Ως μία των αφρόνων γυναικών, η μάνα δέεται... - Point of view

Εν τάχει

Ως μία των αφρόνων γυναικών, η μάνα δέεται...



Είναι ίσως μια παράδοξη προσευχή. Μιμείται τις προσευχές αγίων, χωρίς τις δικές τους προϋποθέσεις πίστεως, καθάρσεως, ασκήσεως. Δεν αποπνέει την πνευματική ελευθερία των πιστών, που αφήνονται στα έργα της θείας Πρόνοιας, τα γλυκά ή τα πικρά, όπως το φύλλο στο ρυάκι. Δείχνει όμως την ανθρώπινη αδυναμία, την αγωνία της μητρικής αγάπης μπροστά στα δεινά των τέκνων• και γι' αυτό την αντιγράφω από τις προσωπικές σημειώσεις μιας μάνας, όπου τη βρήκα.



«Κύριε,

Όταν παραπονέθηκα στον πνευματικό για την αρρώστια του παιδιού που εσύ μου έδωσες, κι εσύ μ ἔβαλες δίπλα του να νοιάζομαι την υγεία του, μου θύμισε πως είχες πει στον Ιώβ, όταν κι αυτός παραπονιόταν• “Που ήσουνα, Ιώβ, τότε που έφτιαχνα τ” αστέρια, τότε που θεμέλιωνα τη γη”;

Κι εγώ λοιπόν πρέπει, αφού δεν ήμουνα τότε που θεμέλιωνες τα αστέρια και τη γη, δεν ήμουν σίγουρα, να μην ψάχνω άλλο να καταλάβω «κριμάτων Σου αβύσσους». 

Όμως, άσε με να σου θυμήσω, ως μία των αφρόνων γυναικών, πως, όταν, Κύριε, θεμέλιωνες την ύπαρξη αυτού του παιδιού, εγώ, κατά τις ανεξιχνίαστες βουλές Σου, ήμουν εκεί. Έσκυψες μάλιστα και μας ρώτησες• “Τι λέτε; αναλαμβάνετε τον κόπο; δέχεστε να γίνετε συνδημιουργοί μου;”.



Ήμουν εκεί με τη θέλησή μου ως δημιουργός τότε που έφτιαχνες τα πρώτα κύτταρα του παιδιού, το ξέρεις καλά πως ήμουνα και πως παρακολουθούσα κατά τις ασθενικές μου δυνάμεις την αύξησή του, τώρα είναι δυο πόντους, ύστερα πέντε, τώρα φαίνονται τα νυχάκια του, τώρα χτυπάει η καρδιά του, τώρα έχει λόξυγγα, τώρα απολαμβάνει τον Μότσαρτ, τώρα αναγνωρίζει τη φωνή Σου στη Λειτουργία.
Θυμήσου, κατά τις ασθενικές μου δυνάμεις και παρά τη φιλαυτία μου, υπέμεινα — κατά κάποιον υποτυπώδη έστω τρόπο — τούς εμετούς, στερήθηκα τις εκδρομές, δεν έπαιρνα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο, δεν έσκυβα να καθαρίσω τη μπανιέρα, δεν γελούσα τρανταχτά, δεν τίναζα, δεν κολυμπούσα.
Συνόδευα την ανάπτυξή του με τα φτωχά μου “Κύριε ελέησον”. Σε φώναζα, Κύριε, να μη μ' αφήσεις μόνη να εμπλέξω μες” στο φθαρμένο δίχτυ της φθοράς, μια τόσο ολοκαίνουργια ύπαρξη. Πόσες φορές ζήτησα την ανακαινιστική και προστατευτική Σου παρέμβαση.
Κι ύστερα, όταν μέσα από τις ωδίνες του τοκετού γεννήθηκε… Δεν ήξερα από πάντα να μεγαλώνω μωρά, ούτε τρελαινόμουνα στην ιδέα. Αλλ' έμαθα λίγο-λίγο.

Τότε, Κύριε, που μέσα στον πρώτο χρόνο διπλασίαζες τη σωματική και πολλαπλασίαζες την πνευματική του ανάπτυξη, εγώ ήμουν εκεί κι άκουγα την αναπνοή σας. Πόσες φορές δεν με ξύπνησε το φτερό του αγίου Σου αγγέλου για να δω το μωρό, μήπως πνίχτηκε, αν αναπνέει, αν έχει πυρετό.
Δεν θεωρώ πως έκανα τίποτε σπουδαίο.

Αλλ' αν ρωτάς αν ήμουνα εκεί… Ναι, Κύριε, το ξέρω. Δεν ήμουν, όταν έφτιαχνες τ' αστέρια, όταν ξετύλιγες τούς ουρανούς. Αλλ' όταν έφτιαχνες αυτό το παιδί, ήμουν εκεί ένεκα της μακροθυμίας Σου και βοηθούσα, μάθαινα το διακόνημα αργά και δύσκολα. Και πως τώρα να μη νοιάζομαι γι' αυτό;
Μακροθύμησον έτι επ' εμού.

Μνήσθητι ότι Εσύ είπες• “Μήπως μπορεί η μάνα να ξεχάσει το παιδί της, όταν κλαίει;”. Εσύ το είπες, της μάνας ο Δημιουργός. “Παρόμοια”, πρόσθεσες “κι εγώ δεν σας ξεχνώ”.
Α, δεν το κουνάω ρούπι από δω. Αφού δεν κάμπτεσαι στις προσευχές μου, θα αφεθώ στο καύμα της ασθενείας του και μη έχοντας πέτρα πίστεως, ικανή, θα ανεβώ στη πέτρα του Αγίου Παύλου του Απλού, δι' ευχών του, όπως εκείνος μέσα στο καύμα και θα πω• Δεν πρόκειται να το κουνήσω από δω, αν δεν μου δώσεις την ίαση του παιδιού που, κατά το διακόνημα που μου ανέθεσες, ζητάω.
Ως άφρων, αφρονέστατη ελάλησα.

Ως ελεήμων, δι' ευχών των αγίων και των πατέρων μας, ελέησέ μας… όπως Εσύ ξέρεις».
Έτσι στο τέλος, όπως - όπως, προσμένοντας «υετόν αγαθότητος» ζορίστηκε να υποταχθεί στο θείο θέλημα. Την είδα στη ζωή, και όταν καθόταν στο βράχο, τον αιχμηρό σαν δίκοπο μαχαίρι, της τραγικότητας που βίωνε. Την είδα κι όταν ο βράχος αυτός χλόησε από τον «υετόν της αγαθότητος» που ήρθε• στην αρχή ήταν όμβροι δακρύων, κι ύστερα δρόσος ευλογιών, ίασης και άλλων• κι η πέτρα «δι ευχών των αγίων και των πατέρων» και των αδελφών της που επικαλέστηκε, έβγαλε βρύα και λειχήνες, πήρε μια όψη και αφή βελούδου• κι έγινε πέτρα ευγνωμοσύνης, όπου πάτησε για να αινέσει «εν ευθυμία ψυχής και ευφροσύνη καρδίας τον Κύριον, τον ποιούντα εν ημίν μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξά τε και εξαίσια».


Από το περιοδικό: «Η δράση μας», τεύχος Δεκεμβρίου 2006.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ
via

Pages