«Ὁ
Θεός ἀγάπη ἐστίν». Ὁ λόγος γιά
τήν ἀγάπη εἶναι λόγος γιά τόν Θεό.
Ὁ ὁμιλῶν εἶναι ἀκατάλληλος γιαυτό
τό ἐγχείρημα. Ὅμως γιά λόγους ὑπακοῆς,
τολμᾶμε νά παρουσιάσουμε στήν ἀγάπη
σας, αὐτά πού εἶπε ὁ Θεός μέ τό στόμα
τῶν ἁγίων Του γιά αὐτό πού εἶναι τό
πρῶτο στή ζωή μας. Ἄν κάτι σᾶς ἀρέσει
καί σᾶς βοηθήσει θά εἶναι τῆς χάριτος
τοῦ Θεοῦ· ἄν κάτι δέν σᾶς ἀρέσει
αὐτό θά εἶναι δικό μου.
Marc
12.30.1 to
Marc
12.34.3 καὶ ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν
σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ
ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς
διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος
σου. 12.31 δευτέρα αὕτη͵ Ἀγαπήσεις τὸν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων
ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστιν.
Εἶναι
ἡ πρώτη καί μέγιστη ὅλων τῶν ἐντολῶν.
Ἡ σπουδαιότερη ἀπ' ὅλες · αὐτή πού
περικλείει ὅλες τίς ἄλλες. Ὅποιος
ἀγαπάει τηρεῖ ὅλες τίς ἐντολές.
«Ἀπ' αὐτήν τήν ἐντολή κρέμονται
ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες»,
ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος. Ἡ ἀγάπη
ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν αἰώνιο ζωή.
«Αὐτό νά κάνεις καί θά ζήσεις»,
εἶπε ὁ Κύριος στό νομικό, πού τόν
ρώτησε τί νά κάνει, γιά νά κληρονομήσει
τήν αἰώνιο ζωή. Ἡ διπλῆ ἀγάπη πρός
τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον εἶναι
τά δύο σκέλη τοῦ σταυροῦ στόν ὁποῖο
πρέπει νά ἀνεβοῦμε. Τό κάθετο σκέλος
εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τό
ὁριζόντιο σκέλος εἶναι ἡ ἀγάπη πρός
τόν πλησίον. Μ' αὐτήν τήν ἀγάπη
γινόμαστε ὅμοιοι μέ τόν Θεό, ἐκπληρώνουμε
τόν προορισμό μας. Προορισμός μας
εἶναι τό νά ἐπιτύχουμε τό «καθ'
ὁμοίωσιν», δηλ. νά γίνουμε ὅμοιοι
μέ τόν Θεό. Ἀφοῦ «Ὁ Θεός εἶναι
ἀγάπη», ὁμοιάζουμε στόν Θεό ὅταν
ἀγαπᾶμε, ὅταν γινόμαστε ἀγάπη.
Ἀγάπη
πρός τόν Θεόν.
«Ὁ
ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς
ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» μᾶς
εἶπε ὁ Κύριος. Μέ τήν τήρηση ὅλων
τῶν ἐντολῶν τοῦ εὐαγγελίου ἀποδεικνύουμε
ὅτι ἀγαπᾶμε ἀληθινά τόν Κύριο.
Ἀγαπᾶμε τόν Κύριο μέ ὅλη μας τή
διάνοια ὅταν ὅ,τι σκεπτόμαστε δέν
εἶναι παρά γιά τή δόξα Του· ὅ,τι ἔχει
ὁ νοῦς μας δέν εἶναι ἄλλο παρά λατρεία, αἶνος, δοξολογία, εὐχαριστία καί
ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους Του. Ἀγαπᾶμε
τόν Κύριο μέ ὅλη μας τήν καρδιά καί
τήν ψυχή ὅταν ὅλη ἡ ἐπιθυμία μας
εἶναι γι' Αὐτόν. Ὅλος ὁ πόθος τῆς
καρδιᾶς μας, ὅλη μας ἡ ἀγαπητική
δύναμη στρέφεται πρός τόν Κύριο.
Ἐπίσης ὅταν καί ὅλη ἡ θέληση μας δέν
εἶναι ἄλλη παρά τό νά εὐαρεστήσουμε
σ' Αὐτόν. Δέν θέλουμε τίποτα παρά ὅ,τι
Ἐκεῖνος θέλει. Κι αὐτό τό ἐπιδιώκουμε
μέ ὅλη μας τή βούληση καί τό ἐπιθυμοῦμε
μέ ἄπειρο πόθο. Ἀγαπᾶμε τόν Κύριο
μέ ὅλη μας τήν ἰσχύ, μέ ὅλη μας τήν
δύναμη ὅταν ὅτι κάνουμε, ὅλα μας τά
ἔργα ἀλλά καί τά λόγια, εἶναι γιά
τή δόξα Του. Ὅλα ἀναφέρονται σ' Αὐτόν
καί ἀποσκοποῦν στό νά μεγαλυνθεῖ τό
Πανάγιο Ὄνομά Του στή γῆ, ὅπως καί
στόν οὐρανό.
«Ὁ
Κύριος δέν εἶναι σάν ἐμᾶς», γράφει
ὁ ἅγιος Σιλουανός. «Εἶναι ἀπείρως
πρᾶος καί σπλαχνικός καί ἀγαθός καί
σάν Τόν γνωρίσει ἡ ψυχή, καταλαμβάνεται
ἀπό ἔκπληξη καί λέγει: Ἄχ, ποιόν
Κύριο ἔχομε!... Δέν ὑπάρχει στή γῆ
τόσο πρᾶος καί ἀξιαγάπητος ἄνθρωπος,
ὅσο εἶναι ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός.
Σ' Αὐτόν βρίσκεται ἡ χαρά καί ἡ
εὐφροσύνη μας. Ἄς Τόν ἀγαπήσουμε καί
θά μᾶς βάλει μέσα στή βασιλεία Του,
ὅπου θά βλέπουμε τή δόξα Του... Ἀδελφοί
δέν ὑπάρχει τίποτε καλλίτερο ἀπό
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ Κύριος
ζεσταίνει τήν καρδιά μέ τήν ἀγάπη
γιά τό Θεό καί τόν πλησίον. Ὅποιος
γνώρισε τή γλυκύτητα αὐτῆς τῆς
ἀγάπης, αὐτός γνωρίζει μερικῶς πώς
«ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν
ἐστιν» (Λουκ. ιζ' 21) Τώρα οἱ ἄνθρωποι
ἔχουν γίνει ὑπερήφανοι καί σώζονται
μόνο μέ τά παθήματα καί τή μετάνοια
καί σπάνια φτάνει κανένας στήν
ἀγάπη» (Ἱερ. Σωφρόνιου σελ.401,408,409)
Τί
εἶναι ὅμως αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν
Θεό; Εἶναι τό βαθύτερο ἄνοιγμα τῆς
καρδιᾶς στόν Κύριο. Ἡ τέλεια προσκόλληση
τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, μέ ἄπειρο
πόθο, ὥστε νά φτάσει νά λέει, ὅτι δέν
ὑπάρχω, δέν ζῶ γιά τόν ἑαυτό μου
ἀλλά γιά τό Θεό. «Ζῶ δέ οὐκέτι
ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»,
ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
«Ἡ
ἀγάπη εἶναι μιά ἀγαθή διάθεση τῆς
ψυχῆς, πού τήν κάνει νά μήν προτιμάει
κανένα ἀπό τά ὄντα περισσότερο ἀπό
τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο
νά ἀποκτήσει σταθερά αὐτήν τήν
ἀγάπη, ὅποιος ἔχει κάποιαν ἐμπαθή
κλίση σέ ὁτιδήποτε γήινο». Πρέπει
νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά πάθη μας
πού μᾶς δένουν μέ τήν γῆ, γιά νά
δοθεῖ ὅλη ἡ ἀγάπη μας στόν Θεό. Δέν
μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν
Θεό μέ ὅλη μας τήν καρδιά, τήν ψυχή,
μέ ὅλη μας τήν δύναμη, ἄν μοιράζουμε
τήν καρδιά μας στά γήϊνα. Ἄν ἀγαποῦμε
τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, ἤ τά
χρήματα ἤ τίς σαρκικές ἡδονές, εἶναι
ἀδύνατον νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό.
Πρέπει νά καθαρθοῦμε ἀπό ὅλα τά τοῦ
παλαιοῦ ἀνθρώπου, νά μισήσουμε τό
κοσμικό φρόνημα καί νά ἀντισταθοῦμε
στόν Πονηρό, γιά νά ἀγαπήσουμε τόν
Θεό. Ἀλλοιῶς ἡ ἀγαπητική μας δύναμη
σκορπίζεται στά μάταια καί ἐφάμαρτα
αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί δἐν μένει σχεδόν
τίποτε γιά τόν Θεό.
Ὅποιος
ἐλευθερώσει τό νοῦ του καί γενικά
τήν ψυχή του ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ὅταν
ἐλευθερωθεῖ ἀπό ὅλες τίς μερικές
ἀγάπες καί τή διάχυση πρός τά
κτίσματα, ἐκεῖνος μπορεῖ νά προσηλώσει
τό νοῦ του στόν Θεό καί νά φθάσει
στό νά ἀγαπήσει τό Θεό. «Ἐκεῖνος
πού ἔχει τό νοῦ του προσηλωμένο στήν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καταφρονεῖ ὅλα τά
ὁρατά, ἀκόμα καί τό σῶμα του σάν
ξένο. Ἀντίθετα ἐκεῖνος πού χώρισε
τό νοῦ του ἀπό τήν ἀγάπη καί τή
διακονία τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔχει δεμένο
σέ κάποιο ἀπό τά αἰσθητά, αὐτός
εἶναι πού προτιμάει τό σῶμα ἀπό τήν
ψυχή καί τά κτίσματα ἀπό τό Θεό, πού
τά δημιούργησε. Αὐτός δέν διαφέρει
καθόλου ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἀφοῦ
ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα
καί ὁ Δημιουργός Θεός ἀσύγκριτα
ἀνώτερος ἀπό τόν κόσμο» ( Ἁγ.
Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ.453)
Βλέπουμε
λοιπόν ἕνα σπουδαῖο πρᾶγμα: Ὅτι, ἔχει
σημασία, ποῦ εἶναι ὁ νοῦς. Διότι, μέ
ὅ,τι ἀσχολεῖται ὁ νοῦς, αὐτό καί
ἀγαπάει καί ὅ,τι ἀγαπάει, σ' αὐτό
καί προσκολλᾶται. «Ὁ νοῦς, πού
ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί παραμένει
σ' Αὐτόν μέ προσευχή καί ἀγάπη,
γίνεται σοφός καί ἀγαθός καί δυνατός
καί φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων καί
μακρόθυμος -μ' ἕνα λόγο-, ἔχει ἐπάνω
του ὅλα τά θεῖα ἰδιώματα. Ὅταν ὅμως
ἀπομακρύνεται ἀπό τό Θεό, γίνεται
ἤ κτηνώδης, καθώς πέφτει στή φιληδονία,
ἤ θηριώδης, καθώς μάχεται μέ τούς
ἀνθρώπους γιά τά ὑλικά» (Ἁγ.
Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 454).
«Ὅσοι
ξεχνοῦν τόν Θεό δέν Τόν ἀγαποῦν. Ἡ
λησμοσύνη εἶναι φανερή ἀπόδειξη ὅτι
λείπει ἡ ἀγάπη. Ὅποιος ἀγαπᾶ δέν
μπορεῖ νά ξεχάσει τόν ἀγαπώμενο» (Ἁγ.
Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, Πορεία πρός τόν
Οὐρανό, σελ. 23)
Ἄν
θυμόμαστε τόν Θεό, ἀγαποῦμε τόν Θεό.
Ἄν
φεύγει ὁ νοῦς ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ
καί δένεται μέ τά γήϊνα γινόμαστε
εἰδωλολάτρες. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν
μᾶς βοηθεῖ ὥστε συνεχῶς νά θυμόμαστε
τό Θεό. Νά χωρίζόμαστε ἀπό τά γήϊνα
καί νά ἀνεβαίνουμε στά οὐράνια. Νά
πεθαίνουμε καθημερινά ὡς πρός τόν
παλαιό ἄνθρωπο, τόν κόσμο καί τόν
κοσμοκράτορα διάβολο.
«Οἱ
εὐαγγελικές ἐντολές μᾶς βοηθοῦν
ὥστε νά ὑπερβαίνουμε καθημερινά κάθε
ἔννοια αὐτῆς τῆς ζωῆς καί νά μήν
σκεφτόμαστε τίποτε ἄλλο, παρά μόνο,
πότε θά φτάσουμε στήν τέλεια ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ τέλεια ἀγάπη
εἶναι τό βαθύτερο ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς
πρός τόν Κύριο. Σ' αὐτήν μας τήν καρδιά
μπῆκε μέ τό βάπτισμα γιά χάρη μας ὁ
Κύριος Ἰησοῦς γιά νά προπαρασκευάσει
αὐτήν τήν τέλεια ἀγάπη. Αὐτό τό
βαθύτερο ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς ἀναζητοῦσε
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γι' αὐτό καί
ἔλεγε:
«Διώκω δέ εἰ καί καταλάβω, ἐφ' ᾧ καί κατελήφθην» (Φιλιπ. 3:12). Δηλαδή, ἐπιδιώκω, προσπαθῶ γιά νά ἀγαπήσω, ὅσο ἀγαπήθηκα ἀπό τό Χριστό. Κι ἀπό τή στιγμή πού ἔφτασε σ' αὐτή τήν ἀγάπη, δέν καταδεχόταν νά συλλογιστεῖ τίποτε ἄλλο, οὔτε τίς θλίψεις αὐτοῦ τοῦ σώματος οὔτε τά θαύματα τῆς κτίσεως, ἀλλά σχεδόν γιά κάθε ἔννοια ἀδιαφοροῦσε, γιατί δέν καταδεχόταν νά στερηθεῖ οὔτε γιά λίγο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Ἔκανε φανερά τά ὅσα ἐγκατέλειψε γιά χάρη τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, ὅταν ἔλεγε: Rom 8.35.1 to Rom 8.35.3 8.35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καί πάλι λέγει: Rom 8.38.1 to Rom 8.39.3 8.38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε δυνάμεις 8.39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν. Γιατί δέν ἀνεχόταν μέ τίποτε ἀπό αὐτά νά ἀπασχολεῖται ὁ νοῦς του, παρά μόνο νά παραμένει ἐκεῖ, (στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δηλαδή)» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός σελ. 447-448)
«Διώκω δέ εἰ καί καταλάβω, ἐφ' ᾧ καί κατελήφθην» (Φιλιπ. 3:12). Δηλαδή, ἐπιδιώκω, προσπαθῶ γιά νά ἀγαπήσω, ὅσο ἀγαπήθηκα ἀπό τό Χριστό. Κι ἀπό τή στιγμή πού ἔφτασε σ' αὐτή τήν ἀγάπη, δέν καταδεχόταν νά συλλογιστεῖ τίποτε ἄλλο, οὔτε τίς θλίψεις αὐτοῦ τοῦ σώματος οὔτε τά θαύματα τῆς κτίσεως, ἀλλά σχεδόν γιά κάθε ἔννοια ἀδιαφοροῦσε, γιατί δέν καταδεχόταν νά στερηθεῖ οὔτε γιά λίγο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Ἔκανε φανερά τά ὅσα ἐγκατέλειψε γιά χάρη τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, ὅταν ἔλεγε: Rom 8.35.1 to Rom 8.35.3 8.35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καί πάλι λέγει: Rom 8.38.1 to Rom 8.39.3 8.38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε δυνάμεις 8.39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν. Γιατί δέν ἀνεχόταν μέ τίποτε ἀπό αὐτά νά ἀπασχολεῖται ὁ νοῦς του, παρά μόνο νά παραμένει ἐκεῖ, (στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δηλαδή)» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός σελ. 447-448)
Χωρίς
αὐτήν μάταια λέμε ὅτι ἀγαποῦμε τόν
Κύριο.
Ὑπάρχουν, Βαθμοί τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν:
Ὑπάρχουν, Βαθμοί τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν:
«Θέλω
νά πῶ δύο λόγια, ὅσο μέ φωτίσει ἡ
χάρη τοῦ Θεοῦ», γράφει ὁ ἅγιος
Σιλουανός «γιά τούς βαθμούς τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
φοβᾶται νά λυπήσει τό Θεό μέ κάποιο
ἁμάρτημα, αὐτό εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός.
Ὅποιος ἔχει τό νοῦ καθαρό ἀπό
λογισμούς, ἔφτασε στό δεύτερο
βαθμό ἀγάπης, μεγαλύτερο ἀπό τόν
πρῶτο. Ὁ τρίτος ἀκόμη ἀνώτερος, εἶναι
ὅταν ἔχει κανείς τή χάρη αἰσθητῶς
στήν ψυχή. Κι ὅποιος ἔχει τή χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καί στήν ψυχή καί
στό σῶμα, ἔχει τήν τέλεια ἀγάπη. Κι
ἄν κανείς διαφυλάξει αὐτή τή χάρη,
θ' ἁγιάσουν τά λείψανά του, ὅπως τῶν
ἁγίων μαρτύρων, τῶν προφητῶν ἤ τῶν
ἄλλων μεγάλων ἁγίων.» (Ἱερ. Σωφρόνιου,
σελ.407)
Ἀγάπη
πρός τόν πλησίον.
Ἡ
ἐντολή εἶναι μία: ἡ ἀγάπη. Ἀπλῶς
ἔχει δύο σκέλη. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό
συνεπάγεται καί τήν ἀγάπη πρός τόν
Πλησίον. Διότι εἶναι ἀδύνατόν νά
ἀγαπᾶς τόν Θεό καί νά μἠν ἀγαπᾶς
τά παιδιά τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὅλοι
οἰ ἄνθρωποι.
Jo1
4.20.1 to
Jo1
4.21.3 4.20 ἐάν τις εἴπῃ ὅτι Ἀγαπῶ τὸν
θεόν͵ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ͵
ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ ὃν ἑώρακεν͵ τὸν θεὸν
ὃν οὐχ ἑώρακεν οὐ δύναται ἀγαπᾶν.
4.21 καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ΄
αὐτοῦ͵ ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν θεὸν ἀγαπᾷ
καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.
«Εἶπε
ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι ἀπό τόν πλησίον
προέρχεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· διότι
ἐάν κερδίσουμε τόν ἀδελφό, κερδίζουμε
τόν Θεό· καί ἄν σκανδαλίσουμε τόν
ἀδελφό, ἁμαρτάνουμε στόν Χριστό.
Ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ
Κολοβός: Δέν εἶναι δυνατόν νά
οἰκοδομήσει κανείς τό σπίτι ἀπό
πάνω πρός τά κάτω, ἀλλά ἀπό τό
θεμέλιο πρός τά πάνω· καί τοῦ λένε·
τί σημαίνει αὐτός ὁ λόγος; καί
ἀπάντησε ὁ Γέροντας· ὁ θεμέλιος
εἶναι ὁ πλησίον καί πρέπει νά τόν
κερδίσεις· καί πρέπει πρῶτα νά γίνει
αὐτό· διότι σ' αὐτόν κρέμονται ὅλες
οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ» (Στό
Γεροντικό, Εὐεργ. τομος Γ',σελ.471).
«Καλότυχη ἡ ψυχή πού ἀγάπᾶ τόν ἀδελφό της, γιατί ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας» σημειώνει ὁ ἅγιος Σιλουανός. (ἀρχ. Σωφρόνιου σελ. 408)
«Καλότυχη ἡ ψυχή πού ἀγάπᾶ τόν ἀδελφό της, γιατί ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας» σημειώνει ὁ ἅγιος Σιλουανός. (ἀρχ. Σωφρόνιου σελ. 408)
Καί
πρέπει νά ἀγαπήσουμε ὅλα τά παιδιά
τοῦ Θεοῦ χωρίς διακρίσεις. Πρέπει
ἀκόμη νά τά ἀγαπήσουμε μέ ἀγάπη
ἀπεριόριστη, μέ δική μας θυσία,
περισσότερο κι ἀπ' τόν ἑαυτό μας.
Εἶναι τά δύο χαρακτηριστικά, τό ποιόν
καί τό ποσόν πού πρέπει νά ἔχει ἡ
πρός τόν πλησίον ἀγάπη. Τό ποιόν
εἶναι νά μήν κάνουμε διακρίσεις καί
νά μήν περιμένουμε ἀνταπόδωση στήν
ἀγάπη μας. Τί εἶπεν ὁ Κύριος;
Matt
5.43.1 to
Matt
5.48.3 5.43 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη͵ Ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν
ἐχθρόν σου. 5.44 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν͵
ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ
προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν διωκόντων ὑμᾶς͵
5.45 ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν
τοῦ ἐν οὐρανοῖς͵ ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ
ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς
καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους.
5.46 ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας
ὑμᾶς͵ τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ
οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν; 5.47 καὶ
ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν
μόνον͵ τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ
καὶ οἱ ἐθνικοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν;
5.48 Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι ὡς ὁ
πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τέλειός ἐστιν.
Ὁ χριστιανός ἀγαπάει καί τούς μή
δικούς του. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά ἀπό
τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ὁ χριστιανός
ἀγαπάει τούς πάντας, θυσιάζεται γιά
τούς πάντες, ἀκόμη καί γιά τούς
χειρότερους ἐγκληματίες.
Ἀκόμη, δέν ζητάει ἀνταπόδωση, δέν
ἐπιζητεῖ τήν ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη
του. Δίνει, σκορπίζει τόν ἑαυτό Του
χωρίς νά περιμένει τίποτα.
Στήν
φιλία καί στήν σαρκική ἀγάπη ζητεῖται
ἡ ἀνταπόδοση. Εἶναι κατώτερη μορφή
ἀγάπης. Στήν ἀγάπη τῆς μητέρας πρός
τό παιδί δέν εἶναι σίγουρη ἡ ἀνταπόδοση·
γιαυτό καί εἶναι κάπως ἀνώτερη μορφή
ἀγάπης. Ἡ τέλεια ὅμως ἀγάπη ποτέ
δέν ζητάει ἀνταπόδοση. Ποτέ δέν θά
πεῖ «Κοίταξε τόσα τοῦ ἔκανα
κι αὐτός τίποτα»
Εἶναι
διατεθειμένος νά ἀκούσει καί νά
δεχθεῖ τά πάντα καί τούς πάντες αὐτός
πού ἀγαπάει κατά Θεόν.
Ἀγαπάει χωρίς διακρίσεις φυλῆς, θρησκείας, οἰκονομικῆς ἤ κοινωνικῆς κατάστασης.
Ἀγαπάει τούς καλούς καί τούς θεωρουμένους ἀπό τόν κόσμο, ὡς κακούς. Ἀγαπάει καί τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς ἄθεους καί τούς πιστούς· καί τούς φίλους καί τούς ἐχθρούς. Ἀγαπάει κι αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν κι αὐτούς πού τόν ἐκμεταλλεύονται· κι αὐτούς πού τόν ἐξυπηρετοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν χρησιμοποιοῦν. Κι αὐτούς πού τόν οἰκοδομοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν κατέστρεψαν ἤ τόν ἔβλαψαν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ἀγαπάει κι αὐτούς πού τόν ὑψώνουν καί τόν ἐπαινοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν ταπεινώνουν καί τόν ἀπορρίπτουν. Μοιάζει ἔτσι στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα του πού δέν κάνει διακρίσεις στήν ἀγάπη Του ἀλλά εὐεργετεῖ τούς πάντας, «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Ἀναδεικνύεται γνήσιος μαθητής Του μέσα στόν ἁμαρτωλό καί καταψυγμένο ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης κόσμο ἀφοῦ ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος EvJo 13.34.1 to EvJo 13.35.3 13.34 13.35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε͵ ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.
Ἀγαπάει χωρίς διακρίσεις φυλῆς, θρησκείας, οἰκονομικῆς ἤ κοινωνικῆς κατάστασης.
Ἀγαπάει τούς καλούς καί τούς θεωρουμένους ἀπό τόν κόσμο, ὡς κακούς. Ἀγαπάει καί τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς ἄθεους καί τούς πιστούς· καί τούς φίλους καί τούς ἐχθρούς. Ἀγαπάει κι αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν κι αὐτούς πού τόν ἐκμεταλλεύονται· κι αὐτούς πού τόν ἐξυπηρετοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν χρησιμοποιοῦν. Κι αὐτούς πού τόν οἰκοδομοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν κατέστρεψαν ἤ τόν ἔβλαψαν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ἀγαπάει κι αὐτούς πού τόν ὑψώνουν καί τόν ἐπαινοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν ταπεινώνουν καί τόν ἀπορρίπτουν. Μοιάζει ἔτσι στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα του πού δέν κάνει διακρίσεις στήν ἀγάπη Του ἀλλά εὐεργετεῖ τούς πάντας, «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Ἀναδεικνύεται γνήσιος μαθητής Του μέσα στόν ἁμαρτωλό καί καταψυγμένο ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης κόσμο ἀφοῦ ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος EvJo 13.34.1 to EvJo 13.35.3 13.34 13.35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε͵ ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.
Ἡ
ἀγάπη εἶναι ἡ καινή, ἡ καινούργια
ἐντολή πού συμπληρώνει τόν νόμο καί
πρέπει νά ἀσκεῖται μέ τόν τρόπο πού
τήν ἤσκησε ὁ Κύριος. ἐντολὴν καινὴν
δίδωμι ὑμῖν͵ ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους·
καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς
ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Αὐτό τό «καθώς»
τοῦ Κυρίου εἶναι πού πρέπει νά
μιμηθοῦμε. Πῶς μᾶς ἀγάπησε ὁ Κύριος;
Μέχρι θανάτου, «εἰς τέλος ἠγάπησεν
ἡμᾶς»
EvJo
13.1.3 to
EvJo
13.1.4 ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ
κόσμῳ͵ εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς. Μᾶς
ἀγάπησε χωρίς διακρίσεις, χωρίς ὅρια,
ἀλλά καί χωρίς νά τό ἀξίζουμε,
δωρεάν, χωρίς νά περιμένει τίποτα
γιά τόν ἑαυτό του, ἀνιδιοτελῶς. Μᾶς
ἀγάπησε πρῶτος: «Ἀμαρτωλῶν ὄντων
ἡμῶν»
Rom
5.8.1 to
Rom
5.8.3 συνίστησιν δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην
εἰς ἡμᾶς ὁ θεὸς ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν
ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν
ἀπέθανεν. Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν
ἡμᾶς Καί πέθανε γιά μᾶς.
Ἔτσι
καί μεῖς πρέπει νά φθάσουμε νά ἀγαπᾶμε
τόν Θεό καί τούς ἄλλους ὅ,τι κι ἄν
μᾶς κοστίσει. Πρέπει νά εἴμαστε
ἕτοιμοι νά κάνουμε τήν μεγαλύτερη
θυσία γιά τόν ἄλλο· ἀκόμη καί νά
πεθάνουμε γι' αὐτόν. Τότε ἀγαποῦμε
μέ τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο μᾶς
ἀγάπησε καί μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος.
Πῶς
θά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΘΕΟΝ καί ἡ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Οἱ
δύο ἀγάπες εἶναι οὐσιαστικά μία. Οἱ
δύο ἐντολές εἶναι ὅμοιες. Ἡ ἀγάπη
πρός τόν Θεό συνεπάγεται τήν πρός
τόν ἀδελφό μας· καί ἡ πρός τόν πλησίον
αὐξάνει ἀλλά καί ἐπιβεβαιώνει τήν
ἀγάπη μας πρός τόν ἀόρατο Θεό. Ὅποιος
προχωρεῖ στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό,
προοδεύει καί στήν πρός τόν πλησίον καί
ἔχει τήν παρόρμηση νά κάνει καταπληκτικά
πράγματα γι' αὐτόν τόν πλησίον. Ὅπως
ἐκεῖνος ὁ μέγας ἐργάτης τῆς ἀγάπης,
ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων ἔλεγε: «Θέλω νά
βρῶ ἕνα λεπρό, νά πάρω τό σῶμα του
καί νά τοῦ δώσω τό δικό μου». Καί
ὅπως ἀναφέρεται γιά τόν Ἀββᾶ Ἀντώνιο
ὅτι ποτέ του δέν σκέφτηκε νά κάνει
κάτι, πού νά ὠφελεῖ τόν ἑαυτό του
πιότερο ἀπό τόν πλησίον του· Κι αὐτό
γιατί πίστευε πώς τό κέρδος τοῦ
πλησίον του εἶναι γι' αὐτόν ἡ πιό
τέλεια πνευματική ἐργασία. Ἀπό τήν
ἄλλη πλευρά, ὅποιος ἀγαπᾶ ἀληθινά
τόν ἀδελφό του ὅλο καί περισσότερο
αὐτός πλησιάζει ταυτόχρονα τόν Θεό.
Ὁ Θεός εἶναι τό κέντρο τοῦ κύκλου.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε στήν
περιφέρεια. Ὅσο πλησιάζουμε μεταξύ
μας διά τῆς ἀγάπης τόσο μικραίνει ἡ
ἀκτῖνα τοῦ κύκλου καί πλησιάζουμε
ταυτόχρονα πρός τόν Θεό. Ὅσο
ἀπομακρυνόμαστε μεταξύ μας ἀπομακρυνόμαστε
καί ἀπό τόν Θεό διότι μεγαλώνει ἡ
περιφέρεια τοῦ κύκλου.
Πῶς
θά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν
καί πρός τόν πλησίον
Πρέπει
νά τό πιστέψουμε βαθειά καί νά
συγκλονιστοῦμε, νά τό κάνουμε τό
πρῶτο στή ζωή μας. Εἶναι ἡ πρώτη
ἐντολή. Εἶναι ὁ προορισμός μας, ἡ
ὁλοκλήρωση τῆς ὕπαρξής μας, ἡ ζωή
μας. Ἄν πάψουμε νά ἀγαποῦμε παύουμε
νά ζοῦμε. Γινόμαστε κινούμενα πτώματα.
Ἀρρωσταίνουμε καί πεθαίνουμε πνευματικά
ἀλλά καί σωματικά, διότι εἶναι
ἀλληλένδετα αὐτά τά δύο: ἡ ψυχή καί
τό σῶμα.
Ἡ
ἀγάπη στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Θεός
εἶναι ἡ ἄκτιστη ἀγάπη. Εἶναι καρπός
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἄκτιστη
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό φύσημα
πού μᾶς φύσησε ὁ Θεός ὅταν μᾶς ἔπλασε.
Εἶναι αὐτή πού μᾶς ζωοποιεῖ. Κάθε
κίνηση ἐνάντια στήν ἀγάπη εἶναι
κίνηση ἐνάντια στή ζωή. Ἄλλωστε μᾶς
τό εἶπε ξεκάθαρα ὁ Κύριος «Ἐγώ
εἰμί ἡ ζωή». Καί πάλι μᾶς εἶπε
«Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί».
Πῶς
ὅμως θά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Θεό; Πῶς
δηλ. θά γίνουμε ἀγάπη; Πῶς θά ἀγαπήσουμε
ἀληθινά τόν Θεό καί τόν πλησίον; Ὁ ἅγιος
Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης μᾶς ἀπαντᾶ ὅτι
τότε γινόμαστε ὅμοιοι μέ τόν Θεό ὅταν
Τόν «γνωρίσουμε». Γνωρίζω ὅμως στήν
Βιβλική καί πατερική γλῶσσα σημαίνει
«μετέχω». Καί ἡ μετοχή σημαίνει οἰκείωση
τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν. Γιαυτό
δέν «γνωρίζουμε» τόν Θεόν «εἰ μή ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ». Ἑπομένως γιά νά
ἀγαπήσουμε τόν Θεό πρέπει νά Τόν
γνωρίσουμε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Νά γίνουμε
κοινωνοί τῶν θείων ἐνεργειῶν Του.
Ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση εἶναι ἡ
μετάνοια, ἡ καθαρότητα (ἔστω ἡ μερική)
καί ἡ ταπείνωση. Διαφορετικά δέν μποροῦμε
νά γνωρίσουμε καί νά ἀγαπήσουμε τόν
Θεό. Νά πῶς μᾶς τά διδάσκει ὅλα αὐτά
ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης
«Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος· αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι το Θεό.
«Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος· αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι το Θεό.
Ήμουν χειρότερος
κι από ένα βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των
αμαρτιών μου* σαν άρχισα όμως να ζητώ
συγχώρηση από το Θεό, Αυτός μου έδωσε
όχι μόνο τη συγχώρηση αλλά και το Άγιο
Πνεύμα. Έτσι, εν Πνεύματι Αγίω, γνώρισα το
Θεό.
Βλέπεις αγάπη που έχει
ο Θεός για μας; Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε
να περιγράψει την ευσπλαχνία Του;
Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας
παρακαλώ, πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε
πώς υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί
για το Θεό σ΄ όλες τις εκκλησίες μας,
αλλά και στην ψυχή μου.
Το
Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη. Και ή αγάπη
αυτή πλημμυρίζει όλες τις ψυχές των
ουρανοπολιτών αγίων. Και το ίδιο Άγιο
Πνεύμα είναι στη γη, στις ψυχές όσων
αγαπούν το θεό. Εν Πνεύματι 'Αγίω οι
ουρανοί βλέπουν τη γη, ακούνε τις
προσευχές μας και τις προσκομίζουν στο
θεό. Ζούμε στη γη και δεν βλέπουμε το
Θεό, δεν μπορούμε να Τον δούμε. Άλλα σαν
έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα
δούμε το Θεό, όπως Τον είδε ο άγιος
Στέφανος (Πράξ. 7:55-56). Η ψυχή και ο νους
αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα
ότι Αυτός είναι ο Κύριος. Έτσι ο άγιος
Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα,
αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο
(Λουκ. 2:25-32). Έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο
Βαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης,
αναγνώρισε τον Κύριο και Τον υπέδειξε
στους ανθρώπους. Και στον ουρανό και
στη γη, ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο
Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Και τα παιδιά
που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν
τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Χωρίς το
Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει
το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει.
Ακόμα κι αν διαβάζουμε πώς μας αγάπησε
και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε
γι' αυτά μόνο με το νου, αλλά δεν
καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή,
την αγάπη του Χρίστου. Όταν όμως μας
διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια
και αισθητά την αγάπη· τότε γινόμαστε
όμοιοι με τον Κύριο»1.
Τό
ἐμπόδιο πού μᾶς χωρίζει ἀπό τήν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φιλαυτία μας
καί ἡ προσκόλλησή μας σέ ἄλλα πράγματα.
Ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Θεοφάνης μᾶς
ἀποκαλύπτει ὅτι ἄν διώξουμε τόν ἑαυτό
μας ἀπό μέσα μας τότε θά συναντήσουμε
τό Θεό καί τόν πλησίον μας. «Αὐτό σημαίνει
πώς ὅλες οἱ φροντίδες καί τό ἐνδιαφέρον
μας, ὅλη ἡ ἀγάπη πού ἀφαιροῦμε ἀπό
τόν ἑαυτό μας μεταφέρεται κατά φυσική
ἀναγκαιότητα καί χωρίς καλά καλά νά τό
καταλάβουμε στό Θεό καί στό συνάνθρωπό
μας. Προτοῦ γίνει αὐτό δέν μποροῦμε
καθόλου «ἕκαστος ἡμῶν» νά ἀρέσει «τῷ
πλησίον εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν»
(Ρωμ.ιε΄2) κατά ἕνα τρόπο ἀληθινό καί
μή ὑλικό».2Πρέπει
δηλ. πρωτίστως νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό
μας γιά νά σηκώσουμε τό Σταυρό τοῦ
Χριστοῦ καί νά Τόν ἀκολουθήσουμε. Ὁ
Κύριος μᾶς τό δίδαξε σαφῶς: «Ei)/
tij
qe/lei
o)pi/sw
mou
e)lqei=n,
a)parnhsa/sqw
e(auto\n
kai\
a)ra/tw
to\n
stauro\n
au)tou=
kai\
a)kolouqei/tw
moi».3
Ἡ
φιλαυτία μας καί τά
πάθη, πού πηγάζουν ἀπ’ αὐτήν, μᾶς
ἀπορροφοῦν ὅλη τήν ἀγαπητική μας
δύναμη, τήν ἀποπροσανατολίζουν.
Στρέφουμε τήν ἀγάπη μας σέ πρόσωπα,
ἤ στήν ὕλη, ἤ στίς ἡδονές, καί
ἐγκλωβιζόμαστε στό ἐγώ μας. Πρέπει
νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ νοῦς ἀπό ὅλα καί
νά πετάξει πρός τόν Θεό. Νά διοχετευθεῖ
ὅλη μας ἡ ἀγάπη στό Θεό Δημιουργό
καί Κτίστη μας καί ὄχι στά κτίσματα.
Δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε τό Θεό
καί τούς ἀδελφούς μας ἐφ' ὅσον ἀγαπᾶμε
αὐτόν τόν κόσμο. «Ὅταν κάποιος
ἀποκτήσει τήν ἀγάπη, αὐτόν τόν Θεόν
ἐνδύεται μαζί μ' αὐτήν. Εἶναι ἀνάγκη
δέ ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τόν Θεό, νά
πεισθεῖ ὅτι δέν πρέπει νά ἀποκτήσει
τίποτε ἄλλο μαζί μέ τόν Θεό, ἀλλά
νά ξεντυθεῖ καί αὐτό τό σῶμα του.
Ἐάν ὅμως ντυθεῖ αὐτόν τόν κόσμο καί
τήν ζωή αὐτή ἐδῶ ποθήσει, δέν θά
ντυθεῖ τόν Θεό, μέχρις ὅτου ἀφήσει
αὐτά.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριιος ἔδωσε μαρτυρία γι' αὐτά (Λουκ. ιδ' κστ') λέγοντας: Ὅποιος δέν τά ἀφήνει ὅλα καί δέν μισεῖ τήν ψυχή του (τή σωματική του ζωή) δέν μπορεῖ νά γίνει μαθητής Του». Καί ὄχι μόνο νά τά ἀφήσει ἀλλά καί νά τά μισήσει» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά σελ.308)
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριιος ἔδωσε μαρτυρία γι' αὐτά (Λουκ. ιδ' κστ') λέγοντας: Ὅποιος δέν τά ἀφήνει ὅλα καί δέν μισεῖ τήν ψυχή του (τή σωματική του ζωή) δέν μπορεῖ νά γίνει μαθητής Του». Καί ὄχι μόνο νά τά ἀφήσει ἀλλά καί νά τά μισήσει» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά σελ.308)
1 ΟΣΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ:Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ
2 Tito Colliander: Ὁ δρόμος τῶν ἀσκητῶν, Μετ. π. Εὐσέβιος Βίττης ἐκδ. Ἀκρίτας 1997 (10η ἀνατύπωση) σελ. 47
3 Ματθ. 16.24.4
Ἐπομένως
τό ἐρώτημα μετατοπίζεται στό :
Πῶς
θά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ ἀπελευθέρωση
ἀπό
α) τόν ἑαυτό μας καί
β) ὅλα τά γήϊνα, γιά νά μπορέσουμε νά στραφοῦμε πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο καί νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά.
α) τόν ἑαυτό μας καί
β) ὅλα τά γήϊνα, γιά νά μπορέσουμε νά στραφοῦμε πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο καί νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά.
Αὐτή
ἡ ἀπελευθέρωση γίνεται μέ τή θεία χάρη
καί τήν ἀνθρώπινη συνεργία. Νά μερικοί
τρόποι γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ
μας αὐτοῦ:
Θά
κατορθωθεί ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ
μας καί ἐναντίον κάθε γήϊνης προσκόλλησής
μας:
Α) Μέ
τήν ἀδιάλειπτη προσευχή
Ἡ
πηγή
τῆς
ἀγάπης
εἶναι
ὁ
Θεός.
Γι'
αύτό ὅποιος συνδέεται μέ τόν Θεό
πλημμυρίζει ἀπ' αὐτήν τήν ἀγάπη. Ἡ
προσευχή καί γενικότερα ἡ λατρεία
εἶναι αὐτό πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν
Θεό καί ἀνάβει μέσα μας τήν ἀγάπη
πρός αὐτόν. «Ἡ ἀγάπη εἶναι καρπός
τῆς προσευχῆς» μᾶς διδάσκει ὁ
Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Ἀρκεῖ νά κάνει ὁ
ἄνθρωπος ὑπομονή στήν προσευχή καί
νά μήν ἀμελήσει καί ἀκηδιάσει». (Ἀσκητικά
σελ. 308).
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής μᾶς λέει:
«Ὅλες οἱ ἀρετές συνεργοῦν καί βοηθοῦν τόν νοῦ, ὥστε νά φθάσει στόν Θεῖο ἔρωτα. Περισσότερο δέ ἀπό ὅλες ἡ καθαρά προσευχή. Διότι μέ τήν βοήθειά της ὁ νοῦς ἀποκτάει φτερά πού τόν ἀνεβάζουν στόν Θεό καί συνάμα βγαίνει ἔξω ἀπό ὅλα τά γήϊνα» («ια΄. Πᾶσαι μέν αἱ ἀρεταί συνεργοῦσι τῷ νῷ πρός τόν θεῖον ἔρωτα, πλέον δέ πάντων ἡ καθαρά προσευχή. Διά ταύτης γάρ πρός τόν Θεόν πτερούμενος, ἔξω γίνεται πάντων τῶν ὄντων» ( Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Πρώτη ἑκατοντάς κεφαλαίων Περί Ἀγάπης). Καί ἕνας ρῶσος Στάρετς, ὁ Στάρετς Παρθένιος δίδασκε ὅτι «ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν ἀνάβει στήν καρδιά μας, μόνο μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή». Στή συνέχεια ἡ ἀγάπη αὐξάνεται καί θερμαίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνεβαίνει σέ ἀκόμα ὑψηλότερες βαθμίδες προσευχῆς καί ἕνωσης μέ τόν Θεό. Συνδυασμένη μέ τήν νηστεία, τήν σωματική κακοπάθεια γενικότερα καί τήν ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὅλα τά πάθη καί τόν βοηθεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές κατά τόν τελειότερο τρόπο. Ἔτσι φθάνει μέ τή βοήθεια καί τῆς νηστείας νά προσεύχεται ἀπερίσπαστα καί ν' ἀγαπήσει τόν Θεό κατά τόν τελειότερο δυνατό τρόπο. «Ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Θεό, αὐτός εἶναι πάντως πού προσεύχεται ἀπερίσπαστα· καί αὐτός πού προσεύχεται ἀπερίσπαστα, αὐτός ἀγαπᾶ γνήσια τόν Θεό. Δέν εὔχεται δέ ἀπερίσπαστα, αὐτός πού ἔχει τόν νοῦν του προσηλωμένο σέ κάποιο ἀπό τά γήϊνα· ἑπομένως δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐκεῖνος πού ἔχει τόν νοῦν του δεμένου μέ κάποιο ἀπό τά ἐπίγεια» (Ἔ. ἀ. Δευτέρα ἑκατοντάς Κεφαλαίων Περί Ἀγάπης: α΄. Ὁ γνησίως τόν Θεόν ἀγαπῶν, οὗτος καί ἀπερισπάστως πάντως προσεύχεται· καί ὁ ἀπερισπάστως πάντως προσευχόμενος, οὗτος καί γνησίως τόν Θεόν ἀγαπᾷ. Οὐκ εὔχεται δέ ἀπερισπάστως, ὅ τινι ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν προσηλωμένον· οὐκ ἄρα ἀγαπᾷ τόν Θεόν, ὅ τινι τῶν ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν δεδεμένον).
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής μᾶς λέει:
«Ὅλες οἱ ἀρετές συνεργοῦν καί βοηθοῦν τόν νοῦ, ὥστε νά φθάσει στόν Θεῖο ἔρωτα. Περισσότερο δέ ἀπό ὅλες ἡ καθαρά προσευχή. Διότι μέ τήν βοήθειά της ὁ νοῦς ἀποκτάει φτερά πού τόν ἀνεβάζουν στόν Θεό καί συνάμα βγαίνει ἔξω ἀπό ὅλα τά γήϊνα» («ια΄. Πᾶσαι μέν αἱ ἀρεταί συνεργοῦσι τῷ νῷ πρός τόν θεῖον ἔρωτα, πλέον δέ πάντων ἡ καθαρά προσευχή. Διά ταύτης γάρ πρός τόν Θεόν πτερούμενος, ἔξω γίνεται πάντων τῶν ὄντων» ( Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Πρώτη ἑκατοντάς κεφαλαίων Περί Ἀγάπης). Καί ἕνας ρῶσος Στάρετς, ὁ Στάρετς Παρθένιος δίδασκε ὅτι «ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν ἀνάβει στήν καρδιά μας, μόνο μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή». Στή συνέχεια ἡ ἀγάπη αὐξάνεται καί θερμαίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνεβαίνει σέ ἀκόμα ὑψηλότερες βαθμίδες προσευχῆς καί ἕνωσης μέ τόν Θεό. Συνδυασμένη μέ τήν νηστεία, τήν σωματική κακοπάθεια γενικότερα καί τήν ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὅλα τά πάθη καί τόν βοηθεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές κατά τόν τελειότερο τρόπο. Ἔτσι φθάνει μέ τή βοήθεια καί τῆς νηστείας νά προσεύχεται ἀπερίσπαστα καί ν' ἀγαπήσει τόν Θεό κατά τόν τελειότερο δυνατό τρόπο. «Ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Θεό, αὐτός εἶναι πάντως πού προσεύχεται ἀπερίσπαστα· καί αὐτός πού προσεύχεται ἀπερίσπαστα, αὐτός ἀγαπᾶ γνήσια τόν Θεό. Δέν εὔχεται δέ ἀπερίσπαστα, αὐτός πού ἔχει τόν νοῦν του προσηλωμένο σέ κάποιο ἀπό τά γήϊνα· ἑπομένως δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐκεῖνος πού ἔχει τόν νοῦν του δεμένου μέ κάποιο ἀπό τά ἐπίγεια» (Ἔ. ἀ. Δευτέρα ἑκατοντάς Κεφαλαίων Περί Ἀγάπης: α΄. Ὁ γνησίως τόν Θεόν ἀγαπῶν, οὗτος καί ἀπερισπάστως πάντως προσεύχεται· καί ὁ ἀπερισπάστως πάντως προσευχόμενος, οὗτος καί γνησίως τόν Θεόν ἀγαπᾷ. Οὐκ εὔχεται δέ ἀπερισπάστως, ὅ τινι ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν προσηλωμένον· οὐκ ἄρα ἀγαπᾷ τόν Θεόν, ὅ τινι τῶν ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν δεδεμένον).
β) Μέ
τήν ἡσυχία, καί τήν μνήμη τῶν
εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ
νηστεία
καί
ἡ
προσευχή
εἶναι
τά
ἀνώτερα
σκαλοπάτια
τῆς
ἀγάπης
πρός
τόν
Θεό.
Αὐτά
τά δύο κάνουν οἱ ἀσκηταί, οἱ ἡσυχασταί.
Μέσα στήν ἡσυχία ἀνακαλύπτουν καί
θυμοῦνται ἀδιάλειπτα τίς ποικίλες
εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Πλημμυρίζει ἡ
καρδιά τους ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τά
θεϊκά δῶρα καί ξεχειλίζει σέ ἀδιάλειπτη
δοξολογία καί εὐχαριστία. Μακάριος
ὁ ἄνθρωπος πού θά κληθεῖ σέ μιά
τέτοια ζωή.
Ὅμως
θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι, κάτι ἀνάλογο
στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ πρέπει νά
κάνουμε ὅλοι μας. Εἶναι ἀπαραίτητη
ἡ κάποιου βαθμοῦ ἡσυχία καί παραίτηση
ἀπό τό «πράττειν» γιά νά βροῦμε
τό Θεό. Δυστυχῶς ἡ Δυτική μας Παιδεία
μᾶς ἀπομακρύνει ἀπ' αὐτό. Μαθαίνουμε
ὅλο νά σχεδιάζουμε, ὅλο νά προγραμματίζουμε
καί ὅλο παρεμβαίνουμε στό σχέδιο τοῦ
Θεοῦ καί λέμε: «Πρέπει νά κάνω
αὐτό ἤ τό ἄλλο, νά πάω ἐδῶ ἤ ἐκεῖ,
νά διαβάσω αὐτό ἤ ἐκεῖνο», ἐνῶ
τό μόνο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι
νά εἴμαστε ἥσυχοι καί νά Τόν
ἀκολουθοῦμε. Νά κάνουμε τό θέλημά
Του καί ὄχι τό θέλημά μας. Ὁ Θεός
εἶναι μέσα μας καί μᾶς μιλάει στή
σιωπή τῆς ἐσωτερικῆς ἡσυχίας. Ὁ Θεός
εἶναι ἐλεύθερος καί μᾶς θέλει ἀληθινά
ἐλεύθερους ἀφημένους στό θέλημά
Του. «Σχολάσατε καί γνῶτε ὅτι ἐγώ
εἰμί ὁ Θεός». Χρειάζεται νά κόψουμε
τά περιττά ἀπό τή ζωή μας καί νά
ἡσυχάσουμε, νά ἀναλογιστοῦμε τίς
Θεϊκές εὐλογίες.
«Ὅταν ἡ ψυχή ἀναλογιστεῖ τίς εὐεργεσίες τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀπό τή δημιουργία της· ὅταν ἀναλογιστεῖ ἀπό πόσους κινδύνους γλύτωσε τόσες φορές· ὅταν ἀναλογιστεῖ ὅτι, ἐνῶ ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες καί γλίστρησε θεληματικά σέ πολλές παραβάσεις, ἐντούτοις δέν τήν παρέδωσε γιά ἀπώλεια καί θάνατο, ὅπως θά ἦταν δίκαιο, στά πονηρά πνεύματα πού τήν ἐξαπάτησαν, ἀλλά τή διαφύλαξε μακρόθυμα ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, παραβλέποντας τίς ἁμαρτίες της, γιατί περίμενε τήν ἐπιστροφή της· ὅταν ἀναλογιστεῖ ὅτι, ἐνῶ ἐκείνη δούλευε μέ τά πάθη της ἑκούσια στά ἐχθρικά καί πονηρά πνεύματα, Αὐτός τήν ἔτρεφε, τή σκέπαζε καί μέ κάθε τρόπο τήν προστάτευε -ποιός λοιπόν- ἄν εἶναι εὐσυνείδητος καί τ' ἀναλογίζεται αὐτά, δέν θά βρίσκεται πάντοτε σέ συντριβή καρδιᾶς, ἀφοῦ ἔχει τόσες προηγούμενες εὐεργεσίες σάν ἐνέχυρα, χωρίς ὁ ἴδιος νά ἔχει κάνει προηγουμένως κανένα καλό;
Γι' αὐτό ἀκριβῶς, ἐκεῖνος πού παντοτινά διατηρεῖ ἕναν τέτοιο λογισμό καί δέν ξεχνάει τίς τόσες θεῖες εὐεργεσίες, ἔχει καρδιά πού εὔκολα καί πρόθυμα κινεῖται πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά Τοῦ τίς ἀνταποδώσει, ὅσο μπρορεῖ, μέ πολιτεία ἐνάρετη καί μέ κάθε καλή ἄσκηση καί ἐργασία ἀρετῆς. Καί εἶναι πάντα πρόθυμος καί ἕτοιμος νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί ντρέπεται ὅταν θυμᾶται τά τόσα καλά πού τοῦ ἔκανε ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Κύριος. Ἔτσι, μ' ἕναν αὐτόματο τρόπο, ἤ μᾶλλον μέ τή συνέργεια τῆς θείας χάριτος, ἡ καρδιά του ἀλλοιώνεται συνεχῶς ἀπό μεγαλύτερο πόθο καί ἀγάπη γιά τό Θεό» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός σελ. 448-449).
«Ὅταν ἡ ψυχή ἀναλογιστεῖ τίς εὐεργεσίες τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀπό τή δημιουργία της· ὅταν ἀναλογιστεῖ ἀπό πόσους κινδύνους γλύτωσε τόσες φορές· ὅταν ἀναλογιστεῖ ὅτι, ἐνῶ ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες καί γλίστρησε θεληματικά σέ πολλές παραβάσεις, ἐντούτοις δέν τήν παρέδωσε γιά ἀπώλεια καί θάνατο, ὅπως θά ἦταν δίκαιο, στά πονηρά πνεύματα πού τήν ἐξαπάτησαν, ἀλλά τή διαφύλαξε μακρόθυμα ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, παραβλέποντας τίς ἁμαρτίες της, γιατί περίμενε τήν ἐπιστροφή της· ὅταν ἀναλογιστεῖ ὅτι, ἐνῶ ἐκείνη δούλευε μέ τά πάθη της ἑκούσια στά ἐχθρικά καί πονηρά πνεύματα, Αὐτός τήν ἔτρεφε, τή σκέπαζε καί μέ κάθε τρόπο τήν προστάτευε -ποιός λοιπόν- ἄν εἶναι εὐσυνείδητος καί τ' ἀναλογίζεται αὐτά, δέν θά βρίσκεται πάντοτε σέ συντριβή καρδιᾶς, ἀφοῦ ἔχει τόσες προηγούμενες εὐεργεσίες σάν ἐνέχυρα, χωρίς ὁ ἴδιος νά ἔχει κάνει προηγουμένως κανένα καλό;
Γι' αὐτό ἀκριβῶς, ἐκεῖνος πού παντοτινά διατηρεῖ ἕναν τέτοιο λογισμό καί δέν ξεχνάει τίς τόσες θεῖες εὐεργεσίες, ἔχει καρδιά πού εὔκολα καί πρόθυμα κινεῖται πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά Τοῦ τίς ἀνταποδώσει, ὅσο μπρορεῖ, μέ πολιτεία ἐνάρετη καί μέ κάθε καλή ἄσκηση καί ἐργασία ἀρετῆς. Καί εἶναι πάντα πρόθυμος καί ἕτοιμος νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί ντρέπεται ὅταν θυμᾶται τά τόσα καλά πού τοῦ ἔκανε ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Κύριος. Ἔτσι, μ' ἕναν αὐτόματο τρόπο, ἤ μᾶλλον μέ τή συνέργεια τῆς θείας χάριτος, ἡ καρδιά του ἀλλοιώνεται συνεχῶς ἀπό μεγαλύτερο πόθο καί ἀγάπη γιά τό Θεό» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός σελ. 448-449).
γ)Μέ
τόν φόβο τοῦ Θεοῦ
Ὅταν
ἐλευθερωθοῦμε κατά τόν δυνατόν ἀπό
τίς βιοτικές μέριμνες καί τίς ποικίλες
ἀγωνίες καί φροντίδες τῆς καταναλωτικῆς
μας κοινωνίας, ὅταν ἡσυχάσουμε, τότε
ἀρχίζει νά ἀναπτύσσεται μέσα μας ὁ
φόβος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ φόβος θά μᾶς
ὁδηγήσει στήν γνήσια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον».
Διότι:
Jo1
4.18.1 to
Jo1
4.18.4 φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ͵
ἀλλ΄ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν
φόβον͵ ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει͵ ὁ
δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ
ἀγάπῃ.
Πρέπει
νά προηγηθεῖ ὁ ἁγνός φόβος τοῦ Κυρίου
γιά νά παρακινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος σέ
πνευματικό ἀγῶνα: «Κανένας δέν
μπορεῖ ν' ἀγαπήσει τόν Θεό μέ αἴσθηση
καρδιᾶς, ἄν πρῶτα δέν Τόν φοβηθεῖ μέ
ὅλη του τήν καρδιά», μᾶς διδάσκει
ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς. «Γιατί
ἡ ψυχή φτάνει σ' αὐτήν τήν ἀγάπη
ἀφοῦ ἐξαγνιστεῖ καί μαλακώσει, κατά
κάποιο τρόπο, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ
φόβου. Δέν μπορεῖ ὅμως κανείς νά
φτάσει στόν φόβο τοῦ Θεοῦ μέ τόν
τρόπο πού εἴπαμε, ἄν δέν ἐγκαταλείψει
κάθε βιοτική μέριμνα». Ἡ σύγχρονη
τεχνοκρατική κοινωνία ἐμπνέει στόν
ἄνθρωπο μιά ψευδαίσθηση παντοδυναμίας
καί μία αὐτονόμηση ἀπό τόν Θεό. Ὅλα
τά προβλήματα, νομίζουμε ὅτι λύνονται
μέ τήν τεχνολογία καί καθόλου δέν
σκεφτόμαστε νά ζητήσουμε τήν θεία
βοήθεια. Ἀπό τήν ἄλλη ὅλος ὁ χρόνος
μας διατίθεται σέ ἀνούσιες, περιττές
δραστηριότητες πού ἔντεχνα μᾶς
ὑποβάλλει ὁ Πονηρός ὥς τάχα ἀπαραίτητες
καί ἐπείγουσες. Χάνουμε ἔτσι τήν
εὐκαιρία γιά νά ἀναλογιστοῦμε τό
αἰώνιο μέλλον μας, τήν μελλοντική
κρίση πού θά ἀντιμετωπίσουμε, τήν
ἀπολογία πού θά κληθοῦμε νά δώσουμε
μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀντίθετα ὅταν «ὁ νοῦς εἶναι ἥσυχος
καί ἀμέριμνος πολύ, τότε τόν κεντάει
ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί τόν καθαρίζει
πολύ αἰσθητά ἀπό κάθε γήινη παχυλότητα,
γιά νά τόν φέρει ἔτσι σέ μεγάλη ἀγάπη
τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ὁ φόβος
ἀνήκει σ' ἐκείνους πού βρίσκονται
στό στάδιο τῆς καθάρσεως ἀπό τήν
ἁμαρτία καί ἔχουν μιά μέτρια ἀγάπη.
Ἡ τέλεια ὅμως ἀγάπη ἀνήκει σέ ὅσους
ἔχουν ἤδη καθαριστεῖ καί δέν ἔχουν
φόβο... Ἀλλά καί τά δύο, (τόσο ὁ φόβος
ὅσο καί ἡ ἀγάπη), ἀνήκουν στούς
δικαίους μόνο, οἱ ὁποῖοι, μέ τήν
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
καλλιεργοῦν τίς ἀρετές. Γι' αὐτό καί
λέει κάπου ἡ Γραφή, «Φοβήθητε τόν
Κύριον πάντες οἱ ἅγιοι αὐτοῦ» (Ψαλμ.
33:10), καί κάπου ἀλλοῦ, «Ἀγαπήσατε
τόν Κύριον πάντες οἱ ὅσιοι αὐτοῦ» (Ψαλμ.
30:24), γιά νά μάθουμε καλά, ὅτι στούς
δικαίους πού καθαρίζονται ἀκόμα
ἀνήκει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέ μιά μέτρια
ἀγάπη, ὅπως εἴπαμε, ἐνῶ ἡ τέλεια
ἀγάπη ἀνήκει
σέ ὅσους ἔχουν καθαριστεῖ. Σ' αὐτούς
δέν ὑπάρχει βίωση κανενός φόβου,
ἀλλ' ἀκατάπαυστη φλογερή ἀγάπη καί
πόθος τῆς ψυχῆς γιά τό Θεό μέ τήν
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως
λέει καί ὁ προφήτης Δαβίδ:
«Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου» (Ψαλμ. 62:9). Χρειάζεται ἑπομένως ἕνας ἐλάχιστος βαθμός πνευματικῆς προσπάθειας γιά νά ἀρχίσει νά βλασταίνει μέσα μας ὁ σωτήριος φόβος πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται μετάνοια καί μιά ἀπόφαση νά κοιτάξουμε τήν ψυχή μας.
«Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου» (Ψαλμ. 62:9). Χρειάζεται ἑπομένως ἕνας ἐλάχιστος βαθμός πνευματικῆς προσπάθειας γιά νά ἀρχίσει νά βλασταίνει μέσα μας ὁ σωτήριος φόβος πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται μετάνοια καί μιά ἀπόφαση νά κοιτάξουμε τήν ψυχή μας.
δ)Μέ
τήν μετάνοια καί τήν ἀνάληψη σοβαρῆς
πνευματικῆς προσπάθειας γιά τήν
κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τήν τήρηση
ὅλων τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Τότε
ἀληθινά ἀγαπᾶμε τόν Θεό ὅταν τηροῦμε
τίς ἐντολές Του.
Μᾶς τό εἶπε καθαρά ὁ Κύριος EvJo 14.21.1 to EvJo 14.21.2 14.21 «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με»· Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί μάλιστα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον ἀποδεικνύει τήν ἀληθινή μας ἀγάπη γιά τόν Κύριο.
Μᾶς τό εἶπε καθαρά ὁ Κύριος EvJo 14.21.1 to EvJo 14.21.2 14.21 «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με»· Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί μάλιστα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον ἀποδεικνύει τήν ἀληθινή μας ἀγάπη γιά τόν Κύριο.
Εἶναι
ἀπαραίτητο
νά
λυπηθοῦμε
τήν
ψυχή
μας
καί
νά
φροντίσουμε
οὐσιαστικά
γιά
τήν
σωτηρία
της.
«Ὅσο
δέν τήν ἐπιμελούμαστε καί εἶναι
ὁλόκληρη σκεπασμένη ἀπό τήν λέπρα
τῆς φιληδονίας καί τῆς φιλοδοξίας
καί τῆς φιλαργυρίας, δέν μπορεῖ νά
αἰσθανθεῖ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα
καί ἄν κανείς ἀκατάπαυστα τῆς μιλάει
γιά τό φοβερό καί αὐστηρό δικαστήριο
Του. Ὅταν ὅμως ἀρχίσει μέ μεγάλη
προσοχή νά καθαρίζεται, τότε αἰσθάνεται
σάν ἕνα ζωοποιό φάρμακο τόν θεῖο
φόβο, ὁ ὁποῖος, τήν καίει μέ τούς
ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως στή φωτιά
τῆς ἀπάθειας. Ἔτσι σιγά-σιγά
καθαρίζεται, ὥσπου φτάνει στήν τέλεια
κάθαρση. Καί ὅσο λιγοστεύει ὁ φόβος
της τόσο πληθαίνει ἡ ἀγάπη της, ὥσπου
νά φτάσει ἔτσι τήν τέλεια ἀγάπη,
ὅπου καθώς εἴπαμε, δέν ὑπάρχει φόβος
ἀλλ' ἀπάθεια, πού κατορθώνεται ὅλη
μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἶναι λοιπόν
σ' ἐμᾶς παντοτεινό καύχημα καυχημάτων
πρῶτα ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κι ἔπειτα, ἡ
ἀγάπη ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση
τῆς νομοθετημένης ἀπό τόν Χριστό
τελειότητος» (Τοῦ ἁγίου Διαδόχου,
Μικρός Εὐεργετινός, σελ. 449-450). Αὐτήν
τήν κατά Χριστόν τελειότητα εἶχε
φθάσει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος γι'αὐτό καί
ἔλεγε: «Ἐγώ δέν φοβᾶμαι πιά τόν
Θεό, γιατί Τόν ἀγαπῶ» (Ἀπό τό
Γεροντικό, Μικρός Εὐεργετινός,
σελ.445).
«Κατά τό μέτρον τῆς ἐλλείψεως τῆς ἀγάπης, ἐνυπάρχει φόβος· διότι ἐκεῖνος πού δέν ἔχει καθόλου φόβο ἤ εἶναι γεμᾶτος ἀπό τήν ἀγάπη ἤ εἶναι ψυχικά νεκρός» ὅπως δυστυχῶς πολλοί συνανθρωποί μας. Αὐτό μᾶς τό διδάσκει ἐπιγραμματικά ὁ μέγας ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος («Κλῖμαξ» Λογ. Λ' στ. δ'). Οἱ ἅγιοί μας ἔφθασαν στήν τέλεια ἀγάπη πρός τόν Θεό γιατί ἀγωνίστηκαν μέ τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση. Καθάρθηκαν ἔτσι ἀπό τά σωματικά καί ψυχικά πάθη καί ἔφθασαν στό φωτισμό καί τήν Θέωση. «Ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό, ζεῖ ἀγγελική ζωή ἐδῶ στή γῆ. Νηστεύει καί προσεύχεται καί ἀγρυπνεῖ καί ψάλλει καί γιά κάθε ἄνθρωπο πάντοτε ἔχει καλούς λογισμούς. ( Ἀφοῦ «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν»).
Ταλαιπώρα τήν σάρκα σου μέ ἀσιτία καί ἀγρυπνία, καί ἀσχολήσου μέ προθυμία μέ τήν ψαλμωδία καί τήν προσευχή. Τότε ὁ ἁγιασμός τῆς σωφροσύνης θά ἔλθει πάνω σου φέρνοντας τήν ἀγάπη.« (Ἁγ. Μαξίμου, Εὐεργ. τόμ. Δ' σελ. 77). «Ὃποιος πιστεύει στόν Κύριο φοβᾶται τήν κόλαση· ὃποιος φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη· ὃποιος ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει τά θλιβερά· ὃποιος ὑπομένει τά θλιβερά, θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἐλπίδα· ἡ δέ πρός τόν Θεόν ἐλπίδα, χωρίζει ἀπό κάθε γήϊνη προσπάθεια τόν νοῦ· ὃταν δέ ὁ νοῦς χωρισθεῖ ἀπό αὐτήν, τότε θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη» (Ἁγ. Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 453-454).
«Κατά τό μέτρον τῆς ἐλλείψεως τῆς ἀγάπης, ἐνυπάρχει φόβος· διότι ἐκεῖνος πού δέν ἔχει καθόλου φόβο ἤ εἶναι γεμᾶτος ἀπό τήν ἀγάπη ἤ εἶναι ψυχικά νεκρός» ὅπως δυστυχῶς πολλοί συνανθρωποί μας. Αὐτό μᾶς τό διδάσκει ἐπιγραμματικά ὁ μέγας ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος («Κλῖμαξ» Λογ. Λ' στ. δ'). Οἱ ἅγιοί μας ἔφθασαν στήν τέλεια ἀγάπη πρός τόν Θεό γιατί ἀγωνίστηκαν μέ τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση. Καθάρθηκαν ἔτσι ἀπό τά σωματικά καί ψυχικά πάθη καί ἔφθασαν στό φωτισμό καί τήν Θέωση. «Ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό, ζεῖ ἀγγελική ζωή ἐδῶ στή γῆ. Νηστεύει καί προσεύχεται καί ἀγρυπνεῖ καί ψάλλει καί γιά κάθε ἄνθρωπο πάντοτε ἔχει καλούς λογισμούς. ( Ἀφοῦ «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν»).
Ταλαιπώρα τήν σάρκα σου μέ ἀσιτία καί ἀγρυπνία, καί ἀσχολήσου μέ προθυμία μέ τήν ψαλμωδία καί τήν προσευχή. Τότε ὁ ἁγιασμός τῆς σωφροσύνης θά ἔλθει πάνω σου φέρνοντας τήν ἀγάπη.« (Ἁγ. Μαξίμου, Εὐεργ. τόμ. Δ' σελ. 77). «Ὃποιος πιστεύει στόν Κύριο φοβᾶται τήν κόλαση· ὃποιος φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη· ὃποιος ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει τά θλιβερά· ὃποιος ὑπομένει τά θλιβερά, θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἐλπίδα· ἡ δέ πρός τόν Θεόν ἐλπίδα, χωρίζει ἀπό κάθε γήϊνη προσπάθεια τόν νοῦ· ὃταν δέ ὁ νοῦς χωρισθεῖ ἀπό αὐτήν, τότε θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη» (Ἁγ. Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 453-454).
Συμπερασματικά
ἡ ἀληθινή μετάνοια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ,
ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀδιάλειπτος
μνήμη τῶν ποικίλων θεϊκῶν εὐεργεσιῶν,
καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ ἀδιάλειπτη
προσευχή εἶναι αὐτά πού κατεργάζονται
τήν ἀπελευθέρωση ἀπό κάθε ἐμπαθῆ
προσκόλληση μας πρός τά γήϊνα (δόξα,
πλοῦτος, ἡδονές) καί ἀνάβουν στήν
καρδιά μας τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό
καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ τούς συνανθρώπους
μας.
Εἰδικότερα
γιά τό ὁριζόντιο σκέλος τῆς ἀγάπης,
τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μποροῦμε
νά ποῦμε ὅτι ἰσχύουν ὅσα ἀναφέραμε
παραπάνω γιά τό πῶς ἀποκτιέται ἡ
ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἐπιπλέον
ὅτι:
Ἔπιτυγχάνεται
ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον:
α)Μέ
τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό
«Ἐν
τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τά
τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τόν Θεόν ἀγαπῶμεν
καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν» (Α'
Ἰωάννου ε',2)
Ἡ
ἀγάπη πρός τόν πλησίον πηγάζει ἀπό
τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό τόν κοινό
πατέρα ὅλων μας. Ὅποιος ἀγαπάει τόν
Θεό ἀγαπᾶ καί τούς συνανθρώπους του.
Jo1
4.20.1 to
Jo1
4.21.3 4.20 ἐάν τις εἴπῃ ὅτι Ἀγαπῶ τὸν
θεόν͵ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ͵
ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ ὃν ἑώρακεν͵ τὸν θεὸν
ὃν οὐχ ἑώρακεν οὐ δύναται ἀγαπᾶν.
4.21 καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ΄
αὐτοῦ͵ ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν θεὸν ἀγαπᾷ
καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.
«Ὅποιος
ἀγαπάει τό Θεό, δέν μπορεῖ νά μήν
ἀγαπήσει καί κάθε ἄνθρωπο σάν τόν
ἑαυτό του, ἄν καί τόν δυσαρεστοῦν τά
πάθη ἐκείνων πού δέν ἔχουν ἀκόμα
καθαριστεῖ. Γι' αὐτό καί χαίρεται μέ
ἀμέτρητη καί ἀνέκφραστη χαρά ὅταν
αὐτοί ἐπιστρέφουν καί διορθώνονται» (Ἁγ.
Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 454)
Πῶς
ἄλλωστε θά ἐκδηλώσουμε τήν ἀγάπη
μας στόν Θεό παρά ἀγαπώντας τόν
ἀδελφό μας; Εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ἀληθινά
ἀγαπᾶμε τόν Θεό ἡ ἀγάπη μας πρός
τόν πλησίον. «Ἐκεῖνος πού βλέπει
ἴχνος μίσους στήν καρδιά του, γιά
ὁποιοδήποτε πταῖσμα πρός τόν
ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, εἶναι τελείως
ἀποξενωμένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός
τόν Θεόν· διότι ἡ ἀγάπη πρός τόν
Θεό δέν ἀνέχεται καθόλου τό μίσος
στόν ἄνθρωπο. «Ἐκεῖνος πού μέ
ἀγαπᾶ εἶπε ὁ Κύριος, θά τηρήσει τίς
ἐντολές μου· αὐτή δέ εἶναι ἡ ἐντολή
μου, νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
Λοιπόν, αὐτός πού δέν ἀγαπᾶ τόν
πλησίον δέν τηρεῖ τήν ἐντολή· ἐκεῖνος
δέ πού δέν τηρεῖ τήν ἐντολή, οὔτε
τόν Κύριο μπορεῖ νά ἀγαπᾶ» (Ἁγ.
Μαξίμου, Εὐεργ. τομ. Δ' σελ.77).
Πῶς ὅμως θά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον; Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. «Ὅταν κανείς ἀρχίσει νά αἰσθάνεται πλουσιοπάροχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει ν' ἀγαπάει μέ πνευματική αἴσθηση καί τόν πλησίον... Ἡ σαρκική φιλία πολύ εὔκολα, ὅταν βρεθεῖ κάποια ἀσήμαντη αἰτία, διαλύεται, γιατί δέν εἶναι δεμένη μέ τήν πνευματική αἴσθηση. Στόν ἄνθρωπο ὅμως, πού στήν ψυχή του ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κι ἄν συμβεῖ κάποια παρεξήγηση, δέν λύνεται ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Γιατί μέ τήν θερμότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή ξαναθερμαίνει τόν ἑαυτό τής στό καλό, καί γρήγορα ξαναφέρνει μέσα τής μέ πολλή χαρά τήν ἀγάπη στόν πλησίον, ἀκόμα κι ἄν αὐτός τήν ἔβρισε ἤ τήν ζημίωσε ὑπερβολικά· καί μέ τήν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἐξουδετερώνει τήν πικρία τῆς φιλονικίας καί τῆς διαμάχης» (Τοῦ ἁγίου Διαδόχου, Μικρός Εὐεργετινός, σελ. 451).
«Δέν ἔχει ἀκόμη τέλεια τήν ἀγάπη ὅποιος ἀλλάζει διάθεση ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τίς διαθέσεις ἐκείνων· τόν ἕνα γιά παράδειγμα τόν ἀγαπάει καί τόν ἄλλον τόν μισεῖ, ἤ τόν ἴδιο ἄνθρωπο ἄλλοτε τόν ἀγαπάει καί ἄλλοτε τόν μισεῖ γιά τίς ἴδιες αἰτίες» (Ἁγ. Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 454)
Πῶς ὅμως θά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον; Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. «Ὅταν κανείς ἀρχίσει νά αἰσθάνεται πλουσιοπάροχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει ν' ἀγαπάει μέ πνευματική αἴσθηση καί τόν πλησίον... Ἡ σαρκική φιλία πολύ εὔκολα, ὅταν βρεθεῖ κάποια ἀσήμαντη αἰτία, διαλύεται, γιατί δέν εἶναι δεμένη μέ τήν πνευματική αἴσθηση. Στόν ἄνθρωπο ὅμως, πού στήν ψυχή του ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κι ἄν συμβεῖ κάποια παρεξήγηση, δέν λύνεται ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Γιατί μέ τήν θερμότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή ξαναθερμαίνει τόν ἑαυτό τής στό καλό, καί γρήγορα ξαναφέρνει μέσα τής μέ πολλή χαρά τήν ἀγάπη στόν πλησίον, ἀκόμα κι ἄν αὐτός τήν ἔβρισε ἤ τήν ζημίωσε ὑπερβολικά· καί μέ τήν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἐξουδετερώνει τήν πικρία τῆς φιλονικίας καί τῆς διαμάχης» (Τοῦ ἁγίου Διαδόχου, Μικρός Εὐεργετινός, σελ. 451).
«Δέν ἔχει ἀκόμη τέλεια τήν ἀγάπη ὅποιος ἀλλάζει διάθεση ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τίς διαθέσεις ἐκείνων· τόν ἕνα γιά παράδειγμα τόν ἀγαπάει καί τόν ἄλλον τόν μισεῖ, ἤ τόν ἴδιο ἄνθρωπο ἄλλοτε τόν ἀγαπάει καί ἄλλοτε τόν μισεῖ γιά τίς ἴδιες αἰτίες» (Ἁγ. Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 454)
β)Ὅταν
διακονοῦμε τόν ἄλλο.
Ἡ
ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἐπιτυγχάνεται
ἐπίσης μέ τήν ἔστω ἐξωτερική, χωρίς
τή συμμετοχή ἀρχικά τῆς καρδιᾶς,
διακονία τοῦ πλησίον. Μαθαίνουμε ἔτσι
νά βγαίνουμε ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό
μας καί νά σκεφτόμαστε τόν ἄλλο.
Σιγά-σιγά γλυκαινόμαστε διότι
«μακάριον ἐστί διδόναι μᾶλλον ἤ
λαμβάνειν» καί βρίσκουμε τόν
προορισμό μας πού εἶναι ἡ ἀγάπη.
Πλαστήκαμε γιά νά ἀγαπᾶμε, γιά ν'
ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τούς ἄλλους.
Αὐτή εἷναι ἡ φύση μας. Τό κλείσιμο
στό ἐγώ μας εἶναι παθολογική κατάσταση
πού ὁδηγεῖ στό θάνατο. Ἀλλά γιά νά
εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη σωστή πρέπει νά
ὁμοιάζει μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός
ἐμᾶς.
1)Νά εἶναι ἀνιδιοτελής καί νά μήν κάνει διακρίσεις.
2)Νά εἶναι ἀπεριόριστη μέ δική μας θυσία.
Τό ἀδύνατο σημεῖο εἶναι ἡ ἐπιθυμία μας καί ἡ ἀνάγκη μας νά μᾶς ἀγαποῦν. Ἔχουμε τόση ἀγἀπη ἀπό τόν Θεό, μά πάλι ἀναζητοῦμε τήν ἀνθρώπινη. Αὐτή εἶναι ἠ πρώτη παρακοή στήν Πρώτη Ἐντολή. Τό πρόβλημα δέν εἶναι ἄν μᾶς ἀγαπάει ὁ ἄλλος ἤ πῶς θά τά καταφέρουμε ὥστε νά μᾶς ἀγαπήσει. Τό πρόβλημα καί τό ζητούμενο εἶναι ἐμεῖς νά ἀγαπήσουμε τόν ἄλλο καί τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νά δεῖ κάτι καί ὁ ἄλλος καί νά βρεῖ τό δρόμο του πρός τό Θεό. Πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὅλους πρίν μᾶς ἀγαπήσουν. Νά τούς ἀγαπᾶμε ἀκόμη κι ἄν δέν ἀνταποκριθοῦν στήν ἀγάπη μας. Νά ἀγαπᾶμε χωρίς νά περιμένουμε τίποτα ἀπό τόν ἄλλο γιά τόν ἑαυτό μας. «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ἀγαποῦν. Δέν ἀγαποῦν ἐπειδή περιμένουν κάτι ἀπ' αὐτόν πού ἀγαποῦν... Ἀγαποῦν γιατί ἅμα παύεις ν' ἀγαπᾶς, παύεις νά ζεῖς. Ὅποιοι δέν τό ἔνοιωσαν αὐτό δέν ἔνοιωσαν καθόλου τήν Χαρά τοῦ Θεοῦ. Καθόλου. Γιατί ὅλο ἀσχολοῦνται μέ τόν ἑαυτό τους...
«Εἶδες; Ἐγώ τόσο τόν ἀγαπῶ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, κι αὐτός τίποτα γιά μένα. Ἔκανα τόσες θυσίες»... Κι ὅλο τέτοιες ἀνοησίες ἀκοῦς! Καμμιά σχέση μέ τήν κατά Θεόν ἀγάπη! Αὐτή ἡ ἀγάπη, ἔρχεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ἀγάπης πηγαίνει στόν ἄλλον καί ξαναπάει στήν Πηγή της. Τί λόγο ἔχω ἐγώ ὕστερα νά περιμένω καί ν' ἀναρωτιέμαι «μ' άγαπάει, δέν μ' άγαπάει»;
Ἔγινε ἡ «ἕνωση μέ τόν Θεό; Τί ἄλλο θέλουμε; Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας!» (Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.198).
1)Νά εἶναι ἀνιδιοτελής καί νά μήν κάνει διακρίσεις.
2)Νά εἶναι ἀπεριόριστη μέ δική μας θυσία.
Τό ἀδύνατο σημεῖο εἶναι ἡ ἐπιθυμία μας καί ἡ ἀνάγκη μας νά μᾶς ἀγαποῦν. Ἔχουμε τόση ἀγἀπη ἀπό τόν Θεό, μά πάλι ἀναζητοῦμε τήν ἀνθρώπινη. Αὐτή εἶναι ἠ πρώτη παρακοή στήν Πρώτη Ἐντολή. Τό πρόβλημα δέν εἶναι ἄν μᾶς ἀγαπάει ὁ ἄλλος ἤ πῶς θά τά καταφέρουμε ὥστε νά μᾶς ἀγαπήσει. Τό πρόβλημα καί τό ζητούμενο εἶναι ἐμεῖς νά ἀγαπήσουμε τόν ἄλλο καί τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νά δεῖ κάτι καί ὁ ἄλλος καί νά βρεῖ τό δρόμο του πρός τό Θεό. Πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὅλους πρίν μᾶς ἀγαπήσουν. Νά τούς ἀγαπᾶμε ἀκόμη κι ἄν δέν ἀνταποκριθοῦν στήν ἀγάπη μας. Νά ἀγαπᾶμε χωρίς νά περιμένουμε τίποτα ἀπό τόν ἄλλο γιά τόν ἑαυτό μας. «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ἀγαποῦν. Δέν ἀγαποῦν ἐπειδή περιμένουν κάτι ἀπ' αὐτόν πού ἀγαποῦν... Ἀγαποῦν γιατί ἅμα παύεις ν' ἀγαπᾶς, παύεις νά ζεῖς. Ὅποιοι δέν τό ἔνοιωσαν αὐτό δέν ἔνοιωσαν καθόλου τήν Χαρά τοῦ Θεοῦ. Καθόλου. Γιατί ὅλο ἀσχολοῦνται μέ τόν ἑαυτό τους...
«Εἶδες; Ἐγώ τόσο τόν ἀγαπῶ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, κι αὐτός τίποτα γιά μένα. Ἔκανα τόσες θυσίες»... Κι ὅλο τέτοιες ἀνοησίες ἀκοῦς! Καμμιά σχέση μέ τήν κατά Θεόν ἀγάπη! Αὐτή ἡ ἀγάπη, ἔρχεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ἀγάπης πηγαίνει στόν ἄλλον καί ξαναπάει στήν Πηγή της. Τί λόγο ἔχω ἐγώ ὕστερα νά περιμένω καί ν' ἀναρωτιέμαι «μ' άγαπάει, δέν μ' άγαπάει»;
Ἔγινε ἡ «ἕνωση μέ τόν Θεό; Τί ἄλλο θέλουμε; Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας!» (Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.198).
Στόν
κόσμο ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνταποδοτική,
«ἔχω ὐποχρέωση, σοῦ λέει, στόν
τάδε καί στόν τάδε» Δηλ., « ἄν
δέν εἶχες ὑποχρέωση δέν ὥφειλες νά
τοῦ δείξεις ἀγάπη;» Καί ὅμως τί
λέει ἡ Γραφή;
«Τίποτα δέν χρωστοῦμε ὅ ἔνας στόν ἄλλο παρά νά ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». Νά ἀγαπᾶμε ὅλους ἀνεξαιρέτως χωρίς νά σκεφτόμαστε καθόλου τόν ἑαυτό μας. Νά σβήνουμε τό ἐγώ μας καί νά ταυτίζόμαστε, νά μπαίνουμε στήν ψυχή τοῦ ἄλλου.
«Ποιά εἶμαι ἐγώ», ἔγραφε μιά ἁγία ψυχή «νά ξεχωρίσω τόν ἑαυτό μου ἀπό τόν λεπρό καί τόν τυφλό, ἀπό τόν καλό καί τόν φονιά, ὅταν ἀφοῦ ξέρωμε πώς ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μπορεῖ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μιά κακή μέρα νά γίνωμε σάν αὐτούς; Μιλοῦμε γιά προσευχή, περισυλλογή, αὐτοσυγκέντρωση κ.λ.π. Ὅλα αὐτά, δέν θά μᾶς βοηθήσουν σέ τίποτα ἄλλο, στά πρῶτα μας βήματα παρά σέ μιά ἐγωκεντρική ζωή πού πολύ συχνά θά μᾶς κάνει ἤ μισάνθρωπους ἤ μισότρελλους. Τά πρῶτα βήματα εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Ἀνιδιοτελῆ προσφορά σ' αὐτόν σέ ὄποιες συνθῆκες κι ἄν ζεῖ ἤ βρίσκεται (ἄρρωστος σωματικά, ψυχικά φυλακισμένος, ξένος καί ἄστεγος) ξέροντας πάντα πῶς τό κάνουμε ΜΟΝΟ γιά νά βροῦμε ἐμεῖς τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, πώς γι' αὐτόν δέν εἴμαστε ἀπαραίτητοι (ἄν καί φαίνεται σάν νά εἴμαστε)» (Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.425).
«Τίποτα δέν χρωστοῦμε ὅ ἔνας στόν ἄλλο παρά νά ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». Νά ἀγαπᾶμε ὅλους ἀνεξαιρέτως χωρίς νά σκεφτόμαστε καθόλου τόν ἑαυτό μας. Νά σβήνουμε τό ἐγώ μας καί νά ταυτίζόμαστε, νά μπαίνουμε στήν ψυχή τοῦ ἄλλου.
«Ποιά εἶμαι ἐγώ», ἔγραφε μιά ἁγία ψυχή «νά ξεχωρίσω τόν ἑαυτό μου ἀπό τόν λεπρό καί τόν τυφλό, ἀπό τόν καλό καί τόν φονιά, ὅταν ἀφοῦ ξέρωμε πώς ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μπορεῖ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μιά κακή μέρα νά γίνωμε σάν αὐτούς; Μιλοῦμε γιά προσευχή, περισυλλογή, αὐτοσυγκέντρωση κ.λ.π. Ὅλα αὐτά, δέν θά μᾶς βοηθήσουν σέ τίποτα ἄλλο, στά πρῶτα μας βήματα παρά σέ μιά ἐγωκεντρική ζωή πού πολύ συχνά θά μᾶς κάνει ἤ μισάνθρωπους ἤ μισότρελλους. Τά πρῶτα βήματα εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Ἀνιδιοτελῆ προσφορά σ' αὐτόν σέ ὄποιες συνθῆκες κι ἄν ζεῖ ἤ βρίσκεται (ἄρρωστος σωματικά, ψυχικά φυλακισμένος, ξένος καί ἄστεγος) ξέροντας πάντα πῶς τό κάνουμε ΜΟΝΟ γιά νά βροῦμε ἐμεῖς τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, πώς γι' αὐτόν δέν εἴμαστε ἀπαραίτητοι (ἄν καί φαίνεται σάν νά εἴμαστε)» (Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.425).
Ἐπίσης
ἡ ἀγάπη ἐκτός πού δέν πρέπει νά
ζητάει τήν ἀνταπόδωση πρέπει νά
εἶναι καί ἀπεριόριστη μέ δική μας
θυσία.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα πάνω στόν Σταυρό. Ἀλλά συγχρόνως χαίρεται μέσα στό Φῶς τῆς Ἀνάστασης. Διότι εἶναι τόση ἡ χαρά πού μᾶς δίνει ὀ Θεός ὥστε δέν νιώθουμε τόν κόπο τῆς θυσίας. Δέν κουραζόμαστε ἀλλά ξεκουραζόμαστε καί χαιρόμαστε θεϊκά.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα πάνω στόν Σταυρό. Ἀλλά συγχρόνως χαίρεται μέσα στό Φῶς τῆς Ἀνάστασης. Διότι εἶναι τόση ἡ χαρά πού μᾶς δίνει ὀ Θεός ὥστε δέν νιώθουμε τόν κόπο τῆς θυσίας. Δέν κουραζόμαστε ἀλλά ξεκουραζόμαστε καί χαιρόμαστε θεϊκά.
Ἀσκώντας
τήν ἀγάπη ἐκπληρώνουμε τό Θέλημα
τοῦ Θεοῦ κατά τόν τελειότερο τρόπο.
γ)Ὅταν
σκεφτόμαστε τόν ἄλλο. Ὅταν δείχνουμε
ἐνδιαφέρον καί τόν βλέπουμε σάν
ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἀκοῦμε
τόν ἄλλο.
Νά
καταλαβαίνουμε
τόν
ἄλλο, «ἐν
παροξυσμῷ
ἀγάπης
καί
καλῶν
ἔργων». Νά
ζοῦμε
γιά
τούς
ἄλλους
καί
ποτέ
νά
μήν
σκεφτόμαστε
τόν
ἑαυτό
μας.
«Ὅταν
σκεφτόμαστε τόν ἑαυτό μας εἴμαστε
ζωντανά πτώματα. Μόνο ὅταν σκεφτόμαστε
τόν ἄλλο εἴμαστε ζωντανοί». (Γερόντισσα
Γαβριηλία σελ.481).
Ὅταν ἀκοῦμε τόν ἄλλο χωρίς νά θέλουμε νά ἐπιβληθοῦμε ἤ νά προβληθοῦμε. Ὅταν ξεχνᾶμε τά δικά μας προβλήματα καί σιωπηλά ἀφήνουμε τόν ἄλλο νά ξεκουραστεῖ λέγοντάς μας τά δικά του. Γιά παράδειγμα ἔρχεται καί σοῦ λέει κάποιος:
«Τό κεφάλι μου πάει νά σπάσει ἀπό τόν πονοκέφαλο». Ἄν συμβεῖ νά ἔχεις καί σύ καί τοῦ πεῖς: «Κι ἐγώ τό ἴδιο», τότε σταματάει κάθε συζήτήση. Καί μπορεῖ ἐκεῖνος νά εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νά μιλήσει νά πεῖ τή στενοχώρια του καί σύ μέ τό νά σκέφτεσαι μόνο τόν ἑαυτό σου νά τοῦ στερεῖς αὐτή τή δυνατότητα.
Ὅταν ἀκοῦμε τόν ἄλλο χωρίς νά θέλουμε νά ἐπιβληθοῦμε ἤ νά προβληθοῦμε. Ὅταν ξεχνᾶμε τά δικά μας προβλήματα καί σιωπηλά ἀφήνουμε τόν ἄλλο νά ξεκουραστεῖ λέγοντάς μας τά δικά του. Γιά παράδειγμα ἔρχεται καί σοῦ λέει κάποιος:
«Τό κεφάλι μου πάει νά σπάσει ἀπό τόν πονοκέφαλο». Ἄν συμβεῖ νά ἔχεις καί σύ καί τοῦ πεῖς: «Κι ἐγώ τό ἴδιο», τότε σταματάει κάθε συζήτήση. Καί μπορεῖ ἐκεῖνος νά εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νά μιλήσει νά πεῖ τή στενοχώρια του καί σύ μέ τό νά σκέφτεσαι μόνο τόν ἑαυτό σου νά τοῦ στερεῖς αὐτή τή δυνατότητα.
δ)Ὅταν
ἐλεοῦμε τόν ἄλλο καί μοιραζόμαστε
μαζί του τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ
Ὅ,τι
μᾶς δίνει ὁ Θεός μᾶς τό δίνει ὄχι
γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε ἐγωιστικά
ἀλλά γιά νά τό διαχειριστοῦμε· γιά
νά τό μοιραστοῦμε ἀγαπητικά μέ τόν
ἀδελφό μας καί νά δοξολογήσουμε μαζί
τόν δωρεοδότη Κύριο. «Ἄν δέν
μοιραστοῦμε τήν ἀγάπη πού μᾶς δίνει
ὁ Θεός μέ τούς ἄλλους, θά εἴμαστε
πάντα ὁλομόναχοι καί ἄθλιοι ζητιάνοι
τῆς ἀγάπης τῶν ἄλλων» (Γερόντισσα
Γαβριηλία σελ.407).
«Ὁ Θεός «βρέχει» τήν ἀγάπη Του πάνω μας. Ἄν τήν κρατήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας, θά πεθάνουμς γιατί δέν θά ἀντέξουμε τήν Δύναμή Της. Ἄν μέ ὅλην αὐτήν τήν Φωτιά, ἀγαπήσουμε τούς ἄλλους, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι δικιά Του ἡ Ἀγάπη, τότε συμβαίνουν καταπληκτικά πράγματα σ' αὐτόν τόν ἄλλον -πού στήν πραγματικότητα- «ἑλκύστηκε» ἀπό τόν Θεό γιά νά ἔρθει νά τόν ἀγαπήσω. Ἀμέσως θά δεῖς νά τοῦ γίνεται μιά μεταμόρφωση. Χαράζει μιά νέα πορεία κι ἄν κατανοήσει ὅτι αὐτή ἡ ἀγἀπη δέν εἶναι ἀπό μένα ἀλλά ἀπό τόν Θεό, ἔρχεται ἡ εὐλογία πάνω του. Ἀλλιῶς, ἄν δέν τό καταλάβει κι ἀρχίζει νά μ' εὐχαριστεῖ γιά τήν ἀγάπη αὐτή, τά καταστρέφει ὅλα. Ἄν ὅμως τό καταλάβει, τότε κι ἐκεῖνος μέ τή σειρά του, θά δώσει σέ ἄλλον καί σέ ἄλλον ἀπ' αὐτήν τήν Ἀγάπη, χωρίς ὅμως νά περιμένει ἀνταπόκριση ἤ εὐγνωμοσύνη... Καί τότε, ὅλοι χαιρόμαστε, γιατί νοιώθουμε ἑνωμένοι μέ τήν Ἀγάπη Αὐτή πού εἶναι ὁ Θεός. Καί γίνεται καί κάτι ἄλλο. Ἀναγνωρίζουμε ἀμέσως ὅλους ὅσους εἶναι μέσα στήν Ἀγάπη Αὐτή.» (Γ.Γαβριηλία, σελ.414)
«Ὁ Θεός «βρέχει» τήν ἀγάπη Του πάνω μας. Ἄν τήν κρατήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας, θά πεθάνουμς γιατί δέν θά ἀντέξουμε τήν Δύναμή Της. Ἄν μέ ὅλην αὐτήν τήν Φωτιά, ἀγαπήσουμε τούς ἄλλους, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι δικιά Του ἡ Ἀγάπη, τότε συμβαίνουν καταπληκτικά πράγματα σ' αὐτόν τόν ἄλλον -πού στήν πραγματικότητα- «ἑλκύστηκε» ἀπό τόν Θεό γιά νά ἔρθει νά τόν ἀγαπήσω. Ἀμέσως θά δεῖς νά τοῦ γίνεται μιά μεταμόρφωση. Χαράζει μιά νέα πορεία κι ἄν κατανοήσει ὅτι αὐτή ἡ ἀγἀπη δέν εἶναι ἀπό μένα ἀλλά ἀπό τόν Θεό, ἔρχεται ἡ εὐλογία πάνω του. Ἀλλιῶς, ἄν δέν τό καταλάβει κι ἀρχίζει νά μ' εὐχαριστεῖ γιά τήν ἀγάπη αὐτή, τά καταστρέφει ὅλα. Ἄν ὅμως τό καταλάβει, τότε κι ἐκεῖνος μέ τή σειρά του, θά δώσει σέ ἄλλον καί σέ ἄλλον ἀπ' αὐτήν τήν Ἀγάπη, χωρίς ὅμως νά περιμένει ἀνταπόκριση ἤ εὐγνωμοσύνη... Καί τότε, ὅλοι χαιρόμαστε, γιατί νοιώθουμε ἑνωμένοι μέ τήν Ἀγάπη Αὐτή πού εἶναι ὁ Θεός. Καί γίνεται καί κάτι ἄλλο. Ἀναγνωρίζουμε ἀμέσως ὅλους ὅσους εἶναι μέσα στήν Ἀγάπη Αὐτή.» (Γ.Γαβριηλία, σελ.414)
ε)Ὅταν
προσευχόμαστε γιά τόν ἄλλο.
Ἡ
μεγαλύτερη βοήθεια πρός τόν ἄλλο
δίνεται μέσῳ τῆς προσευχῆς μας γι'
αὐτόν. «Κανείς δέν μπορεῖ νά δείξει
ἤ νά διδάξει κάτι στόν ἄλλον, ἐκτός
ἀπό τήν Ἀγάπη. Ἐκείνη μόνο μπορεῖ
νά βοηθήσει ἐκείνους πού Τόν ψάχνουν.
Ἐκείνη καί ἡ Προσευχή πού μπορεῖ νά
κάνει τό θαῦμα της καί μετά ἀπό
χρόνια...» (Γ.Γαβριηλία, σελ.412). «Αὐτό
κάνουν καί οἱ μοναχοί πού τραβιοῦνται
μακρυά ἀπό τόν κόσμο ἐντελῶς. Δέν
ἔφυγαν ἐπειδή δέν ἀγαποῦσαν τόν
κόσμο· ἔφυγαν ἐπειδή τόν ἀγαποῦσαν
πάρα πολύ καί ἤθελαν νά μήν κάνουν
τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά προσεύχονται
γι' αὐτόν. Οἱ Μοναχοί κάνουν Προσευχή
καί Νηστεία. Δηλαδή κάνουν τά δύο
ἀνώτατα σκαλιά τῆς ἀγάπης πρός τό
Θεό. Γίνεται ἡ προσευχή τους μιά
μπόμπα ἀγάπης καί καθαρίζει ἑκατομμύρια
στρέμματα... Ὄχι μόνο τήν Ἔρημο, ἀλλά
καί τόν μισό τόν Κόσμο. Κι ἄν ὁ Κόσμος
σήμερα στέκεται στά πόδια του, εἶναι
γιατί χιλιάδες Μοναχοί προσεύχονται
γι' αὐτόν. Οἱ ἄνθρωποι πού δέν ξέρουν
λένε: «Ἔ, τί κάνει ὁ Μοναχός;
Προσεύχεται; Δέν βαρυέσαι! Ἔργα! Ἔργα!
Αὐτά χρειαζόμαστε»! Δέν ἔχουν
δίκιο. Γιατί μεγαλύτερη ἐνέργεια ἀπό
τήν ἐνέργεια τῆς προσευχῆς δέν
ὑπάρχει. Πολλά ἰσχύει δέησις δικαίου
ἐνεργουμένη» (Γερόντισσα Γαβριηλία
σελ.316).
στ)Ὅταν
συγχωροῦμε τόν ἄλλο καί φροντίζουμε
γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του
Δέν
ὑπάρχει ἀνώτερη μορφή ἐλεημοσύνης
ἀπό τό νά κάνουμε ὑπομονή στά πάθη
τοῦ ἄλλου καί νά τόν συγχωροῦμε δίχως
νά κρατᾶμε κακία. Κι ἀκόμη ἀπό τό
νά προσπαθοῦμε νά κερδίσουμε μέ τήν
ἀγάπη μας καί τήν προσευχή μας τήν
ψυχή του γιά τό Χριστό.
ζ)Ὅταν
τιμοῦμε τόν ἄλλον
«Δέν
μπορεῖς νά ἀγαπᾶς καί νά θέλεις νά
ὑπερέχεις τοῦ ἄλλου. Γιατί θά τόν
βλέπεις σάν Εἰκόνά τοῦ Θεοῦ».
(Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.288). Καί ἀφοῦ
τόν ἀγαπᾶς θά τόν βάζεις πάντα πρῶτο
καί θά τόν τιμᾶς. «Ἀγάπη καί
ταπείνωση εἶναι συνώνυμα». (Γερόντισσα
Γαβριηλία σελ.167).
η)Ὅταν
βγαίνουμε τελείως ἀπό τόν ἑαυτό μας
καί ταυτιζόμαστε μέ τόν ἄλλο.
Ὅταν
παύουμε νά ὑπάρχουμε σάν ὀντότης
καί μπαίνουμε στήν ψυχή τοῦ ἄλλου.
Μά εἶναι κακοποιός μά εἶναι κάτι πού
δέν καταλαβαίνουμε... Πρέπει νά μποῦμε. Γιατί ἔχει κι αὐτός μέσα του τήν Πνοή
τοῦ Θεοῦ. Τόν Σπινθήρα τοῦ Χριστοῦ.
Καί ἔχει μιά καρδιά πού χτυπᾶ σάν
τή δικιά μας... Μ' ἄλλα λόγια, ἐσύ ὁ
ἴδιος ἀντικατοπτρίζεσαι μέσα του. Ἄν
δέν τό κάνεις αύτό, δέν μπορεῖς νά
βοηθήσεις τόν ἄλλον. Καί τί ὠφελεῖ
νά ἀγαποῦμε μόνο τό Θεό μέ τά χέρια
ψηλά πρός τόν Κύριο, καθέτως, καί νά
μήν τ' ἀνοίξουμε καί ὁριζοντίως, νά
πάρουμε ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, ἐάν
εἶναι δυνατόν, καί νά γίνει ἔτσι τό
σῶμα μας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ...»
(Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.166).
θ)Ὅταν
ἔχουμε τήν διάθεση νά ὑποστοῦμε κάθε
σωματική ταλαιπωρία ἀκόμη καί θάνατο
γιά τόν ἄλλο.
Ὁ
Κύριος μᾶς εἶπε: «Ὅποιος σέ
ἀγγαρεύσει νά τόν συνοδεύσεις ἕνα
μίλι πήγαινε μαζί του δύο· καί ἀπ'
αὐτόν πού θέλει νά σοῦ πάρει τό
ἱμάτιο δός του καί τόν χιτώνα· καί
αὐτόν πού σοῦ ζητάει δάνειο μήν τόν
ἀποστραφεῖς». Δέν ἔχει σημασία
τί θά κάνει ὁ ἄλλος τήν ἀγάπη μας.
Ἐμεῖς θά πάρουμε τόν μισθό μας ἀπό
τόν Θεό. Διότι πάλι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος
«ἄν δώσετε εἰρήνη σ' ἔναν ἄνθρωπο
καί ἐκεῖνος δέν τήν δεχθεῖ τότε αὐτή
ἐπιστρέφει σ' ἐσᾶς»
Ἀποτελέσματα
τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί πρός
τόν πλησίον.
Ἡ
προσευχή μαζί μέ τήν ἀγάπη κάνουν
τόν νοῦ θεοειδῆ καί θεώνουν τόν
ἄνθρωπο.
«Ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει
καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α' Ἰωάννου
δ', 16)
«Ἡ
ἀγάπη κατά τήν ποιότητα εἶναι ὁμοίωση
μέ τόν Θεό, κατά τό μέτρο πού εἶναι
δυνατόν στούς ἀνθρώπους, κατά δέ τήν
ἐνέργεια εἶναι μέθη τῆς ψυχῆς· κατά
δέ τήν ἰδιότητα εἶναι πηγή πίστεως,
ἄβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως.
Ἀγάπη εἶναι κυρίως ἀπόθεση κάθε
ἐχθρικῆς καί ἀντίθετης σκέψης, ἐφ'
ὅσον ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν» (
Ἁγ. Ἰωάννου «Κλῖμαξ» Λογ. Λ'
στίχος γ')
«Καμμιά ἄλλη ἀρετή δέν μπορεῖ νά
προξενήσει ἀπάθεια στήν ψυχή, παρά
μόνο ἡ ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη εἴναι
ἡ ἐκπλήρωση ὅλου τοῦ νόμου. (Rom
13.10.2 to
Rom
13.10.2 πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη). Ὥστε
λοιπόν ἀνανεώνεται μέρα μέ τή μέρα
ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος μέ τή γεύση
τῆς ἀγάπης, καί ὁλοκληρώνεται ὅταν
φτάσει στήν τελειότητά της. Κάποιος
ἀπό ἐκείνους πού ἀχόρταγα ἀγαποῦν
τόν Θεό πόθησε κάποτε νά γνωρίσει
φανερά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί ὁ
Ἀγαθός τοῦ τό ἔδωσε αὐτό μέ πολλή
αἴσθηση καί ἐσωτερική πληροφορία.
«Καί τόσο πολύ ἔνιωσα τήν ἐνέργειά της», εἶπε, «ὥστε ἡ ψυχή μου νά βιάζεται νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα μέ μιάν ἀνέκφραστη χαρά καί ἀγάπη, καί νά πάει κοντά στόν Κύριο, ἀδιαφορώντας γι' αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή». Ἐκεῖνος πού γνώρισε ἐμπειρικά αὐτήν τήν ἀγάπη, καί ἄν κανένας τόν βρίσει ἤ τόν ἀδικήσει ὑπερβολικά, δέν ὀργίζεται ἐναντίον του, ἀλλά μένει σάν κολλημένος μέ τήν ἀγάπη στήν ψυχή ἐκείνου πού τόν ἔβρισε ἤ τόν ἀδίκησε. Ἐξάπτεται μόνο ἐναντίον ἐκείνων πού κατατρέχουν τούς φτωχούς ἤ λένε λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ἡ Γραφή (Ψαλμ. 74:6, Μή λαλεῖτε κατά τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν), ἤ ζοῦν μέ κάποιον ἄλλο κακό τρόπο. Γιατί ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό πολύ περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του -ἤ μᾶλλον ὅποιος δέν ἀγαπάει πιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μόνο τό Θεό-, δέν ἀγωνίζεται γιά τή δική του τιμή, ἀλλά θέλει νά τιμᾶται μόνο ἡ δικαιοσύνη Ἐκείνου, πού τόν τίμησε μέ τιμή αἰώνια. Καί αὐτό δέν τό θέλει μέ μισή καρδιά, ἀλλά ἔχει αὐτή τή διάθεση σάν συνήθεια, λόγω τῆς βαθειᾶς ἐμπειρίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός, σελ. 452-453).
«Καί τόσο πολύ ἔνιωσα τήν ἐνέργειά της», εἶπε, «ὥστε ἡ ψυχή μου νά βιάζεται νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα μέ μιάν ἀνέκφραστη χαρά καί ἀγάπη, καί νά πάει κοντά στόν Κύριο, ἀδιαφορώντας γι' αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή». Ἐκεῖνος πού γνώρισε ἐμπειρικά αὐτήν τήν ἀγάπη, καί ἄν κανένας τόν βρίσει ἤ τόν ἀδικήσει ὑπερβολικά, δέν ὀργίζεται ἐναντίον του, ἀλλά μένει σάν κολλημένος μέ τήν ἀγάπη στήν ψυχή ἐκείνου πού τόν ἔβρισε ἤ τόν ἀδίκησε. Ἐξάπτεται μόνο ἐναντίον ἐκείνων πού κατατρέχουν τούς φτωχούς ἤ λένε λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ἡ Γραφή (Ψαλμ. 74:6, Μή λαλεῖτε κατά τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν), ἤ ζοῦν μέ κάποιον ἄλλο κακό τρόπο. Γιατί ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό πολύ περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του -ἤ μᾶλλον ὅποιος δέν ἀγαπάει πιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μόνο τό Θεό-, δέν ἀγωνίζεται γιά τή δική του τιμή, ἀλλά θέλει νά τιμᾶται μόνο ἡ δικαιοσύνη Ἐκείνου, πού τόν τίμησε μέ τιμή αἰώνια. Καί αὐτό δέν τό θέλει μέ μισή καρδιά, ἀλλά ἔχει αὐτή τή διάθεση σάν συνήθεια, λόγω τῆς βαθειᾶς ἐμπειρίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός, σελ. 452-453).
Μακαριότητα,
χαρά, θεία χάρη φέρνει ἠ ἀγάπη στόν
ἄνθρωπο. Γιατί αὐτός εἶναι ὁ προορισμός
μας. Γι' αὐτό πλαστήκαμε. Αὐτή εἶναι
ἡ φυσική μας κατάσταση. Αὐτή εἶναι
ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς...
«Ἡ
χάρη ἔρχεται μέ τήν ἀγάπη γιά τόν
ἀδελφό καί μ' αὐτήν διατηρεῖται. Ἄν
ὅμως δέν ἀγαποῦμε τόν ἀδελφό, τότε
δέν ἔρχεται καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
στήν ψυχή» (Ἅγιος Σιλουανός).
Ἐπίλογος
«Τό ἀδύνατο σημεῖο εἶναι ἡ ἐπιθυμία
μας καί ἡ ἀνάγκη μας νά μᾶς ἀγαποῦν.
Ἔχουμε τόση ἀγἀπη ἀπό τόν Θεό, μά
πάλι ἀναζητοῦμε τήν ἀνθρώπινη. Αὐτή
εἶναι ἠ πρώτη παρακοή στήν Πρώτη
Ἐντολή. Δέν ἔχουμε ἐμπειρία τῆς
ἐπίγνωσης ὅτι ἐκτός ἀπό Ἐκεῖνον,
κανένας ἄνθρωπος, ὅσο καί νά μᾶς
ἀγαπᾶ, δέν μπορεῖ νά μᾶς βγάλει ἀπό
τήν κατάσταση στήν ὁποία εἴμαστε,
καλή ἤ κακή... Εἴμαστε μόνοι. Φίλος
μας καί Συγγενής μας εἶναι μόνο
Ἐκεῖνος! Ἡ ἀληθινή εὐτυχία εἶναι
στό «ὁ Θεός κι ἐγώ πάνω στή γῆ».
Μόνο ἄν τό βιώσουμε καί ἀγαπήσουμε
τόν Θεό μέσω τῶν ἀδελφῶν μας καί μέ
τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τότε μόνο
θά νιώσουμε χαρά στή ζωή μας. «Ἐμνήσθην
τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην». Καί δέν
μπορεῖς νά προσευχηθεῖς καί νά
ἀγαπήσεις ἄν δέν ἐλευθερωθεῖς ἄν
δέν νεκρωθεῖς γιά ὅλους καί γιά ὅλα.
Τότε ἡ ζωή γίνεται πανήγυρη καί χαιρόμαστε μέ τή χαρά τοῦ Θεοῦ στήν αἰωνιότητα.
Τότε ἡ ζωή γίνεται πανήγυρη καί χαιρόμαστε μέ τή χαρά τοῦ Θεοῦ στήν αἰωνιότητα.
«Μερικοί
σκέφτονται» γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός
«πώς ὁ Κύριος ἔπαθε ἀπό ἀγάπη
γιά τόν ἄνθρωπο· ἐπειδή ὅμως δέν
βρίσκουν αὐτήν τήν ἀγάπη μέσα τους,
διαλογίζονται πώς αὐτό ἔγινε κάποτε
παλιά καί πέρασε. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχή
γνωρίσει μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ, τότε αἰσθάνεται καθαρά πώς
ὁ Κύριος εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ
γνησιότατος, ὁ πλησιέστατος, ὁ πιό
ἀγαπημένος, ὁ ἀγαθότατος, καί δέν
ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐτύχία ἀπό τό
ν' ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὅπως παράγγειλε ὁ
Κύριος, μέ ὅλο τό νοῦ καί τήν καρδιά
καί μ' ὅλη τήν ψυχή καί τόν πλησίον
σάν τόν ἑαυτό σου. Κι ὅταν πιά
ἐγκατασταθῆ μέσα μας αὐτή ἡ ἀγάπη,
τότε ὅλα χαροποιοῦν τήν ψυχή». Ὁ
Θεός νά τό δώσει γιά ὅλους μας. Ἡ
ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἐσωτερική
περισυλλογή καί ἡ καλλιέργεια τοῦ
φόβου τοῦ Θεοῦ, ἡ συνεχής προσπάθεια
γιά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό κάθε ἐμπαθῆ
προσκόλληση, ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τῶν
εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ καί ἡ θυσιαστική,
ἀνιδιοτελής καί χωρίς ὅρια καί
διακρίσεις διακονία τοῦ πλησίον ἄς
γίνουν τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. Γιά
νά ἀξιωθοῦμε τῆς ἀπείου θείας
μακαριότητας μέ τίς πρεσβεῖες πάντων
τῶν ἁγίων καί τῆς Θεοτόκου. Τῶν ἁγίων
πού ἀγάπησαν τόν Θεό πάνω ἀπ' ὅλα
καί τόν πλησίον τους πάνω ἀπό τόν
ἑαυτό τους, καί μᾶς καλοῦν νά τούς
μιμηθοῦμε. Ἀμήν!
Τέλος
καί τῷ Θεῷ δόξα!