ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΚΑ-ΤΕΚΕ του Σκρούμπελου, απέξω, φυλάει ένας μεσήλικας τσιλιαδόρος κάνοντας γύρες σε ακτίνα εβδομήντα μέτρων. Έχει απογεματιάσει.
Γύρω υπάρχουνε αυτοσχέδιοι καρόδρομοι, ξεραμένες λάσπες, και άλλα παραπήγματα είναι στημένα σε απόσταση, αραιά, διάσπαρτα. Ενδιάμεσα μεσολαβούνε χορταριασμένα τσαΐρια και ρηχές ξεραμένες λακκούβες.
Απέξω απ’ τον τεκέ είναι αφημένο το αυτοκίνητο της Αννας. Αστράφτουν τα νίκελ του, φαίνεται παράταιρο κι εντυπωσιακότερο, κόντρα σε τόσες παράγκες και καρόδρομους.
Ο Μάρκος με την Αννα μπαίνουνε μέσα στον τεκέ -λέει η γυναίκα:
- Έτσι κι αλλιώς, αύριο φεύγω...
Ο τεκές είναι φτιαγμένος με μονό τούβλο, σανίδια και τενεκέδες, δηλαδή με ό,τι υλικό βρέθηκε. Είναι μακρόστενος, σαν μισό λεωφορείο και κάτι.
Προχωρούν βλέποντας μια μεγάλη κρεμαστή, αναμμένη καντήλα με εικόνα στη γωνία των τοίχων. Στον δεξιό τοίχο είναι κρεμασμένο ένα μπουζούκι. Κουρελούδες απλωμένες κάτω, και πάνω τους λιβανίζει ένας λουλάς. Αριστερά, ελάχιστα ανοιχτό, είναι ένα ψευτοπαράθυρο.
Τρεις ηλικιωμένοι μάγκες είναι καθιστοί, αραιά, γύρω απ’ τον λουλά.
Ο Μάρκος και η Άννα κάθονται δίπλα δίπλα, σχετικά κοντά τους. Παίρνουνε, με την αράδα τους, τζουριές απ’ τον λουλά. Μαστουριάζουνε. Οι άλλοι μάγκες κοιτούνε την Άννα με βουλιμία, αλλά διακριτικά. Βογκάνε λαγνοβαρώς, αλλά με ευγένεια.
Καπνοί αιωρούνται, ντουμάνια ταξιδεύουν.
Μπροστά τους, οι μάγκες έχουνε έτοιμα δυο σκεπάρνια.
Το δάπεδο είναι χωματένιο, έδαφος, ισιωμένο, αλλά ελαφρά ανώμαλο.
Ο τεκετζής πηγαινοέρχεται και τροφοδοτεί τον λουλά - ρίχνοντας κάνα-δυο ματιές στην Άννα, χωρίς να λέει τίποτα. Γνωρίζει τον Μάρκο, τον σέβεται.
Η ατμόσφαιρα ντουχνιάζει, σιγά σιγά πυκνώνει.
Η Άννα νιώθει μαστουριασμένη. Ο Μάρκος είναι συνηθισμένος, ψύχραιμος - ο τεκετζής ανανεώνει πάλι με τουμπεκί και χασίς τον λουλά.
Η Άννα λέει στον τεκετζή, σε μια στιγμή που αυτός την κοιτάζει:
— Βάζεις μέσα σκέτο μαύρο, ή και τίποτ’ άλλο;
Ο τεκετζής, βαριεστημένα, σαν να μιλάει σε άσχετο:
— Βάζω μαύρο και τουμπεκί. Το τουμπεκί είναι κανονικός καπνός. Με σκέτο μαύρο δεν γίνεται... είναι σαν να κάνεις κεφτέδες με σκέτο κιμά.
Ο ένας μάγκας, ξεσπάει σε ένα τσιριχτό γέλιο. Ξαφνικά σταματάει. Ησυχάζουνε. Ο λουλάς γυρίζει κυκλικά.
Οι μάγκες ρίχνουνε συνέχεια κλεφτές ματιές στην Άννα, αλλά προσέχοντας μην τους καταλάβει ο Μάρκος. Την κόβουνε - να την φάνε. Ο Μάρκος αδιαφορεί, είναι πολύ ηλικιωμένοι κι αδύνατοι.
Κάποια στιγμή ακούγεται απέξω η αγχώδης φωνή του τσιλιαδόρου:
— Κυρ-Θάνο, σύρμα... μπάτσοι...
Μέσα σε κλάσματα ο τεκετζής και οι μάγκες αρπάζουνε τα σκεπάρνια, σκάβουνε μια τρύπα στο έδαφος και παραχώνουνε επιδέξια τον λουλά και τα σέα του. Εξαφανίζουνε τα πάντα, κάτω απ’ το χώμα, τα θάβουνε, τα πατικώνουνε με τις πατούσες. Ξαναστρώνουνε γρήγορα, από πάνω, κανονικά, τις κουρελούδες.
Ξανακάθονται αθώα. Οι δυο προλαβαίνουνε κι ανά-βουνε κανονικό τσιγάρο.
Μπουκάρουνε δυο μπάτσοι με τα πιστόλια στα χέρια.
Η Άννα, άναυδη. Οι άλλοι κάνουνε τον αδιάφορο. Κουβεντιάζουνε, δήθεν.
Ο τεκετζής έχει σηκωθεί και, με ρεβεράντζες, λέει στους μπάτσους:
— Βρε, καλώς τα παλικάρια... πώς αυτό, στο τσαρδί μας;
Ένας μάγκας σηκώνεται και δείχνοντας δυο σκαμνιά στους χωροφυλάκους:
— Ελάτε, παιδιά, καθίστε...
Οι μπάτσοι είναι άγριοι — περισσότερο ο ένας, που φωνάζει ψαρωτικά:
— Πού είναι τα νταλαβέρια, ρε, πού τα κρύψατε; Κοιτάζουνε εντατικά, ψάχνουνε γύρω, πιθαμή πιθαμή.
Τίποτα δεν βρίσκουνε. Σηκώνουνε και τις κουρελούδες. Σκέτο χώμα από κάτω.
Ο τεκετζής, αθώα:
— Ποια νταλαβέρια, κύριε ενωμοτάρχη μου;
Ο πιο χαλαρός μπάτσος - ενώ ο άγριος ψάχνει ακόμα:
— Ρε, εδώ βρομάει χασίσι όλη η χαμοκέλα...
Αρπάζει τα τσιγάρα των δυο που καπνίζουνε και τα μυρίζει επίμονα. Τίποτα. Τα πατάει, τα σβήνει στο χώμα με το ποδάρι.
Ο τεκετζής, πάλι:
— Τι χασίσι, κυρ-αστυνόμε μου; Λιβάνι είναι. Λιβάνισα το εικόνισμα.
Και, δείχνοντας προς την καντήλα:
— Κι είναι και η χάρη Της σήμερα... της Αγια-Μαρίνας. Και την έφερα κουβαλητή απ’ τη Μικρασία την εικόνα. Μόνο αυτήνε πήρα απ’ το σπίτι μας στο Αϊβαλί, να τήνε σώσω απ’ τους Τούρκους...
Και κάνει ευλαβικά τρεις φορές τον σταυρό του, λέγοντας πάλι:
— Μεγάλη η χάρη Της...
Ο άγριος μπάτσος:
— Σταμάτα... άσε τον γύφτικο πρόλογο.
Και πλησιάζει μαζί με τον άλλονε και κοιτούνε σαν χαμένοι την καντήλα και την εικόνα. Ο ένας, ο μαλακός, πάει να κάνει κι αυτός τον σταυρό του, αλλά σταματάει.
Ο άγριος τσαντίζεται πολύ, λογυρνάει, σκαλίζει παντού. Ξανασηκώνει πάλι τις κουρελούδες, κλοτσάει τα σκαμνιά, ψάχνει στις γωνιές. Μετά, ρωτάει:
— Αυτά τα σκεπάρνια τι τα θέλετε;
Ο τεκετζής:
— Να βάζω κάνα καρφί στον τοίχο, κυρ-αστυνόμε μου, όταν χρειαστεί. Άμα φυσάει γερά ο αέρας, ξεκουνιούνται όλα εδώ μέσα. Πέφτουνε ξύλα και τενεκέδια.
Ο μπάτσος έχει αφρίσει απ’ το κακό του, που δεν βρίσκει τα νταλαβέρια. Ψάχνει ακόμα λίγο, τρέμοντας. Μετά, και για να ξεσπάσει, πάει, ξεκρεμάει το μπουζούκι απ’ τον τοίχο, φέρνει την τρύπα απ’ το σκάφος στη μύτη του και την μυρίζει. Κουνάει το κεφάλι και λέει:
— Κι αυτό βρομάει μέσα χασίς, ρε... σαν τα πνεμόνια σας.
Και το αδράχνει απ’ το μπράτσο, το κάνει μια στροφή σαν μπαλτά, και το βαράει στο έδαφος, το θρυμματίζει στο δάπεδο. Το ξαναχτυπάει πολλές φορές, μέχρι που το διαλύει εντελώς. Το τσαλαπατάει με μίσος. Το κλοτσάει - μπερδεύονται οι χορδές στα πόδια του, στριγκλίζοντας.
Ο τεκετζής, λυπημένα:
— Τι σου φταίει, κυρ-αστυνόμε μου, το οργανάκι; Μόνο του παίζει;
Η Άννα έχει χλωμιάσει παρακολουθώντας τη σκηνή.
Ο μπάτσος την κοιτάζει επίμονα. Λέει:
— Και συ, κυρά μου, που ’σαι καθωσπρέπει, τι θες εδώ μέσα, μ’ αυτούς του ψειριάρηδες;
Ο Μάρκος, ψύχραιμος, μαθημένος, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, παρακολουθεί με το μάτι του, πλάγια. Συγκρατιέται.
Ένας μάγκας σκύβει και μαζεύει στενοχωρημένος τα κομμάτια του μπουζουκιού.
Ο μπάτσος, βρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του, προσπαθεί να ελευθερώσει το ποδάρι του απ’ τις χορδές.
_________
Aπό το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη - Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας
Ένα υπέροχο βιβλίο-μυθοπλασία για τη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη, μεταξύ 1932 και 1940