Καισάριος Δαπόντες - Μακαρισμοὶ καὶ ταλανισμοί
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙΜακάριος ὅστις νικᾷ αὐτὸς τὸν ἑαυτόν του,παρὰ ὁποῦ ὁ στρατηγός, στράτευμα τῶν ἐχθρῶν του. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ ὑποδουλώσει, τὸ σῶμα τοῦτο τὸ θερμόν, ἵππον καὶ χαλινώσει. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ καὶ τὸν ἐχθρόν του, τὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν τιμᾷ, ὡσὰν τὸν ἀδελφόν του. Μακάριος δὲ ὅποιος ὑπακοὴν μανθάνει, ὅτι αὐτὴ καὶ δαίμονας νὰ τὸν ἀκοῦν τοὺς κάνει. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ὁποῦ ἐκ τῶν δαιμόνων, πάσχει σεληνιάζεται μ᾿ εὐχαριστίαν μόνον. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ τοὺς πειρασμούς του, τοὺς ἔχει δι᾿ ἁγιασμούς, διὰ καθαρισμούς του. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὅποιος τὴν πτωχείαν, τὴν ὑπομένει καρτερῶς καὶ μὲ εὐχαριστίαν. Μακάριος ὁποῦ περνᾷ, μὲ πτώχεια καὶ εἰρήνην, παρὰ εἰς τὰ παλάτια μὲ μάχην καὶ αἰσχύνην. Μακάριος ὁποῦ μισεῖ τόσον τὴν ἁμαρτίαν, ὅσον οἱ δαίμονες μισοῦν τὴν ἀρετὴν τὴν θείαν. Μακάριος ὁπ᾿ ἔμαθε τὴν ἀρετὴν παιδιόθεν, ὅτι αὐτὸς χάριν πολλήν, δέχεται οὐρανόθεν. Μακάριος δὲ ὅποιος καὶ εἰς τὰ γηρατειά του, καὶ τὴν ἐπαραδώσει δὲ αὐτὴν εἰς τὰ παιδιά του. Μακάριος ὁποῦ περνᾷ στὰ ἔργα Φαρισαῖον, Τελώνην στὴν ταπείνωσιν, στὴν χάριν τὸν Ζακχαῖον. Μακάριοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἄνθρωποι ἂν ζοῦμεν, καὶ θέλει ἀνθρωπότης μας καὶ ὅλοι χρεωστοῦμεν. Μακάριοι Χριστιανοί, ἀνίσως τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ λόγια μὲ τὰ ἔργα μας ταιριάζουν τοῦ Θεοῦ μας. Μακάριοι οἱ εὐσεβεῖς, ἂν εὐσεβῶς φρονοῦμεν, ὡς ἡ εὐσέβεια ζητεῖ καὶ ζοῦμεν καὶ λαλοῦμεν. Μακάριοι οἱ ἱερεῖς, ὡς ἱερεῖς ἂν ζοῦσι, καὶ τὴν ἱερωσύνην τους ὡς πρέπει τὴν κρατοῦσι. Μακάριοι οἱ ἡγούμενοι, ὡς ἡγούμενοι ἂν ζοῦσι, τιμὴν τὴν ἡγουμενικὴν δὲν τὴν περιφρονοῦσι. Μακάριοι οἱ μοναχοί, ὡς μοναχοὶ ἂν ζοῦσι, τοὺς ὅρους τῆς μοναχικῆς δὲν τοὺς ἐξεπερνοῦσι. ΤΑΛΑΝΙΣΜΟΙἈλλοίμονον ὁ ἀνθρωπος, ὁποῦ τὴν λειτουργίαν,ὡς χασομέρι τὴν κρατεῖ καὶ τὴν ἀκολουθίαν. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο, ὁποῦ τὴν λειτουργίαν, ἀφίνει διὰ τὴν δουλειά, καὶ τοῦ σπιτιοῦ τὴν χρείαν. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον γιὰ πράγματα ἀχρεῖα, ἀνθρώπινα, προσωρινά, καταφρονεῖ τὰ θεῖα. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον τὴν θείαν Κοινωνίαν, δὲν τὴν ζητεῖ μὲ ἄπειρον, πόθον καὶ ἐπιθυμίαν. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ στὴν Ἐκκλησίαν, στέκει μὲ ἀνευλάβειαν καὶ μὲ ἀνορεξίαν. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον τὴν ἐξαγόρευσίν του, δὲν τὴν ἐκάνει καὶ συχνήν, μὲ ὅλην τὴν ψυχήν του. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον πάλιν εἰς τὰ κακά του, γυρίζει ὡσὰν τὸ σκυλί, εἰς τὰ ξεράσματά του. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον, καλὸν μπορεῖ νὰ κάνῃ, καὶ δὲν τὸ κάνει σήμερον και αὔριον τὸ χάνει. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο, ὁποῦ τὰ ὑστερνά του, ποτὲ δὲν συλλογίζεται καὶ τ᾿ ἁμαρτήματά του. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον, ὅπου τὸν θάνατόν του, δὲν μελετᾷ, δὲν τὸν θωρεῖ, καθὼς τὸν ἴσκιόν του. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο, ὁποῦ τὸν ἐμαλώνει, τὸν πλήττει ἡ συνείδησις καὶ δὲν τὸ διορθώνει. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὸν δέρνει ἄλλος, καὶ δὲν τὸν δέρνει καὶ ὁ νοῦς, δάσκαλος ὁ μεγάλος. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον, δὲν βλέπει τοῦ ματιοῦ του, τὸ δόκανον μόνον θωρεῖ τὸ κάρφος τ᾿ ἀδελφοῦ του. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον τὸ σφάλμα ξεσκεπάζει, τὴν ἐντροπὴν τοῦ ἀλλουνοῦ καὶ τὴν παρουσιάζει. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον ζῆ μὲ ὀκνηρίαν, καὶ δὲν τὸν μέλλει γιὰ ψυχήν, καὶ διὰ σωτηρίαν. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ εἰς τὴν ζωήν του, ἀπολαμβάνει τ᾿ ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀνάπαυσίν του. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν ἀρχοντιά του, τὴν ἔχει διὰ λόγου του μόνον καὶ τὴν κοιλιάν του. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο ὁποῦ νὰ σκανδαλίσῃ, ἄνθρωπον μέγαν ἢ μικρόν, καὶ τὴν εἰρήνην λύσει. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπο ὁποῦ κακοποιήσει, ἄνθρωπον εὐεργέτην του ἢ τὸν καταφρονήσει. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον θυμᾶται τὴν κακίαν, καὶ λησμονεῖ τὴν χάριν δέ, καὶ τὴν εὐεργεσίαν. Ἀλλοίμονον ὅστις λυπεῖ πατέρα ἢ μητέρα, ὅτι αὐτὸς δὲν θέλει δεῖ ποτέ του καλὴ μέρα. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον πατέρα τὰ παιδιά του, δὲν τὰ διδάσκει ἀρετὴν μ᾿ ὅλα τὰ δυνατά του. Ἀλλοίμονον ὅπου πονεῖ πλειότερο τὸ ῥαβδί του, ἀπὸ τὴν θυγατέρα του καὶ ἀπὸ τὸ παιδί του. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον παράδειγμ᾿ ἁμαρτίας, φανῇ στὸν κόσμο καὶ γενῇ πατὴρ τῆς ἀπωλείας. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ παρακινήσει, τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ κακό, καὶ πάγει νὰ τὸν κρημνίσει. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον καλὸν δὲν συλλογᾶται, ἄνθρωπον δὲν ἐντρέπεται, καὶ Θεὸν δὲν φοβᾶται. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν εὐμορφίαν, κακομεταχειρίζεται Θεοῦ φιλοδωρίαν. Ἀλλοίμονον ὁποῦ μπορεῖ γράμματα καὶ σοφίαν, νὰ μάθῃ, νὰ μαθαίνει δέ, τέχνην καὶ πραγματείαν. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν ἁμαρτίαν, δὲν τὴν ἐκκόπτει στὴν ἀρχήν, εἰς στὴν ἀδυναμίαν. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν κολακείαν, τὴν λέγει καὶ καταφρονεῖ ἀλήθειαν τὴν θείαν. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον κατηγορεῖ, ὑβρίζει, καταλαλεῖ, αἰσχρολογεῖ σὰν τὸ σκυλὶ γαυγίζει. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ τὴν βλασφημίαν, τὴν ἔχει εἰς τὸ στόμα του καὶ κάλλιο πῦρ φωτίαν. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον νὰ ψευδομαρτυρήσῃ, πηγαίνει στὰ κριτήρια καὶ γιὰ νὰ ψευδορκήσῃ. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ εἰς τὸν ἐχθρόν του, κάνει αὐτὸς ἐκδίκησιν πάσχει γιὰ τὸ κακόν του. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ δὲν παραιτήσει, τὴν ἁρπαγὴν καὶ τὴν κλοπήν, καὶ δὲν μετανοήσει. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ εἰς ταῖς μαγείαις, καὶ καλαντάρια ἔπεσε καὶ ἄλλες φλυαρίες. Ἀλλοίμονον στὸν ἄνθρωπον ὁποῦ φωλεύει φθόνος, φίδι καλύτερα θηριό, ὁ φθόνος μισὸς φόνος. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον θυμώνεται εὐκόλως, καὶ τὸν θυμὸν δὲν τὸν πατεῖ τοῦ διαβόλου ὅλος. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον ἔχει μνησικακίαν, ὅτ᾿ εἰς αὐτὸν ὁ σατανᾶς ἔχει τὴν κατοικίαν. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον πορνεύει καὶ μοιχεύει, τὸν ἀφανίζει ὁ Θεός, καὶ τὸν ἐξολοθρεύει. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον χάσει τὴν παρθενίαν, καλύτερα νὰ ἔχανε τὸ φῶς του, τὴν ὑγείαν. Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἀρσενοκοίτην, καλύτερα μὴ εἶχε γεννηθῆ, οὐαὶ στὸν Σοδομίτην. Ἀλλοίμονον χριστιανέ, ἐὰν τὴν Παναγίαν, δὲν ἔχεις διὰ φύλακα καὶ διὰ ὁδηγίαν. Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον σπουδάζει νὰ πλουτίσῃ, καὶ τὸν χρυσὸν ἀπὸ τὸν Χριστόν, κάλλιον προτιμήσει. |