«…αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ”, 37-39).
Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω την ευαγγελική αυτή περικοπή ως εφαλτήριο για την αποτύπωση κάποιων σκέψεων. Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι στο χωρίο αυτό αποτυπώνεται η ιδέα του αλτρουισμού και της αλληλεγγύης. Τουλάχιστον αυτό γίνεται αντιληπτό με την πρώτη ανάγνωση. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέψουμε ότι σε αυτή τη γραμμούλα υποκρύπτεται και μία άλλης μορφής αγάπη, η αγάπη για τον εαυτό μας.
Αυτή θεωρείται ως πρόκριμα, ως θεμελιώδης προϋπόθεση για να καταστεί εφικτή η αγάπη προς οποιονδήποτε άλλον. Μ’ αυτή θα ασχοληθώ κι εγώ. Με την ουσιαστική γνώση και βαθιά κατανόηση της ίδιας μας της ύπαρξης. Επομένως, ξεκινώ παραφράζοντας το παραπάνω χωρίο και λέω στον καθένα ξεχωριστά: «ΑΓΑΠΑ ΣΕΑΥΤΟΝ». Για μένα, αυτή είναι η πρώτη εντολή, η βασική αρχή, το θεμέλιο εκείνο, το μόνο γερό και στέρεο βάθρο πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί καθετί άλλο. Ας διευκρινίσω όμως στο σημείο αυτό πως δεν υποβαθμίζω σε καμία περίπτωση τη σημασία της αγάπης για παιδιά, γονείς, συντρόφους, φιλικά πρόσωπα και άλλους. Απλώς τώρα επέλεξα να μιλήσω για τη συγκεκριμένου είδους αγάπη.
Φαίνεται δεδομένη αυτή. Αμφιβάλλω όμως αν είναι όντως έτσι. Σήμερα ξεχάσαμε να αγαπάμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Ξεχάσαμε να τον σεβόμαστε. Ξεχάσαμε να τον υπολογίζουμε. Πού είναι τα ειλικρινή και τρυφερά αισθήματα απέναντι του; Πού είναι η αξιοπρέπεια που του αρμόζει; Γιατί δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι η ευτυχία βρίσκεται μέσα μας; Περιμένουμε μια ζωή άλλους, από μηχανής θεούς, για να φέρουν στην ασπρόμαυρη καθημερινότητα τη χαμένη αγάπη, τη χαμένη χαρά, τη χαμένη ομορφιά και να τη γεμίσουν με χρώματα και φως. Μάταια τους περιμένουμε. Αυτό που μας λείπει και αναζητούμε απεγνωσμένα βρίσκεται εντός μας.
Εμείς θα φέρουμε την αγαλλίαση στην καρδιά μας, την ευτυχία, την πληρότητα, την ηρεμία, την αυτάρκεια, την ισορροπία. Γι’ αυτό ας ξεκινήσουμε από εμάς πρώτα. Το ξέρω πως δεν είναι εύκολο. Δεν επιτυγχάνεται στιγμιαία αλλά είναι ένα διαρκές ταξίδι, μια επίπονη προσπάθεια που απαιτεί υπομονή, κόπο και χρόνο, που δυστυχώς σήμερα δεν διαθέτουμε. Πρέπει όμως να επιμείνουμε. Πρέπει. Το οφείλουμε στον εαυτό μας. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν.
Αναγνωρίζω βέβαια ότι αγαπήσαμε τον εαυτό μας. Πολύ μάλιστα. Αλλά αυτό έγινε με το λάθος τρόπο. Δεν τον αγαπήσαμε ουσιαστικά, με κατανόηση, με ειλικρίνεια, με τρυφερότητα, με ευαισθησία, συμπόνια, επιείκεια, εκτίμηση και σεβασμό (κάθε λέξη που αναφέρω έχει τη σημασία της). Τον αγαπήσαμε μ’ έναν τρόπο που οδήγησε στο ακριβώς αντίθετο άκρο, αυτό που τουλάχιστον εγώ απεχθάνομαι: την έπαρση, την αλαζονεία, την υπεροψία, το ναρκισσισμό και τον κομπασμό. Τον αγαπήσαμε μ’ έναν τρόπο που οδήγησε σε νοσηρές καταστάσεις, όπως η αυτοταπείνωση, ο υποβιβασμός, ο εξευτελισμός.
Αγαπήσαμε τον εαυτό μας μ’ έναν τρόπο που ψαλίδισε τις φτερούγες της ψυχής μας και δεν την άφησε να πετάξει για να βρει το δρόμο της. Γιατί η καταγωγή της και ο μόνος προορισμός της είναι η αγάπη. Εγώ πάντως δεν μπορώ να δεχτώ κάτι άλλο. Αγαπήσαμε τον εαυτό μας μ’ έναν τρόπο που δηλητηρίασε κάθε αληθινό δεσμό μαζί του. Έναν τρόπο που μαράζωσε κι εμάς τους ίδιους και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Έναν τρόπο που έδωσε έμφαση σε οτιδήποτε εφήμερο, φθαρτό, εξωτερικό χωρίς να επενδύσει στην καλλιέργεια της ομορφιάς της ψυχής μας. Έναν τρόπο που ήταν κομμένος και ραμμένος στα πρέπει των άλλων και όχι στα δικά μας θέλω. Μα είναι δυνατόν να ζούμε για τους άλλους και όχι για εμάς; Δική τους είναι η ζωή; Αυτοί θα πληγωθούν; Αυτοί θα μας πουν ευχαριστώ;
Ανάθεμα κι αν καθίσαμε να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας. Είχαμε χρόνο για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Ανάθεμα κι αν ακούσαμε τι ήθελε να πει. Ανάθεμα κι αν τον ρωτήσαμε ποτέ «Τι θα σε κάνει ευτυχισμένο; Τι λαχταράς, ψυχή μου; Τι επιθυμείς πραγματικά, καρδιά μου;». Μια ζωή προσπαθούμε να δείχνουμε καλύτεροι από τους άλλους, όχι όμως για κάποιο σπουδαίο λόγο. Όχι γιατί έτσι θα βελτιωθούμε πραγματικά αλλά μόνο για το φαίνεσθαι. Μόνο για την προβολή. Μόνο για να φάμε, για να κατασπαράξουμε τον άλλο. Για να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε κάποιον που θεωρούμε ανώτερό μας.
Ποιον να φτάσεις; Ποιον να μιμηθείς; Ποιον; Πες μου, ποιον; Μα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι ξεχωριστός; Ότι είσαι σπουδαίος; Ότι όμοιός σου δε θα υπάρξει ποτέ; Γιατί δεν βλέπεις ή δεν θες να δεις τη μαγεία που υπάρχει μέσα σου; Καθένας αξίζει τόσα πολλά. Καθένας μπορεί να προσφέρει τόσα πολλά. Καθένας είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Ένα θαύμα. Ναι! Αυτό είσαι. Εσύ έχεις κάτι που σίγουρα δεν έχω εγώ και εγώ μπορεί να έχω κάτι που ίσως δεν έχεις εσύ. Αγκάλιασε με τα πιο τρυφερά αισθήματα το ίδιο σου το είναι και λάτρεψε την ύπαρξή σου. Όταν απευθύνεσαι στον εαυτό σου, χρησιμοποίησε τα πιο όμορφα λόγια.
Συμπεριφέρσου με γλυκύτητα. Ξέρεις, η επαφή μαζί του απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Αγάπα αυτό που είσαι. Να είσαι περήφανος γι’ αυτό. Αγάπα την ίδια σου την υπόσταση, το κάθε κύτταρό σου. Τόσο απλά! Αν εχεις μια βαθιά επίγνωση του ποιος είσαι, αν πατάς γερά στα πόδια σου, αν γενικά είσαι ευτυχισμένος με αυτό που είσαι, τότε απλόχερα μπορείς να δώσεις χωρίς καν να περιμένεις αντιπαροχές. Σε κάθε επίπεδο. Τότε μπορείς να μοιράσεις τα κομμάτια σου εδώ κι εκεί, χωρίς να συντριβείς. Τότε ίσως να μπορέσει να εφαρμοσθεί και η εντολή του εισαγωγικώς αναφερθέντος ευαγγελικού χωρίου, ώστε να γίνει ένα βήμα προς την αγάπη και για τους άλλους.
Τάνια Δήμου, Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης