Πώς συνδυάζεται ο υπαρξισμός (που περιλαμβάνει έννοιες όπως π.χ. η εγκόσμια ρίψη, η έλλειψη νοήματος, κτλ.) με την ύπαρξη του Θεού;
Αν και ο κάθε ένας υπαρξιστής λέει εντελώς διαφορετικά πράγματα από τον άλλο, εντούτοις υπάρχει κοινή θεματολογία:
- Οι υπαρξιστές θεωρούν ότι ο άνθρωπος δεν έχει μια προκαθορισμένη ουσία ή σκοπό που να του έχει δοθεί από το Θεό ή τη φύση. Εξαρτάται από τον κάθε ένα από μας ξεχωριστά να αποφασίσουμε ποιοι και τι είμαστε μέσω των πράξεών μας. Είναι το πολύ γνωστό απόφθεγμα του Σαρτρ: «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας». Δηλαδή, πρώτα υπάρχουμε, σε ένα κόσμο τον οποίο δεν επιλέξαμε, και κατόπιν εξαρτάται από εμάς να καθορίσουμε την ταυτότητά μας , τα βασικά μας χαρακτηριστικά καθώς ζούμε τη ζωή μας και δρούμε μέσα σε αυτήν. Ως εκ τούτου, η ουσία μας (το σύνολο των καθορισμένων χαρακτηριστικών) επιλέγεται, δεν δίνεται, δεν είναι δεδομένη.
- Δεύτερον, οι υπαρξιστές πιστεύουν ότι οι άνθρωποι αποφασίζουν οι ίδιοι για τη μοίρα τους και είναι υπεύθυνοι για το τι κάνουν τη ζωή τους. Έχουμε ελεύθερη βούληση με την έννοια ότι όποιοι και αν είναι οι βιολογικοί ή οι κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις μας είναι στο δικό μας χέρι να αποφασίσουμε πώς να διαχειριστούμε αυτούς του παράγοντες και να κάνουμε τις όποιες αλλαγές. Ακριβώς επειδή είμαστε κατ’ ουσίαν αυτοδημιούργητοι έχουμε την πλήρη ευθύνη για το τι θα κάνουμε την ζωή μας.
- Οι υπαρξιστές ενδιαφέρονται να βρουν ποιος είναι ο ποιο αυθεντικός τρόπος να πραγματώσουμε τη ζωή μας ως άτομα. Συνήθως συμμορφωνόμαστε στις απαιτήσεις της «αγέλης». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ζούμε μια ζωή μη-αυθεντική, όχι πραγματικά δική μας. Για να γίνουμε αυθεντικοί, πρέπει να αναλάβουμε τη ζωή μας με καθαρότητα και ένταση[1]. Αυτά, τα βιώνουμε σε στιγμές συναισθηματικών εμπειριών όπως η υπαρξιακή αγωνία και η υπαρξιακή ενοχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις καταλαβαίνουμε καλά τι συμβαίνει στη ζωή μας.
- Τέλος, ο υπαρξισμός θεωρεί ότι δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από υπερβατικές αρχές για να ζήσουμε τη ζωή μας, πιο σωστά να αποφύγουμε να ζήσουμε τη ζωή μας. Βρισκόμαστε «ριγμένοι» στον κόσμο. Χωρίς να το έχουμε επιλέξει, χωρίς να έχουμε κάποιες οδηγίες. Δεν ξέρουμε πώς είναι σωστό για μας να ζήσουμε. Πρέπει να αναλάβουμε οι ίδιοι αυτή την ευθύνη.
Κάτω από αυτό το πρίσμα δύσκολα βρίσκουμε γέφυρες με την πίστη στο Θεό. Ποιο Θεό, όμως; Ποιός υπαρξισμός επίσης είναι αυτός που είναι ασύμβατος με την πίστη; Ποια πίστη;
Τι σημαίνει να είσαι ένθεος; Τι σημαίνει να είσαι ένθεος υπαρξιστής;
Έχει υπάρξει ένας προβληματισμός, που πρώτος ο Σαρτρ τον έθεσε, ως προς το αν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των ένθεων και τον άθεων υπαρξιστών. Ο Kierkegaard, ο Marcel και ο Jaspers ομαδοποιούνται μαζί ως ένθεοι (εμείς θα προσθέταμε φυσικά ως ένθεους υπαρξιστές και τον Martin Buber, τον Nikolai Berdyaev, τον περσοναλισμό του Emmanuel Mounier, τον Paul Tillich, τον John Macquarrie, τον Lev Shestof, τον Miguel de Unamuno και τον Fyodor Dostoevsky). Οι περισσότεροι, εκτός του Buber, χριστιανοί. Αφήνουμε κατά μέρος τους φαινομενολόγους όπως ο Levinas, ο Ricoeur, κ.α. για να μην τα μπερδέψουμε. Δεν θα τους αναλύσουμε. Δεν προλαβαίνουμε. Θα επικεντρωθούμε στις ερωτήσεις μας.
Ομαδοποιούνται, λοιπόν, μαζί αλλά όλοι αυτοί έχουν τόσο διαφορετικές τοποθετήσεις και θεωρίες ο ένας από τον άλλο συμπεριλαμβανομένου το πώς βιώνουν τη θρησκευτικότητά τους. Π.χ. Ο Kierkegaard μιλάει για σχέση με το συγκεκριμένο (για δυαδική σχέση με το Θεό) ενώ ο Marcel και ο Jaspers μιλάνε για τη σχέση με το «μυστήριο» ο ένας και το «υπερβατικό» ο άλλος. Ταυτόχρονα οι άθεοι υπαρξιστές όπως ο Χάιντεγκερ (που καθόλου δεν συμφωνούσε με το χαρακτηρισμό του υπαρξιστή) και ο Σαρτρ μοιάζουν να συμφωνούν με τον Kierkegaard ότι η δέσμευση σε ένα σκοπό είναι απαραίτητο στοιχείο για μια πλήρη ζωή. Και ο διαχωρισμός μεταξύ ένθεων και άθεων υπαρξιστών μοιάζει όλο και πιο δύσκολος όταν αναλογιστούμε ότι το πιο σημαντικό για τους ένθεους στοχαστές δεν είναι το τι είδους πίστη ακολουθεί ο κάθε άνθρωπος αλλά η εσωτερική κατάσταση του πιστού, το πώς σχετίζεται με την πίστη του. Π.χ. ο Kierkegaard θεωρεί σημαντικό όχι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αντικειμενική αλήθεια» αυτού που πιστεύει κάποιος αλλά την ένταση της πίστης (την υποκειμενική αλήθεια). Αυτή η ιδέα της έντασης (των συναισθημάτων) και της δέσμευσης (σε ένα σκοπό, π.χ.) και η σχέση αυτών των 2 με την αυθεντικότητα είναι στην προβληματική όλων των υπαρξιστών.
Όσον αφορά λοιπόν τα κοινά σημεία των υπαρξιστών, μια πιθανή απάντηση των ένθεων θα ήταν:
1’ Ποια ύπαρξη; Ποια τα χαρακτηριστικά της; Από πού προήλθε. Τι είναι; (Σε αυτό, οι άθεοι υπαρξιστές είναι κάπως ασαφείς).Εξ’ άλλου, όσον αφορά την ελευθερία να δημιουργούμε τον εαυτό μας, οι ένθεοι δεν διαφωνούν. Ο Θεός μα ς έπλασε ελεύθερους και είναι στο χέρι μας το τι θα μας κάνουμε. «Εκ του όντος η ουσία» (Γρηγόριος Παλαμάς).
2’. Δεν υπάρχει σύγκρουση απόψεων.
3’. Όντως, δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από υπερβατολογικές αρχές για να αποφύγουμε τις ευθύνες μας. Η πίστη δεν είναι δικαιολογία, π.χ. διαβάζω τη Βίβλο και επαναπαύομαι ότι βρήκα τις απαντήσεις.
Άρα:
Ελευθερία/ελεύθερη βούληση/ευθύνη: Δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ ένθεων και άθεων.
Εγκόσμια ρίψη: Η πίστη δεν μας θωρακίζει από αυτή. Η πίστη είναι ένα άνοιγμα στην ετερότητα του Άλλου σε απόλυτο βαθμό. Αυτή η ετερότητα μας εκθέτει σε αναθεωρήσεις (προκαταλήψεων, παγιωμένων θέσεων), στον αναστοχασμό και στην αυτοκριτική και μας φέρνει προ των ευθυνών μας απέναντι στον οποιοδήποτε άλλο.
Αυθεντικότητα: Για τον Σαρτρ αυθεντικότητα σημαίνει τη συνειδητοποίηση ότι ακριβώς επειδή είμαστε ελεύθεροι να μεταμορφώσουμε τον εαυτό μας μέσω των επιλογών μας, το να διατηρήσουμε στο χρόνο μια συγκεκριμένη ταυτότητα είναι θέμα επιλογής. Παρόμοια σκέφτεται και ο Kierkegaard και ο Χάιντεγκερ που θεωρούν ότι διατηρούμε την όποια ταυτότητά μας μέσω της «επανάληψης» των επιλογών μας. Γενικώς πάντως στους ένθεους υπαρξιστές η αυθεντικότητα έχει σχέση με τον Άλλο και τη δέσμευσή μας προς αυτόν: για τον Marcel η δημιουργική αφοσίωση και όχι η δουλική υποταγή, για τον Buber η σχέση Εγώ-Εσύ εν αντιθέσει με το Εγώ-Αυτό. Η αυθεντικότητα εστιάζεται στις διαλογικές σχέσεις και όχι στις ωφελιμιστικές ή τις χειριστικές. Και βέβαια, υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ορθόδοξο υπαρξισμό» (βλέπε Μητροπολίτη Περγάμου Ζηζιούλα αλλά και Χρήστο Γιανναρά), ο οποίος μιλάει για τη σχέση προσώπων και λέει ότι μόνο ως πρόσωπα μπορούμε να είμαστε αυθεντικοί. Είμαι μια ολόκληρη όχι μόνο θεολογική αλλά και φιλοσοφική προσέγγιση η οποία έχει τεράστιο πλούτο και αξίζει να μελετηθεί ξεχωριστά.
Σχέση
Στους ένθεους υπαρξιστές είναι η σχέση το βασικό θέμα. Η αίσθηση της σχέσης με ένα άλλο πρόσωπο. Άρα, το θέμα είναι πώς σχετιζόμαστε με την εγκόσμια ρίψη, τον Άλλο, την αυθεντικότητά του, την αυθεντικότητά μας. Δέχονται την εγκόσμια ρίψη αλλά δεν απορροφώνται από αυτή. Το κυριότερο είναι η Σχέση που μας εμπλουτίζει, διότι ο Θεός προπορεύεται του ανθρώπου. Αλλιώς είναι είδωλο. Ο Βιβλικός Θεός μας καλεί συνεχώς σε αναθεωρήσεις οι οποίες παραπέμπουν σε μια αυθεντική ζωή, η οποία έχει επικαλυφθεί από τη σκουριά της καθημερινότητας και της συμβατικής σκέψης και ηθικής.
Η έμφαση στο σχεσιακό μέρος του εαυτού δείχνει και το ημιτελές, το ανολοκλήρωτο της ανθρώπινης ύπαρξης, κατά την άποψη των ένθεων υπαρξιστών. Δηλαδή: είμαστε σε σχέση, άρα ανοιχτοί, άρα ανολοκλήρωτοι και συνεχώς μεταβαλλόμενοι.
Ο Kierkegaard, λέει ότι ο άνθρωπος είναι μια σχέση που σχετίζεται με τον εαυτό της, με την έννοια ότι είναι μια σύνθεση το απέραντου και του πεπερασμένου, του χρονικού και του αιώνιου, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας. Είναι η διαδικασία ενός έντονου στοχασμού για τον εαυτό που οδηγεί στη συνειδητοποίηση των αντιθετικών αυτών συστατικών και στην αποδοχή του εαυτού. Μιλάει για τα τρία στάδια που θα τα εξετάζουμε πάλι όταν μιλήσουμε για την πίστη. Από την άποψη της σχέσης, υπάρχουν 3 τρόποι ύπαρξης: Η αισθητική ύπαρξη είναι συνεχώς συνδεδεμένη με τον εξωτερικό κόσμο. Απορροφάται από τις εξωτερικές παρορμήσεις και δραστηριότητες. Μας απασχολεί η διασκέδασή μας, η απόλαυσή μας, το «χάι» μας. Το αισθητικό άτομο ζει για τη στιγμή. Οι επιλογές του άγονται και φέρονται από τα εξωτερικά ερεθίσματα· το ίδιο συμβαίνει και για το νόημα της ζωής του. Η ηθική ύπαρξη είναι κοντά στην υποκειμενικότητα[2]. Η ηθική ύπαρξη, υπό μία έννοια, είναι πιο κοντά στην ευθύνη για το συνάνθρωπο (και το Θεό) καθώς στο στάδιο αυτό ο άνθρωπος παραιτείται από την πλήρη εγωκεντρικότητά του και την ηδονοθηρία της αισθητικής φάσης και αρχίζει να κάνει χώρο για τον Άλλο μέσω της υποταγής σε κοινούς κανόνες. Βέβαια, και η ηθική φάση περιέχει πολλά προβλήματα: πολλές φορές οδηγεί στην αυτοδικαίωση και το φαρισαϊσμό ενώ ταυτόχρονα μπορεί να υποτάξει τον άνθρωπο σε απρόσωπες ηθικές αρχές (μιλάμε εδώ για τον ηθικισμό) που επιβάλλουν την ομοιομορφία και εμποδίζουν έτσι την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου. Γι’ αυτό όσο κι αν είναι ένα βήμα προόδου σε σχέση με το αισθητικό στάδιο, η ηθική υπολείπεται ακόμα πολύ, κατά τον Kierkegaard, ο οποίος, γι’ αυτό το λόγο προτείνει τελικά την υπέρβαση και της ηθικής και τη μετάβαση στο στάδιο της Πίστης. Ηθρησκευτική ύπαρξη συνίσταται στη προσωπική σχέση μεταξύ του ατόμου και του Θεού. Αυτή η σχέση είναι η συνειδητοποίηση της αληθινής ατομικότητάς μας στο εδώ και στο τώρα, στην παρούσα στιγμή. Είναι μία εξαιρετικά υποκειμενική και άμεση εμπειρία. Δεν γίνεται ούτε να την συλλάβουμε ούτε να την επικοινωνήσουμε ως μία αντικειμενική γνώση. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το Θεό αντικειμενικά διότι ο Θεός είναι υποκείμενο (στον «ορθόδοξο υπαρξισμό» θα λέγαμε πρόσωπο) και μόνο ως τέτοιο σχετίζεται. Σε αυτό το επίπεδο το πρόσωπο αντιλαμβάνεται την αιωνιότητα.
Η συνειδητοποίηση της ατομικότητας, του αληθινού μας εαυτού, μέσω της σχέσης είναι κάτι για το οποίο έχει μιλήσει και ο Jaspers. Ποια είναι η αληθινή ατομικότητα, ο αληθινός εαυτός; Η μη-πραγματιστική, η μη-αντικειμενική διάσταση της ανθρωπότητας. Η Existenz. Η Existenz μπορεί να πραγματοποιηθεί σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής μας, ή σε οριακές καταστάσεις (θάνατος, ενοχή, πόνος, αγώνας) ή με την υπαρξιακή επικοινωνία με έναν άλλο άνθρωπο. Οι οριακές καταστάσεις απαιτούν μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε. Ο τρόπος που καλούμαστε να τις αντιμετωπίσουμε δεν είναι με μαθηματικούς ή άλλους επιστημονικούς υπολογισμούς ή με κάποια αντικειμενική γνώση αλλά με το να γίνουμε η Existenz που είμαστε πάντα δυνάμει. Οι οριακές καταστάσεις είναι απαραίτητες για τον εσωτερικό στοχασμό, για να στοχαστούμε τον εαυτό μας, να χτίσουμε μια σχέση (μη-αντικειμενική) με τον εαυτό μας. Αυτή η αυτοσυνείδηση της Existenz, συνοδεύεται με τη συνειδητοποίηση της Υπέρβασης η οποία δεν βασίζεται σε αντικειμενικές αποκαλύψεις αλλά εκδηλώνεται μέσω γρίφων. Υπάρχει εδώ μια διαπροσωπική επικοινωνία. Η Existenz έχει να κάνει με μια τριμερή σχέση: τη σχέση του εαυτού με τον εαυτό του, τη σχέση με ένα άλλο πρόσωπο ως Existenz και τη σχέση με την Υπέρβαση. Για να υπάρχει μια υπαρξιακή επικοινωνία πρέπει, κατά Γιάσπερς, να υπάρχουν κάποιες ηθικές προϋποθέσεις[3].
Ο Buber αναλύει τις σχέσεις Εγώ-Αυτό, Εγώ-Εσύ. Η σχέση Εγώ-Εσύ είναι μια σχέση πρόσώπων, θα λέγαμε όπου ο ένας βλέπει στον άλλο τη μοναδικότητά του και την αποδέχτεται σχετιζόμενος με ελευθερία και σεβασμό. Στη σχέση Εγώ-Αυτό (που μερικές φορές είναι απαραίτητη) ο άλλος «αντικειμενοποιείται». Τον βλέπουμε ως ένα αντικείμενο (χρηστικό μερικές φορές) προς ανάλυση, εξέταση, κρίση (άρα και επίκριση), κτλ. Να προσθέσουμε ότι και με τη φύση μπορούμε να έχουμε σχέση Εγώ-Εσύ.
Ο Marcel θεωρεί ότι η πραγματική προσωπικότητα πραγματώνεται όταν συμμετέχουμε στοΜυστήριο της ύπαρξης, στο οποίο μυστήριο έχουμε πρόσβαση όταν είμαστε σε διαλογική σχέση με το προσωπικό Εσύ ή το Απόλυτο Εσύ (το Θεό). Πώς έχουμε πρόσβαση στο μυστήριο; Μέσω της αγάπης, της αφοσίωσης, της ελπίδας και της πίστης.
Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί; Κατ’ αρχάς τον διαχωρισμό μεταξύ αυθεντικής και μη-αυθεντικής σχέσης (εδώ βλέπουμε ότι μια παρόμοια προσέγγιση έχει και ο Χάιντεγκερ). Όλοι επίσης συμφωνούν ότι οι μη-αυθεντικές σχέσεις είναι απαραίτητες σε αυτή τη ζωή αν και χαρακτηρίζονται με αρνητικά πρόσημα (αντικειμενικότητα, δημόσιες, αφηρημένες, επιδερμικές, μη-συνειδητοποιημένες, εγωκεντρικές, κτλ). Η υπέρβαση της αναυθεντικότητας απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Και εδώ βλέπουμε πως οι άθεοι υπαρξιστές συμφωνούν… εκτός από το κομμάτι του Υπερβατικού Εσύ!
Ως εκ τούτου: Η σχέση με το Θεό, κατά τους ένθεους υπαρξιστές δεν βασίζεται τόσο ή δεν βασίζεται καθόλου στην ηθική, όσο στην Αγάπη και την αυτοπαράδοση του ανθρώπου στην Ετερότητα του Θεού. Η ανάδυση, δηλαδή, της ατομικότητας συμβαίνει στη συνάντηση με τον όντως Άλλο που είναι ο Θεός.
Διαβάστε εδώ το Μέρος ΙΙ.
Το κείμενο είναι από την ομιλία της κ.Φέλιου στο Εργαστήρι Υπαρξιακών θεμάτων του «γίγνεσθαι«.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Βαλ, Ζ. (1988). Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού. 2η εκδ. Αθήνα: Δωδώνη.
Audi, R. (ed.) (1999). The Cambridge dictionary of philosophy. 2nd. ed. Cambridge: Cambridge University Press.
Berdyaev, N. (2009). The divine and the human. San Rafael: Semantron Press.
Buber, M. (1951). Two types of faith. Oxford: Routledge.
Moore, C. H. (ed.) (2002). Provocations: spiritual writings of Kierkegaard. Farmington: Bruderhof Foundation.
Marcel, G. (1950). The mystery of being. Chicago: Henry Regnery.
[1] Σε αντίθεση με παραδοσιακές θεωρίες, οι οποίες θεωρούν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα είδος αντικειμένου (προς μελέτη, προς ανάλυση, κτλ), ενός αντικειμένου που μελετάται ή ως μυαλό ή ως σώμα ή ως συνδυασμός των 2, οι υπαρξιστές θεωρούν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη χαρακτηρίζεται από μία βαθιά ένταση, μια σύγκρουση μεταξύ 2 διαστάσεων: από την μια πλευρά είμαστε οργανισμοί όπως όλοι οι οργανισμοί, δηλαδή είμαστε ζώα, λειτουργούμε με τις αισθήσεις μας, έχουμε συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας, κτλ , από την άλλη επειδή έχουμε αυτεπίγνωση, μπορούμε να συλλογιστούμε τις επιθυμίες μας να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας σε σχέση με ένα όραμα που έχουμε για το πώς εξελίσσεται ή θα έπρεπε να εξελίσσεται η ζωή μας. Μας ενδιαφέρει, μας αφορά το τι είδος άνθρωποι είμαστε. Έτσι , δεν έχουμε απλώς επιθυμίες αλλά έχουμε επιθυμίες και για τις επιθυμίες μας. Και αυτό μας οδηγεί σε μια στάση προς τη ζωή μας τον εαυτό μας, τους άλλους. Δηλαδή ως άνθρωπος χαρακτηρίζομαι από μια ένταση μεταξύ της άμεσης αίσθησης και της επιθυμίας μου από τη μια και των προθέσεών μου και των στόχων μου από την άλλη.
[2] Ο αντικειμενικός στοχασμός είναι ο επιστημονικός , αυτός που επικεντρώνεται στη γνώση των πραγμάτων και της αντικειμενικής φύσης. Ο υποκειμενικός απευθύνεται στη μη-ορθολογική διάσταση της ατομικότητας. Εκεί, ο στοχασμός για τον εαυτό μας συνεπάγεται μια συνειδητή επιλογή του εαυτού μας. Αυτή η επιλογή είναι μια ηθική πράξη όπου το άτομο αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη του τρόπου ζωής του. Εδώ το άτομο αναγνωρίζει το σχεσιακό χαρακτήρα της ύπαρξής του και συνειδητοποιεί ότι η ατομικότητά του ξεπερνά την σφαίρα της αντικειμενικότητας και συνδέεται με κάτι αιώνιο. Η συνειδητοποίηση της ασυμμετρίας μεταξύ άπειρου/πεπερασμένου, φθαρτού/αιώνιου, αναγκαιότητας/ελευθερίας μπορεί να οδηγήσει στην αγωνία και την απελπισία. Όμως είναι απαραίτητο να περάσει το άτομο μέσα από αυτές τις υπαρξιακές ψυχικές διαθέσεις. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να σταθεί απέναντι στο Θεό.
[3] Αυτές είναι: α) τη μη-εγωιστική πρόθεση: να βοηθήσουμε τον Άλλον να πραγματοποιήσει την Existenz του, όχι να τον χρησιμοποιούμε σαν εργαλείο για τη δική μας αυτοπραγμάτωση, β) ανοιχτοσύνη, ανοιχτομυαλιά και ειλικρίνεια, όχι κρυμμένες ατζέντες στην επικοινωνία, όχι μάσκες όχι κολλήματα σε συνήθειες και γνώμες και πεποιθήσεις, γ) πραγματική πρόθεση να αποδεχτούμε την ελευθέρια του άλλου και τη δυνατότητά του για αυτοπραγμάτωση. Ο Jaspers ζητά την πλήρη ισότητα, δ) πνευματική (διανοητική) ακεραιότητα για να κάνουμε εποικοδομητική αυτοκριτική και, ε) προθυμία αλλά και ικανότητα να αντέχουμε τη μοναξιά και την αξιοπρέπεια την μοναχικότητας. Να μην προσπαθούμε να αποφύγουμε τη μοναξιά και την κοινωνική απομόνωση με κάθε κόστος συμπεριλαμβανομένων και της αυταπάτης, της ταπείνωσης και του ξεπεσμού.