντρο στην άμμο. Ούτε που ακούστηκε. Και τώρα σίγουρα πάνε κιόλας έξι χρόνια. Παρηγοριέμαι, γιατί ξέρω ότι στην πραγματικότητα γύρισε στον πλανήτη του, αφού το ξημέρωμα δεν βρήκα το κορμί του. Από τότε, τις νύχτες, κάθομαι και ακούω τ’ αστέρια…σαν ν’ ακούω χιλιάδες, εκατομμύρια κουδουνάκια…».
Μέσα απ’ αυτό το μικρό απόσπασμα καταλαβαίνει κανείς το πώς βιώνεται η απώλεια, με πόσο γλυκό και όμορφο τρόπο περιγράφεται και πόσο τρυφερά δίνει ο συγγραφέας τον ορισμό του πένθους αλλά και συναισθήματα που αυτό συνεπάγεται, όπως αυτά του πόνου και της θλίψης. Το πένθος, λοιπόν, είναι η επώδυνη, φυσιολογική διαδικασία της επεξεργασίας μιας απώλειας που αποσκοπεί στην προσαρμογή και την εναρμόνιση της εσωτερικής με την εξωτερική κατάσταση του ανθρώπου απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα (Bucay, 2010). Επεξεργάζομαι το πένθος σημαίνει, πως έρχομαι σε επαφή με το κενό που άφησε η απώλεια εκείνου που δεν υπάρχει πια, αξιολογώ τη σημασία του και υπερνικώ τον πόνο και την απελπισία που συνεπάγεται η απουσία του.
Όλες οι μορφές απώλειας αποσταθεροποιούν τον εσώτερο εαυτό ενώ συγχρόνως απαιτούν δουλειά για να δημιουργηθεί ένα νέο παρόν το οποίο θα αποτελέσει βάση για μια μελλοντική ζωή. Αφού ο άνθρωπος βιώσει μια σημαντική απώλεια δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στον «παλιό εαυτό» διότι τώρα βιώνει σημαντικά συναισθήματα και ανακατατάξεις στη ζωή. Με προσπάθεια πρέπει να χτίσει μια νέα ταυτότητα βασισμένη στη νέα εμπειρία, ενώ παράλληλα αυτή η νέα προσέγγιση του εαυτού πρέπει να αποτελεί και συνέχεια του παλιού. Φυσικά όλη αυτή η σπουδαία διαδικασία χρειάζεται αρκετή προσωπική προσπάθεια, δουλειά και φυσικά χρόνο. Η διατήρηση της σύνδεσης με μια ζωτικής σημασίας σχέση του παρελθόντος μπορεί να δώσει την αίσθηση της συνέχειας στη ζωή του ατόμου καθώς ο επιζών προσπαθεί να ανακαλύψει ένα μέλλον με νόημα (Klass, 1997).
Η απώλεια και ο βαθύς πόνος που φέρνει, είναι ένας παράλληλος κόσμος, που όταν τέμνεται με τον εαυτό του ατόμου μέσω της εμπειρίας του μεγάλου ή μικρού θανάτου, προβάλλει πόσο πολύτιμοι είναι οι δεσμοί που συντηρούν το άτομο, καθώς και το πόσο εύθραυστη είναι η ουσία της ζωής, η οποία υπενθυμίζει τα βαθύτερα και υπέρτατα ζητήματα της ύπαρξης του ανθρώπου. Μεγαλώνοντας, ο άνθρωπος ανακαλύπτει ότι το παρελθόν τον συνοδεύει στενά, και ολοκληρώνοντας ένα κύκλο, εξομαλύνει δύσκολες πτυχές και κομμάτια της ψυχής, της προσωπικής ιστορίας, και βρίσκει τη δύναμη να αγκαλιάσει όλα όσα τον δημιούργησαν, όλες τις οδυνηρές εμπειρίες και όλα όσα κατέληξε να είναι. Ένα σπουδαίο μάθημα, ένα συγκλονιστικό ταξίδι αυτό είναι η ζωή, αυτό είναι και η απώλεια.
Όταν στο τέλος γνωρίζουμε ότι πεθαίνουμε, κι ότι όλα τ’ άλλα ζωντανά πλάσματα πεθαίνουν μαζί μας, αρχίζουμε να έχουμε μια καυτή, σχεδόν σπαρακτική αίσθηση, του πόσο εφήμερη και πόσο πολύτιμη είναι η κάθε στιγμή και το κάθε πλάσμα, κι απ’ αυτό μπορεί να βλαστήσει μια βαθιά, καθαρή, απεριόριστη συμπόνια για όλα τα όντα.
SOGYAL RINPOCHE, «The Tibetan Book of Living and Dying»
Από τη Βιολέττα – Ειρήνη Κουτσομπού,
MBPsS, (BA, MA, Dip.CounsPsy, MSc),
Σύμβουλο - Καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας
Βιβλιογραφία:
Kubler-Ross, E. (1969), On Death and Dying,
Bucay, J. (2010), Ο Δρόμος των Δακρύων, Αθήνα: Εκδόσεις Opera.
Klass, D. (1997), The deceased child in the psychic and social worlds of bereaved parents during the resolution of grief, Death Studies, 21, 147-176.
Klass, D., Silverman, P.R. and Nickman, S. (eds) (1996) Continuing Bonds: New Understandings of Grief. London: Taylor & Francis.
Rando (1993), Treatment of complicated mourning, Champaign, IL: Research Press.
Warren, W.G. (1989), Death education and research: Critical Perspectives, New York: Hawarth.
Worden (1996), Children and grief, New York: Guilford.
Yalom, I. (2008), Στον κήπο του Επίκουρου: Αφήνοντας πίσω τον Τρόμο του Θανάτου, Αθήνα: Εκδόσεις Αγρα.