Η Αγάπη και ο Έρωτας - Point of view

Εν τάχει

Η Αγάπη και ο Έρωτας




... Καταρχάς για να κατανοήσουμε καλύτερα τις δύο συγκεκριμένες αυτές οι έννοιες, θα πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι αγάπη και τι έρωτας, καθώς και ποιες είναι οι διαφορές που προκύπτουν.

Οι έννοιες αγάπη και έρωτας έχουν ερευνηθεί από πολλούς ερευνητές και θεωρητικούς, επομένως έχουν διαμορφωθεί πολλές απόψεις. Πολλές είναι οι φορές που οι δύο έννοιες έχουν εξεταστεί διαφορετικά, μιας και ορίζονται ως ερευνητικές έννοιες που εννοιολογικά αλλά και βιωματικά χωρίζονται μεταξύ τους. Μερικές από τις βασικές διαφορές ανάμεσα στην αγάπη και στον έρωτα είναι ότι ο έρωτας κρίνεται ως προκαθορισμένος, καθώς συνδέεται με τις αισθήσεις και τα ένστικτα του ανθρώπου, σε αντίθεση με την αγάπη που είναι επίκτητο χαρακτηριστικό (Ματσαγγίδου, 2011). Επίσης μια μορφή έρωτα, ο παράφορος έρωτας και η σφοδρότητά του οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε παραλογισμό και εγκληματικές πράξεις, όπου στην αγάπη δεν προκύπτει αυτή η συμπεριφορά. Συνήθως, έρωτα μπορούμε να νιώσουμε για μόνο ένα άτομο του ίδιου ή του αντίθετου φύλου,καθώς υπάρχουν και οι σχέσεις των ομοφυλόφιλων.

Στην αγάπη αυτό δεν προκύπτει,καθώς αγάπη μπορείς να νιώσεις για τον κάθε άνθρωπο σε φιλικό επίπεδο, οικογενειακό ακόμη και ερωτικό. Ακόμη μια διαφορά που υπάρχει μεταξύ της αγάπης και του έρωτα είναι ότι η αγάπη είναι σταθερό συναίσθημα το οποίο μπορεί να κρατήσει χρόνια μέχρι την αιωνιότητα, σε αντίθεση ο έρωτας καταλαγιάζει με το πέρασμα του χρόνου.

Επομένως η αγάπη είναι ένας συνδυασμός συναισθημάτων, συμπεριφορών και αντιλήψεων που συναντάται σε σχέσεις οικειότητας (Hogg & Vaughan, 2010). Επίσης τα άτομα που βιώνουν την αγάπη νιώθουν ικανοποίηση, πληρότητα και ευτυχία, σε αντίθεση με τον έρωτα που προσπαθεί να καλύψει κενά λόγο της έλλειψης πληρότητας, ικανοποίησης και ευτυχίας. Όσον αφορά το θέμα ανταπόδοσης των συναισθημάτων, τα άτομα που βιώνουν τον έρωτα αποζητούν ανταπόδοση και από το άλλο πρόσωπο, ενώ στην αγάπη δεν υπάρχει η μανία για ίση μεταχείριση συναισθημάτων.

Ωστόσο ο έρωτας και η αγάπη μπορούν να διαχωριστούν σε διάφορες μορφές καθώς τα συναισθήματα δεν αποτελούν στατικό σημείο. Σύμφωνα με τις σχέσεις που αναπτύσσουν τα άτομα, βιώνουν τον έρωτα ή την αγάπη στις διάφορες μορφές του. Μια από τις μορφές έρωτα και αγάπης θα εξεταστεί στη συνέχεια και αφορά την θεωρητική προσέγγιση του Johnson (1983).



Ρομαντική αγάπη και ανθρώπινη αγάπη

Ο Johnson διαχωρίζει την αγάπη και τον έρωτα σε δύο μορφές, τη ρομαντική αγάπη και την ανθρώπινη αγάπη. Αναφέρει ότι η ρομαντική αγάπη δεν είναι η μορφή σχέσης όπου ο ένας σύντροφος αγαπά τον άλλο αλλά το αίσθημα ότι «είναι ερωτευμένος» (being in love). Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση όπου κατά τη διάρκειά της, το άτομο που είναι ερωτευμένο μέσω της δημιουργίας εξιδανίκευσης του άλλου ατόμου, αποκτά νόημα η ζωή του.

Το αίσθημα του ερωτευμένου για ολοκλήρωση και για πληρότητα του δίνει διαφορετικό νόημα ύπαρξης. Επίσης τα ερωτευμένα άτομα προσπαθούν να ενταχθούν στη ζωή του ατόμου με τον οποίον είναι ερωτευμένα, ξεχνώντας τις δικές τους ανάγκες με αποτέλεσμα να προσκολλούνται και να αφοσιώνονται εξολοκλήρου στο άλλο άτομο.

Παράλληλα κατά τη δημιουργία ρομαντικής σχέσης, το ερωτευμένο άτομο βρίσκεται σε προσπάθεια για να επανακατασκευάσει τον εαυτό του, έτσι ώστε να αρέσει στο αντικείμενο του πόθου του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ερωτευμένου ατόμου είναι η μελέτη περίπτωσης έρευνας όπου μελετήθηκε η σχέση της πρωταγωνίστριας των κινηματογραφικών ταινιών και της τηλεοπτικής σειράς «Sex and the City» Carrie Bradshaw για τον Big (Γαζή, 2012). Η σχέση αυτή έχει ρομαντική υπόσταση, με την πρωταγωνίστρια να δίνει χαρακτηριστικά τελειότητας στο αρχέτυπο του δυτικό πρότυπου άνδρα.

Σύμφωνα με τη Γαζή (2012), η ρομαντική αγάπη αποτελεί ένα σύνολο συμπεριφορών για την ίδια την αγάπη: αισθήματα που το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει, ιδανικά και συγκεκριμένες αντιδράσεις. Η ρομαντική αγάπη ενυπάρχει στην βάση του συνδυασμού στάσεων,ιδεωδών, προσδοκιών καθώς και 12 αξιών. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη ρομαντική αγάπη είναι εμφανή συχνά στα ΜΜΕ, καθώς επίσης αναπαριστάται σε βιβλία, στην τηλεόραση, ζωντανεύει στις κινηματογραφικές αίθουσες με την προβολή ταινιών αλλά και μέσω της μουσικής.

Ο δυτικός πολιτισμός είναι βασισμένος στα χαρακτηριστικά που αποτελούν την έννοια της ρομαντικής αγάπης, καθώς αποτελεί δομικό συστατικό των σχέσεων της μετανεωτερικότητας. Στη μετανεωτερική κοινωνία, η ρομαντική αγάπη αναδεικνύεται ως η μόνη «αληθινή» αγάπη, στην οποία δεν μπορούμε να επιτύχουμε τον έλεγχό της, μιας και έχει μεγάλη δύναμη. Σύμφωνα με τον Johnson (1983) το  συγκεκριμένο φαινόμενο μετασχηματίζεται σε καταστροφική διαδικασία, με ανεξέλεγκτα για το άτομο αποτελέσματα.



Ο ορισμός που δίνει ο δυτικός κόσμος για την ρομαντική αγάπη είναι ότι, είναι χωρίς αμφιβολία το κύριο συστατικό του επιτυχημένου γάμου καθώς και των ερωτικών σχέσεων. Πιστεύουν ότι η «αληθινή» αγάπη είναι ο θαυμασμός και ηεκστασιακή λατρεία του άντρα ή της γυναίκας, καθώς του δίνουν χαρακτηριστικά τελειότητας. Οι Sternberg & Barnes (παρατίθενται στo Hogg & Vaughan 2010), εισάγουν νέες παραμέτρους ορίζοντας την ρομαντική αγάπη ως την σχέση που χαρακτηρίζεται από οικειότητα και πάθος, παράλληλα με την έλλειψη δέσμευσης.

Σε αντίθεση ο Hatfield (παρατίθενται στη Γαζή 2012) αναφέρει ότι η ρομαντική αγάπη είναι μια κατάσταση όπου το άτομο νιώθει έντονη λαχτάρα για ένωση, ενασχόληση με το αντικείμενο της επιθυμίας του, καθώς παράλληλα αναζητά την εξιδανίκευση και την επιτακτική ανάγκη για αναγνώριση από τον ερωτικό στόχο. Σύμφωνα με τον Lee (παρατίθενται στo Ντακ 2004), ο έρως ( ρομαντική αγάπη) επικεντρώνεται στην έλξη και την φυσική ομορφιά. Το είδος αυτής της αγάπης είναι αισθησιακό και το υποκείμενο αναμένει ανταπόδοση των συναισθημάτων του συντρόφου του.

Επίσης μας δίνει μια νέα εικόνα όσον αφορά το πώς επιλέγει ο ερωτευμένος τον ερωτικό του «στόχο». Η εξωτερική εμφάνιση του ατόμου με το οποίο δημιουργούν σχέση είναι ένας σημαντικός παράγοντας επιλογής συντρόφου, καθώς η ελκυστικότητα παίζει σημαντικό λόγο σύναψης σχέσεις για αυτούς. Πώς γνωρίζεις αν όντως ελκύεσαι από ένα άλλο άτομο; Η έλξη είναι ο τρόπος κατά τον οποίο επιλέγουμε φίλους ή ερωτικούς συντρόφους καθώς και η ανάγκη μας να προσεταιριστούμε και να προσκολληθούμε με τους άλλους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έλκονται από άτομα του αντίθετου φύλου, καθώς τους αρέσει από τα πρώτα κιόλας ραντεβού να προβαίνουν σε φιλιά ή και σφιχταγκαλιάσματα. Καθώς φιλιούνται, τα άτομα τα οποία νιώθουν έλξη για το άτομο που φιλούν, έχουν αναφέρει άμεση γενετήσια ανταπόκριση (ύγρανση ή στύση) από το πρώτο κιόλας φιλί (Lee, παρατίθενται στo Ντακ 2004). Όσον αφορά την κλινική θεωρία, θεωρείται ότι η ρομαντική αγάπη δεν αναφέρεται στην ανθρώπινη διάσταση της αγάπης, αλλά στο ότι το πάθος είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη ρομαντική σχέση.

Το πάθος, προέρχεται από τις προβολές, τις προσδοκίες αλλά και από τις φαντασιώσεις που έχει το υποκείμενο για το αντικείμενο του πόθου του. Επομένως η κλινική θεωρεία υποστηρίζει ότι η ρομαντική αγάπη είναι η αγάπη όχι για τον άλλον όπως υποστήριξαν οι πιο πάνω ερευνητές και θεωρητικοί, αλλά για τον ίδιο τον κατεξοχήν εαυτό μας. Το δυτικό πρότυπο πολιτισμού εμφανίζεται μαζικά στις ερωτικές σχέσεις, καθώς όπως υποστηρίζει ο Johnson (1983), τα χαρακτηριστικά της ρομαντικής αγάπης υποκαθιστούν αρχέγονα στοιχεία της θρησκευτικής πίστης και λατρείας (Johnson, 1983).

Η Lystra (παρατίθενται στη Γαζή 2012) υποστηρίζει ότι η ρομαντική αγάπη με το δικό της μοναδικό τρόπο έχει αντικαταστήσει τη θρησκεία (αρχές του 19ου αιώνα) προσθέτοντας επίσης ότι «εκλαϊκεύει» την σχέση του άντρα και της γυναίκας. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «ειδικά μέσω του φλερτ είναι δυνατόν να καταδείξει κανείς ότι η ρομαντική αγάπη συνείσφερε στην αντικατάσταση του Θεού από τον εραστή, ως κεντρικό σύμβολο της απόλυτης σημαντικότητας.

Στη νέα θεολογία της ρομαντικής αγάπης, ο εραστής προβάλλεται ως θεότητα» (Lystra, παρατίθενται στη Γαζή 2012). Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις για την αντικατάσταση του Θεού με την αγάπη ενός ανθρώπου, ο Illuz (παρατίθενται στη Γαζή 2012) προσθέτει πως η ρομαντική αγάπη σταδιακά από τα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, αρχίζει να ενσωματώνει στοιχεία της θρησκείας όπως για παράδειγμα την αυταπάρνηση, τον ιδεαλισμό αλλά και τη θυσία.

Ο Jonson (1983), εφόσον επεξηγεί τι είναι Ρομαντική αγάπη, ποια τα κύρια χαρακτηριστικά της και ποια κοινωνία ενσωματώνεται με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, τη συγκρίνει με την Ανθρώπινη αγάπη. Δίνει τη δική του ερμηνεία σχετικά με την αγάπη και συγκεκριμένα αναφέρει ότι δεν είναι ο ρομαντισμός του τύπου όλα θα πάνε καλά, ωραιοποιώ την κάθε κατάσταση, πράγμα που επικρατεί στις δυτικές κοινωνίες. Προσπαθώντας λοιπόν να επεξηγήσει την αγάπη χρησιμοποιεί συμβολισμούς, όπως «ανάδευση του αλευριού της βρώμης» (Jojnson, 1983:195).

Με βάση όρους που χρησιμοποιούνται στην ψυχαναλυτική θεωρία, ανθρώπινη αγάπη ορίζεται ως η ερωτική σχέση στην οποία τα άτομα μπορούν να αναγνωρίσουν τα «θετικά» και τα «αρνητικά» του ερωτικού τους συντρόφου, καθώς επίσης είναι σε θέση να ξέρουν τις επιθυμίες αλλά και τις ικανοποιήσεις τους. Για παράδειγμα τα άτομα που αναπτύσσουν τέτοιου είδους σχέσεις είναι σε θέση να αναμένουν από το σύντροφο τους στοργικότητα, οικειότητα, απλότητα, δέσμευση και συνήθεια.

Η επιθυμία να συνυπάρξεις με το άτομο που αναπτύσσεις σχέση ανθρώπινης αγάπης μέσα στην καθημερινότητα απαλλαγμένος από ρομαντισμούς, είναι κατά τα λεγόμενα του Johnson (1983), « η ανάδευση του αλευριού της βρόμης». Πώς όμως μπορεί κάποιος να καταλάβει αν όντως η σχέση του βασίζεται στην ανθρώπινη αγάπη;

Στις σχέσεις ανθρώπινης αγάπης, τα άτομα μπορούν να λειτουργούν αυτόνομα, σε αντίθεση με τις σχέσεις ρομαντικής αγάπης όπου τα άτομα εξαρτώνται από το αντικείμενο του πόθου τους. Ανάμεσα σε αυτούς που βιώνουν τον ανθρώπινο έρωτα μπορούν παράλληλα να είναι φίλοι, να γνωρίζουν τα «δυνατά» και «αδύνατα» σημεία του άλλου, καθώς αναγνωρίζουν τα επίπεδα που μπορούν να ασκήσουν ή να λάβουν κριτική. Οι σύντροφοι μεταξύ τους, είναι συνειδητοποιημένοι για τον άνθρωπο που έχουν επιλέξει και δεν αναζητούν ανεκπλήρωτες επιθυμίες από το παρελθόν, ούτε προσδοκούν την τελειότητα. Εντούτοις, συμπαραστέκονται ο ένας στον άλλο χωρίς να αλληλοκαταστρέφονται, μιας και δεν έχουν το αίσθημα φόβου, δηλαδή ότι αν διαλυθεί η σχέση τους θα καταστραφεί η ύπαρξή τους.

Απόσπασμα
από την
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
της

Ειρήνη Ευτυχίου
Με τίτλο

    Έμφυλοι ρόλοι και ερωτικές σχέσεις:
    Αναπαραστάσεις Κύπριων φοιτητών για τη Ρομαντική Αγάπη"

via

Pages